Υπήρξε μία παρέα φίλων, όλοι απόφοιτοι πανεπιστημίων, που αναζητούσε στα παλιατζίδικα, επί δεκαετίες, βιβλία και φιλολογικά περιοδικά. Ο Θεοχάρης Κυδωνάκης ήταν εξέχον μέλος αυτής της παρέας με μακρόχρονη συλλεκτική αναζήτηση και σπουδαία συλλογή. Ήταν ο πιο «αγωνιστικός» απ’ όλους. Κυκλοφορούσε πάντα με τις δημόσιες συγκοινωνίες γνωρίζοντας από πού περνούσε το κάθε λεωφορείο, το χρόνο της διαδρομής, τις στάσεις, τη συχνότητα, τη διάρκεια του κάθε δρομολογίου. Έβγαζε κάρτα απεριορίστων διαδρομών και έκανε συνδυασμούς δρομολογίων για να φτάσει στη γη της επαγγελίας: στο Μοναστηράκι, στον Πειραιά, στο Σχιστό, στον Ελαιώνα, πίσω από το Θησείο μέχρι την Πειραιώς, αλλά και σε πολλούς άλλους χώρους που η αστυνομία κατά καιρούς έδινε εκτάκτως άδεια σε φτωχούς παλιατζήδες να εκθέτουν την πραμάτεια τους.
Το Σαββατοκύριακο οι επισκέψεις του Θεοχάρη γίνονταν αξημέρωτα γιατί γνώριζε πολύ καλά πως το σημαντικό ήταν να δει, πρώτος αυτός, τα βιβλία πριν προλάβει να τα ψάξει και να τα αγοράσει κάποιος άλλος. Υπάρχει μία μαρτυρία στις αρχές της δεκαετίας του 1980 για ένα πρωινό Κυριακής στη στάση του Σχιστού, όπου στήνονταν οι παλιατζήδες. Από το πρώτο λεωφορείο κατεβαίνουν βιαστικά δύο άντρες. Αρχίζουν να βαδίζουν με γοργό βήμα, ο ένας δίπλα στον άλλον. Κατευθύνονται προς τους πάγκους των παλιατζήδων. Μόλις επιταχύνει ο ένας ακολουθεί και ο άλλος. Στο τέλος και οι δύο αρχίζουν να τρέχουν δίπλα δίπλα μέχρι που φθάνουν ασθμαίνοντες μπροστά στον πάγκο του παλιατζή. Αργότερα οι δύο αυτοί άνθρωποι θα γνωριστούν και θα θυμούνται με χιούμορ αυτή την πρωινή γυμναστική. Στον «συναθλητή» του ο Θεοχάρης έδωσε το παρατσούκλι «Ιπτάμενος Ολλανδός».
Αλλά και όταν η παρέα επισκεπτόταν ομαδικά τους χώρους των παλιατζήδων, ο καθένας ξέκοβε. Οι συλλογές γίνονται πάντα από μοναχικούς ανθρώπους. Άλλωστε είναι κάπως ανερμήνευτο το γιατί επιλέγεις αυτή ή την άλλη συλλογή. Τι σε παρακινεί; Η επικοινωνία με τους άλλους γινόταν πριν και μετά το ψάξιμο, κυρίως όταν έδειχνε ο ένας στον άλλον τις αγορές του και εξηγούσε τη σημασία του κάθε τόμου. Αυτή η επίδειξη ήταν και σαν ένα μικρό μάθημα βιβλιογραφίας για όλους μας.
Παράλληλα με την αναζήτηση υπήρχε και το έπος της ανάγνωσης γιατί ο Θεοχάρης διάβαζε τα βιβλία που αγόραζε, δεν συνέλεγε το αντικείμενο μόνον αλλά και το περιεχόμενό του. Χιλιάδες σελίδες διαμόρφωσαν το ήθος του, τη σοβαρότητά του και τη σοφία του. Συνέθετε με τη συλλογή του σιγά σιγά μία νοητή Ελλάδα ψάχνοντας τα κομμάτια της εκεί όπου οι άλλοι τα πετούσαν. Βιβλία για τη λογοτεχνία, την ιστορία, λαογραφία, ετήσια Ημερολόγια με ποικίλη ύλη και, τα τελευταία χρόνια, βιβλία και καρτ-ποστάλ από τον απόδημο ελληνισμό. Ίσως ο μόνος Έλληνας που γνωρίζει τόσο καλά σχεδόν κάθε γωνιά του κόσμου όπου υπήρχαν Έλληνες. Συνέλεγε ταχυδρομικές καρτ-ποστάλ σταλμένες από Έλληνες του εξωτερικού στους δικούς τους, στην Ελλάδα. Γράμματα γεμάτα συγκίνηση και νοσταλγία που συνέθεταν τη δική τους ιστορία δίπλα στις επίσημες ιστορικές μελέτες. Ο Θεοχάρης Κυδωνάκης θα ήταν ο πιο κατάλληλος να διδάξει σε κάποιο πανεπιστήμιο τη ζωντανή ιστορία του Ελληνισμού της διασποράς κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα. Είχε στα χέρια του το υλικό και σιγά σιγά έκανε τη σύνθεσή του. Θυμάμαι πόσο εντυπωσιάστηκε από τη δήλωση του παλαιοβιβλιοπώλη Νότη Καραβία που είπε κάποτε πως «εμείς που μαζεύουμε βιβλία, κάνουμε τους αχθοφόρους των μελετητών». Ο Καραβίας το είπε φυσικά μεταφορικά αλλά, αν έβλεπες κατά το μεσημεράκι της Κυριακής τον Θεοχάρη να γυρίζει σπίτι του, θα απορούσες με το πόσες σακούλες με βιβλία κουβαλούσε. Παρά τα μέτρια οικονομικά του, περίσσευαν πάντα αυτά που χρειαζόταν για την αγορά τους. Και όλα τα βιβλία ήταν μαζεμένα ένα ένα.
Ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα έκανε στη ζωή του ο Θεοχάρης ψάχνοντας. Εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως χιλιόμετρα, ένας διαρκής αγώνας αναζήτησης, σαν μαραθώνιος που τον έτρεχε επειδή ένιωθε πως τον κινούσε κάποια επιτακτική ανάγκη.