Το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους είναι πλέον τμήμα των απάντων του Θεοτόκη με τη φροντίδα του ιστορικού Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων. Χρειάστηκε δώδεκα χρόνια για να ολοκληρωθεί (άρχισε να γράφεται πριν από το 1910, για να πάρει την τελική μορφή του το 1922) και εκφράζει τη σοσιαλιστική συνείδηση του Θεοτόκη στην πιο κρίσιμη αλλά και στην πλέον ώριμη ώρα της. Με μιαν αναπεπταμένη τοιχογραφία των κερκυραϊκών κοινωνικών τάξεων (από τους παλαιούς αριστοκράτες και τους ανερχόμενους αστούς ώς τους εξαθλιωμένους αγρότες), ο συγγραφέας ξεδιπλώνει μια σειρά από ερωτικές και συζυγικές περιπέτειες που, σημαδεμένες από το βάρος της ιστορίας και του καιρού τους, ορίζουν τη μοίρα των πρωταγωνιστών τόσο στο ατομικό όσο και στο συλλογικό επίπεδο.
Από τη μια πλευρά βρίσκεται η οικογένεια του Αλέξανδρου Οφιομάχου Φιλάρετου, που είναι υποχρεωμένη να υπομείνει την ποικιλόμορφη κατάρρευση της φεουδαρχίας, ανήμπορη να αντιδράσει και να επιζήσει. Στην αντίπερα όχθη τοποθετούνται οι καινούργιες δυνάμεις των αστών και των μεγαλοαστών, που είναι έτοιμες όχι μόνο να αρπάξουν από τους αριστοκράτες ό,τι έχουν και δεν έχουν, αλλά και βιάζονται να τους αντικαταστήσουν στην ηγεμονία μιας κοινωνίας η οποία αλλάζει με εξαιρετικά γοργούς ρυθμούς, αφήνοντας πίσω της όσους δεν μπορούν, εξ υποκειμένου ή αντικειμενικά, να την παρακολουθήσουν με ταχύτητα και από πολύ κοντά.
Η πολιτική στράτευση του Θεοτόκη οδηγεί την πεζογραφία του όχι στην καταγγελία του ταξικού συστήματος, αλλά στην ερμηνεία και στην κατανόηση των όρων μεταβολής του. Και οι ήρωές του, πάλι, δεν είναι μηχανικά ενεργούμενα της κοινωνικής τους θέσης, αλλά δραματικοί χαρακτήρες, που βιώνουν στα κατάβαθα της ψυχής τους την τύχη την οποία τους επιφυλάσσουν οι οικονομικές (κυρίως) και οι ιδεολογικές (δευτερευόντως ή και τριτευόντως) αντινομίες του περίγυρού τους. Τύχη η οποία καταλήγει είτε στην κυνική (πέραν παντός πολιτικού και ηθικού έρματος) αποκατάσταση και καταξίωσή τους είτε στην πλήρη καταστροφή και στο θάνατο. Ο σοσιαλιστής Θεοτόκης, που δίνει τον πολιτικό του αγώνα παράλληλα με τη μάχη για την καθιέρωση της δημοτικής (με πολλά στοιχεία του κερκυραϊκού ιδιώματος), είναι, πριν και πάνω απ’ όλα, συγγραφέας.
Δύο συζυγικές και εξωσυζικές σχέσεις τροφοδοτούν τη μυθιστορηματική δράση στους Σκλάβους στα δεσμά τους. Ο Άλκης Σωζόμενος είναι ερωτευμένος με την Ευλαλία Οφιομάχου, κόρη του Αλέξανδρου, αλλά εκείνος τη σπρώχνει προς το γιατρό Αριστείδη Στεριώτη όταν ο τοκογλύφος Μίμης Χαντρινός τού εξηγεί τη δεινή οικονομική του θέση, προτείνοντάς του ως ρεαλιστική διέξοδο τη λύση του γάμου. Ο γιος του Αλέξανδρου Οφιομάχου, Γεώργης, είναι ερωτευμένος με την Αιμίλια Βαλσάμη, σύζυγο του Περικλή και απολύτως ικανή και πρόθυμη να διασώσει την οικογένεια των Οφιομάχων από το οικονομικό ναυάγιο. Με τη διαφορά πως ο Γεώργης αρνείται βίαια το γάμο μαζί της όταν και όποτε θα επέλθει (κάτι, πάντως, που δεν θα αργήσει) ο θάνατος του βαριά άρρωστου Περικλή. Ένας έρωτας τίθεται υπό απαγόρευση κι ένας άλλος εμποδίζεται να ανθήσει για τους ίδιους ακριβώς (μολονότι εκ πρώτης όψεως εκ διαμέτρου αντίστροφους) λόγους. Η Ευλαλία αναγκάζεται να παντρευτεί για να σώσει τους Οφιομάχους από τον οικονομικό καταποντισμό, ο Γεώργης εγκαταλείπει την Αιμίλια για να απαλλάξει τους Οφιομάχους από την οικονομική ντροπή. Η συζυγική κατάσταση λειτουργεί αποτρεπτικά και για τα δύο αδέλφια ενώ το κοινωνικό πλέγμα που εγκλωβίζει τις συζυγικές και τις εξωσυζυγικές σχέσεις του θα αποκαλυφθεί σε όλο του το εύρος σε μια πανεποπτική σκηνή – στο χορό ενός βιομήχανου της Κέρκυρας – σκηνή που προλαβαίνει τον Γατόπαρδο (1958) του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα. Μολονότι το μυθιστόρημα του Λαμπεντούζα έρχεται τρεις και πλέον δεκαετίες μετά τους Σκλάβους στα δεσμά τους, η πλοκή του εκτυλίσσεται κατά τη δεκαετία του 1860 και πάλι σε ένα νησί, τη Σικελία, με φόντο τον αγώνα για την ιταλική ενοποίηση και με κέντρο της την υποχώρηση της αριστοκρατίας και την άνοδο των αστών την οποία θα συνεπιφέρει η ενοποίηση.
Η πάλη αστών και ξεπεσμένης αριστοκρατίας είναι μοιραία στο μυθιστόρημα του Θεοτόκη επειδή οι σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις πόρρω απέχουν από το να τον οδηγήσουν σε οιονδήποτε ιδεολογικό οπτιμισμό. Ο Άλκης Σωζόμενος πιστεύει ένθερμα στο σοσιαλισμό, δυσκολεύεται, παρ’ όλα αυτά, να εμπιστευτεί το σοσιαλιστικό του όραμα, πολλώ δε μάλλον που οι Οφιομάχοι, στους οποίους προσέβλεψε, θα ηττηθούν σε πλήρη οικογενειακή κλίμακα μετά το διωγμό του από τους κόλπους τους. Η Ευλαλία και τα δυο της αδέλφια, μαζί και οι γονείς τους, θα πληρώσουν με κατάθλιψη και μαύρο θάνατο (του μικρότερου αδελφού) την κοινωνική τους εκπαραθύρωση. Ο Θεοτόκης είναι, όπως το λέγαμε προεισαγωγικά, πρώτα συγγραφέας και κατόπιν ιδεολόγος. Και ως συγγραφέας ενδιαφέρεται να δείξει την παγίδευση των ηρώων του και όχι την ιδεολογική δικαίωση, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Δημήτρης Κόκορης στην εισαγωγική μελέτη στο μυθιστόρημα, καταρρίπτοντας έναν ιδεολογικό λογοτεχνικό μύθο της πρώιμης μεταπολίτευσης για τον Θεοτόκη.
Κοινωνική ηθογραφία
Περνώντας από τη λαογραφική στην κοινωνική ηθογραφία, και έχοντας προπονηθεί στο έδαφος του ρεαλισμού, ο Θεοτόκης φτάνει στους Σκλάβους στα δεσμά τους ως πεπεισμένος νατουραλιστής. Και αν στον νατουραλισμό του χρειάζεται να προσθέσουμε τον ρομαντισμό του αδιέξοδου έρωτα της Ευλαλίας, όπως προτείνει ο Κόκορης, θα ήταν άστοχο να παραβλέψουμε την ίδια στιγμή όχι μόνο τα νατουριλιστικά ένστικτα του Γεώργη για την Ευλαλία (τη βάση τουλάχιστον του δικού του έρωτα για την ίδια), αλλά και τον επίσης νατουραλιστικά εικονογραφημένο τόπο της Κέρκυρας ως χωροταξικού και μυθιστορηματικού τοπίου για την αναμέτρηση αστισμού και αριστοκρατίας, που μας παραπέμπει και πάλι στον (μολοντούτο λιγότερο πεσιμιστή) Λαμπεντούζα, ο οποίος αφήνει περισσότερα ηθικά και πολιτικά περιθώρια για την ανάδυση των δικών του αστών. Δείγμα, όμως, και αυτό της συγγραφικής συνείδησης και ελευθερίας του Θεοτόκη.