Σύνδεση συνδρομητών

Χριστιανοί και εθνικοί στην αρχαία Μεσσήνη. Εις μνήμην Πέτρου Θέμελη

Παρασκευή, 27 Οκτωβρίου 2023 18:38
Το βόρειο τμήμα της αρχαίας Μεσσήνης.
Ανοιχτό Πανεπιστήμιο Κύπρου
Το βόρειο τμήμα της αρχαίας Μεσσήνης.

Ανακοινώθηκε η εκδημία του καθηγητή αρχαιολογίας Πέτρου Θέμελη, ο οποίος νοσηλευόταν στο Νοσοκομείο Καλαμάτας. Με τη δυσάρεστη αυτή αφορμή, αναδημοσιεύουμε ένα αναλυτικό κείμενο παρουσίασης της ανασκαφής που έγινε έργο ζωής για τον εκδημήσαντα, γραμμένο πρόσφατα για το έντυπο Books' Journal από τον αναπληρωτή καθηγητή της ύστερης αρχαιότητας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Γιώργο Δεληγιαννάκη. Το κείμενο είχε δημοσιευτεί στο τχ. 142, Μάιος 2023. 

Στο βιβλίο του Ελλάδος Περιήγησις, έναν ταξιδιωτικό οδηγό για Έλληνες και Ρωμαίους αρχαιολάτρες, ο περιηγητής Παυσανίας από τη Λυδία της Μικράς Ασίας αναφέρει ότι επισκέφθηκε την πόλη της Μεσσήνης στα μέσα περίπου του 2oυ αιώνα μ.Χ. όπου θαύμασε τις ισχυρές οχυρώσεις της, τα δημόσια κτίρια και τα ιερά της, καθώς και τα σπουδαία έργα τέχνης με τα οποία ήταν διακοσμημένα.[i] Η πόλη της αρχαίας Μεσσήνης ιδρύθηκε το 369 π.Χ. στις νότιες πλαγιές του στρατηγικής σημασίας όρους Ιθώμη, αφού ο στρατός του Θηβαίου στρατηγού Επαμεινώνδα είχε μόλις απελευθερώσει οριστικά τους Μεσσήνιους από τους Λακεδαιμονίους. Ο Παυσανίας θα δει αγάλματα του Επαμεινώνδα στο Ιεροθύσιο (χώρος τελετουργικών συνεστιάσεων κατά τη διάρκεια θρησκευτικών εορτών) και στο Ασκληπιείο, όπου η πόλη τον τιμούσε ως ισόθεο ήρωα οικιστή της.[ii] 

Η Μεσσήνη υπήρξε η σημαντικότερη πόλη του έθνους των Μεσσηνίων, το πολιτικό-διοικητικό, θρησκευτικό και καλλιτεχνικό κέντρο της ολόκληρη την αρχαιότητα. Χάρη στις στενές επαφές των Μεσσηνίων με τις πόλεις της Ιταλίας, η Μεσσήνη θα διατηρήσει τα πρωτεία της και ένα υψηλό κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο κατά τη ρωμαιοκρατία και μέχρι τα χρόνια του Παυσανία.[iii]

Οι ανασκαφές του καθηγητή Πέτρου Θέμελη για σχεδόν τέσσερις δεκαετίες έχουν φέρει στο φως ολόκληρο το μνημειακό κέντρο της πόλης, τα περισσότερα μνημεία που αναφέρει ο Παυσανίας καθώς και άλλα, τα οποία χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ. μέχρι τον 14ο αι. μ.Χ. Παράλληλα με την ανασκαφή και την προσεκτική μελέτη των ευρημάτων, τα έργα αναστήλωσης και ανάδειξης των αρχαίων μνημείων και του φυσικού περιβάλλοντος έχουν καταστήσει τον χώρο αυτόν ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά πάρκα της Ελλάδας και έχουν αποσπάσει σημαντικά ευρωπαϊκά βραβεία. Οι ανασκαφικές και αναστηλωτικές  εργασίες που διεξάγονται σήμερα στο χώρο βασίζονται κυρίως σε δωρεές ιδιωτικών ιδρυμάτων και χορηγών.

Eξ αφορμής των σημαντικών ανακαλύψεων των τελευταίων ετών και της εκπαιδευτικής ανασκαφής του Ανοικτού Πανεπιστημίου Κύπρου που θέτει στόχο την καλύτερη κατανόηση του μετασχηματισμού της αρχαίας πόλης σε χριστιανική, θα αναφερθώ στη συνύπαρξη εθνικών και χριστιανών στην αρχαία Μεσσήνη κατά την ύστερη αρχαιότητα. 

 

Ύστερη Αρχαιότητα και αρχαία Μεσσήνη

Μια από τις λιγότερο γνωστές ιστορικές περιόδους της αρχαίας πόλης είναι αυτή που μας απασχολήσει εδώ. Πρόκειται για την περίοδο που ακολουθεί χρονικά την επίσκεψη του Παυσανία. Αποκαλείται σήμερα από τους περισσότερους μελετητές Ύστερη Αρχαιότητα και ορίζεται συνήθως μεταξύ του ύστερου 3ου και του 7ου αιώνα μ.Χ.[iv]  Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία της περιόδου αυτής είναι η συνύπαρξη και ο ανταγωνισμός εθνικών, χριστιανών και εβραίων.

Τα κύρια χαρακτηριστικά του αστικού τοπίου (ιπποδάμεια ρυμοτομία, δημόσια κτίρια και ιερά, αστικές οικίες) που είχε αντικρίσει ο Παυσανίας διατηρούνται την περίοδο αυτή, μέχρι τουλάχιστον τον 4ο αιώνα μ.Χ. Τα χρόνια της λεγόμενης «κρίσης του τρίτου αιώνα» (κυρίως μεταξύ 192 και 284 μ.Χ.), όταν η αυτοκρατορία έφτασε στα όρια της γενικής κατάρρευσης, η πόλη της Μεσσήνης θα συνεχίσει, όπως και παλιότερα, να στήνει ανδριάντες προς τιμήν των Ρωμαίων αυτοκρατόρων μπροστά από το ναό της Μεσσάνας, μυθικής βασίλισσας και θεοποιημένης μορφής της πόλης.[v] Τον τέταρτο αιώνα, η ενεπίγραφη βάση από το μαρμάρινο άγαλμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου (316-337) χρησιμοποιήθηκε ξανά, όπως συνηθιζόταν την εποχή εκείνη, για ένα –αυτή τη φορά– χάλκινο άγαλμα του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού Α΄ (364-375), το οποίο ανεγείρεται λίγα χρόνια μετά τον μεγάλο σεισμό του 365 μ.Χ., παρέχοντας έτσι μία σαφή ένδειξη για τον δυναμισμό της τοπικής κοινωνίας μέχρι την περίοδο αυτή.[vi] Από την άλλη, ήδη από τις αρχές του τέταρτου αιώνα, το μεγάλο θέατρο και άλλα δημόσια μνημεία της πόλης σταδιακά εγκαταλείπονται. Τα δημόσια θεάματα λάμβαναν τώρα χώρα μόνο στο στάδιο, ο στίβος του οποίου είχε λάβει τη μορφή αμφιθεάτρου για τη διεξαγωγή θηριομαχιών και μονομαχιών κατά τα ρωμαϊκά πρότυπα.

Η έλλειψη επιγραφών και άλλων γραπτών πηγών συσκοτίζει σε σημαντικό βαθμό την ιστορία της πόλης για την περίοδο αυτή, αναγκάζοντάς μας να βασιζόμαστε σχεδόν αποκλειστικά στο ανασκαφικό υλικό. Ο ισχυρός σεισμός του 365 μ.Χ., ο οποίος έπληξε ολόκληρη τη νότια Πελοπόννησο, την Κρήτη και άλλες περιοχές, υπήρξε σημείο καμπής για αρκετά μνημεία της πόλης καταστρέφοντάς τα. Ως βεβαιωμένα σε λειτουργία δημόσια κτίρια της υστερορωμαϊκής πόλης πριν από το σεισμό θεωρούνται το εντυπωσιακό συγκρότημα του Γυμνασίου-Σταδίου, το τέμενος του Ασκληπιού, η λεγόμενη υστερορωμαϊκή στοά που ορίζει το χώρο της αρχαίας Αγοράς προς νότο, η δημόσια Κρήνη Αρσινόη και άλλα κτίρια στην περιοχή της Αγοράς, οι ταφικοί περίβολοι κοντά στις πύλες του τείχους και το εντυπωσιακό σε μέγεθος ιερό της Ίσιδας και του Σάραπη κοντά στο Θέατρο, η ανασκαφή του οποίου συνεχίζεται με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Περισσότερο, όμως, στη μνημειακή τοπογραφία της πόλης την εποχή αυτή δεσπόζουν οι πολυτελείς ιδιωτικές επαύλεις. Οι εντυπωσιακές αυτές οικίες διατρανώνουν τον πλούτο και την ισχύ των ιδιοκτητών τους, οι οποίοι σταδιακά παύουν να χτίζουν ή να συντηρούν δημόσια κτίρια με δικά τους έξοδα, να ανεγείρουν τιμητικούς ανδριάντες και να ιδρύουν εντυπωσιακά ταφικά μαυσωλεία, πρακτικές οι οποίες τους προηγούμενους αιώνες αποτελούσαν το κύριο πεδίο επίδειξης και ανταγωνισμού.

 

Οι πολυτελείς υστερορωμαϊκές επαύλεις

Μια τέτοια πολυτελής ρωμαϊκή οικία αποκαλύφθηκε 80 περίπου μέτρα ανατολικά του Ασκληπιείου και κάλυπτε μια ολόκληρη πολεοδομική νησίδα. Στο κέντρο του συγκροτήματος του αποτελούμενου από δωμάτια και υπαίθριους χώρους βρίσκουμε μια πλούσια διακοσμημένη κεντρική αίθουσα συμποσίου (22 x 10 μ.) με εξίσου εντυπωσιακό προθάλαμο, το μέγεθος της οποίας την καθιστά μία από τις μεγαλύτερες αίθουσες υποδοχής ρωμαϊκής οικίας σε ολόκληρη την Πελοπόννησο.[vii] Το δάπεδο και οι τοίχοι διακοσμούνταν με πλούσια μαρμαροθετήματα, ψηφιδωτά δάπεδα με σκηνές κυνηγιού και γεωμετρικά σχέδια, ενώ στις τρεις κόγχες του βόρειου τείχους της κεντρικής αίθουσας στεκόταν ένας μαρμάρινος ανδριάντας αυτοκράτορα του πρώιμου τέταρτου αιώνα, ένα άγαλμα του θεού Ερμή της ίδιας τοπικής τεχνοτροπίας και ένα λίγο μικρότερο σε μέγεθος και χρονολογικά πρωιμότερο άγαλμα της θεάς Αρτέμιδος. Η διακόσμηση της κεντρικής αίθουσας ανήκει στην τελευταία φάση της οικίας, η οποία και καταστρέφεται από το σεισμό του 365 μ.Χ. Ολόκληρο το κτίριο καλύφθηκε στη συνέχεια από ένα παχύ στρώμα καταστροφής.

Η πολυτελής αυτή οικία θα μπορούσε να ανήκει στην πιο ισχυρή οικογένεια της Μεσσήνης την περίοδο που εξετάζουμε εδώ, αντίστοιχη εκείνης των Σαιθιδών των προγενέστερων αυτοκρατορικών αιώνων.[viii] Στη κεντρική της αίθουσα ο ιδιοκτήτης υποδεχόταν κατά το ρωμαϊκό πρότυπο τους πελάτες του και προσέφερε πολυτελή συμπόσια και τελετές. Διαμέσου της πλούσιας διακόσμησης, μπορεί κανείς να διακρίνει τους συμβολισμούς που ο ιδιοκτήτης της αίθουσας επεδίωκε να μεταδώσει. Εκτός από την επίδειξη πλούτου, οι σκηνές κυνηγιού στο ψηφιδωτό παρέπεμπαν σε μια διαχρονικά προσφιλή απασχόληση των πλούσιων οικογενειών. Ο αυτοκρατορικός ανδριάντας στη κεντρική κόγχη της αίθουσας φαίνεται να απεικονίζει τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο (316-337). Το άγαλμα αυτό υπογράμμιζε πιθανώς μια ειδική σχέση του οίκου με τον συγκεκριμένο αυτοκράτορα, ενδεχομένως τον διορισμό του Μεσσήνιου αριστοκράτη σε κάποιο σημαντικό αυτοκρατορικό πόστο. Το άγαλμα του θεού Ερμή είτε συμβόλιζε την υψηλή μόρφωση των μελών του οίκου, καθώς ο Ερμής θεωρείτο προστάτης των γραμμάτων και της ρητορικής τέχνης, είτε παρέπεμπε στη λατρεία του Ερμή –μαζί με τον Ηρακλή– στο Γυμνάσιο-Στάδιο της πόλης. Τέλος, στη θεά Άρτεμη ως Ορθεία-Φωσφόρο, Λιμνάτιδα, Ενοδία και Σώτειρα ήταν αφιερωμένες μερικές από τις σημαντικότερες λατρείες της πόλης.[ix] Η παρουσία της εδώ μαζί με τον Ερμή θα μπορούσε ακόμα να θυμίζει στους  επισκέπτες του οίκου κυνηγετικούς ή άλλους ψυχαγωγικούς αγώνες, που ο ιδιοκτήτης είχε προσφέρει στην πόλη.

Σε πολυθεϊστή ιδιοκτήτη φαίνεται πως ανήκε και η υστερορωμαϊκή οικία του 3ου ή 4ου αιώνα που αποκαλύφθηκε βόρεια του συμπλέγματος του Γυμνασίου και μεταξύ των  κύριων κεντρικών οδών της πόλης. Το ψηφιδωτό δάπεδο της κεντρικής αίθουσας διακοσμείται με το μυθολογικό θέμα του θνήσκοντος θεού Άδωνη συνοδευόμενου από τη θεά Αφροδίτη.[x] Η γυμνή Αφροδίτη κάθεται σε ακρόπρωρο πλοίου και αγκαλιάζει τον εραστή της για να τον φιλήσει. Μια μικρότερη μορφή κρατά ή φιλά το χέρι του θεού. Στη σκηνή διακρίνονται ο αγριόχοιρος που τραυμάτισε τον νεαρό θεό, το δεμένο τραύμα στο πόδι του και οι κόκκινες ανεμώνες που ανεφύησαν από το αίμα του, όπως μας εξιστορούν ο ελληνιστικός ποιητής Βίων από τη Σμύρνη και ο Λατίνος ποιητής Οβίδιος:[xi]

Όσο το αίμα τ’ Άδωνη τα δάκρυα της Παφίας, κι όλα όπου ποτίζονται να γίνονται λουλούδια, το αίμα ρόδο να γεννά, το δάκρυ ανεμώνα.  

Το αίμα σου άνθος θα γενεί. […] Έτσι είπε, και το αίμα του με νέκταρ μυρωδάτο το ραντίζει× στο άγγιγμά του φούσκωσε εκείνο, όπως στον χρυσό ουρανό υψώνονται οι διάφανες φουσκάλες, και ώρα δεν πέρασε σωστή, προτού απ’ το αίμα ανθός, όμοιος στο χρώμα, ξεπηδήσει, με τα σπόρια που από σκληρό καλύπτονται φλοιό, καρποί ροδιάς, μόνο που είναι βραχύς για εκείνο ο βίος. Μόλις που στέκεται και με ευκολία μεγάλη πέφτει κάτω, άμα το συνταράξουν οι ίδιοι, που τ’ όνομά του δώσαν, οι άνεμοι.

Η παράσταση αυτή θα μπορούσε να παραπέμπει στον εορτασμό των τοπικών Αδωνίων, της αρχαίας ευετηριακής γιορτής σε ανάμνηση του θανάτου και της ανάστασης του ανατολίτη θεού Άδωνη, ενώ η μικρή μορφή λατρευτή ή ακολούθου του θεού στα αριστερά της σκηνής, στον πλούσιο ιδιοκτήτη της οικίας.

 

Η χριστιανική Μεσσήνη

Σε ένα άλλο σημείο της εντός των τειχών πόλεως στη συνοικία του Θεάτρου, μια πρόσφατη ανακάλυψη ρίχνει φως σε μία άλλη πτυχή της πόλης, την ύστερη αρχαιότητα. Εκεί οι ανασκαφές αποκάλυψαν μια ακόμη ρωμαϊκή αστική οικία, η οποία γύρω στα μέσα του τρίτου αιώνα ή λίγο αργότερα παραχωρείται από τον ιδιοκτήτη της και μετατρέπεται σε  «ευκτήριο οίκο» (ή «εν οίκω εκκλησία») για τις ανάγκες της μικρής χριστιανικής κοινότητας της πόλης.[xii] Τούτο κυρίως προκύπτει από δύο αφιερωματικές επιγραφές από το ψηφιδωτό δάπεδο δύο κεντρικών δωματίων του κτιρίου, που αναφέρουν ως δωρητές τον αναγνώστη Παράμονο και τον επίσκοπο Θεόδουλο. Ο εντοπισμός του χριστιανικού αυτού κτιρίου –πριν δηλαδή από τη διάδοση του γνωστού αρχιτεκτονικού τύπου των παλαιοχριστιανικών βασιλικών από τα μέσα του τέταρτου αιώνα και έπειτα– είναι λόγω της σπανιότητάς του εξαιρετικά σημαντικός. Η επιγραφή του Θεόδουλου ανήκει σε μια μεταγενέστερη οικοδομική φάση, ίσως αποτέλεσμα κάποιας καταστροφής του κτιρίου. Κάτι τέτοιο ίσως να συνδέεται με τη συστηματική καταστολή των χριστιανικών κοινοτήτων από το ρωμαϊκό κράτος την εποχή αυτή. Η μετέπειτα επέκταση μίας εκ των δύο αιθουσών αποτελεί σαφή ένδειξη για την αύξηση των πιστών. Ο χώρος αυτός παρέμενε ο κύριος λατρευτικός χώρος της χριστιανικής κοινότητας μέχρι την καταστροφή του από τους σεισμούς του 365 μ.Χ.

 

Τα νεκροταφεία

Πολύτιμες πληροφορίες για χριστιανούς και εθνικούς της περιόδου αυτής μας προσφέρουν επίσης οι δημοσιευμένες επιτύμβιες επιγραφές που έχουν βρεθεί σε διάφορα σημεία της πόλης και ιδιαίτερα στα οργανωμένα νεκροταφεία της. H χρονολόγηση των επιγραφών αυτών όσο και το κατά πόσο ο νεκρός και η οικογένειά του ήταν χριστιανοί ή εθνικοί παραμένουν συχνά αδιευκρίνιστα. Και αυτό διότι μέχρι τα τέλη του τέταρτου αιώνα οι χριστιανοί, στον ελλαδικό χώρο αλλά και αλλού, αποφεύγουν συνήθως να δηλώσουν τη χριστιανική τους ταυτότητα στους τάφους τους χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο και φράσεις του συρμού (π.χ. «ενθάδε κείται», «Χρηστέ/ή χαίρε»). Το ίδιο ίσχυε και σε άλλους ακόμη τύπους επιγραφών για αρκετούς ακόμη αιώνες.[xiii]

Ας ξεκινήσουμε με την επιτύμβια επιγραφή της Ετεαρχίδος, μέλους μιας πλούσιας μεσσηνιακής οικογένειας, ιδιαίτερα υπερήφανης για την καταγωγή της. Προέρχεται από τα ταφικά οικοδομήματα εξωτερικά της Αρκαδικής Πύλης της πόλης δίπλα από τον αρχαίο δρόμο. Το κείμενο χρονολογείται κατά προσέγγιση στον 4ο ή τον 5ο αιώνα μ.Χ.[xiv] Δύο επιγράμματα από ελεγειακά δίστιχα με τις ίδιες πάνω-κάτω πληροφορίες (ίσως ξεχωριστές παραγγελίες σε δύο διαφορετικούς ποιητές) χαράσσονται μαζί στην επιτύμβια στήλη της νεαρής Ετεαρχίδος. Ο Ηρακλής και οι Διόσκουροι, μυθικοί ιδρυτές των πόλεων της Μεσσήνης και της Σπάρτης, αναφέρονται εδώ ως γενάρχες των οικογενειών του ζευγαριού. Το στοιχείο αυτό μας οδηγεί στην υπόθεση ότι η Ετεαρχίς και η οικογένειά της ήταν εθνικοί:

Κείμαι η άμεμπτη Ετεαρχίς, στον τάφο μου αυτόν εδώ, έχοντας αφήσει γαμήλιους θρήνους στον άνδρα μου τον Άλκαστο, τον γεννημένο από ξακουστή γενιά της αγαπημένης Θεστιάδος και του διάσημου Ηρακλή. Με γέννησε δε η ξακουστή ως άριστη Τειμοκράτεια που στην αγκαλιά της με δέχτηκε σαν θαλερό βλαστάρι, και ο πατέρας μου είναι ο Θεμίσων από το γένος του γενναίου Ηρακλή. Αυτούς λοιπόν, όταν έφυγα από τη ζωή, τους άφησα σε μεγάλο πένθος. 

Εμένα με γέννησε η Τειμοκράτεια, της σπουδαίας Σπάρτης η διάσημη κόρη, με τη σώφρονα καρδιά και με πατέρα τον Ονασικράτη. Πατέρας μου ήταν άνδρας άριστος, που είχε ως καύχημα την καταγωγή του από τη γενιά του Ηρακλή, ο Θεμίσων, που ανάμεσα στους κατοίκους της Μεσσήνης έβγαλε όνομα για τον ευγενικό χαρακτήρα του. Κείμαι λοιπόν εδώ η άριστη Ετεαρχίς. Είχα βίο βραχύ, παντρεύτηκα άνδρα από ίση γενιά με τη δική μου. Ο Άλκαστος με παντρεύτηκε, ο διάσημος βλαστός της γενιάς των Διοσκούρων, τον άφησα στον νυφικό μας θάλαμο να κλαίει και να κλαίει.

Μεταξύ των υπολοίπων υστερορωμαϊκών επιγραφών της Μεσσήνης ξεχωρίζουν η επιτύμβια βωμόσχημη επιγραφή του Πούπλι(ου) (Publius) του 3ου αιώνα που βρέθηκε κοντά στην Αρκαδική Πύλη και αποχαιρετά τον νεκρό με την επευφημία «καλή ψυχή»[xv] και η στήλη του Αγαθώνυμου του 3ου ή 4ου αιώνα, η οποία μας λέει ότι ο νεκρός, ένας λαμπρός τεχνίτης και αγαπητός σε όλους, αφού τον άρπαξε ο θάνατος, βρίσκεται τώρα στο παλάτι του Άδη.[xvi]

Ας σημειωθεί ότι η χρήση αρχαίων μυθολογικών μοτίβων ως πολιτιστικών αναφορών σε επιγραφές από δημόσια τιμητικά μνημεία και στη διακόσμηση κτηρίων, όπως στα παραδείγματα που είδαμε παραπάνω, ή σε άλλες εκφάνσεις του υλικού και πνευματικού βίου δεν μας τοποθετεί υποχρεωτικά σε ένα μη χριστιανικό περιβάλλον καθώς αρκετοί χριστιανοί συμμετείχαν ενεργά στη δημόσια και ιδιωτική ζωή των πόλεών τους, η οποία συνέχιζε να είναι άρρηκτα συνυφασμένη με συνήθειες, εκδηλώσεις και αξίες εμπνεόμενες από ένα μη χριστιανικό παρελθόν. Για αρκετές γενιές ακόμα, η κλασική, πολυθεϊστική παράδοση αποτελούσε τη βάση της εκπαίδευσης και της ανώτερης παιδείας και κατά συνέπεια το κύριο μέσο έκφρασης των μορφωμένων χριστιανών. Από την άλλη, το κατά πόσο η στάση αυτή θεωρείτο συμβατή με τη χριστιανική πίστη υπήρξε αντικείμενο διαρκούς και έντονης αντιπαράθεσης στους κόλπους της κοινότητας των πιστών. Παράλληλα, οι αρχαίες πηγές περιγράφουν βίαιες συγκρούσεις μεταξύ χριστιανών, εθνικών και εβραίων καθώς και τις διαρκώς αυξανόμενες προσπάθειες του ρωμαϊκού κράτους και της Εκκλησίας να ωθήσει εθνικούς, εβραίους και αιρετικούς χριστιανούς στο κοινωνικό περιθώριο, σε περίπτωση που εκείνοι δεν μεταστρέφονταν στην ορθή χριστιανική πίστη.[xvii] Το αρχαιολογικό υλικό της αρχαίας Μεσσήνης δεν μας παρέχει αρκετά στοιχεία για τα φαινόμενα αυτά, τα οποία γνωρίζουμε από αλλού.

 

Coming out ως χριστιανός

Λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των χριστιανικών επιγραφών,  ένα από τα πρωιμότερα κείμενα που διαθέτουμε από τη Μεσσήνη είναι το επιτύμβιο μνημείο του Διομήδη με τη λακωνική επιγραφή: «Διο/μήδης / χρηστιανός». Προέρχεται από ένα παλαιότερο ταφικό μνημείο το οποίο η οικογένεια του νεκρού καταλαμβάνει τον 4ο αιώνα, κοντά στο νότιο τείχος της πόλης.[xviii] Ο όρος «χρηστιανός» επαναλαμβάνεται και στον τάφο του δεκαεπτάχρονου χριστιανού Γλυκά, ο οποίος εγκωμιάζεται ως φιλοπάτωρ, φιλάδελφος και φιλόφιλος αλλά και Θεού δούλος.[xix] Να σημειωθεί εδώ ότι η χρήση του επιθέτου χριστιανός δεν είναι συχνή σε χριστιανικές επιτύμβιες επιγραφές. Η αναγνώριση της χριστιανικής ταυτότητας του νεκρού συνήθως προκύπτει από άλλα στοιχεία, όπως χριστιανικά σύμβολα (σταυρός, χριστόγραμμα, Α-Ω), χαρακτηριστικές φράσεις (π.χ. «θεού δούλος/η», «αμαρτωλός/ή», «ταπεινός», «κοιμητήριον»), από τις Γραφές ή αναφορές σε αγίους και τον Χριστό. Θα μπορούσε λοιπόν κανείς να υποθέσει ότι η χρήση της λέξης χριστιανός εδώ καταρχήν αποσκοπεί να υπογραμμίσει τη χριστιανική ταυτότητα του νεκρού σε μια εποχή που κάτι τέτοιο δεν εμπεριείχε κάποιον κίνδυνο και κατά δεύτερον να επισημάνει ότι ο νεκρός, αν και σε νεαρή ηλικία, όπως ο δεκαεπτάχρονος Γλυκάς, ήταν ήδη βαπτισμένος.[xx] Από το ίδιο νεκροταφείο προέρχεται και μια επιτύμβια πλάκα, του ίδιου σχεδόν τύπου, για τη νεκρή Θεωδούλη.[xxi] Προσφωνείται ως «φιλοπάτωρ και φιλομήτωρ» και «πασειφίλητε». Λόγω του ονόματός της θα πρέπει να ήταν χριστιανή. Πέθανε και εκείνη, όπως ο Γλυκάς, στα δεκαεπτά της χρόνια.

 

Η  αρχαία Μεσσήνη ως πρωτοβυζαντινή πόλη

Ο καταστροφικός σεισμός του 365 μ.Χ. βάζει τέλος στη ζωή της πόλης που είχε δει ο περιηγητής Παυσανίας περίπου διακόσια χρόνια πριν. Σημαντικά δημόσια και ιδιωτικά κτίρια στο κέντρο της πόλης καταστρέφονται, εγκαταλείπονται ή επαναχρησιμοποιούνται ως υλικά οικοδομής.  Στη περιοχή του Θεάτρου, της Κρήνης Αρσινόης, της Αγοράς και στα βόρεια και ανατολικά του τεμένους του Ασκληπιού σταδιακά αναπτύσσεται από τις αρχές του 5ου αιώνα ένας πυκνά δομημένος οικισμός από μικρά σε μέγεθος σπίτια, στενόμακρα δρομάκια και εργαστηριακούς χώρους που καταλαμβάνουν τον δημόσιο χώρο και τα ερειπωμένα κτίρια. Βρίσκουμε επίσης ένα χριστιανικό νεκροταφείο στη περιοχή του Θεάτρου και διάσπαρτους τάφους εντός του οικισμού.[xxii] Πριν από τα μέσα του 5ου αιώνα μ.Χ., η Μεσσήνη κατέχει –εκ νέου– τον τίτλο της πόλης και εκείνον της επισκοπικής έδρας στον διοικητικό χάρτη της Πελοποννήσου. Σημεία αναφοράς της χριστιανικής Μεσσήνης με βάση τα μέχρι στιγμής αρχαιολογικά δεδομένα είναι τρεις ευρύχωρες εκκλησίες, ένα δημόσιο λουτρό που χτίστηκε στα ερείπια της βόρειας στοάς της Αγοράς και ένας μεσαιωνικός νερόμυλος στη θέση της Κρήνης Αρσινόης. Από τις τρεις αυτές πρωτοχριστιανικές εκκλησίες, μόνο μία, η λεγόμενη Βασιλική του Θεάτρου, έχει ανασκαφεί συστηματικά. Πρόκειται για μια ξυλόστεγη τρίκλιτη βασιλική (38 x 16 μ.) η οποία κτίστηκε τον 6ο αιώνα μ.Χ. και κατά τη διάρκεια των μεσοβυζαντινών και υστεροβυζαντινών αιώνων συνέχισε να χρησιμοποιείται ως αυτόνομο παρεκκλήσι και χώρος ταφής.[xxiii]

Το Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου, σε συνεργασία με το Πρόγραμμα Ανασκαφής και Αναστήλωσης Αρχαίας Μεσσήνης της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας και της Εταιρείας Μεσσηνιακών Αρχαιολογικών Σπουδών (ΕΜΑΣ), διεξάγει τα τρία τελευταία χρόνια (2020-2022) εκπαιδευτική ανασκαφή στη θέση της τρίτης παλαιοχριστιανικής εκκλησίας που εντοπίστηκε ανατολικά του Ασκληπιείου με σκοπό την περαιτέρω μελέτη της αρχαίας Μεσσήνης ως μεσαιωνικής πόλης. Τα πρώτα αποτελέσματα της έρευνας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το κτίριο ανήκε αρχικά σε μια ευρύχωρη εκκλησία των πρωτοβυζαντινών χρόνων με μεγάλη ημικυκλική αψίδα (χορδής 6,35 μ.) και πλευρικά προσκτίσματα. Αποτελούσε τμήμα του πρωτοβυζαντινού οικισμού του Ασκληπιείου αλλά παραμένει προς το παρόν αδιευκρίνιστο εάν υπήρξε η παλαιότερη εκκλησία της πόλης μετά το σεισμό του 365 μ.Χ. Ο χώρος παρέμενε σε χρήση για διάστημα μισής περίπου χιλιετίας. Το κτίριο φαίνεται πως καταστράφηκε πριν τον 11ο/12ο αιώνα μ.Χ. και στα ερείπιά του χτίστηκε ένα κοιμητηριακό εκκλησίδιο. Εκτός από το πλήθος των κιβωτιόσχημων τάφων διακρίνονται στο χώρο τα κατάλοιπα αγροτικών και άλλων δραστηριοτήτων (π.χ. πατητήρι κρασιού).[xxiv] Στους μεσοβυζαντινούς αιώνες ο μικρός οικισμός σταδιακά μεταφέρεται βορειότερα στις απότομες πλαγιές του όρους Ιθώμη, εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το χωριό Μαυρομάτι και αναφέρεται πλέον στις πηγές ως Βουλκάνο ή Βουρκάνο.

[i] Παυσ. IV.31.4-33.2. Ν.Δ. Παπαχατζής, Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις Βιβλία 4, 5 και 6, Μεσσηνιακά και Ηλιακά, Αθήνα 1979, 112-141.

[ii] Παυσ. 4.31.10, 32.1. Π. Θέμελης, Αρχαία Μεσσήνη, Αθήνα 2019, 113.

[iii] Π. Θέμελης, «Αρχαία Μεσσήνη. Από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή και βυζαντινή πόλη» Θέματα Αρχαιολογίας 1 (2014), 6-21. Του ιδίου, «Η Μεσσήνη της ρωμαιοκρατίας και η ανακύκλωση του παρελθόντος» στο V. Di Napoli et al. (επιμ.), What’s new in Roman Greece? Recent Work on the Greek Mainland and the Islands in the Roman Period, Meletemata 80, Αθήνα 2018, 419-36.

[iv] Για την ύστερη αρχαιότητα στα ελληνικά: P. Brown, O κόσμος της ύστερης αρχαιότητας 150-750 μ.Χ., Αθήνα 1998. Γ. Δεληγιαννάκης (επιμ. & σχολ.), Τι είναι ύστερη αρχαιότητα. Συναγωγή μελετών για τον υστερορωμαϊκό κόσμο, Αθήνα 2020. 

[v] Μέχρι στιγμής έχουν βρεθεί τα βάθρα αγαλμάτων των αυτοκρατόρων Κλαυδίου Γοτθικού (ΠΑΕ 2004 [2007], 41, 268-70 μ.Χ.) και Γαλερίου Καίσαρος ((AEM 12655, αδημοσίευτη, 293-305 μ.Χ.). Γενικά για το κτίριο, Π. Θέμελης, “The Sanctuary of Messana: Organization of the Sacred Space” στο S. Huber & W. Van Andringa (επιμ.), Côtoyer Les Dieux: Lorganisation des espaces dans les sanctuaires Grecs et Romains, Αθήνα-Ρώμη 2022, 51–62.

[vi] ΠΑΕ 2009 [2012], 83-84 (Π. Θέμελης).

[vii] G. Deligiannakis, “Late Antique Statues from ancient Messene” BSA 100 (2005), 387-406. Θέμελης 2019 (βλ. υποσ. 2), 107-9.

[viii] Για τους Σαιθίδες και τα εντυπωσιακά μνημεία της πόλης που συνδέονται μαζί τους: Π. Θέμελης, «Αρχαία Μεσσήνη: το Μαυσωλείο των Σαιθιδών» Θέματα Αρχαιολογίας 4 (2020), 6-23.

[ix] Β. Μπαρδάνη, «Επιγραφικές μαρτυρίες για λατρείες στη Μεσσήνη», στο Π. Θέμελης, Μ. Σπάθη, Κ. Ψαρουδάκης (επιμ.), Ιερά και Λατρείες της Μεσσήνης. Από τα αρχαία στα βυζαντινά χρόνια, Αθήνα 2017, 197-200.

[x] Η ταύτιση της σκηνής οφείλεται στον Ν. Τσιβίκη (ΙΜΣ/ΙΤΕ), συνεργάτη της ανασκαφής του Ανοικτού Πανεπιστημίου και της ΕΜΑΣ.

[xi] Βίων, Επιτάφιος Αδώνιδος, στ. 64-6 (μετ. Π. Μπουκάλα, Άγρα 1991). Οβίδιος Μεταμορφώσεις, βιβλ. 10, στ. 728-39 (μετ. Τ. Νικολόπουλος, Στιγμή 2004).

[xii] SEG 63, 310: Παράμ-/ ονος / ἀναγνό-/ στης ἐ-/ ποίησε. SEG 64, 254: Θεόδουλος ἐπίσκο{ι}πος ποιεῖ. Θέμελης 2019 (βλ. υποσ. 2), 42-7. N. Tsivikis, “Christian inscriptions from a Third and Fourth-Century House Church at Messene (Peloponnese)” Journal of Epigraphic Studies 5 (2022), 175-97.

[xiii] S. Mitchell, “Epigraphic Display and the Emergence of Christian Identity in the Epigraphy of Rural Asia Minor” στο W. Eck and P. Funke (επιμ.), Öffentlichkeit - Monument - Text: XIV Congressus Internationalis Epigraphiae Graecae et Latinae, 27. - 31. Augusti MMXII – Akten. Corpus inscriptionum Latinarum. Auctarium, series nova, 4., Βερολίνο-Βοστώνη 2014, 275-97. Γενικά, R. Lane Fox, Pagans and Christians in the Mediterranean world from the second century AD to the conversion of Constantine, London 1986.

[xiv] Β. Μπαρδάνη, «Παλαιοχριστιανικές επιγραφές Μεσσήνης» στο Π. Θέμελης & Β. Κόντη (επιμ.), Πρωτοβυζαντινή Μεσσήνη και Ολυμπία. Αστικός και αγροτικός χώρος στη Δυτική Πελοπόννησο, Αθήνα 2002,  αρ. 11, σελ. 90-1: Ἥδε δ’ ἐγὼν Ἐτεαρχὶς ἀμύμων τῷδ’ ἐνὶ τύμβῳ / κεῖμαι, νυμφιδίους ἀνδρὶ λιποῦσα γόους / Ἀλκάστῳ, φήτρης μὲν κ[λ]υτ[ῆ]ς ἐγγεγαῶτι, / Θεστιάδος τε ἑρατῆς Ἡρακλέους τε κλυτοῦ, / τίκτε δέ μ’ ἡ περίβωτος ἀρίστη Τειμοκράτεια / εἶσον δεξαμένα ἔρνει τηλεθόῳ, / καὶ δὲ πατὴρ Θεμίσων, γένος Ἡρακλέους μεγαθύμου, / οἷσι, λυθῖσα βίου, πένθος ἔλιψα μέγα. / Γείνατό με ἡ Σπάρτης πανυπίροχος ἐν φρεσὶ κεδναῖς / Τειμοκράτια, κλυτὴ παῖς ἡ Ὀνασικρ⟨ά⟩τους, {Τ} / τίκτε δ’ ἀνὴρ ὤριστος ἀφ’ Ἡρακλέους γένος αὐχῶν, / Μεσσήνης Θεμίσων ἤπιος ἐν ναέταις, / κεῖμαι δ’ ἡ μινύωρος ἐγὼν Ἐτεαρχὶς ἀρίστη, / ἀνδρὶ συναφθῖσα εἶσον γονείαν ἁμοῖς, / Ἄλκαστος δέ μ’ ἔγημε, Διοσκούρων κλυτὸν ἔρνος, / λεῖψα δέ μιν θαλάμοις εἰσέτι μυρόμενον.  

[xv] ΠΑΕ 2002 [2005] 54 (Π. Θέμελης). BÉ 2003 [2006], 1619: Καλή / ψυχή, Πούπλι, / χαῖρε. 

[xvi] Μπαρδάνη 2002 (βλ. υποσ. 14),  αρ. 12, 91-2: Ἀγαθώνυμ[ε, χαῖρε] / ζήσας ἔτη [· · ? · ·] / πάντων φί[λε, λαμ]- / πρὲ τεχνεῖτα [. .]λα, / συναρπασθε[ὶς] / Ἀΐδα δόμον ἐνθά- / δε κεῖσαι, λουτρὰ / σαπρῶς παρα- / φεὶς λανπρὰ / Φιλοξενίδου.

[xvii] Για το θέμα στα ελληνικά: Α.Ντ. Λη, Παγανιστές και Χριστιανοί στην Ύστερη Αρχαιότητα. Ένα Ανθολόγιο πηγών, Αθήνα 2009. P. Chuvin, Οι τελευταίοι εθνικοί. Ένα χρονικό της ήττας του παγανισμού, Θεσσαλονίκη 2003.

[xviii] Αδημοσίευτη. Ευχαριστώ θερμά τον καθηγητή Π. Θέμελη για τη πληροφορία.

[xix] Μπαρδάνη 2002 (βλ. υποσ. 14),  αρ. 8, σελ. 88-9: Χαίροις Θ(εο)ῦ δοῦλε Γλυκᾶ, / Χρηστιανέ, φιλοπάτορ, / φιλάδελφε, φιλόφιλε, / ζήσας ἔτη ιζʹ.

[xx] Πρβλ. D. Feissel, Recueil des inscriptions chrétiennes de Macédoine, du IIIe an VIe siècle, Αθήνα 1983, 119-21, αρ. 123 (Θεσσαλονίκη). Για το θέμα: Ch. Pietri, “L'usage de christianos dans l'épigraphie” στο Christiana respublica. Éléments d’une enquête sur le christianisme antique. Rome, 1997, 1583-1602.

[xxi] Μπαρδάνη 2002 (βλ. υποσ. 14),  αρ. 7, σελ. 88: Θεωδούλη χέρε, / φειλωπάτρω / κὲ φειλομήτρω, / πασειφείλητε, / ζήσασσα ἔτη ιζʹ.

[xxii] Θέμελης 2019 (βλ. υποσ. 2), 110-11.

[xxiii] ΠΑΕ 2009, 79-82 (Π. Θέμελης). Ν. Τσιβίκης, «Πού πάνε οι πόλεις όταν εξαφανίζονται; Ο οικισμός της πρώιμης και μέσης βυζαντινής Μεσσήνης» στο Τ. Κιουσοπούλου (επιμ.), Οι Βυζαντινές Πόλεις, 8ος-15ος αι. Προοπτικές της έρευνας και νέες ερμηνευτικές προσεγγίσεις, Ρέθυμνο 2012, 47–71.

[xxiv] Περισσότερες πληροφορίες για την ανασκαφή: https://late-antique-worlds.ouc.ac.cy/the-open-university-of-cyprus-excavation-project-at-ancient-messene/

Γιώργος Δεληγιαννάκης

Αναπληρωτής καθηγητής της ύστερης αρχαιότητας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Βιβλία του: The Dodecanese and the Eastern Aegean Islands in Late Antiquity, AD 300-700 (2016), A Cultural History of Late Roman Cyprus (2022). Επιμελητής τού: Τι είναι Ύστερη Αρχαιότητα. Συναγωγή μελετών για τον υστερορωμαϊκό κόσμο (2020).

Τελευταία άρθρα από τον/την Γιώργος Δεληγιαννάκης

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.