Ι.
Η νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης με την οποία αποτρέπεται η κάθοδος στις επικείμενες εθνικές εκλογές του κόμματος Κασιδιάρη διχάζει ως προς την ορθότητα και τη σκοπιμότητά της. Είναι υπέρ της προστασίας της Δημοκρατίας ή μήπως τη βλάπτει; Η κύρια πρόβλεψή της είναι ότι δεν μπορεί να λάβει μέρος στις εκλογές κόμμα του οποίου ο πραγματικός ηγέτης (είτε αναφέρεται στα επίσημα κείμενά του είτε όχι) ή μέλη της ηγετικής του ομάδας έχουν καταδικαστεί σε κάθειρξη, ακόμη και μόνον πρωτοδίκως, για μια κατηγορία εγκλημάτων που προβλέπονται από τον Ποινικό Κώδικα (όπως αυτά για τα οποία καταδικάστηκαν τα ηγετικά στελέχη της Χρυσής Αυγής). Το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου καθίσταται αρμόδιο για την εξέταση των στοιχείων και τη σχετική απόφαση.
Ένας τρόπος να αξιολογήσουμε την τροπολογία είναι με βάση δυο διαφορετικά θεωρητικά μοντέλα, της ανεκτικής και της μαχόμενης δημοκρατίας, λαμβάνοντας υπόψη τις αρχές θεμελίωσής τους όσο και την ιστορική εμπειρία από την εφαρμογή τους. Αυτά τα μοντέλα δίνουν αντίθετες απαντήσεις ως προς τη στάση που πρέπει να κρατήσουν το κράτος και οι πολιτικοί θεσμοί περιλαμβανομένων των (δημοκρατικών) κομμάτων απέναντι σε αντιδημοκρατικά κόμματα.
Η ανεκτική δημοκρατία δεν αντιμετωπίζει τους αρνητές του φιλελεύθερου δημοκρατικού πολιτεύματος ως εχθρούς επιβάλλοντάς τους εμπόδια, απαγορεύσεις, στέρηση δικαιωμάτων. Είναι αντιθέτως προσηλωμένη στην αυστηρή τήρηση των δημοκρατικών διαδικασιών και της θεσμικής νομιμότητας. Κρατά ουδέτερη στάση απέχοντας από αξιολογικές κρίσεις όσον αφορά τη «δημοκρατικότητα» ενός κόμματος. Δηλαδή, δεν εξετάζει εάν η ιδεολογία του είναι εξτρεμιστική ή εάν οι προγραμματικές θέσεις του αντιστρατεύονται το κράτος Δικαίου, τον κοινοβουλευτισμό ή τις δημοκρατικές αρχές. Ούτε παίρνει προληπτικά μέτρα σε βάρος του λογίζοντάς το ως ύποπτο, επικίνδυνο ή αντι-συστημικό. Επομένως, ακόμη κι ένα ανοιχτά αντιδημοκρατικό κόμμα απολαμβάνει τα ίδια ακριβώς δικαιώματα με τα υπόλοιπα κόμματα και μετέχει στις εκλογές. Κατά προέκταση αντιπροσωπεύεται στο Κοινοβούλιο εφόσον λάβει τις απαραίτητες ψήφους. Κατ’ ουσίαν, το μοναδικό όριο που αναγνωρίζει η ανεκτική δημοκρατία είναι αυτό της παραβίασης του νόμου. Έτσι, εάν η ηγεσία, στελέχη ή μέλη του κόμματος προβούν σε βίαιες πράξεις ή γενικότερα σε οποιεσδήποτε παράνομες ενέργειες, τότε τους επιφυλάσσεται η προσήκουσα ποινική μεταχείριση βάσει του κοινού ποινικού δικαίου.
Αυτή η σχεδόν απεριόριστα ανεκτική στάση προς τους πάντες, δηλαδή και προς τους μη ανεκτικούς, εδράζεται σε μια απλή όσο και θεμελιώδη ιδέα. Εάν η δημοκρατία δεν αποδίδει στο ακέραιο τα ίδια δικαιώματα και στους αρνητές της τότε θα αυτοϋπονομευθεί. Με άλλα λόγια, εάν περιορίζει, διώκει, εάν τέλος πάντων μεταχειρίζεται με δυσμενή τρόπο ένα κόμμα το οποίο στιγματίζει ως αντιδημοκρατικό, τότε την ίδια στιγμή που επιχειρεί να προστατευθεί από μια απειλή καταφέρνει βαρύ πλήγμα στον ίδιο της τον εαυτό. Κι αυτό διότι στον πυρήνα της (φιλελεύθερης) δημοκρατίας είναι η απόδοση των ίδιων πολιτικών δικαιωμάτων και των ίδιων ελευθεριών προς όλους. Βεβαίως, οι υποστηρικτές της δεν λένε ότι θα πρέπει να μείνει με σταυρωμένα χέρια. Επιμένουν όμως ότι η αντιπαράθεση με τους αμφισβητίες της δημοκρατίας πρέπει να διεξαχθεί στο πεδίο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης. Οφείλουν να πείσουν με επιχειρήματα που θα κερδίσουν τα μυαλά και τις καρδιές των πολιτών για την ανωτερότητα της δημοκρατίας. Στο κάτω κάτω, μια νομική απαγόρευση δεν θα εξαλείψει την πολιτική απήχηση των αντιδημοκρατικών ιδεών αν υπάρχουν ήδη διάχυτες στην κοινωνία.
Στον αντίποδα, την περίοδο του Μεσοπολέμου, ο Karl Loewenstein επινοεί την έννοια της μαχόμενης δημοκρατίας («Militant Democracy and Fundamental Rights», I & ΙΙ, American Political Science Review, 31 (3): 417–32 & 31 (4): 638–58). Οι δημοκράτες, θεωρεί, δεν πρέπει να διακατέχονται από νομικό φορμαλισμό και δεν πρέπει να διστάσουν να στερήσουν στον εχθρό δικαιώματα τα οποία καπηλεύεται και καταχράται. Διαφορετικά, εάν δηλαδή η δημοκρατία από το φόβο ότι θα αυτοαναιρεθεί εάν δεν εξακολουθεί να προσφέρει τις ίδιες ακριβώς πολιτικές ελευθερίες εξίσου σε φίλους και εχθρούς της παραμείνει αδρανής, τότε, απλώς, νωρίτερα ή αργότερα, πιθανόν να δικαιώσει έναν περιβόητο αφορισμό του Γκαίμπελς. Ο υπουργός Προπαγάνδας του Χίτλερ είχε παρατηρήσει σκωπτικά πως θα είναι πάντα ένα από τα καλύτερα ανέκδοτα το γεγονός ότι η δημοκρατία πρόσφερε στους θανάσιμους εχθρούς της τα μέσα με τα οποία την εξολόθρευσαν.
Οι δημοκρατικές δυνάμεις οφείλουν να παραμερίσουν τις διαφορές τους και να ενωθούν στον αγώνα καταπολέμησης του κοινού εχθρού. Αυτός ο αγώνας της μαχόμενης δημοκρατίας αναλαμβάνεται κατεξοχήν με πολιτικά ενορχηστρωμένη κρατική δράση που περιλαμβάνει την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας, καθώς και την έκτακτη, ad hoc νομοθέτηση μέτρων που περιστέλλουν την ελευθερία της έκφρασης, της πολιτικής συμμετοχής και του συνέρχεσθαι. Πιο συγκεκριμένα, είναι θεμιτή η (νομική) διάλυση εξτρεμιστικού κόμματος και η κατάσχεση των περιουσιακών του στοιχείων, η απαγόρευση επανασύστασής του με διαφορετική ονομασία, ο αποκλεισμός στελεχών του από διεκδίκηση αιρετών αξιωμάτων ή ο διορισμός τους σε θέσεις της Δημόσιας Διοίκησης, η απαγόρευση χρησιμοποίησης συμβόλων ή (παραστρατιωτικής) ενδυμασίας που δηλώνουν συμπάθεια προς το κόμμα που έχει τεθεί εκτός νόμου, η δυνατότητα να τεθούν υπό παρακολούθηση ή επιτήρηση στελέχη κόμματος που ελέγχεται για βίαιες και αντιδημοκρατικές ενέργειες κ.ά.
ΙΙ.
Περνώντας από τη θεωρία στην πολιτική πράξη, έχει ενδιαφέρον να αντιπαραβάλλουμε Γερμανία και Ελλάδα σε ιδρυτικές για τις δημοκρατίες τους στιγμές. Μολονότι δεν θα βρούμε πλήρη αντιστοίχιση προς τη θεωρία, μπορούμε άνετα να υποστηρίξουμε πως όσο η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Δυτικής (και αργότερα της ενιαίας) Γερμανίας συγκροτήθηκε κατά βάση ως μαχόμενη δημοκρατία, άλλο τόσο η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία της μεταπολίτευσης συγκροτήθηκε κατά βάση ως ανεκτική δημοκρατία. Ας τα πάρουμε με τη σειρά.
Στο Θεμελιώδη Νόμο (Grundgesetz) της Βόννης, δηλαδή το αντίστοιχο Σύνταγμα, εγγράφεται χαρακτηριστικά η εμπειρία της πτώσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και ο ναζιστικός σφετερισμός της εξουσίας με τα ζοφερά επακόλουθά του· εξ ου και περιέχει ρητές προβλέψεις για την αντιμετώπιση αντιδημοκρατικών, εξτρεμιστικών οργανώσεων περιλαμβανομένων των πολιτικών κομμάτων (άρθρο 21.2). Τα τελευταία μπορούν ακόμη και να τεθούν εκτός νόμου. Ωστόσο, η προσέγγιση είναι πιο προσεκτική και μετριοπαθής σε σύγκριση με αυτή του Loewenstein. Η εξέταση και η αποφασιστική αρμοδιότητα για τον προσδιορισμό ενός πολιτικού κόμματος ως επικίνδυνα εξτρεμιστικού ανατίθεται στη Δικαιοσύνη. Πράγματι, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο όχι μόνο εξέτασε κατ’ επανάληψη την περίπτωση να επιβάλλει περιοριστικά μέτρα σε «ακραία» πολιτικά κόμματα, αλλά τα έθεσε εκτός νόμου σε δυο περιπτώσεις: το 1952 το νεοναζιστικό Sozialistische Reichspartei Deutschlands, και το 1956 το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας.
Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία γεννήθηκε κι αυτή με την πτώση ενός δικτατορικού καθεστώτος. Ωστόσο, εδραιώθηκε σε πολύ διαφορετική κατεύθυνση σε σχέση με τη Γερμανία, όσον αφορά την αντιμετώπιση των αντιδημοκρατικών δυνάμεων. Εν προκειμένω, βάρυνε στη συλλογική συνείδηση, όσο και ειδικότερα σε αυτή του συντακτικού νομοθέτη του Συντάγματος του 1975, το δημοκρατικό έλλειμμα της αυταρχικής μετεμφυλιακής δημοκρατίας. Οι πολιτικές συνθήκες ήταν τέτοιες ώστε η αξίωση για ουσιαστική διεύρυνση κι εμβάθυνση της δημοκρατίας γνώρισε γενική αποδοχή. Έτσι τελικά επικράτησε πολιτικά η θέση ότι κατά το παρελθόν η έννοια του εσωτερικού εχθρού λειτούργησε εργαλειακά ως μέσο στα χέρια του πολιτικά κυρίαρχου προκειμένου να εδραιώσει τη δεσπόζουσα θέση του και να πλήξει ακόμη και μέχρι εξοντώσεως τους αντιπάλους του. Οπότε υπήρξε συνειδητή επιλογή η εγκατάλειψή της. Αντί του κηνυγητού των εχθρών, θεμελιώθηκε κατ’ ουσίαν απεριόριστη ελευθερία δράσης και λειτουργίας των κομμάτων ως θεσμών του δημοκρατικού πολιτεύματος, σε σημείο ώστε να είναι αδύνατη η κατάργησή τους (άρθρο 29, παρ. 1 του Συντάγματος). Βεβαίως, ο Άρειος Πάγος που είναι αρμόδιος για την αναγνώριση κόμματος δεν προχωρά σε αυτήν εάν η ονομασία, το έμβλημα ή το καταστατικό περιλαμβάνουν ευθείες αναφορές για την ανατροπή της δημοκρατίας. Με τα ίδια κριτήρια απαγορεύει τη συμμετοχή στις εκλογές. Ωστόσο, αυτή η εξέταση είναι τυπική. Η φιλοχουντική ΕΠΕΝ όσο και η Χρυσή Αυγή (η οποία προσκόμισε ψευδεπίγραφο καταστατικό) δεν εμποδίστηκαν να αναγορευτούν σε κόμματα και να συμμετάσχουν στις εκλογές.
ΙΙΙ.
Υπό το φως της προηγηθείσας ανάλυσης μπορούν να διατυπωθούν οι ακόλουθες παρατηρήσεις:
1) Η τροπολογία είναι εγγενώς αντιφατική, καθώς επιχειρεί να συνδυάσει ετερόκλητα στοιχεία της ανεκτικής και της μαχόμενης δημοκρατίας: Από τη σκοπιά της ανεκτικής δημοκρατίας, εμφανίζεται να υιοθετεί στάση πολιτικής ουδετερότητας προτάσσοντας το αντικειμενικό στοιχείο της ποινικής καταδίκης ως αιτία αποκλεισμού από τις εκλογές (άρθρο β). Από τη σκοπιά της μαχόμενης δημοκρατίας, υποχρεώνει τους δικαστές του Αρείου Πάγου να διατυπώσουν πολιτική κρίση και να λάβουν απόφαση για το εάν «η οργάνωση και η δράση του κόμματος εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος», μολονότι προσπαθεί να το διασυνδέσει αυτό με την καταδίκη (άρθρο γ). Δεν πρόκειται για νομική κακοτεχνία. Αυτή η αντίφαση είναι απλώς αποκαλυπτική της πραγματικής πρόθεσης της κυβέρνησης, δηλαδή της εύρεσης νομικής φόρμουλας που θα αποτρέπει την επανεμφάνιση στη Βουλή εξτρεμιστικού κόμματος, εν προκειμένω μιας καρικατούρας της Χρυσής Αυγής. Αυτή η δημοσίως ομολογημένη πρόθεση που παραπέμπει στη «μαχητική», με ουσιαστικά (όχι διαδικαστικά) κριτήρια, υπεράσπιση του δημοκρατικού πολιτεύματος αναπόφευκτα προσκρούει στο «ανεκτικό» Σύνταγμα και την αντίστοιχα ανεκτική στάση που έχει καθιερωθεί στην πολιτική πρακτική της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας.
2) Η τροπολογία, με την αντίφαση αυτή, παράγει σειρά προβλημάτων από τα οποία ξεχωρίζουμε τρία. Πρώτον, στερεί πολιτικά δικαιώματα σε πρόσωπα και κόμματα τα οποία εκλαμβάνει εκ προοιμίου αποφασισμένα ότι θα εκδηλώσουν παράνομη, βίαιη, εξτρεμιστική δραστηριότητα. Δηλαδή προσχωρεί στη λογική της αντιμετώπισής τους ως ύποπτων, επικίνδυνων ή εχθρικών, ακόμη και εάν δεν έχουν συντελεστεί παράνομες πράξεις από το υπό εξέταση κόμμα. Δεύτερον, επαφίεται στην πολιτική κρίση δικαστών και μάλιστα υπό χρονική πίεση (εφόσον το διακύβευμα είναι η συμμετοχή στις εκλογές) να αποφανθούν εάν ένα κόμμα είναι αντιδημοκρατικό ή όχι. Αλλά αυτή η κρίση είναι χαρακτηριστικά δυσχερής και δεν υπάγεται καθόλου εύκολα σε αντικειμενικά κριτήρια. Φερ’ ειπείν, δεν είναι αδιανόητο αύριο-μεθαύριο να βρεθεί δικαστής που θα κρίνει ότι το ΚΚΕ είναι εξτρεμιστικό κόμμα εφόσον ευαγγελίζεται την προλεταριακή επανάσταση και τη ριζική ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης ή κάποιος άλλος που θα θεωρήσει πως υπάρχουν καλοί λόγοι να απαγορευτεί η συμμετοχή στις εκλογές της Ελληνικής Λύσης και πάει λέγοντας. Αλήθεια, θέλουμε κάτι τέτοιο; Τρίτον, εμφανίζει σε μια ευρύτερη μερίδα πολιτών (που διακατέχονται από αυταρχικές τάσεις και αντιμετωπίζουν αρνητικά τα κατεστημένα κόμματα, αλλά δεν είναι απαραίτητα ήδη οπαδοί τού υπό εξέταση κόμματος) ως πειστικό το επιχείρημα ότι το πολιτικό κατεστημένο αδυνατεί να αντιμετωπίσει με πολιτικά μέσα τους αντιπάλους του, οπότε καταχρηστικά κι αυθαίρετα χρησιμοποιεί το νόμο και τους δικαστές για να τους πλήξει. Έτσι όμως είναι δυνατόν να αυξήσει τους οπαδούς του κόμματος με την προσχώρηση συμπαθούντων (όχι ήδη πεπεισμένων) που κινητοποιούνται στην απόφασή τους αυτή υπολογίζοντας ότι πρόκειται για αθέμιτη πολιτική δίωξη.
3) Ακόμη και με όρους μαχόμενης δημοκρατίας, πρέπει να σταθμίζεται το μέγεθος της απειλής για το πολίτευμα που συνιστά ένα εξτρεμιστικό κόμμα (γι’ αυτό και στη Γερμανία έχει να τεθεί εκτός νόμου κόμμα από τη δεκαετία του 1950). Πόσο σημαντική είναι η απειλή εκ μέρους του κόμματος Κασιδιάρη ώστε να παρουσιάζεται επιτακτική η απαγόρευση καθόδου του στις εκλογές; Η εμπειρία της ποινικής αντιμετώπισης και καταδίκης της Χρυσής Αυγής είναι διδακτική. Ήδη αμέσως μετά τις συλλήψεις της ηγεσίας της, τον Σεπτέμβριο του 2013, περιορίστηκαν αποφασιστικά οι βίαιες ενέργειες μελών και στελεχών της. Αντιλαμβάνομαι ότι για όλους τους δημοκράτες είναι όνειδος να μπει στη Βουλή ένα κόμμα με νεοναζιστική καταγωγή. Ωστόσο, τίθενται δυο σημαντικά ερωτήματα: Πρώτον, μήπως είναι προτιμότερο να αναληφθεί το ρίσκο εισόδου στη Βουλή ενός τέτοιου κόμματος, παραμερίζοντας τις νομικές και πολιτικές ακροβασίες που έχουν το δικό τους υπολογίσιμο κόστος για τη δημοκρατία; Μήπως η απαγόρευση καθόδου στις εκλογές, που όμως δεν συνεπιφέρει διακοπή της λειτουργίας του, ευνοήσει τη ριζοσπαστικοποίησή του και οδηγήσει τα πλέον ακραία στοιχεία του να πάρουν το πάνω χέρι; Αντιστρόφως διατυπωμένο, μήπως η απρόσκοπτη συμμετοχή στις εκλογές, όποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα, ευνοεί τη σχετική «εξημέρωσή» του και το κάνει περισσότερο ελεγχόμενο; Δεύτερον, υπάρχουν στ’ αλήθεια οι προϋποθέσεις συνεννόησης μεταξύ των δημοκρατικών κομμάτων να κρατήσουν ενιαία και συνεπή στάση σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα ή θα αποτελέσει η τροπολογία άλλη μια αφορμή να αλληλοκατηγορηθούν για έλλειψη προσήλωσης στις δημοκρατικές αρχές και κατά προέκταση θα γίνει αιτία για περαιτέρω απομείωση του κύρους τους;
Για κάθε άνοδο της ακροδεξιάς, του ναζισμού και του φασισμού, ένοχη είναι η δημοκρατία. Το ίδιο και για κάθε άνοδο της ακροαριστεράς με τη διαφορά ότι σε αυτή την περίπτωση, παταγώδη αποτυχία έχει τόσο η εφαρμογή της δημοκρατίας όσο και η εφαρμογή της ακροδεξιάς, του φασισμού και του ναζισμού. Δεν πρέπει να παραβλέπουμε τις κοινωνικοπολιτικές και οικονομικές παραμέτρους στο σύνολο τους καθώς και την χρονική στιγμή αλλά και τον ρόλο των προσωπικοτήτων υπό την γενική έννοια του όρου, φυσικά.
07 Απρ 2023, 08:04