Όλο το βιβλίο του Γιώργου Σταθόπουλου διατρέχεται από την τρικυμιώδη σχέση ανάμεσα στον Φρόυντ και στον Φερέντσι. Η ενθάρρυνση του δασκάλου οδήγησε σε μια επένδυση της ψυχανάλυσης χωρίς όρια από τον μαθητή Φερέντσι, ενώ η απόρριψη του Φρόυντ, έστω και διστακτική, συνδέθηκε μοιραία με τις ρίζες ενός υπερεγώ αυτοθυσίας που μετέφρασε τον πόνο του με λόγια άδικου θανάτου.
Πρόκειται για άλυτη μεταβίβαση; Αν δεν καταλάβουμε μαζί με τον αναλυτή μας μέσα στην αναλυτική σχέση ότι αυτό που παίζεται ή παίχτηκε μαζί του αφορά κάτι δικό μας, στη διάρκεια μιας πορείας η οποία μας βοήθησε να το εσωτερικεύσουμε και συνειδητοποιήσουμε, στο βαθμό που και ο ίδιος ο ψυχαναλυτής συμμετείχε σωματοψυχικά σε αυτή την διαδικασία αντίληψης, τότε η αναλυτική διαδικασία παραμένει τραγικά ελλειμματική. Ο Φρόυντ ανακάλυψε το ασυνείδητο, μας περιέγραψε εκτενώς το ψυχικό όργανο υπό το φως αυτής της ανακάλυψης και είχε την τόλμη να μοιραστεί με το κοινό του κλινικές περιπτώσεις, που έθεταν σε αμφισβήτηση τις ιδέες του. Μπορούμε να σκεφτούμε ότι πολλές θεραπείες του είχαν ευτυχές τέλος βοηθώντας τους ασθενείς του να συνεχίσουν μια πιο επιτυχημένη ψυχικά ζωή. Όμως, εκ των υστέρων, η διάρκεια των αναλύσεων και η χρήση των ατελών μέσων και υλικών για την μεταβιβαστική κατανόηση και επεξεργασία τους μάς ωθεί στη σκέψη ότι πολλές από αυτές παρέμειναν ατελείς και ίσως επικίνδυνα ατελείς. Έτσι και με την πολύπλοκη θεραπεία του Φερέντσι, η οποία συνεχίστηκε και ενσωματώθηκε κυριολεκτικά στην μετέπειτα σχέση τους.
Αν ο Φρόυντ ανακάλυψε το ασυνείδητο και πρότεινε θεραπευτικά την ψυχαναλυτική αγωγή, ο Φερέντσι ανακάλυψε το τραύμα προτείνοντας θεραπευτικές λύσεις. Ο Φρόυντ πρότεινε κάτι μέσα από τα ψυχικά ίχνη, που βρίσκονταν ήδη μέσα του, ακούγοντάς τα με τη βοήθεια αυτού που αποκαλέσαμε «αυτοανάλυση», θαυμαστό και σπάνιο για τα ανθρώπινα δεδομένα. Το ίδιο έγινε και με τον Φερέντσι. Αυτό το τρομερό παιδί, τραυματισμένο και επικίνδυνα περίεργο, όχι μόνο άκουσε τον εαυτό του και τους γύρω του, ασθενείς και μη, αλλά και συμμετείχε με, αρκετές φορές, μηδενικές αποστάσεις. Ο Φρόυντ κατασκεύασε ένα χώρο όπου το πλαίσιο της ψυχαναλυτικής συνάντησης και η απόσταση, κυρίως σωματική, όφειλε να ακολουθηθεί υπερεγωτικά ευλαβώς. Οι σωματικές και ψυχικές δοκιμασίες του διατηρήθηκαν, όσο αυτό ήταν δυνατό, μέσα σε όρια, και ίσως και γι’ αυτό η επίγεια ζωή του διάρκεσε μέχρι τα 84 χρόνια του. Ο Φερέντσι έκαψε κυριολεκτικά τη ζωτική ενέργεια του και ίσως αυτό που τον οδήγησε και ταυτόχρονα τον εξουθένωσε ήταν μια ενορμητική, χωρίς αποστάσεις, επένδυση, που είχε το χάρισμα μιας έντονης και ιδιοφυούς διανοητικής δημιουργικότητας.
Μην ξεχνάμε ότι όλοι οι συγγραφείς, με την έννοια της επικοινωνίας μέσω γραπτού λόγου, στο βάθος μιλούν διαρκώς για κάτι που τους διακινεί υποκειμενικά και ασυνείδητα. Το ίδιο και οι ψυχαναλυτές. Και είναι ευτυχές, όταν γράφουν τελικά για κάτι δικό τους που αφορά το ανθρώπινο γενικότερα. Έχουμε τα φωτεινά παραδείγματα, πέρα από τον Φρόυντ και τον Φερέντσι, των Ουίνικοτ και Γκριν.
Όνειρα για το τραύμα
Ο Φερέντσι λοιπόν έγραψε για το τραύμα. Παίρνει ως παράδειγμα για να το δουλέψει την τραυματολυτική λειτουργία του ονείρου: είναι σημαντική η προοδευτική αλλαγή στην θεώρηση της θέσης του ονείρου. Χωρίς να ακυρώνεται η ιδέα της πραγμάτωσης της επιθυμίας στο όνειρο, τα όνειρα εφιάλτες, τα όνειρα που μας ξυπνούν, τα όνειρα που μας δυσαρεστούνε ή μας αγχώνουν και, τέλος, τα όνειρα που επαναληπτικά μάς αναστατώνουν, οδήγησαν τους ψυχαναλυτές, με πρώτο τον Φρόυντ, να συμπεριλάβουν κι άλλες αναζητήσεις του ασυνείδητου πέρα από την ευχαρίστηση. Μέσα από αυτή την πορεία, ο γάλλος ψυχαναλυτής Μισέλ Φαιν (Michel Fain) μίλησε για το έργο του ύπνου εντός του οποίου περιλαμβάνεται το έργο του ονείρου. Κανονικά, δεν ξυπνάμε και δεν θυμόμαστε τα όνειρά μας. Κι αν ένα όμορφο όνειρο μάς ξυπνήσει, είναι γιατί η διέγερσή του δεν μπόρεσε να ενταχθεί ομαλά πριν το τέλος του. Όμως έτσι ο Φερέντσι έχει απόλυτα δίκιο όταν μιλάει για τραυματολυτική λειτουργία, εφόσον κοιμόμαστε για να μπορέσει ο οργανισμός μας να επανατροφοδοτηθεί με την ενέργεια που σπατάλησε κατά τη διάρκεια της ημέρας και εδώ το όνειρο μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι λειτουργεί προς αυτή την κατεύθυνση. Από τη μια, ναρκισσιστικά με την πραγμάτωση των επιθυμιών, κι από την άλλη, με την εξεύρεση λύσεων σχετικά με ψυχικά προβλήματα που κωλώνουν κάπου. Αυτό θυμίζει και την κυκλική πορεία της ενόρμησης· η πρωταρχική κίνηση είναι φυγόκεντρος προς αναζήτησή του αντικειμένου επιθυμίας, αλλά χρειάζεται την επιστροφή προς το εσωτερικό, όπου αυτή η διακίνηση θα σβήσει μέσω της εγγραφής της αναπαράστασης και του αντίστοιχου συναισθήματος. Το ψυχικό όργανο στον ύπνο και μέσα από τα όνειρα προσπαθεί αέναα να βρει λύσεις σε ό,τι του παρουσιάζεται ως εμπόδιο στο δρόμο του. Το όνειρο είναι μια επιστροφή προς τα μέσα μετά τις δοκιμασίες της μέρας.
Ο Φερέντσι λοιπόν μάς οδήγησε να σκεφτούμε την ψυχική αντιτραυματική λειτουργία του ονείρου και την υποκειμενική ενδοψυχική θέση του τραύματος. Έτσι φτάνουμε στο τραυματισμένο παιδί.
Το σοφό παιδί στον Φερέντσι, «πρόωρα ώριμο και πρώιμα τραυματισμένο», μας θυμίζει έντονα το παιδί με ψευδή εαυτό (false self) του Ντόναλντ Ουίνικοτ (Donald Winnicott) και το παιδί με πρώιμο εγώ του Φαιν, όπου αυτό που συμβαίνει και εκτίθεται στα μάτια του γονιού και του περιβάλλοντος είναι ένα υπερ-προσαρμοσμένο παιδί. Σε τελευταία ανάλυση, και για τους τρεις αυτούς ψυχαναλυτές, πρόκειται για ένα παιδί οι ανάγκες και οι ρυθμοί ωρίμανσης του οποίου δεν εισακούστηκαν. Στα ελληνικά υπάρχει μια σοφή λέξη γι’ αυτό: «μικρομέγαλο». Μικρομέγαλο όντως, όμως για τις φαντασιακές ή τις πραγματικές απαιτήσεις του άλλου. Εκεί ίσως έγκειται και η παρεξήγηση ανάμεσα στον Φρόυντ και σε έναν Φερέντσι που αναζητά διαρκώς την αναγνώριση της σοφίας του. Το τραύμα έκανε τον κύκλο του κι επέστρεψε χωρίς λύση· πέθανε σχετικά νέος από ένα σώμα που η ψυχή δεν μπορούσε πλέον να θρέψει.
Ο εφιαλτικός κύκλος είναι ο εξής: ενδοβολή, ταύτιση, μετάδοση και αλλοτρίωση. O Γιώργος Σταθόπουλος μάς μεταδίδει με σαφήνεια αυτή την εγκατάσταση στον κόσμο του παιδιού μιας αλυσίδας βασικών, πρωταρχικών και πρωτογενών αναπαραστάσεων, η φαντασιωσική μυθοπλασία των οποίων θα προσανατολίσει τη ζωή του σε επιλογές που έφεραν τη βασική σφραγίδα του μητρικού αντικειμένου. Αναγκαστικά, το παιδί μπαίνει σε έναν κόσμο που προϋπάρχει της έλευσής του, αλλά είναι σημαντικό αν θα φροντιστεί από έναν ψυχικά ενήλικο ή από ένα άλλο παιδί μπερδεμένο στα ιδανικά του. Όταν λένε ο Φερέντσι, ο Ουίνικοτ και άλλοι αναλυτές ότι το αλλοτριωμένο αυτό παιδί φροντίζει τον γονέα του, στην πραγματικότητα φροντίζει ένα άλλο παιδί. Μιλάμε τότε για οικογένειες όπου δεν υπάρχει ενήλικος.
Το δύσκολο και το σοφό παιδί είναι ένα παιδί με ιδιαίτερη οδύνη απέναντι στην τρομοκρατία του ενήλικου περιβάλλοντος. Αυτό που λείπει έντονα στην κλινική και στο άκουσμα του Φερέντσι είναι μια σχέση, ένα παιχνίδι με σαφή τα σημάδια της ευχαρίστησης. Έχω την εντύπωση πως δεν αγάπησε τον Φρόυντ, τον θαύμασε, τον εξιδανίκευσε και σίγουρα τον μίσησε. Το παιδί που ψάχνει και ακούει στις αναλύσεις του είναι ένα παιδί με ιδιαίτερα χαρίσματα, που δεν έχει όμως την ενορμητική ησυχία για να αγαπήσει απλά και για να μάθει να αγαπά στηριγμένο σε μια αμοιβαία εμπιστοσύνη. Στα γραπτά του και στη σκέψη του ίσως τον απασχολεί κυρίως η αποτραυματοποίηση αυτού του παιδιού, που έχτισε τη ζωή του για να νιώσει ότι το αγαπούν κι έτσι του διέφυγε το τι είναι μια αμοιβαία αγάπη.
Είναι τρομερό το πώς τα άρθρα και οι ομιλίες του Φερέντσι μας παραπέμπουν τραγικά στον ίδιο. Το ίδιο συχνά διαφαίνεται και στον Winnicott, και στο έργο και άλλων αναλυτών. Τελικά έφυγε με το παράπονο ότι δεν έγινε δεκτός στη φροϋδική οικογένεια και αυτό που την πλήρωσε ήταν το σώμα του, μπροστά στο ψυχικό αδιέξοδο απελπισίας.
Το παραμελημένο σώμα
Πώς βλέπει το σώμα ο Φερέντσι; Είναι αξιοσημείωτο το ότι η έννοιά του, «αμφίμειξη των ερωτισμών», παραπέμπει στην διαδικασία περιπλοκότητας (complexification) που εισήγαγε η Σχολή Ψυχοσωματικής του Παρισιού, όπου η ένταξη των αυτοερωτισμών θα κατασκευάσει τη ναρκισσιστική επένδυση του σώματος με τις αντανακλάσεις της στο εσωτερικό του ψυχικού οργάνου.
Υποχονδρία, παθονεύρωση και νεύρωση οργάνου: είναι πολύ ενδιαφέρουσα και σχεδόν αινιγματική η διαρκής ενασχόληση του Φερέντσι με το σωματικό. Έχω την εντύπωση ότι το ερώτημα –σχεδόν προ-απαίτηση– για τη λίμπιντο και ιδιαίτερα για την αντικειμενοτρόπο λίμπιντο, στο διάλογό του με τον Φρόυντ, τον οδηγεί μερικές φορές σε αντιφάσεις, ενώ παράλληλα η κλινική του διαίσθηση τον ωθεί να δώσει μια θέση στο σωματικό, χωρίς αυτό να εξαρτάται από το ψυχικό. Εγκαθιδρύει έναν διάλογο μεταξύ τους, ο οποίος δεν υπόκειται ολοκληρωτικά στις διαθέσεις και στις νόρμες της ψυχής και του πνεύματος. Η υποχονδρία καταλαμβάνει αυτή τη θέση, μια θέση που γοήτευσε τον Γιώργο Σταθόπουλο και τον οδήγησε σε εμβαθύνσεις και γόνιμους διαλογισμούς. Κι εδώ αγγίζουμε κάτι που θα μπορούσαμε μέσα από μια ανάγνωση να θεωρήσουμε ως νήμα ζωής, σκέψης και ερμηνείας στον Φερέντσι. Από τη μια θαυμάζει την ψυχαναλυτική σκέψη –η υστερία και η λίμπιντο είναι θεωρητικά στηρίγματα– κι από την άλλη φέρνει στην επιφάνεια αυτό με το οποίο δεν ασχολούνται οι ψυχαναλυτές / και στο βάθος, οι γονείς: ένα παραμελημένο παιδί, και στο βάθος ένα παραμελημένο σώμα. Τραγικά αυτή είναι η σύνοψη της σχέσης του με τον Φρόυντ. Τον θαύμασε, τον λάτρεψε, αλλά πέθανε παραμελημένος προφέροντας μια άλλη γλώσσα. Αυτή είναι και η γλώσσα του υποχονδριακού. Μιλάει για ένα επικίνδυνο σώμα που, αν παραμεληθεί, θα επιφέρει το θάνατο. Ένας μελαγχολικός λόγος που διαψεύδει τους λόγους της βαθιάς θλίψης του. Η υποχονδριακή αγωνία είναι η κραυγή της φαντασίωσης αφανισμού, αυτής της πρωτογενούς, σχεδόν πρωταρχικής, απώλειας του εαυτού. Μάλλον πίσω από αυτή τη φαντασίωση υπάρχει το ίδιο το βίωμα, το ίχνος ενός αφανισμού που κατατρύχει τραυματικά το παρόν. Για τον Fédida, είμαστε ομιλούντα σώματα. Στη διάρκεια της ζωής μας, συχνά το ξεχνάμε, γιατί το σώμα είναι σιωπηλό. Ο Φαιν υπενθύμισε ότι η υποχονδρία ξεκινά όταν αυτή η σιωπή σπάει. Ο Φερέντσι δεν γινόταν να σιωπάσει. Μόνο ο θάνατος με τη σωματική αρρώστια έβαλαν τέρμα στον προσωπικό του διάλογο. Ευτυχώς η φωνή του μέσα από τα γραπτά του συνέχισε να υπάρχει.
Ας επιστρέψουμε λοιπόν στο κυρίαρχο ζήτημα, τη σχέση Φρόυντ-Φερέντσι. Ο Φρόυντ είναι ένα ιδανικό αντικείμενο για τον Φερέντσι, το οποίο υπερεγωτικά τού υπενθυμίζει τα όρια και τους περιορισμούς. Είναι δυστυχές –και το συναντάμε σε ασθενείς και σε πρόσωπα της καθημερινότητάς μας– ότι δεν υφίσταται επακριβώς ένα προστατευτικό υπερεγώ στον Φερέντσι. Το κόκκινο φανάρι μάς απαγορεύει να περάσουμε απέναντι, αλλά κυρίως μας προστατεύει από ένα ατύχημα. Είναι φοβερό το ότι σε οποιαδήποτε στάση υπερεγωτικής απόστασης και ακούσματος που του απευθύνει ο Φρόυντ, ο Φερέντσι παραμένει κουφός, παρεξηγημένος και παρερμηνευτικός. Από τη μια η στάση αντίθεσης είναι ένας κεντρικός τύπος συνδέσμου με τον άλλο, από την άλλη η συνεχής χαλάρωση και παραβίαση των ορίων υπό το βλέμμα του άλλου (εξωτερικού ή εσωτερικού) είναι εμφανής.
Η προσωπική ζωή μας είναι ο καθρέφτης μας. Η ελλιπής υπερεγωτική στάση του Φερέντσι, που τον βάζει σε μεγάλους κινδύνους και μαζοχιστικά τον κάνει να δαπανά μεγάλη ψυχική ενέργεια, διαφαίνεται με εκθαμβωτικό τρόπο στην περιπέτεια του με μάννα και κόρη, όπου τελικά υποτάσσεται σε ένα γάμο με τη μητέρα-γυναίκα που δεν επιθυμεί, αλλά που θα τον συνοδεύσει μέχρι το τέλος της ζωής του.
***
Θα ήθελα να κλείσω λέγοντας τα εξής. Στις ανθρώπινες δημιουργίες μετουσίωσης, το προϊόν αγγίζει τις χορδές ευαισθησίας και ενσυναίσθησης. Τα ερωτήματα, τα κενά και τα αδιέξοδα που αποτέλεσαν την πηγή δημιουργίας είναι πάντα –σαφώς πάντα– σε σχέση με κάτι που απλά δεν μπόρεσε να εκπληρωθεί. Γι’ αυτό και οι επιστήμες, τα γράμματα, οι τέχνες συνεχίζουν αδιάκοπα το προχώρημά τους. Υπάρχουν κάποιες εξαιρετικές περιπτώσεις που η μετουσιωτική δημιουργία αγκαλιάζει ένα ανθρώπινο αίτημα, μια προσδοκία, ένα ίχνος που περιμένει να έρθει στο φως, και τότε υποκλινόμαστε ευχαριστημένοι, στην προσφορά αυτή.
Ο Γιώργος Σταθόπουλος μας ταξίδεψε στην προσφορά του Φερέντσι, αγγίζοντας τόσο ανθρώπινα και ψυχαναλυτικά αυτά που προσπάθησε ο μεγάλος αυτός στοχαστής της ζωής και της ψυχανάλυσης να δώσει, γιατί δυστυχώς του έλειπαν..