Σε ορισμένες περιπτώσεις οι προτάσεις αυτές καρποφορούν, σε κάποιες άλλες παραμένουν απλώς στα χαρτιά – προτάσεις. Τα παραδείγματα είναι πολλά και επαναλαμβανόμενα. Ας πάρουμε τρεις από τις πλέον σημαντικές στιγμές κρίσης ή καταστροφής και ας δούμε τι ακριβώς ακολούθησε έπειτα από κάποιο εύλογο χρονικό διάστημα. Οι τρεις μεγαλύτερες τέτοιες περιστάσεις στα περίπου εκατό χρόνια από την ανάδειξη του νέου τουρκικού κράτους ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή (1922), η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο (1974) και η Κρίση στα Ίμια (1996). Ας δούμε κάθε περίπτωση ξεχωριστά:
1. Από τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) στη «Συμφωνία Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας» (1930) και στην Εγκάρδια Συνεννόηση (1933). Οπωσδήποτε η Μικρασιατική Καταστροφή αποτελεί μια από τις πλέον επώδυνες στιγμές στην ελληνική ιστορία με τραγικές συνέπειες για τον ελληνισμό. Πολιτικοί πρωταγωνιστές του μικρασιατικού δράματος υπήρξαν ο Ελευθέριος Βενιζέλος από την ελληνική πλευρά και από την άλλη πλευρά ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, ο ιδρυτής του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Μετά τον όλεθρο της καταστροφής αυτής θα περίμενε ίσως κάποιος ότι για δεκαετίες οι δύο χώρες θα παρέμεναν σε καθεστώς αμοιβαίας εχθρότητας. Κι όμως, η καταστροφή φαίνεται να δίδαξε και τους δύο ηγέτες ότι υπάρχει και «άλλος δρόμος» στις σχέσεις μεταξύ των δύο όμορων χωρών. Έτσι, μόλις οκτώ χρόνια μετά την Καταστροφή, το 1930, ο Βενιζέλος (που είχε επανέλθει από το 1928 ως πρωθυπουργός της χώρας) και ο Ατατούρκ ανέπτυξαν στενή φιλία η οποία αποτυπώθηκε σε σειρά συμφωνιών. Ειδικότερα:
- Τον Οκτώβριο του 1930, σε επίσκεψη του Βενιζέλου στην Άγκυρα, υπογράφτηκε η Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας μεταξύ των δύο χωρών. Είχε προηγηθεί, τον Ιούνιο του 1930, η υπογραφή της Συμφωνίας περί του Τρόπου Εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης.
- Τον Σεπτέμβριο 1933 (κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη) υπογράφεται μεταξύ των δύο χωρών δεκαετές Σύμφωνο Εγκαρδίου Συνεννοήσεως, μέσω του οποίου, μεταξύ άλλων, «οι δύο χώρες εγγυώνται αμοιβαίως μεταξύ τους τα κοινά τους σύνορα». Η εμπιστοσύνη είχε φθάσει σε τόσο υψηλό επίπεδο που το Σύμφωνο επίσης διαλαμβάνει ότι: «Εις όλας τας διεθνείς συνδιασκέψεις με περιορισμένην αντιπροσώπευσιν, η Ελλάδα και η Τουρκία είναι πρόθυμοι να θεωρούν ότι εκάστη εξ αυτών θα έχη αποστολήν να υπερασπίζεται τα κοινά και ιδιαίτερα συμφέροντα αμφοτέρων και υπόσχονται να ενώσουν τας προσπαθείας των διά να διασφαλίζουν την κοινήν αυτήν αντιπροσώπευσιν».
Αδιανόητα πράγματα δηλαδή, θεωρούμενα από την οπτική του σήμερα. Αλλά βρισκόμαστε στο απόγειο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που προωθείται από δύο μεγάλους χαρισματικούς ηγέτες, τον Βενιζέλο και τον Ατατούρκ (όπου ο ένας –ο Βενιζέλος– προτείνει για βραβείο Νόμπελ ειρήνης τον άλλο – Ατατούρκ). Η περίοδος της προσέγγισης και της φιλίας διήρκεσε ώς τις αρχές της δεκαετίας του 1950 όταν, κυρίως λόγω της εμφάνισης του κυπριακού προβλήματος, άρχισε η περίοδος έντασης.
2. Από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο (1974) στην ελληνική πρόταση για υπογραφή Συμφώνου Mη Eπιθέσεως και Aποτροπής Aνταγωνισμού των Eξοπλισμών (1976). Η εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο (Ιούλιος - Αύγουστος 1974) και η κατοχή περίπου του 38% του εδάφους του νησιού υπήρξε η αιτία της μεγαλύτερης κρίσης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις μεταπολεμικά. Είχε συνέπεια την πτώση του δικτατορικού καθεστώτος αλλά και την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Σε συνδυασμό με αξιώσεις που είχε εγείρει η Τουρκία για το Αιγαίο από το 1973, η εισβολή έφερε τις δύο χώρες στα πρόθυρα της πολεμικής σύγκρουσης. Κι όμως, μόλις δύο χρόνια μετά, το 1976, ο τότε πρωθυπουργός της χώρας Κωνσταντίνος Καραμανλής διατύπωσε μία από τις πλέον ρηξικέλευθες και φιλόδοξες προτάσεις. Συγκεκριμένα, σε ομιλία στη Βουλή, στις 17 Απριλίου 1976, διακήρυξε:
Θα επρότεινα λοιπόν εις την Τουρκίαν, πρώτον, διά συμφωνίας, να θέσωμεν τέρμα εις τον ανταγωνισμόν των εξοπλισμών που γίνεται εις βάρος της ευημερίας των λαών μας. Και δεύτερον, να συνάψωμεν σύμφωνον μη επιθέσεως και να επιδιώξωμεν την διευθέτησιν των διαφορών μας με ειρηνικάς διαδικασίας.
Η πρόταση αυτή θεωρήθηκε ιδιαίτερα ριζοσπαστική και υποστηρίχθηκε ένθερμα από τον διεθνή Τύπο.
Το υπουργείο Εξωτερικών (υπουργός Δημήτριος Μπίτσιος) προχώρησε στην εκπόνηση σχεδίου Συμφώνου Μη Επιθέσεως και Αποτροπής Ανταγωνισμού των Εξοπλισμών. Αποτελείτο από πέντε άρθρα με τα οποία οι δύο χώρες ανελάμβαναν «την δέσμευσιν να επιλύουν τας διαφοράς των δι’ ειρηνικών μέσων» και «την υποχρέωσιν όπως εις τας μεταξύ των σχέσεις απέχουν από πάσης απειλής ή χρήσεως βίας και από οιουδήποτε άλλου καταναγκαστικού μέσου».
Ξεχωριστό όμως ενδιαφέρον έχει το άρθρο 2 του σχεδίου για τους εξοπλισμούς. Έλεγε συγκεκριμένα:
Τα συμβαλλόμενα μέρη αναλαμβάνουν την υποχρέωσιν όπως εις ουδεμίαν παραγγελίαν, πρόσκτησιν καθ’ οιονδήποτε τρόπον ή κατασκευήν πολεμικών μονάδων ή σημαντικών οπλικών συστημάτων προβαίνουν, άνευ προηγουμένης εξαμήνου κατ’ ελάχιστον ειδοποιήσεως του ετέρου των συμβαλλομένων μερών, ίνα ούτω δοθή ευκαιρία εις τας δύο Κυβερνήσεις να προλάβουν ενδεχομένως τον ανταγωνισμόν εις στρατιωτικούς εξοπλισμούς διά φιλικής ανταλλαγής απόψεων και εκατέρωθεν εξηγήσεων εν πνεύματι πλήρους ειλικρινείας.
Το άρθρο αυτό αποτελούσε ουσιαστικά αντιγραφή σχετικού αντίστοιχου πρωτοκόλλου που είχε προσαρτηθεί στη Συνθήκη Φιλίας του Οκτωβρίου 1930.
Η πρόταση εκείνη δεν καρποφόρησε, παρά τις διπλωματικές προσπάθειες που κατέβαλε η ελληνική πλευρά, καθώς απορρίφθηκε από την Τουρκία (πρωθυπουργός Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ), για μάλλον ακατανόητους λόγους. Αλλά, σκεφθείτε λ.χ. να λέγατε σήμερα στον υπουργό Άμυνας Νίκο Παναγιωτόπουλο ότι θα έπρεπε να διαβουλευθεί με τον τούρκο ομόλογό του Χουλούσι Ακάρ πριν υπογράψει τα συμβόλαια για την αγορά των Ραφάλ...
3. Από τα Ίμια (1996) στο Ελσίνκι (1999) και στις διερευνητικές συνομιλίες (2002). Η κρίση στα Ίμια, τον Ιανουάριο του 1996, υπήρξε η τρίτη μείζονος σημασίας ένταση που επίσης έφερε τις δύο χώρες στο χείλος του πολέμου. Κι όμως, τρία χρόνια μετά, το 1999, ακολούθησε το πακέτο ρυθμίσεων του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Ελσίνκι με το οποίο η Ελλάδα αναγνώρισε επίσημα την Τουρκία ως «υποψήφια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση χώρα», υπό την προϋπόθεση της επίλυσης των ελληνοτουρκικών διαφορών μέσω διαραγματεύσεων ή παραπομπής τους στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης). Ακολούθησε μια περίοδος νηνεμίας και φιλικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, που επέτρεψαν το 2002 να εγκαινιασθεί και ο ελληνοτουρκικός διερευνητικός διάλογος για την αναζήτηση προσεγγίσεων προς την επίλυση των προβλημάτων. Περιέργως, αυτή τη φορά η ελληνική πλευρά έκανε πίσω από τις ρυθμίσεις του Ελσίνκι (2004) και έτσι δεν επετεύχθη η πρόοδος προς την κατεύθυνση της επίλυσης. Ώσπου σταδιακά να φτάσουμε στην ένταση του τελευταίου χρόνου και στη διαφορετική επεκτατική Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν.
Οι τρεις παραπάνω περιπτώσεις (θα μπορούσαν να αναφερθούν και ορισμένες άλλες) επιτρέπουν ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα, όπως:
*Πρώτον, οι κρίσεις φαίνεται να λειτουργούν παιδευτικά. Διδάσκουν στις χώρες το μέγεθος του κόστους που μπορεί να φέρει μια ακραία κίνηση. Και την ανάγκη να το αποφύγουν.
*Δεύτερον, οι δύο χώρες δεν είναι καταδικασμένες να ζουν σε ένταση και σε κρίση με το όπλο παρά πόδα. Μπορούν ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές να προχωρήσουν στη λογική της προσέγγισης, φιλικών σχέσεων, ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.
*Τρίτον, ο ρόλος των πολιτικών ηγετών είναι καταλυτικός. Και στις τρεις παραπάνω περιπτώσεις, τρεις μεγάλοι ηγέτες (Ελευθέριος Βενιζέλος, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Κώστας Σημίτης) είχαν τη βούληση, τη δύναμη, το θάρρος, το σχέδιο να πάνε πέρα από τα τετριμμένα. Να αναζητήσουν λύσεις και προσεγγίσεις, συνειδητοποιώντας ότι οι δύο χώρες είναι όντως «αιχμάλωτες της γεωγραφίας».
Να δούμε εάν το pattern αυτό θα επαναληφθεί και τώρα.