Το βιβλίο αναφέρεται στο έγκλημα της Μαρφίν, την πυρπόληση δηλαδή στις 5 Μαΐου 2010 με εμπρηστικές βόμβες μολότοφ από κουκουλοφόρους του υποκαταστήματος της Τράπεζας στην οδό Σταδίου στο κέντρο της Αθήνας, περιστατικό που επέφερε τρεις θανάτους. Έχασαν τη ζωή τους η Αγγελική Παπαθανασοπούλου, η Παρασκευή Ζούλια και ο Επαμεινώνδας Τσάκαλης, που δεν κατάφεραν να διαφύγουν από το φλεγόμενο κτίριο.
Στόχος του βιβλίου να μελετηθούν οι λόγοι για τους οποίους η πολιτική βία γίνεται καθημερινή συνθήκη στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης (και της πολύπλευρης πολιτισμικής κρίσης που ανέδειξε) και ταυτόχρονα να εντοπιστούν οι όροι λόγω των οποίων απωθούνται οι συνέπειες της πολιτικής βίας ακόμα κι από εκείνους που την προκαλούν ή την ενθαρρύνουν. Ουσιαστικά δηλαδή, αφού εντοπιστούν και οι πραγματικοί ένοχοι του φονικού εμπρησμού και αποδοθεί δικαιοσύνη, να κλείσει η εκκρεμότητα αποτίμησης της πολιτικής βίας από την ανοιχτή κοινωνία και τους θεσμούς της - στην κατεύθυνση της αποθάρρυνσης της πολιτικής βίας από όσους συνεχίζουν να την έχουν στο πεδίο τους, μάλιστα ενόψει των πολιτικών εξελίξεων, στο κοντινό ή στο απώτερο μέλλον.
Μέσω επιστημονικής προσέγγισης, οι συγγραφείς ανασυνθέτουν τα περιστατικά εκείνης της φορτισμένης ημέρας, που οδήγησε στο δρόμο αγανακτισμένα πλήθη, μεταξύ των οποίων και συγκεκριμένες ομάδες στόχος των οποίων ήταν η πρόκληση βίαιων επεισοδίων, οπαδοί μιας θεωρούμενης επαναστατικής βίας. Δεν είναι τυχαίο ότι, εκτός του κτιρίου της Μαρφίν, ζημιές και εμπρησμοί επιχειρήθηκαν και σε πολλά ακόμα κτίρια του κέντρου, ενώ την ημέρα εκείνη έγινε η πρώτη οργανωμένη απόπειρα εισβολής διαδηλωτών κατά του κτιρίου της Βουλής.
Το βιβλίο εξετάζει ακόμα τη διαχείριση της δολοφονικής επίθεσης κατά της Μαρφίν από τον Τύπο και τα μέσα ενημέρωσης, από τα κόμματα και από διάφορους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους. Μελετά επίσης το ευρύτερο περιβάλλον ανοχής ή και δικαιολόγησης της βίας, μαζί και τις διαφοροποιήσεις που σημειώθηκαν – οι οποίες, πιθανόν απροσδόκητες, όντως καταγράφηκαν. Είναι π.χ. εντυπωσιακό ότι μεγάλη μερίδα ομάδων του αναρχικού χώρου καταδίκασε το γεγονός «με διάθεση αυτοκριτικής και ενδοσκόπησης», σύμφωνα με την καταγραφή της Ανδριανής Ρετζέπη – κι ανάμεσά τους η πολιτική ομάδα Αυτονομία ή Βαρβαρότητα.[1] Η Ρετζέπη έχει ακόμα συλλέξει παρεμβάσεις από αρκετές ακόμα ομάδες, που διαφοροποιούνται από το γενικό κλίμα: από τον αναρχικό πυρήνα Ξανά στους Δρόμους, από τον Αναρχικό Πυρήνα Χαλκίδας, από την Αντιεξουσιαστική Κίνηση Θεσσαλονίκης, από την ομάδα Δυτικά από το Ποτάμι, από τη Συσπείρωση Αναρχικών και άλλους. Ενδεικτική είναι η ανακοίνωση που εξέδωσε το Αυτόνομο Στέκι:
Κάτι δεν πράξαμε σωστά για να μπορούν κάποιοι –στο όνομα του αγώνα για μια άλλη κοινωνία– να θεωρούν αποδεχτή την λογική των παράπλευρων απωλειών και, αναπαράγοντας τον κυρίαρχο λόγο, να εξομοιώνουν τον αγώνα μας με την φρίκη και τον τρόμο της εξουσίας.
Σημαντικό κείμενο είναι και αυτό που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα δρόμου Άπατρις, η οποία τοιχοκολλήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης. Το κείμενο αναπαρήχθη στο indymedia. Αναδημοσιεύεται παρακάτω ένα εύγλωττο απόσπασμα:
Οι νεκροί στη Marfin είναι δικοί μας νεκροί. Νεκροί της κοινωνίας, των καταπιεσμένων –όχι των μεγαλο-κεφαλαιούχων, της «οικογένειας» Marfin ή των πολιτικών– και σαν δικούς μας τους θρηνούμε. Γι’ αυτό χρειάζεται να αναλάβουμε το μερίδιο της ευθύνης που κρίνουμε ότι μας αναλογεί. ΝΑΙ, είμαστε κι εμείς υπόλογοι, από τη στιγμή που, μεταξύ πολλών άλλων, προτάσσουμε «φωτιά στις τράπεζες» ως μια συμβολική πράξη αντίστασης. [...]
***
Στο βιβλίο 05.05.2010 γράφουν ο Βασίλης Βαμβακάς, ο Τριαντάφυλλος Καρατράντος, ο Μανούσος Μαραγκουδάκης, ο Άγγελος Ναστούλης, ο Παναγής Παναγιωτόπουλος, ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος, η Ανδριάνα Ρετζέπη και ο Νικόλας Σεβαστάκης. Τα κείμενά τους, αλληλοσυμπληρούμενα, ανοίγουν τη συζήτηση όχι μόνο για το περιστατικό της Μαρφίν αλλά για τα χαρακτηριστικά της πολιτικής βίας, όπως εκδηλώθηκε την περασμένη δεκαετία της χρεοκοπίας και της ανόδου του αριστερού και του δεξιού λαϊκισμού. Είναι κι αυτή μια συζήτηση που αναμένει ψύχραιμους συνομιλητές που θα τη διεγαγάγουν.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ:
Το χρονικό του φονικού εμπρησμού από τον Ηλία Προβόπουλο: https://booksjournal.gr/blog/327-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%AF-%CE%BD%CE%B1-%CE%B8%CF%85%CE%BC%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BD%CE%B5%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-marfin
Γιατί να θυμόμαστε τουε νεκρούς της Μαρφίν και Μην Ξεχνάμε τη Μαρφίν. Δυο άρθρα του Τριαντάφυλλου Καρατράντου. https://booksjournal.gr/blog/327-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CF%84%CE%AF-%CE%BD%CE%B1-%CE%B8%CF%85%CE%BC%CF%8C%CE%BC%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B5-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%CE%BD%CE%B5%CE%BA%CF%81%CE%BF%CF%8D%CF%82-%CF%84%CE%B7%CF%82-marfin και https://booksjournal.gr/gnomes/2720-mhn-xaxname-th-marfin
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Η Ανδριανή Ρετζέπη παραθέτει, μεταξύ άλλων, ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο της πολιτικής ομάδας Αυτονομία ή Βαρβαρότητα, το οποίο με τη σειρά μας αναπαράγουμε σε αυτή τη σελίδα, λόγω του βαθιού και ενδιαφέροντος προβληματισμού του, αλλά και επειδή η στάση αυτή εκπροσώπων του αναρχικού χώρου δεν έχει γίνει ευρύτερα γνωστή:
«Οι φασίστες, εκατό εναντίον ενός, δολοφονούν, ξυλοκοπούν, βασανίζουν, προσβάλλουν γυναίκες, παιδιά, αδύναμους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους, πυρπολούν, καταστρέφουν περιουσίες που υπήρξαν προϊόν μεγάλων θυσιών των εργαζομένων, σκλαβώνουν ολόκληρους πληθυσμούς· […] και παρόλα αυτά, τα χείριστα, θεωρούνται πολιτικά όντα, αγωνιστές ενός σκοπού και πολλοί έντιμοι άνθρωποι, που σίγουρα δεν θα διέπρατταν αυτά τα εγκλήματα, δεν αποστρέφονται να τους σφίγγουν το χέρι και να διατηρούν επαφές μαζί τους. Μιλούν πολύ για τη βία και λίγο για την ηθική· και το φυσικό αποτέλεσμα ήταν πως όταν μετήλθαν βίαιων πράξεων με περισσή ιταμότητα, δεν συνάντησαν ούτε φυσική αντίσταση, ούτε ηθική καταδίκη.» […]
«Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε»
Ερρίκο Μαλατέστα
Προχθές, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης διαδήλωσης ενάντια στα νέα οικονομικά μέτρα της κυβέρνησης, μερικοί διαδηλωτές έκαψαν τρεις εργαζόμενους σε μια τράπεζα. Απείλησαν να κάψουν και όσους βρίσκονταν μέσα στο (κλειστό λόγω της απεργίας) βιβλιοπωλείο Ιανός περιλούζοντας τρεις απ’ αυτούς με βενζίνη. Δε θέλουμε να σταθούμε πολύ στις ευθύνες των άλλων, όπως επιτάσσει η κυριαρχούσα ανευθυνότητα που φτάνει μέχρι τα όρια της συνέργειας στη δολοφονία αυτών των ανθρώπων. Εμείς προτιμάμε να σταθούμε στις δικές μας ευθύνες. Γιατί πρώτα διαπιστώνουμε μια ασυμμετρία ανάμεσα στις αντιδράσεις για τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου το Δεκέμβρη του 2008 και στις αντιδράσεις για τη δολοφονία των τριών υπαλλήλων της Marfin από τους αναρχικούς. Γι’ αυτούς τους τρεις δε θα γίνουν πιθανότατα διαδηλώσεις, δε θα καεί η Αθήνα, δε θα φωνάξουμε «αναρχικοί, γουρούνια, δολοφόνοι». Γι’ αυτό το γεγονός είμαστε βέβαιοι από τη στιγμή που το απόγευμα της Τετάρτης, το συγκεντρωμένο πλήθος των διαδηλωτών στη Σταδίου προτίμησε να πιστέψει πως δεν υπάρχουν νεκροί και πρόκειται για προπαγάνδα του «Κράτους» και να φωνάξει «αλήτες, ρουφιάνοι, δημοσιογράφοι» ενώ δεν τόλμησε και ούτε θα τολμήσει ποτέ να φωνάξει «αλήτες, δολοφόνοι, αναρχικοί». Κι αυτό γιατί ο κόσμος είναι χωρισμένος σε μανιχαϊκά ιδεολογικά στρατόπεδα. Η βία της μιας μεριάς είναι ηθικά απονομιμοποιημένη ενώ η βία της άλλης είναι νόμιμη «αντιβία» καθαγιασμένη από τον ιερό αγώνα ενάντια στο κράτος και στον καπιταλισμό και από την κατοχή της απόλυτης Αλήθειας.
Ας διευκρινίσουμε, πως όλα τα παραπάνω συνθήματα είναι απαράδεκτα επειδή βασίζονται στη λογική της συλλογικής ευθύνης που βρίσκεται στον πυρήνα της μανιχαϊκής ιδεολογίας. Δεν είναι όλοι οι δημοσιογράφοι ρουφιάνοι, δεν είναι όλοι οι αναρχικοί και οι αστυνομικοί δολοφόνοι. Αλλά ας εξετάσουμε πόσο λίγο δολοφόνοι είμαστε όλοι μας.
Όσοι από μας ανεβαίναμε τη Σταδίου γύρω στις 2, είδαμε αυτό το κτίριο να φλέγεται και τους ανθρώπους απεγνωσμένους στα μπαλκόνια. Μερικοί δίπλα μας είπαν «καλά να πάθουν, αφού δούλευαν σε μέρα απεργίας», άλλοι τους κορόιδευαν, άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες με τα κινητά τους, κάποιος έπαιρνε τηλέφωνο την πυροσβεστική. Οι περισσότεροι ήμασταν απαθείς, απλά κοιτούσαμε πιστεύοντας πιθανόν ότι τους χρειαζόταν ένα μάθημα και πως τελικά ένας από μηχανής θεός –και όχι εμείς- θα τους σώσει. Μερικά λεπτά αργότερα, κοιτάζοντας πίσω διαπιστώναμε ότι η φωτιά είχε επεκταθεί και πως οι άνθρωποι δύσκολα θα γλίτωναν. Λίγο παραπάνω, Βουκουρεστίου και Πανεπιστημίου, ένας εξαγριωμένος νεαρός απαγόρευε στην κρατική εξουσία, δηλαδή στην Πυροσβεστική, να περάσει στο άβατο της Πανεπιστημίου για να προσεγγίσει –πιθανότατα- το σημείο.
Όλο αυτό ήταν το χρονικό μερικών προαναγγελθέντων θανάτων, η συνέχεια του Δεκέμβρη του 2008, όπου μια αντιπροσωπεία αυτοκινήτων της Opel, στο ισόγειο μιας πολυκατοικίας στην Αλεξάνδρας, είχε πυρποληθεί και οι ένοικοι της πολυκατοικίας φώναζαν έντρομοι από τα μπαλκόνια να κάνει κάποιος κάτι. Κανένας δεν έκανε τίποτα όμως. Κανένας από όσους συμμετέχουμε στις διαδηλώσεις δεν ανέλαβε το βάρος να διαχωρίσει τη θέση του με αυστηρότητα, όλοι πορευόμαστε μαζί με αυτούς τους μικρούς ναζί γιατί θεωρούμε ότι βρισκόμαστε στο ίδιο στρατόπεδο, πως είναι «παραστρατημένοι σύντροφοι», πως δεν πρέπει «να κάνουμε δήλωση νομιμοφροσύνης στο κράτος», πως «το κράτος είναι ο μόνος τρομοκράτης», πως οι ρίζες του Κακού βρίσκονται αλλού, πως «φταίει ο Βγενόπουλος που δεν είχε βάλει ρολά» και άλλες μπούρδες που κρύβουν κάτω από το χαλί τις δικές μας ευθύνες.
Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε ποτέ πόση ευθύνη έχει η βία των «εξεγερμένων» για το θάνατο του Αλέξη Γρηγορόπουλου και του Μιχάλη Καλτεζά. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν τα παιδιά αυτά θα ζούσαν αν οι ίδιοι δεν είχαν επιλέξει τη στρατηγική της βίας. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν η στρατηγική της έντασης δημιουργεί Κορκονείς και Μελίστες. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν αυτή η στείρα λογική της αντιπαράθεσης μπορεί και θέλει πραγματικά να αλλάξει την κοινωνία και να την κάνει ανθρωπινότερη. Κανένας και καμία δεν αναρωτήθηκε αν το δίπολο «αναρχικός» και «μπάτσος» πάει μαζί, όπως μαζί πάει και το γενικότερο δίπολο που τους οπλίζει τα χέρια και τους «στέλνει» στην αρένα εξ ονόματός μας, το δίπολο της «αθώας κοινωνίας» που πολεμά το «διεφθαρμένο κράτος».
Τώρα, για όσους από εμάς αισθανόμαστε ακόμα άνθρωποι, η διαχωριστική γραμμή έχει χαραχτεί, δυστυχώς με αίμα, από τα γεγονότα τα ίδια, και χαράχτηκε έξω από αυτά τα δίπολα. Πρέπει απλά αλλά επιτακτικά να μπορέσουμε να την διακρίνουμε: χρειάζεται να αποφασίσουμε αν είμαστε με τη βία ή αν είμαστε εναντίον της. Αν το πρόβλημά μας είναι να «καεί το μπουρδέλο η βουλή» ή αν θέλουμε να φτιάξουμε μια κοινωνία που κανένας δε θα καίγεται ζωντανός. Αν θέλουμε να κρεμάσουμε τους βουλευτές και να κάψουμε τις τράπεζες ή να φτιάξουμε έναν κόσμο χωρίς κρεμάλες. Πρέπει, για να σταματήσουμε να θρηνούμε θύματα, να σταματήσουμε να τροφοδοτούμε με παρακλήσεις μίσους και οργής την ατμόσφαιρα, πρέπει να αποφασίσουμε αν θα έρθουμε σε ρήξη με το κομμάτι αυτό του εαυτού μας που ζητάει αίμα, φωτιές, κρεμάλες, και που όταν τα καταφέρνει στέκει αμήχανα και καταδικάζει υποκριτικά τη βία. Πρέπει να βρούμε το θάρρος (κυρίως απέναντι στους εαυτούς μας) και να τολμήσουμε να διαδηλώσουμε ενάντια στην αριστερή και την αναρχική τρομοκρατία, στη μνήμη όλων των θυμάτων της. Γιατί, ναι, πρόκειται για τρομοκρατία. Πρόκειται για πτώματα, για αίμα και πόνο. Πτώματα που δεν πάψαμε να ζητάμε, τραυλίζοντας ύμνους οργής, δημιουργώντας αντίπαλα στρατόπεδα εκεί που θα έπρεπε να υπάρχουν απλά άνθρωποι, δίνοντας δικαιολογίες στο ακρο-αριστερό και αναρχικό φασισταριό να δολοφονεί. Πρέπει να διαδηλώσουμε ενάντια σε αυτήν την τρομοκρατία για να καταλάβουν κάποιοι ότι δεν δεχόμαστε να δικαιολογούν τις μακάβριες πρακτικές τους στο όνομά μας, ότι ονειρευόμαστε έναν κόσμο διαφορετικό, όχι απλά από αυτόν που υπάρχει, αλλά και διαφορετικό από αυτούς τους ίδιους. Υπάρχει και άλλη τρομοκρατία; Υπάρχει. Υπάρχουν τα τουμπανιασμένα πτώματα των μεταναστών στο Αιγαίο. Υπάρχει όμως και το ακρωτηριασμένο σώμα του Χαμίντ Νατζαφί.