Η πρόσφατη μελέτη του Διονύση Καψάλη εισάγεται από το μαυρόασπρο εξώφυλλο με το συναρπαστικό πολύεδρο του Giacometti και έχει αντικείμενο την καλλιτεχνική πραγμάτευση της θεματικής του θανάτου. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα πολυσχιδές αντικείμενο και ο Καψάλης αναδεικνύει ακριβώς το σύνθετο –το «πολύεδρο»– του πράγματος. Ας δούμε, σχηματικά, κάποιες από τις όψεις του.
Ας ξεκινήσουμε από την παράδοση της ματαιότητας. Η υπενθύμιση της θνητότητας, του αναπόφευκτου του θανάτου έχει μακρά παράδοση στις τέχνες και τα γράμματα, με ιδιαίτερους «σταθμούς», όπως είναι ο Εκκλησιαστής («Ματαιότης πάντα ματαιοτήτων») ή η μπαρόκ έξαρση του memento mori. Οι εικόνες και τα κείμενα που τονίζουν την μοίρα των θνητών εν γένει λειτουργούν ως προετοιμασία για τον ίδιο θάνατο, τον οποίο και εντάσσουν στο γενικό αναπόφευκτο. Αποτελούν έτσι ένα είδος νοερών «ασκήσεων» που αποσκοπούν στο να μετριάσουν τον τρόμο και την αίσθηση αδικίας του ατομικού, μεμονωμένου θανάτου.
Ένας άλλος τρόπος της καλλιτεχνικής / λογοτεχνικής πραγμάτευσης του θανάτου είναι η εστίαση στην εμπειρία της απώλειας. Στην περίπτωση αυτή το αντικείμενο είναι ο θάνατος του άλλου, ενός ατόμου οικείου, αγαπημένου, η έκλειψη του οποίου γεννά στο υποκείμενο ένα ευρύ φάσμα συναισθημάτων: λύπη και οργή, αλλά και το αίσθημα της εγκατάλειψης, της αδικίας, ή και της ενοχής - τις τύψεις εκείνου που επιβίωσε. Η τέχνη, η λογοτεχνία αποτυπώνει την εργασία του πένθους, παρακολουθεί τις φάσεις της και ίσως και να συμβάλλει σε αυτή, να λειτουργεί δηλαδή παρηγορητικά, καθώς η καλλιτεχνική δημιουργία καθαυτή αντισταθμίζει κατά κάποιον τρόπο την ερημιά του κόσμου που χαρακτηρίζει, όπως μας έμαθε ο Φρόυντ, τη φάση του πένθους.
Μια άλλη διάσταση της θεματικής του θανάτου είναι η καλλιτεχνική πραγμάτευση της μνήμης, της ανάμνησης των νεκρών: η τέχνη υπηρετεί την ανάμνηση, λειτουργεί ως φόρος τιμής και ενθύμηση, φράγμα απέναντι στη λήθη.
Ο Διονύσης Καψάλης.
Η «ηθική απρέπεια» του θανάτου
Η μελέτη του Καψάλη για την ελεγεία και το επιτύμβιο, συζητά κείμενα που καλύπτουν όλο το φάσμα που επιγραμματικά προσπάθησα να σκιαγραφήσω εδώ και δείχνει πώς, συχνά στο ίδιο κείμενο, συνυπάρχουν, εναλλάσσονται ή και συμπλέκονται οι διαφορετικές αυτές όψεις του πολυέδρου. Έτσι, παρακολουθεί την κίνηση από το γενικό στο ειδικό, από την πανανθρώπινη μοίρα στον ατομικό θάνατο, σκιαγραφεί τις συναισθηματικές μεταπτώσεις (από τρόμο, σε λύπη, σε ενοχή, σε ευγνωμοσύνη) και θεματοποιεί τον αναστοχασμό πάνω στην παρηγορητική λειτουργία της ποιητικής πραγμάτευσης του σκανδάλου του θανάτου, ή όπως το αποκαλεί –μεταφράζοντας το «discourtesy of death» του Γέητς – την «ηθική απρέπεια» του θανάτου.
Ο Καψάλης εστιάζει κυρίως στην αγγλική ποίηση, αλλά όχι μόνο, αφού στέκεται στην περιδιάβασή του και στον Ρίλκε, τον Λεοπάρντι και τον Μοντάλε, αλλά και σε Έλληνες ποιητές: τον Καρυωτάκη, τον Ελύτη, τον Βιζυηνό, τον Γκάτσο και πάρα πολλούς άλλους. Επικεντρωμένη στον ελεγειακό ποιητικό λόγο η μελέτη κρύβει απροσδόκητα και πολύ γοητευτικά ανοίγματα: προς ένα τραγούδι του Mπομπ Ντύλαν, μια ταινία του Βέντερς, έναν πίνακα του Μόραλη ή και προς άλλες χειροπιαστές μορφές της ενθύμησης των νεκρών, όπως τις αφιερωματικές πινακίδες στα παγκάκια των πάρκων του Λονδίνου με τις «μικρὲς ἰδιωτικὲς τους ἱστορίες, φευγαλέες καὶ ψιθυριστές». Στέκεται στα «Stolpersteine», τα αναθηματικά πλακίδια, ένθετα στο πεζοδρόμιο μπροστά στα κατώφλια σπιτιών στο Βερολίνο ή και άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, σημεία αντίστασης στην λήθη και φόρο τιμής για προς τους Εβραίους που κάποτε κατοικούσαν εκεί. Αφουγκράζεται τον στακάτο ρυθμό των ρημάτων «που σαν απανωτοί ξεροί πυροβολισμοί απλώς κυριολεκτούν: Ἔζησε (wohnte), ἐκτοπίστηκε (deportiert), φονεύθηκε (ermordet) εἶναι τὰ συχνότερα. Κι ὕστερα: ἐξευτελίστηκε, ταπεινώθηκε, στερήθηκε τὰ δικαιώματά του / της, καὶ (κατὰ συνέπεια) αὐτοκτόνησε.» Ο Καψάλης παρακολουθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο τις ποικιλόμορφες επιβιώσεις της επιτύμβιας γραμματείας και συζητά πως εγγράφεται το ιδιωτικό πένθος στη δημοσία σφαίρα, αλλά και τον εκδημοκρατισμό που επιφέρει ο θάνατος, π.χ. όταν μιλά για τις επιγραφές στο στρατιωτικό νεκροταφείο του Σομ.
Στο λόγο του ενσωματώνονται κάποιες φορές χωρίς περαιτέρω σχολιασμό, εκφράσεις ή στίχοι άλλων – ένθετες εκπλήξεις, θα έλεγε κανείς. Διαβάζοντας είναι σαν να περπατάμε σε ένα πάτωμα, στο οποία άξαφνα ανακαλύπτουμε ένα πλακάκι, μια ψηφίδα από άλλη εποχή, από άλλα συμφραζόμενα, συχνά και σε άλλη γλώσσα. Μια συναρπαστική, πλούσια ανάγνωση που κινητοποιεί τον νου μας.
Ούτως η άλλως ο μελετητής κινείται μεταξύ των γλωσσών και μας επιτρέπει να μετέχουμε στην περιήγηση αυτή μεταφράζοντας για χάρη μας, από την Αγγλική πρωτίστως, αλλά κι από τη Γαλλική ή τη Γερμανική, ενίοτε παραδεχόμενος και το αμετάφραστο ενός κειμένου. Μια από τις μεγάλες απολαύσεις της ανάγνωσης της μελέτης αυτής είναι πάμπολλες και περίτεχνες –δοκιμασμένος μεταφραστής άλλωστε ο Καψάλης– μεταφράσεις που περιλαμβάνει.
Η επιλογή των κειμένων είναι απολύτως υποκειμενική: ο συγγραφέας δηλώνει ξεκάθαρα ότι καταθέτει «ένα προσωπικό ανθολόγιο από ποιήματα ελεγειακού τόνου», τα οποία παραθέτει, σχολιάζει και πλαισιώνει. Επίσης, η μεταχείριση των ποιημάτων είναι ανόμοια και ιδιοσυγκρασιακή. Άλλοτε αναφέρονται επιτροχάδην, ως παραδείγματα μιας ιδιαίτερης θεματικής ή ενός συγκεκριμένου ποιητικού τρόπου – μας κάνει τότε κοινωνούς των συνειρμών του, μας προσκαλεί σε μια περιδιάβαση στα διαβάσματά του και μοιράζεται μαζί μας τους στίχους και τα ποιήματα που τον εντυπωσιάζουν. Σε άλλες περιπτώσεις, σκύβει με προσοχή πάνω στη στιχουργία και ξεδιπλώνει τις ιστορίες που κρύβονται πίσω από μια αναφορά ή ένα τοπωνύμιο. Αφουγκράζεται τους βιβλικούς ή δαντικούς ή σαιξπηρικούς απόηχους και, επιλεκτικά, σταχυολογεί απόψεις μελετητών και συνδιαλέγεται μαζί τους, ενώ συχνά ξεμπλέκει για χάρη μας τα νήματα της πρόσληψης, που οδηγούν π.χ. από τον Νερβάλ στον Έλιοτ και τον Καρυωτάκη ή από τον Χόπκινς μέσω του Όργουελ στον Λορεντζάτο.
Η δεξιοτεχνία των ποιητών
Ωστόσο δεν πρόκειται για μια ακόμη γραμματολογική μελέτη περί ποίησης· άλλωστε παρατίθενται ελάχιστες γραμματολογικές αναλύσεις και ερμηνείες. Ο Καψάλης διαβάζει προσεχτικά, με την ευαισθησία του ποιητή και του μεταφραστή της ποίησης, του τεχνίτη του λόγου, που είναι στην προνομιούχα θέση να εκτιμήσει –«εκ των έσω» μπορεί κανείς να πει– τη δεξιοτεχνία των ποιητών που εξετάζει. Μοιράζεται μαζί μας γενναιόδωρα τη ματιά του ειδικού: παρουσιάζει τις υποθέσεις του σχετικά με το «στήσιμο» ενός ποιήματος, δείχνει πώς μια συγκεκριμένη ομοιοκαταληξία μπορεί να πυροδοτήσει μια ακολουθία συνειρμών. Μας περιγράφει την στιχουργική «μικροτεχνία», όπως την ονομάζει, των στροφικών σχημάτων και των ρυθμών, το ειδικό βάρος μιας παρήχησης ή τη λειτουργία μιας ασυνήθιστης έκφρασης και εφιστά την προσοχή μας στην ιδιαίτερη και ιδιότυπη χρήση του λόγου στα ποιήματα που εξετάζει. Καταδεικνύει έτσι πολύ ξεκάθαρα την άρρηκτη σχέση μορφής και περιεχομένου, όπως όταν, για παράδειγμα, περιγράφει τη δομή μιας ελεγείας του Χάρντυ:
Καὶ τὸ ποίημα πηγαίνει πρὸς τὴν ἐκπνοή του σκοντάφτοντας, ὅπως ὁ ὁμιλητής (faltering forward: ἄλλη μιὰ εὔγλωττη παρήχηση)˙ σχεδὸν κουτσαίνοντας, ἔξω ἀπὸ τὰ δακτυλικὰ τετράμετρα, πάνω στοὺς τρεῖς κουτσουρεμένους στίχους τῆς τελευταίας στροφῆς, ὁδηγεῖ τὸν ὁμιλητὴ σ᾽ ἕνα παγερό, φθινοπωρινὸ τοπίο (leaves falling: συνέχεια τῆς παρήχησης), στὴν ἀφιλόξενη ἐρημιὰ μιᾶς ἀνέφικτης συνάντησης, ὅπου, περνώντας μέσ᾽ ἀπὸ τ᾽ ἀγκάθια (thin through the thorn: κι ἄλλη παρήχηση), θὰ τὸν βρεῖ, ἀπροστάτευτον πιὰ χωρὶς τὶς ἀναμνήσεις του, ἕνας ὑγροποιημένος (oozing) βοριὰς καὶ τὸ κάλεσμα τῆς νεκρῆς γυναίκας. […].
Την ματιά (ή, μάλλον, το αυτί του) μας το δανείζει ενίοτε και στην άλλη γλώσσα, όπως όταν συζητά την Ξένια του Μοντάλε:
Ἀντιγράφω τὸ πρωτότυπο ὥστε ν᾽ ἀκούσουμε, ἀκόμη καὶ ὅσοι δὲν γνωρίζουμε τὴν ἰταλικὴ γλώσσα, τὴν ἠχητικὴ σκαλωσιὰ τοῦ ποιήματος: ὁμοιοκαταληξία (mondo / secondo), ἐσωτερικὴ ὁμοιοκαταληξία καὶ ἀντίθεση (spera / dispera), κι ἕνα ἁπαλὸ κυμάτισμα ἀπὸ παρηχήσεις: pietà-infinita-pena, adora-spera-dispera, ποὺ μεταφέρουν στὴν ἐπιφάνεια τοῦ ποιήματος τὸν εἱρμὸ ἑνὸς βαθύτερου ρίγους.
Για τον Καψάλη, αρκετές από τις ελεγείες που επιλέγει είναι πολύτιμες και ευπρόσδεκτες επειδή, όπως εξηγεί, «φέρουν κι ἀποθέτουν στὸ παρόν μας πολύτιμο μετάλλευμα ἀπὸ κόσμους ποὺ δὲν θὰ μπορούσαμε ἀλλιῶς νὰ γνωρίσουμε τὸ αἴσθημά τους». Οι ακριβείς και ευαίσθητες εκ του σύνεγγυς αναγνώσεις πλαισιώνονται ενίοτε από στοιχεία για τους ποιητές, αλλά και από κατατοπιστικά πραγματολογικά σχόλια και παρεκβάσεις στα ιστορικά συμφραζόμενα, ιδίως της Αγγλίας του 18ου και 19ου αιώνα, απ’ όπου και προέρχονται τα περισσότερα των ποιημάτων. Επιτρέπει έτσι να αποτιμήσουμε κι εμείς, οι αναγνώστριες και αναγνώστες της μελέτης του, το «πολύτιμο μετάλλευμα» των αλλοτινών καιρών. Λ.χ. όταν ανιχνεύοντας την ιστορία των λέξεων και το συμβολικό τους κεφάλαιο, μας αποκαλύπτει την αναφορά στον κόσμο των οικονομικών συναλλαγών που κρύβει η λέξη «charter´d“ («μίσθιος» το μεταφράζει) στους στίχους του Μπλαίηκ:
Ἐκεῖ, μὲ τὴν ὁραματικὴ ὀξυδέρκεια τῆς ποίησής του, θὰ δεῖ νὰ σχηματίζεται, ἐφιαλτικὰ πανοῦργος, ἕνας κόσμος τεμαχισμένος, κατανεμημένος, μισθωμένος, ἀδειοδοτημένος, παραδομένος στὴν ἐκμετάλλευση καὶ τὴν ἀπληστία τῆς κερδοφορίας˙ μὲ μιὰ λέξη, τὴ λέξη τοῦ Μπλαίηκ, charter᾽d.
Οι λειτουργίες της ελεγείας
Μέσα από τις σελίδες της μελέτης αναδεικνύονται οι πολλαπλές λειτουργίες της ελεγείας:
Αναδύεται η ποιητική του πένθους, ένας λόγος που στρέφεται γύρω από την παρουσία της απουσίας, όταν για παράδειγμα οι αγαπημένοι νεκροί εμφανίζονται με τη μορφή ίσκιων και φασμάτων στο ποιητικό εγώ. Η ελεγεία δύναται λοιπόν, σε κάποιες περιπτώσεις, να λειτουργήσει ως μια ποιητική φόρμα συνάντησης ζωντανών και νεκρών. Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για μια παρηγορητική συνύπαρξη, έστω, για όσο διαρκεί το ποίημα, του πενθούντος ποιητικού εγώ και του ίσκιου του απολεσθέντος προσώπου. Σε άλλες περιπτώσεις η παρουσία του νεκρού / της νεκρής είναι πιο έμμεση – εντυπωσιάζει η ανάλυση της ελεγείας του Χιλλ γιὰ τὴν Ἕλλεν Οὐαντέλ:
Ὁ θάνατος τῆς Οὐαντὲλ δὲν καταχωρίζεται γλωσσικά, δὲν περιγράφεται ὡς ἐξωτερικὸ συμβὰν ἀλλὰ ἀναχωνεύεται μέσα στὸν πένθιμο ὀργανισμὸ τοῦ ποιήματος σὰν ἐσώτερη πνευματικὴ καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀνεξιλέωτη ἀπώλεια. Ἡ ἐλεγεία δὲν ἐγκωμιάζει πιὰ τὴ νεκρή: τὴν ἐνσαρκώνει.
Ταυτόχρονα, η ελεγεία είναι εξ ορισμού μια μορφή ποίησης που ενέχει την καταστατική ένταση μεταξύ αφενός της απώλειας και του παρωδικού (την αφορμή της), αφετέρου την αξίωση της αθανασίας:
Ἀπέναντι στὴ φιλοδοξία τοῦ ποιητῆ, ἴσως καὶ κάτω ἀπὸ τὸ μετρικό του βάδισμα πρὸς τὴν ἀθανασία, ὑπενθυμίζοντάς του τὸ δίκαιο τῆς ματαιότητας, βρίσκεται τώρα ὄχι μόνο ἡ ἀνυπέρβλητη ἀρετὴ τοῦ νεκροῦ ἀλλὰ καὶ ἄφατος ὁ πόνος τῆς ἀπώλειας.
Έτσι μπορεί να χαρακτηριστεί η ελεγεία ως το «γενναιόδωρο ἀναπλήρωμα τῆς ἀπώλειας ἀλλὰ καὶ προείκασμα ἀθανασίας τοῦ ἴδιου τοῦ ποιητῆ». Και με αυτό ενδεχομένως, εξηγεί ο συγγραφέας, να μπορεί να συναρτηθεί και η ενοχή του ελεγειογράφου: του επιζώντα που έχει ανάγκη τον νεκρό, το αντικείμενο της ελεγείας του.
Η ελεγεία επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο, εκτός από το να τιμήσει έναν αγαπημένο νεκρό, να πραγματευτεί και το ενδεχόμενο του δικού του θανάτου: με αφορμή την ελεγεία του Τζόνσον για τον φίλο του Λέβετ μιλά για «φιλόξενη ελεγεία», η οποία «ἀγκάλιαζε προληπτικὰ τὸν ἴδιο τὸν ἐλεγειογράφο, μετατρέποντας τὴν ἐκπνοή της σὲ προσοίκεια εὐχὴ γιὰ τὸν δικό του θάνατο καὶ τὴ δική του σωτηρία». Όπως μας έμαθε ο Μπέρτον στην Ανατομία της Μελαγχολίας του: η «ανατομία», η ενδελεχής, εξαντλητική ενασχόληση με την βάσανο δύναται να την απαλύνει, συμβάλλοντας έτσι στη θεραπεία της. Εν προκειμένω, η καλλιτεχνική πραγμάτευση του θανάτου μπορεί να συμβάλει στην εξοικείωση με την ιδέα του, μετριάζοντας, ενδεχομένως, τον τρόμο που προκαλεί. Η ελεγειακή ανάμνηση μπορεί λοιπόν να αποτελέσει αφορμή της έκφρασης και, μέσω αυτής, της πραγμάτευσης του τρόμου μπροστά στον ίδιο θάνατο.
Ένας άλλος τρόπος διαχείρισης, είναι η ένταξη της μεμονωμένης απώλειας σε έναν γενικότερο συλλογισμό περί ματαιότητας. Ο μελετητής παρακολουθεί αυτή την παρηγορητική μετάβαση από το προσωπικό στο συλλογικό και υπογραμμίζει τον ρόλο της φύσης, ως υπενθύμιση του κύκλου της ζωής, ο οποίος, σε κάποια από τα κείμενα που εξετάζει, σκηνοθετείται ως αντίθεση προς τη γραμμική πορεία της ζωής του ατόμου και της τελεολογίας της.
Η διάσταση της παραμυθίας υπάρχει και σε ένα άλλο επίπεδο: στη μετουσίωση της συναισθηματικής φόρτισης μέσω τη τέχνης. Ο Καψάλης, αναδεικνύοντας την μαεστρία των ποιητών που εξετάζει, θέτει το ζήτημα της εγγενούς στο είδος αντίφασης μεταξύ της ωμότητας του πένθους και της αρτιότητας της μορφής. Τίθεται δηλαδή το ζήτημα, κατά πόσο η δεξιοτεχνία του ποιήματος λειτουργεί ως αντιπερισπασμός, ὅταν «διακινδυνεύει νὰ ματαιώσει τὴν πένθιμη ἀποστολή της» επειδή «η ελεγειακή ευγλωττία πλημμυρίζει τὸ κενὸ μιᾶς ἀπώλειας», όπως το διατυπώνει ο συγγραφέας με αφορμή την ελεγεία του Τζέφρυ Χiλ, «Στη μνήμη της Τζέην Φράζερ». Σε αυτό μπορεί να αντιτείνει, ωστόσο, κανείς, ότι οι ελεγείες αυτές αποτελούν περίτρανη απόδειξη της ικανότητας της τέχνης να συμβάλλει στην διαχείριση της δύσκολης θεματικής του θανάτου. Έχουμε τότε να κάνουμε με μια ποίηση, που, «ἡ μαεστρία της, ὁ θαυμαστὸς ἔλεγχος τῶν μέσων της, ἰσοδυναμεῖ μὲ τὴν ἀποκάλυψη ἑνὸς δυσπρόσιτου ἐσωτερικοῦ τόπου», ούτως ώστε η ελεγεία να γίνεται «ζωοδότρα ἄρνηση τοῦ πένθους, τὸ πεῖσμα τῆς ζωῆς»,
Ο ενθουσιασμός είναι μεταδοτικός
«Συμπεράσματα γιὰ μιὰ τόσο πλούσια ποίηση δὲν μποροῦμε νὰ ἔχουμε, ἔξω ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία μας νὰ τὴν ξαναδιαβάσουμε» καταλήγει ο Καψάλης, και αυτό ακριβώς είναι το αίσθημα που απομένει και στους αναγνώστες της μελέτης του, η ανάγνωση της οποίας ενδεχομένως να τους πάρει πολύ χρόνο. Όχι επειδή είναι μακρόπνοη ή δυσνόητη. Αντιθέτως, η γραφή του Καψάλη είναι φιλική προς το κοινό του, ο λόγος ρέει καθαρός και ακριβής. Αλλά ο ενθουσιασμός του είναι μεταδοτικός κι έτσι, συχνά μπαίνει κανείς στον πειρασμό να σταματήσει την ανάγνωση για να αναζητήσει ποιητές και ποιήματα που αναφέρονται εν παρόδω, να ξαναδιαβάσει αυτά που αμυδρά θυμάται ή ποιήματα άλλων, τους οποίους εδώ πρωτογνώρισε. Η μελέτη αυτή είναι λοιπόν πολύτιμη για τα όσα ποιήματα παραθέτει, μεταφράζει, σχολιάζει και εξηγεί, αλλά κι επειδή λειτουργεί ταυτόχρονα ως ένα κατώφλι σε μια ολόκληρη βιβλιοθήκη.