ΒΡΕΦΗ
Σε αντίθεση μ’ ένα μουσείο ή γκαλερί όπου τους πίνακες
Συνοδεύουν τίτλοι, με προορισμό να μας κατατοπίζουν,
Στη φύση δεν υπάρχουν τίτλοι·
Στη βάση ή σ’ άλλη θέση επίκαιρη
Γύρω απ' τα φυσικά μοντέλα των ζωγράφων.
Είναι σαν τίποτα στη φύση να μην προορίζεται για μας.
Γι’ αυτό κι όταν σαν βρέφη
Γεννιόμαστε στον κόσμο, αγριευόμαστε
Σαν να ’ρθαμε σε κάποια εκτεταμένη ξενιτιά.
Τρελοί απ’ το φόβο της ύπαρξής μας
Αφού ξεπεταχτούμε στη ζωή
Βάζουμε ονομασίες ή περιγράφουμε ό,τι βλέπουμε.
Έτσι μιλάμε για στεριά, για θάλασσα
Για σπίτι, για τη γίδα
Την Άννα στην αυλή να μυρίζει ένα γαρύφαλλο
Σίγουρη πως απο το γαρύφαλλο αναδίνεται ευωδιά,
Κορμούς ελαιόδεντρων πλατιούς σαν βράχους, τα σκουπίδια,
Τις κατσαρίδες, πιο παλιές κι από τον διάβολο
Θείες του λένε κάποιοι –
Ένα τοπίο χιονισμένο και λίγους σκόρπιους κυνηγούς
Με μπότες και με σκούφους ώς τ’ αυτιά,
Τό ίδιο τοπίο με στάχυα και θερίστρες
Μόνο με το πουκάμισο – τεκμήριο πως
Τον χειμώνα κάνει κρύο και το καλοκαίρι ζέστη.
Και να στις μέρες μας η τέχνη δείχνει επίσης
Μορφές μη αναγνωρίσιμες, χωρίς επιγραφές,
Εικόνες ασφαλώς κι αυτές από την ενιαία
Πραγματικότητα, που από την ενδοχώρα έρχονται τώρα
Στο κέντρο –το μυαλό μας– με τάσεις διεκδικητικές
Αμφισβητώντας τη γνώριμη παράσταση της θάλασσας
Ή της Αννούλας στην αυλή.
Πέφτοντας σε μιαν αλλη βρεφική κατάσταση
–Αφού είναι αργά για νέους τίτλους–
Ξανά σαν νεογέννητα αγριευόμαστε
Κι ο κόσμος γίνεται όπως πρώτα
Για μας μια εκτεταμένη ξενιτιά.
Οφείλω τη γνωριμία μου με την ποίηση του Νίκου Φωκά στον φίλο ποιητή Σάκη Σερέφα που, στα 29 μου χρόνια, το 1999, μου δάνεισε τα περισσότερα ώς τότε βιβλία του, λέγοντάς μου κάτι σαν «κοίτα αυτόν τον ποιητή, τι κάνει με την ποίηση, και δες πόσο ξεχωριστό και διαφορετικό είναι το κάθε του βιβλίο…».
Πράγματι, δεν έμοιαζε με άλλους έλληνες ποιητές, ήταν απ’ την αρχή ο εαυτός του, μιλούσε για τα ίδια αλλιώς, και συνομιλούσε, θαρρείς, με κάτι ευρύτερο.
Δύο χρόνια μετά, το 2001, διάβασα –δημοσιευμένο στο περιοδικό Εντευκτήριο (τχ. 59)– το ποίημά του αυτό, τα «Βρέφη». Είναι ένα ποίημα που γράφτηκε την ίδια εκείνη χρονιά. Δίδασκα ιστορία της τέχνης στο Γ΄ έτος της Δραματικής Σχολής του ΚΘΒΕ. Το ποίημα με τάραξε και το έφερα στο μάθημα. Ο (πώς αλλιώς;) απαισιόδοξος υπαρξισμός του ποιήματος, η θεματική σχέση του με τη θεωρητική γλωσσολογία, τα περί ρήξης μεταξύ Κόσμου και Γλώσσας που υπαινίσσεται εδώ ο Φωκάς, συντονίστηκαν τότε μέσα μου τόσο με τις Λέξεις και τα Πράγματα του Φουκώ, όσο και με το “Unlesbarkeit” (μη αναγνώσιμο; αδιανόητα δυσανάγνωστο; άγνωστο και αδιάγνωστο και ακατονόμαστο και ανώνυμο;) του κόσμιου μας, στον Πάουλ Τσελάν. Αλλά αυτοί ήταν οι επιφανειακοί («ακαδημαϊκοί») λόγοι που οδήγησα το ποίημα σαν ανέστιο κατοικίδιο προς τους εκπαιδευόμενους νεαρούς ηθοποιούς. Ο ουσιαστικός λόγος ήταν πως με τάραξε.
Δεν συναντά κανείς συχνά ποιήματα στοχασμού στα οποία η βασική ποιητική-νοητική σύλληψη να προϋποθέτει τόσα πεδία της νεότερης και σύγχρονης φιλοσοφίας και τέχνης, και ωστόσο να βρίσκει τρόπο, μέσα από μια εμπράγματη, κατανοητή, πρωτότυπη και οικονομημένη δραματουργική ανάπτυξη, να μιλήσει για την ανθρώπινη κατάσταση, αλλά να μιλήσει γι’ αυτήν τόσο «σωματικά», με γλώσσα διαυγή, διάφανη, ακριβή, απροσποίητη. Σπαρακτικά, μα υπογείως, χωρίς αισθηματολογίες και τις συνήθεις παραχωρήσεις της ελληνικής ποίησης στην τόσο προσφιλή μας «λαογραφία του συναισθήματος».
Εντάξει. Όμως αυτή η επαναλαμβανόμενη «εκτεταμένη ξενιτιά» της ύπαρξής μας, θα αναρωτηθείτε, δεν ηχεί στα αυτιά μας σήμερα σαν μια αίφνης κάπως ηχηρή ρητορεία ενός ακόμη (γνήσιου τελικά, αν και συνήθως αψόγως συγκρατημένου) τέκνου της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς;
Δεν είμαι σίγουρος. Θα δίσταζα πια να συμφωνήσω. Όσο πλησιάζω προς την αποκαλούμενη τρίτη ηλικία, βλέπω όλο και λιγότερη ρητορεία και όλο και περισσότερη κυριολεξία στη διατύπωση αυτή του Φωκά.
Φοβάμαι πως ο Φωκάς ξέρει ακριβώς τι λέει.
Ο Φωκάς ήταν ώς τώρα κυρίως ένας ποιητής ποιητών. Τον ανακαλύπταμε οι νεότεροι σαν κρυμμένο θησαυρό, μαθαίναμε από αυτόν, τον θέλαμε «δικό μας».
Καλό θα ήταν ο εν εξελίξει ποιητικός κανόνας να συμπεριλάβει κάποτε τον Νίκο Φωκά στους κορυφαίους μας. Θα ήταν καλό για τον κανόνα. Κυρίως θα επιθυμούσα (όσο και αν αγνοώ πού, πώς και κατά πόσο ποίηση και ευρύτερο κοινό μπορούν πράγματι να συνταιριάζονται) να έρθει κάποτε η ώρα που και το «ευρύτερο» κοινό θα γνωρίσει-εκτιμήσει-απολαύσει-αξιοποιήσει-ενσωματώσει-μεταβολίσει το σπάνιο ύψος, εύρος και βάθος της ποίησης του Νίκου Φωκά. Θα είναι αυτό για το καλό (μας) ευρύτερα.