Σύνδεση συνδρομητών

Ό,τι θυμάται η Άνγκελα Μέρκελ

Πέμπτη, 20 Φεβρουαρίου 2025 00:23
22 Μαρτίου 2018, Βρυξέλλες. Στο πλαίσιο Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσέρχονται στη συνεδρίαση.
Ευρωπαϊκή Ένωση
22 Μαρτίου 2018, Βρυξέλλες. Στο πλαίσιο Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, η γερμανίδα καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο έλληνας πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσέρχονται στη συνεδρίαση.

Άνγκελα Μέρκελ, Ελευθερία. Αναμνήσεις 1954–2021, μετάφραση από τα γερμανικά: Έμη Βαϊκούση, Μεταίχμιο, Αθήνα 2024,  752 σελ.

Η ζωή της θεωρεί ότι είναι χωρισμένη στα δύο. Ένα μέρος, έως το 1990, που έζησε στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας «σε συνθήκες δικτατορίας», όπως λέει. Κι ένα δεύτερο, μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, όπου διακρίθηκε στον πολιτικό στίχο καταλαμβάνοντας τη θέση της καγκελαρίου, θητεία που αποδείχτηκε καθοριστική αφού συνέπεσε με την ευρωπαϊκή κρίση χρέους – και επηρέασε δραματικά την Ελλάδα, τον πιο αδύναμο κρίκο αυτής της κρίσης. Στις ήδη πολυσυζητημένες Αναμνήσεις της, η Άνγκελα Μέρκελ, μεταξύ πολλών άλλων, μεταφέρει τη σχέση που ανέπτυξε με τους έλληνες πρωθυπουργούς την κρίσιμη δεκαετία της χρεοκοπίας – και μεταξύ άλλων κάνει μια τουλάχιστον άκομψη δήλωση για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Αιγαίο. [ΤΒJ]

Αυτό το βιβλίο  αφηγείται μια ιστορία που όμοιά της δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά, απλώς και μόνο διότι, από το 1990, έπαψε να υπάρχει το κράτος όπου πέρασα 35 χρόνια της ζωής μου.

Ήδη σ’ αυτή την πρώτη φράση του προλόγου της Ελευθερίας, των Αναμνήσεων της Άνγκελα Μέρκελ, η συγγραφέας, πρώην καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, παρακινεί τον αναγνώστη να αναλογιστεί τα ίχνη που άφησαν στην προσωπικότητά της τα βιώματα της ζωής της στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας: 

θέλω να αφηγηθώ την ιστορία μιας ζωής χωρισμένης στα δύο: ένα μέρος, έως το 1990, σε συνθήκες δικτατορίας, κι ένα δεύτερο, από το 1990, σε συνθήκες δημοκρατίας.

«Συνθήκες δικτατορίας». Συνθήκες διπλής δικτατορίας μπορεί να πει κανείς: στη δικτατορία που επιβάλλει η Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας στους πολίτες της, επικάθεται η σοβιετική δικτατορία επί της Λαοκρατικής Δημοκρατίας.  Σε αυτήν ακριβώς τη συνθήκη συνίσταται το είδος των βιωμάτων που θα σημαδέψουν την πρώην καγκελάριο: ο περιορισμός της ελευθερίας, του κατ’ εξοχήν ζωτικού ατομικού χώρου και, ήδη στα πρώτα σχολικά χρόνια, οι ταξικής υφής διακρίσεις στη βάση του πατρικού επαγγέλματος που αναγράφεται στα μαθητολόγια, συνδυάζεται με μια εγγύτητα με τον ρωσικό πολιτισμό, τον πολιτισμό του «μεγάλου» εκ των δυο δυναστών: στα μαθητικά της χρόνια, το έπαθλο για τη διάκρισή της σε μια από τις λεγόμενες «Ολυμπιάδες ρωσικής γλώσσας» είναι ένα ταξίδι στη Μόσχα και το Γιαροσλάβλ. Στη συνέχεια, η μαθήτρια Άνγκελα θα αναζητά κάθε δυνατή ευκαιρία προκειμένου να «φρεσκάρει» τη γνώση της ρωσικής γλώσσας, καταφεύγοντας ακόμα και σε «αντισυμβατικούς», όπως γράφει, τρόπους: επιστρέφοντας με το ποδήλατο απ’ το σχολείο έπιανε κουβέντα με σοβιετικούς  στρατιώτες που υπηρετούσαν στην περιοχή.  Στο πρώτο μισό της ζωής της Μέρκελ, η ΕΣΣΔ –μετέπειτα Ρωσία– είναι λοιπόν ένα κομμάτι της πραγματικότητάς της. Στο πνευματικό και ψυχικό της σύμπαν παρεισφρέουν ωστόσο, έμμεσα ασφαλώς, και οι ΗΠΑ, πάντα με το φωτοστέφανο της χώρας-συμβόλου της Ελευθερίας  (ή, υποθέτει κανείς, και με το φωτοστέφανο του σωτήρα της «αμαρτωλής» Γερμανίας), κυρίως μέσα από ένα κλίμα στο σπίτι, όπου η πολιτική κυριαρχούσε στις συζητήσεις. Η Μέρκελ ενημερώνεται επίσης, στο μέτρο του δυνατού, για τις εξελίξεις στη Δύση, ενώ παρακολουθεί συστηματικά και τη γερμανόφωνη και αγγλόφωνη βιβλιογραφία στον τομέα της επιστήμης της.

 merkel Putin

Κρεμλίνο

Ιανουάριος 2007, Κρεμλίνο, Μόσχα, Ρωσία. Η Άνγκελα Μέρκελ δοκιμάζει δυσάρεστη έκπληξη όταν, στην αίθουσα, κατά τη διάρκεια συνομιλών της με τον ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, εισέβαλε το λαμπραντόρ του, η Κόνι. Αργότερα, ο Πούτιν ζήτησε συγνώμη δηλώνοντας ότι ήθελε απλώς να την κάνει να χαρεί κι ότι δεν γνώριζε ότι η γερμανίδα καγκελάριος φοβόταν τα σκυλιά. Η Άνγκελα Μέρκελ, πάντως, σε πρόσφατη αναφορά της, με ευκαιρία την παρουσίαση του βιβλίου της, επέμεινε ότι εξακολουθεί να θεωρεί το περιστατικό ως επίδειξη δύναμης εκ μέρους του ρώσου προέδρου.

 

Στη σκιά Ρωσίας, ΗΠΑ, Κίνας

Στο δεύτερο μισό της ώς τώρα ζωής της, μετά την κατάρρευση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της ΕΣΣΔ, οι συνθήκες θα αντιστραφούν· οι ΗΠΑ έχουν πλέον εισέλθει στη σφαίρα της πραγματικής της ζωής, στη σφαίρα που καθορίζει μάλιστα τη ροή των πραγμάτων – μια ροή που η ίδια καλείται πλέον να διαχειριστεί, ως ηγέτις της χώρας της. Η Ρωσία-πρώην ΕΣΣΔ  είναι πλέον απούσα από την καθημερινή της ζωή, χωρίς επιρροή σ’ αυτήν, και η καγκελάριος θα χρειαστεί να διαχειριστεί τη σχέση μαζί της όπως διαχειρίζεται κανείς τη σχέση του με ένα φάντασμα του παρελθόντος, που ωστόσο εμφανίζεται πια και ως πραγματικός πιθανός εταίρος, με την πάροδο του χρόνου προβληματικός εταίρος και αργότερα εχθρός. Η ευφυΐα και η συστηματική σκέψη όσο και η ανθεκτικότατη ψυχική κράση θα συμβάλουν εντέλει σε έναν διαλεκτικό συγκερασμό της βιωματικής γνώσης της πρώην ΕΣΣΔ και της νέας πραγματικότητας. Αυτός ο συγκερασμός αποτυπώνεται με ενάργεια στα απομνημονεύματά της. Η Άνγκελα Μέρκελ καταφέρνει να παρατηρεί τον κόσμο έξω από τη Σκιά των δυο γιγάντων – τριών, με την προσθήκη της Κίνας.   

Η θέση της Μέρκελ ως προς τη σχέση της Γερμανίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) με τις ΗΠΑ αφενός και με τη Ρωσία, ειδικά μετά την εισβολή στην Ουκρανία αφετέρου (π.χ. η επιβεβλημένη, όπως τονίζει, ήττα της Ρωσίας),  ήδη γνωστές, διατυπώνονται και σε αυτό το βιβλίο με σαφήνεια που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας. Όμως δεν είναι μόνο αυτό το αναμενόμενο, που καθιστά το βιβλίο ενδιαφέρον· ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές σε σημεία τριβής και με τις ΗΠΑ, και η εκατέρωθεν διπλωματική ευελιξία με την οποία λειαίνονται:  Την ίδια διπλωματική ευελιξία προτάσσει –προτείνοντας εμμέσως πλην σαφώς μια σχετική αυτονόμηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ– και στη σχέση με τη Ρωσία, αλλά και με την Κίνα, καθώς «η Ρωσία, εταίρος της Κίνας, αφήνεται ουσιαστικά στην αγκάλη τού ολοένα ισχυροποιούμενου γείτονά της»: 

Εμείς ωστόσο, στην Ευρώπη, παρά τις δικές μας θλιβερές εμπειρίες από την παραβίαση των κανόνων, πρέπει τώρα, τριάντα χρόνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, να συνεχίσουμε να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό για να ενισχύσουμε, τόσο στην πολιτική όσο και στην οικονομία, τη διεθνή πολυμερή συνεργασία που βασίζεται σε κανόνες […] Υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στο περίφημο «de-risking» (άρση ή περιορισμός κινδύνου), που σημαίνει να μην εξαρτιόμαστε ποτέ πλήρως από μία μόνο χώρα για ένα συγκεκριμένο προϊόν στις εμπορικές σχέσεις, και του «decoupling», της αποσύνδεσης, της διακοπής των οικονομικών σχέσεων.  

Όλα αυτά ασφαλώς και επ’ ουδενί δεν αλλάζουν τη μεγάλη εικόνα: η πρωτεύουσα σχέση της ΕΕ με τις ΗΠΑ παραμένει αδιαπραγμάτευτη. Αναδεικνύουν ωστόσο το εύρος της πολιτικής ευφυΐας, χάρη στην οποία η πρώην καγκελάριος διακρίνει (και επισημαίνει) ορισμένες αντινομίες του συστήματος εντός του οποίου τόσο η μεγάλη πλειονότητα του πολιτικού κόσμου της χώρας της όσο και η ίδια έχουν επιλέξει να ανήκουν. Αναφέρομαι σε σημαντικές συγκυρίες,  όπου χρειάστηκε να επιστρατεύσει τη διπλωματική της δεξιοτεχνία, προκειμένου να εξισορροπήσει καταστάσεις εν μέσω μιας ατμόσφαιρας με «οσμή ψυχρού πολέμου»: πόλεμος στο Ιράκ, παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, τριβές με αντικείμενο το Σχέδιο Δράσης Μέλους (MAP) για την ένταξη της Γεωργίας και της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, συμφωνίες του Μινσκ, φυσικό αέριο και ενέργεια πάνω απ’ όλα. 

 

Οι μηχανισμοί της πολιτικής

Στο ερώτημα σε τι κατεξοχήν συνίσταται η καθαρή  (πέρα και ανεξάρτητα από τυχόν διαφωνίες με τις ιδεολογικές ή τις πολιτικές θέσεις της συγγραφέως)  αξία αυτού του βιβλίου,  η απάντηση θα ήταν η εξής: η Ελευθερία δεν συνιστά μόνο μια ανεκτίμητη συμβολή στην κατανόηση της σύγχρονης γερμανικής και ευρωπαϊκής ιστορίας· η Άνγκελα Μέρκελ φωτίζει τον τρόπο με τον οποίο προσελάμβανε, από τη θέση της καγκελαρίου,  τους  παγκόσμιους συσχετισμούς ισχύος και τους τρόπους που επέλεξε να τους διαχειριστεί, με γνώμονα πρωτίστως το συμφέρον της χώρας της. Το βιβλίο αυτό φωτίζει, με δυο λόγια, τους εσωτερικούς μηχανισμούς της πολιτικής εν γένει, και ειδικά της διεθνούς πολιτικής:   

«Μ’ άρεσαν οι διαπραγματεύσεις με το πλήθος των εκπροσώπων απ’ όλο τον πλανήτη. Μ’ ενδιέφερε τρομερά ο πλούτος των γνώσεων που αποκόμιζα για τον κόσμο. Έτσι ανακάλυψα το πάθος και τις ικανότητές μου στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής», γράφει με αφορμή την προεδρία της ως υπουργού Περιβάλλοντος της διοργανώτριας Γερμανίας στην πρώτη Διάσκεψη των Μερών της Σύμβασης-πλαίσιο για την Κλιματική Αλλαγή (COP 1) στο Βερολίνο (1995). Το πάθος και οι ικανότητες στην εξωτερική πολιτική, ο φιλέρευνος χαρακτήρας, η δίψα για γνώση και η επιμονή στην ακρίβεια των στοιχείων αποτυπώνονται γλαφυρά στο πανόραμα των διεθνών διπλωματικών επαφών που προσφέρουν τα απομνημονεύματα. (Αναφέρω στο σημείο αυτό ενδεικτικά το εξής: στη διάρκεια ενός από τα ετήσια ταξίδια της στην Κίνα, η Μέρκελ έσπευσε, άμεσα,  να ζητήσει από τον σύμβουλό της σε θέματα οικονομικής και χρηματοπιστωτικής πολιτικής να ελέγξει, «στη βάση των διαθέσιμων οικονομικών στοιχείων»,  τα λεγόμενα του Σι Τζιπίνγκ –που εντέλει επιβεβαιώθηκαν– ότι  η Κίνα ήταν το οικονομικό και πολιτιστικό κέντρο του κόσμου για δεκαοκτώ από τους είκοσι αιώνες της ιστορίας του, ότι μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα έμεινε πίσω και ότι είχε έρθει πια η στιγμή να επιστρέψει σε αυτή την ιστορική κανονικότητα).

Αναφερόμενη στην έναρξη της πρώτης της καγκελαρίας, η Μέρκελ αναλύει τον διπλωματικό ελιγμό –πρώτο δείγμα ευελιξίας αλλά και τόλμης– στον οποίο κατέφυγε προκειμένου να κάμψει την αντίσταση της Πολωνίας και να εξασφαλίσει τη θετική της ψήφο στον προϋπολογισμό της ΕΕ, το 2005. «Ο προϋπολογισμός», σημειώνει,  «στον οποίο έπρεπε να συμφωνήσουν όλα τα κράτη-μέλη, ήταν μια κατασκευή με εξαιρετικά σύνθετη δομή. […] Γι’ αυτό έπρεπε να έχει κανείς πάντα ένα ορισμένο περιθώριο ελιγμών στις διαπραγματεύσεις, το οποίο μπορούσε να αξιοποιήσει σε μια δεδομένη στιγμή. […] Ανέχτηκα την κριτική των γερμανικών μέσων ενημέρωσης ότι έδωσα στην Πολωνία γερμανικά κεφάλαια, κρίνοντας πως αυτό ήταν ένα αναγκαίο βήμα για την επίτευξη ενός κοινού αποτελέσματος στη σύνοδο του Συμβουλίου. Αυτό είχε σημασία για μένα».

Η Άνγκελα Μέρκελ δεν διστάζει να αποκαλύψει το ράλι των σκέψεων που συνωθούνταν μέσα της σε συνδυασμό με την προσπάθεια να μαντέψει τις σκέψεις των συνομιλητών της, ειδικά σε στιγμές κορύφωσης της έντασης στη διάρκεια κρίσιμων επαφών: «Ήξερα ότι σχεδόν όλοι όσοι κάθονταν γύρω μου αμφισβητούσαν την κρίση μου ή πίστευαν ότι οι Γερμανοί είναι απλώς περίεργοι», σημειώνει αναφερόμενη στη  συνάντηση της G20 στο Λος Κάμπος του Μεξικού, το 2012.  Σε άλλο σημείο του βιβλίου περιγράφει με αμεσότητα, σε ύφος προφορικού λόγου, όπως συχνά στην αφήγησή της, την προσπάθειά της να παραμείνει νηφάλια εν μέσω του ηλεκτρισμένου κλίματος που επικρατούσε λίγο πριν από την ανακοίνωση εκλογικών αποτελεσμάτων, το 2005:

Εγώ καθόμουν εκεί, σαν απούσα από την υπόθεση· σαν να παρακολουθούσα μια σκηνή στην τηλεόραση. Και επαναλάμβανα συνέχεια μέσα μου: Κάτσε ήσυχα στ’ αυγά σου, αλλιώς κινδυνεύεις να παρεκτραπείς κι εσύ […]. Είχα την εντύπωση ότι [ο Γκέρχαρτ Σρέντερ] ήθελε να δημιουργήσει νέα δεδομένα αιφνιδιάζοντάς με, έτσι ώστε τα δικά του ποσοστά, καλά σε σύγκριση με τις προσδοκίες, να φανούν ακόμη καλύτερα,  και τα δικά μου κακά ποσοστά, επίσης σε σύγκριση με τις προσδοκίες, να φανούν ακόμα χειρότερα. 

Ιδιαίτερο  ενδιαφέρον παρουσιάζει η περιγραφή της γνωστικής επεξεργασίας των δεδομένων και του σχεδιασμού της στρατηγικής της:  «Ήμουν αποφασισμένη να κάνω το παν για την επιτυχία αυτής της διάσκεψης», γράφει αναφερόμενη στην ίδια διεθνή  Διάσκεψη για την Κλιματική Αλλαγή:  «αλλά πώς θα μπορούσα να το επιτύχω εν μέσω αυτού του κυκεώνα κρατικών και μη κρατικών συμφερόντων; […] Ήταν σαν μια μυρμηγκοφωλιά όπου υποψιάζεται κανείς πως υπάρχει μια κρυφή, εσωτερική δομή, αλλά δεν μπορεί να τη διακρίνει […]. Λίγο λίγο απέκτησα μια καλύτερη αίσθηση για τα συμφέροντα και τα επιχειρήματα των επιμέρους χωρών. Λίγο λίγο ξεκαθάριζε μέσα μου η εικόνα του εσωτερικού της μυρμηγκοφωλιάς». Αυτή την εικόνα του «εσωτερικού της μυρμηγκοφωλιάς» προσφέρει η συγγραφέας στον αναγνώστη αναπαράγοντας περιεχόμενο διαπραγματεύσεων ή διμερών ανεπίσημων και επίσημων επαφών, σχολιάζοντας ατομικές αντιδράσεις, αναλύοντας τη σημειολογία στάσεων και συμπεριφορών:

Πριν από το δείπνο ο Πούτιν μοίρασε τρία δώρα, ένα ρωσογερμανικό, ένα ρωσογαλλικό και ένα ρωσοαγγλικό στρατιωτικό λεξικό –όλα βιβλιοφιλικές εκδόσεις του τέλους του 19ου αιώνα– και με παρακάλεσε να προσφέρω εκ μέρους του το ρωσοαγγλικό λεξικό στον Μπάρακ Ομπάμα την προσεχή Δευτέρα που επρόκειτο να βρεθώ στην Ουάσινγκτον. Ήταν μια διακριτική όσο και δηκτική  υπόμνηση του γεγονότος ότι ναι μεν δεχόταν να συνομιλεί μαζί μας, αλλά στην πραγματικότητα μόνο τις ΗΠΑ αντιμετώπιζε ως ισότιμο εταίρο στις διαπραγματεύσεις εν γένει.

Τον Ιούνιο του 2007, στην κρίσιμη σύνοδο κορυφής της G8 για το κλίμα, η σιωπηλή φάση του μπρα-ντε-φερ του Τζορτζ Μπους με τη Μέρκελ και τον Σαρκοζί –ο οποίος είχε δηλώσει κάποια στιγμή πως θα μπορούσε και να αποχωρήσει από τις συνομιλίες– περιγράφεται ως εξής: 

Ως οικοδέσποινα, προσπάθησα να πω κάτι για να συμβιβάσω τα πράγματα, είχα ωστόσο την εντύπωση ότι ειδικά ο Τζορτζ Μπους δεν ήξερε εκείνη τη στιγμή αν ο Σαρκοζί μπλόφαρε. Σηκώθηκε αργά, προχώρησε προς τον Γάλλο πρόεδρο και στάθηκε ακριβώς πίσω του, έτσι ώστε να έχει απευθείας οπτική επαφή μ’ εμένα  – κάτι που δεν μπορούσε από τη θέση του, τουλάχιστον όχι τόσο εύκολα: καθόταν στα αριστερά μου και δεν είχε καταφέρει να με κοιτάξει στα μάτια εκείνη τη στιγμή, διότι εγώ κοιτούσα από την άλλη μεριά και φρόντισα να μη δείξω με κανέναν τρόπο πώς εξέλαβα τις δηλώσεις του Σαρκοζί· δεν τον ενθάρρυνα, ούτε όμως έκανα καμιά προσπάθεια να τον αντικρούσω. Ήταν σαφές πως ο Μπους ήθελε οπωσδήποτε να μάθει τι συνέβαινε.

Όπως καλά γνωρίζουμε, ακόμα και οι καλύτερες επιδόσεις στο πεδίο της διεθνούς διπλωματίας ενδέχεται να παραμείνουν άκαρπες. Και αυτό περιγράφεται, πάντα νηφάλια, αλλά με μια αδιόρατη χροιά απογοήτευσης: «H μεγάλη ρήξη είχε αποφευχθεί», καταλήγει η πρώην καγκελάριος αναφερόμενη στη Σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βουκουρέστι, το 2008,  «ταυτόχρονα όμως είχε γίνει σαφές ότι στο ΝΑΤΟ δεν είχαμε κοινή στρατηγική σε ό,τι αφορά τη σχέση μας με τη Ρωσία». Το «μάτι της βελόνας απ’ όπου θα μπορούσαν να περάσουν όλοι», όπως γράφει σε άλλο σημείο, δεν ήταν πάντα εύκολο να βρεθεί.  

 

«Ελευθερία»: «ψιλά γράμματα»

Το 1987, όταν η κυβέρνηση Χόνεκερ είχε πια μειώσει δραστικά τους περιορισμούς στα ταξίδια προς τη Δύση, η Μέρκελ ταξιδεύει στο Αμβούργο και από εκεί στην Καρλσρούη για να συναντήσει ακαδημαϊκούς ερευνητές του κλάδου της, μεταξύ αυτών και τον σύζυγό της, Γιόαχιμ. Το ταξίδι αυτό, με το τρένο, τη φέρνει για πρώτη φορά σε επαφή με την άγνωστή της ώς τότε, όπως σημειώνει, καθημερινότητα της Δυτικής Γερμανίας και της επιφυλάσσει μια απρόσμενη έκπληξη την οποία περιγράφει ως εξής:

Παρεμπιπτόντως, με απασχόλησε πολύ ένα πράγμα που παρατήρησα εκεί. Απ’ το Αμβούργο στην Καρλσρούη πήγα με το Ιντερσίτι, ένα πραγματικό θαύμα της τεχνολογίας και του βιομηχανικού σχεδιασμού, στα μάτια μου τότε. Ενθουσιασμένη όπως ήμουν, καταλαβαίνει κανείς πόσο έφριξα αντικρίζοντας συνταξιδιώτες μου Δυτικογερμανούς φοιτητές να απλώνουν τα πόδια τους με τα βρόμικα παπούτσια στα περιποιημένα καθίσματα. Μου φάνηκε αδιανόητο. Τέτοιες συμπεριφορές δεν τις ξέραμε στη ΛΔΓ.

Ήταν το πρώτο δήγμα της πραγματικότητας εκείνης που οι ενήλικοι γνωρίζουμε πλέον καλά: η κατά τ’ άλλα γενναιόδωρη προς τον άνθρωπο Φύση, αμέλησε να τον προικίσει με την ικανότητα να ισορροπεί στο κέντρο, δηλαδή, εν προκειμένω, ανάμεσα στην καταστολή και στην κατάχρηση της ελευθερίας.  Ένα δήγμα προφανώς επώδυνο, αναπάντεχο για κάποιον που, έχοντας βιώσει ήδη από την παιδική ηλικία τη στέρηση της ελευθερίας σε συνθήκες σοσιαλιστικής δικτατορίας, έρχεται ξαφνικά αντιμέτωπος με την άλλη όψη αυτού του σύμφυτου με τη δημοκρατία ιδεώδους και, άρα, με ένα ακανθώδες πρόβλημα της δημοκρατικής διακυβέρνησης, η αντιμετώπιση του οποίου απαιτεί πραγματική δεξιοτεχνία.

Όμως η Μέρκελ είναι άνθρωπος της δράσης και, κατά συνέπειαν, ένας αισιόδοξος άνθρωπος, όπως άλλωστε προδίδουν, έμμεσα ή άμεσα, πολλά σημεία της αφήγησης· έτσι, η αποκάλυψη αυτής της πτυχής της πραγματικότητας δεν θα μπορούσε να αναχαιτίσει τη βούλησή της να αγωνιστεί στη συνέχεια, με αυθεντικό πάθος, για την ευόδωση του οράματος μιας επανενωμένης Γερμανίας, μέλους της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, σε συνθήκες ειρήνης, ελευθερίας, δημοκρατίας. 

Στο ζήτημα των προβληματικών όψεων της ελευθερίας θα επανέλθει πολύ αργότερα στο βιβλίο, καγκελάριος πλέον, υπό την πίεση συγκεκριμένων συγκυριών εθνικής, και όχι μόνο, εμβέλειας, όπως η πανδημία –με τη συνακόλουθη, αναγκαστική περιστολή των ελευθεριών που  δοκίμασαν τις  αντοχές της Δημοκρατίας–, αλλά και η ανεξέλεγκτη, φρενήρης χρήση των δυνατοτήτων που προσφέρει το διαδίκτυο. Δεν μπορώ να γνωρίζω εάν η απουσία λέξεων όπως κατάχρηση ή ασυδοσία στο πλαίσιο αυτό, λέξεων δηλαδή που χρησιμοποιούνται ευρέως για να αποδώσουν την ανάποδη όψη της ελευθερίας, είναι ηθελημένη ή όχι:  «Ελευθερία δεν σημαίνει πως μπορεί καθένας να κάνει ό,τι θέλει», γράφει η Μέρκελ, αντί, π.χ.: ελευθερία δεν σημαίνει ασυδοσία. Πρόκειται ενδεχομένως για μια μη επεξεργασμένη διατύπωση σε ύφος προφορικού λόγου· η αίσθηση πάντως που αποκομίζει κανείς γενικά απ’ αυτό το βιβλίο είναι ότι η πρώην καγκελάριος  έχει τη σοφία να αποφεύγει τη χρήση αρνητικών χαρακτηρισμών, ειδικά σε ό,τι αφορά συμπεριφορές πολιτών, επιλέγοντας παράλληλα να δίνει έμφαση στο δέον, στη δυνάμει θετική προοπτική των πραγμάτων: «Ελευθερία σημαίνει –ειδικά τώρα– ευθύνη· ευθύνη για τον εαυτό μας, […] για όλους μας».

Με αφορμή τη συνάντησή της με την Γκρέτα Τούνμπεργκ και τρεις ακόμα ομοϊδεάτισσές της, θα θέσει το ίδιο ζήτημα και ως προς ένα πιο περιορισμένης εμβέλειας πλην σημαντικό  φαινόμενο, ή μάλλον προς μια πολιτική δραστηριότητα: τον ακτιβισμό. Με δεδομένες πρόσφατες προσαγωγές της Τούνμπεργκ στη διάρκεια του 2024, έχει νόημα να επισημανθεί ότι η παρακάτω διατύπωση δεν περιέχει καμία νύξη περί κατάχρησης των εν λόγω ελευθεριών, καμία πρόθεση καταστολής τους: «Για μένα», σημειώνει η Μέρκελ,  «ο ριζοσπαστισμός δεν ήταν η βασιλική οδός προς την πολιτική επιτυχία. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις και οι ομοϊδεάτες τους ακτιβιστές αγωνίζονταν για τους στόχους τους με ριζοσπαστικές μεθόδους, στο πλαίσιο των ελευθεριών που εγγυάται η δημοκρατία. Εγώ απεναντίας χρειάστηκε να προσεγγίσω πλειοψηφίες που θα με στήριζαν στην προώθηση των στόχων μου· ήμουν ωστόσο αναγκασμένη να κάνω και συμβιβασμούς για να το πετύχω». Συμβιβασμούς εξαιτίας των οποίων πέτυχε λιγότερα απ’ όσα θα ήθελε, τουλάχιστον στο πεδίο της κλιματικής κρίσης, όπως άλλωστε η ιδια επισημαίνει σε αρκετά δραματικό τόνο.   

Ως προς τη διαχείριση της ελευθερίας γενικά, δηλαδή στην καθημερινότητα, η Μέρκελ συνοψίζει την αντίληψή της για την ελευθερία στο καλούμενο Θεώρημα του Μπεκενφέρντε:  «Το φιλελεύθερο, εκκοσμικευμένο κράτος επιβιώνει χάρη σε ορισμένα προαπαιτούμενα, για τα οποία το ίδιο το κράτος δεν μπορεί να εγγυηθεί. Αυτό είναι το μεγάλο ρίσκο που έχει αναλάβει χάριν της ελευθερίας». Θεμελιώδες προαπαιτούμενο, κατά τον Μπεκενφέρντε, είναι ένα «πνεύμα που μοιράζεται το σύνολο της κοινωνίας» (Gemeinsinn), «το οποίο εκπορεύεται από τους πυλώνες του πολιτισμού, ήτοι από τον Χριστιανισμό, τον Διαφωτισμό και τα ανθρωπιστικά ιδεώδη».[1] «Η αντίληψη αυτή […] λειτούργησε μέσα μου σαν μια διαρκής υπόμνηση να συνεχίσω να καλλιεργώ αυτές ακριβώς τις συνθήκες στη χώρα μας», σημειώνει.

Επάνω σε αυτή τη βάση θα επιδιώξει να ασκήσει, με την ιδιότητά της της καγκελαρίου, την εποπτεία και προφανώς την επιρροή της στην κοινωνία, μέσα από μια σειρά προγραμματισμένων «καθηκόντων ρουτίνας», στο πλαίσιο των οποίων διατηρεί τακτική επαφή  τόσο με ομολόγους της και ανώτερους αξιωματούχους στο εξωτερικό  όσο και με εκπροσώπους από ολόκληρη την κοινωνική πυραμίδα, από την κορυφή ώς τη βάση, στη χώρα της.

 

Ελλάδα: Μνημόνια και ελληνοτουρκικά

Όπως είναι φυσικό και αναμενόμενο, το ενδιαφέρον του έλληνα αναγνώστη θα στραφεί κυρίως στην εξιστόρηση των περιδινήσεων που ταλάνισαν την Ελλάδα την περίοδο της κρίσης της Ευρωζώνης και απασχόλησαν την καγκελάριο στην προσπάθειά της να αποτρέψει την κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Δυο ακόμα σύντομες αναφορές ελληνικού ενδιαφέροντος σε άλλη συνάφεια αξίζει να επισημανθούν:

Η μια αφορά τις επιπλοκές της ένταξης της Βόρειας Μακεδονίας στην ΕΕ λόγω του ελληνικού βέτο, με την πρώην καγκελάριο να αποδίδει εύσημα στον Αλέξη Τσίπρα για την πρωτοβουλία που έλαβε με τη Συνθήκη των Πρεσπών. 

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μια δεύτερη, λακωνική αναφορά, σχετικά με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Η σχετική διατύπωση μόνο με μεγάλη επιείκεια μπορεί να εκληφθεί σαν σχόλιο ενός ουδέτερου παρατηρητή: «Αξιοσημείωτο», σημειώνει η Άνγκελα Μέρκελ, «ήταν επίσης το γεγονός ότι η Τουρκία και η Ελλάδα συμμετείχαν σ’ αυτή την αποστολή [της Μόνιμης Ναυτικής Ομάδας του ΝΑΤΟ] από κοινού, παρά την ασυμφωνία μεταξύ των δυο αυτών χωρών σχετικά με το ποια νησιά του Αιγαίου ανήκαν σε ποια από τις δυο» (σ. 538). Ο αναγνώστης (θυμίζω στο σημείο αυτό ότι οι  Αναμνήσεις έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες) – ο αναγνώστης λοιπόν που δεν γνωρίζει τα πραγματικά δεδομένα θα καταλάβει πως η ασυμφωνία αφορά διαπραγματεύσεις με αντικείμενο ένα μετέωρο καθεστώς κυριαρχίας των εν λόγω νησιών. Αρμόδια δεν είμαι για το θέμα, αν ωστόσο δεν μου διαφεύγει κάτι, κρίνω πως μια ορθή, σύμφωνη με την πραγματικότητα διατύπωση, θα ήταν πως η ασυμφωνία προέκυψε από το γεγονός ότι η Τουρκία αμφισβητεί την ελληνική κυριαρχία νησιών του Αιγαίου.

Σε κάθε περίπτωση, η απόφανση αυτή της πρώην καγκελαρίου είναι χρήσιμη· χρήσιμη ως πληροφορία: αυτή είναι η θέση της, αυτή είναι η θέση, πιθανολογώ, και της γερμανικής –τουλάχιστον;– κυβέρνησης, και καλό είναι να το γνωρίζουμε. Πέρα απ’ αυτό, η δυσφορία που προκάλεσε σε μένα, και θα προκαλέσει ενδεχομένως σε πολλούς έλληνες αναγνώστες η θέση αυτή, προσφέρει μια καλή ευκαιρία να θυμηθούμε το εξής: η κριτική στάση και θεμιτή είναι, και επιθυμητή, και γόνιμη·  η επιθετική ωστόσο αποδοκιμασία ενός συγγραφέα ή ενός βιβλίου για τέτοιους λόγους, ανεξάρτητα από την αξία του συνολικά, μπορεί να οδηγήσει σε άκρως επικίνδυνα μονοπάτια, που βλέπω ήδη να χαράσσονται στις μέρες μας.  

Επανέρχομαι στο κυρίως ελληνικό «μενού» των Αναμνήσεων, το οποίο περιλαμβάνει μια διεξοδική, ζωντανή περιγραφή των κρίσιμων διαπραγματεύσεων για την υπέρβαση της κρίσης: τις επαφές με τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Αντώνη Σαμαρά και τον Αλέξη Τσίπρα, τις δραματικές κορυφώσεις («Στην κόψη του ξυραφιού» είναι ο υπότιτλος του σχετικού κεφαλαίου), τα εκατέρωθεν διλήμματα απ’ όπου προέκυψε η επιθυμητή αίσια έκβαση.

Πολύ αργότερα, το 2019, η Μέρκελ θα συμφάγει με τον Τσίπρα σε μια πειραιώτικη ταβέρνα. Αποκαλύπτοντας όσα της είπε τότε για τον Ιούλιο του 2015 εκθέτει, κατά τη δική μου ερμηνεία, ανεπανόρθωτα τον πρώην πρωθυπουργό, και μάλιστα εν επιγνώσει της: «Ο Τσίπρας μού εξήγησε πως ήταν σημαντικό να δείξει στους πολίτες με πειστικό τρόπο ότι η νέα κυβέρνηση είχε εξαντλήσει κάθε περιθώριο προκειμένου να απαλλαγεί από τη μισητή τρόικα» (σ. 457).  Τα εγκώμια που προηγούνται στο ίδιο κεφάλαιο για την προσωπικότητα ενός προικισμένου “enfant terrible” με δυνατότητες εξέλιξης –εγκώμια ειλικρινά ή και όχι– δεν αλλάζουν τίποτα ως προς αυτό.

Οι θέσεις της καγκελαρίου για το ελληνικό ζήτημα είναι γνωστές. Αυτές υπερασπίζεται και τώρα, στον μακρινό απόηχο της μεγάλης κρίσης: 1. Ασφυκτική πίεση λόγω της επιμονής των αγορών για επιβολή σκληρών μέτρων λιτότητας και οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα, την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία. 2. Ασφυκτική πίεση προς την ίδια κατεύθυνση και από τον κυβερνητικό συνασπισμό του οποίου ηγείτο. 3. Σφοδρές αντιδράσεις και ειδικότερα μια δριμύτατη, προσωποποιημένη αντίδραση των πολιτών των εν λόγω χωρών εναντίον της:

Η φήμη μου στις χώρες αυτές κατέρρευσε εντελώς – ειδικά στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι με χαμηλά εισοδήματα υπέφεραν πολύ από τις μεταρρυθμίσεις. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία γι’ αυτό.

Καθοριστικό ρόλο στην τελική απόφαση, αυτήν της επιμονής στα μέτρα που στόχευαν στη «βελτίωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της ανταγωνιστικότητας των χωρών που αντιμετώπιζαν δυσχέρειες», θα παίξει η βαθύτατη πεποίθησή της ότι κάθε παραβίαση της Συνθήκης της Λισαβόνας (και συγκεκριμένα της ρήτρας μη διάσωσης) θα οδηγούσε σταδιακά σε κοινή ευθύνη για το χρέος της ευρωζώνης, υπονομεύοντας αργά ή γρήγορα το κοινό νόμισμα. «Για μένα», σημειώνει, «αυτή δεν ήταν μια λογική εναλλακτική λύση, για την οποία θα μπορούσα να αναλάβω την ευθύνη ως καγκελάριος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Δεν θα ήταν συμβατή με την αντίληψή μου για τον όρκο που έδωσα στις 22 Νοεμβρίου 2005 και στις 28 Οκτωβρίου 2009».

 

Μαχητική, ετοιμόλογη, πνευματώδης 

Η πρώην καγκελάριος είναι ευέλικτη και ετοιμόλογη, ειδικά όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με άνδρες που προσπαθούν να της πάρουν τον αέρα, ειδικά στα πρώτα της βήματα στην πολιτική, ειδικά λόγω της ταυτότητάς της ως πολίτη της πρώην ΛΔΓ, ειδικά επίσης λόγω του φύλου της και ακόμα ειδικότερα ως άτεκνης γυναίκας:  σε ένα τηλεοπτικό ντιμπέιτ, «ο Σρέντερ κλήθηκε να σχολιάσει μια δήλωση της τότε συζύγου του Ντόρις Σρέντερ Κεπφ […] πως η ζωή μου δεν περιλάμβανε τις εμπειρίες των περισσότερων γυναικών, που παλεύουν να συνδυάσουν οικογένεια και καριέρα· για τις γυναίκες αυτές είναι κρίσιμο ζήτημα αν και πόσα χρόνια γονεϊκής άδειας θα πάρουν. Ερωτηθείς σχετικά στην τηλεοπτική συζήτηση, ο Σρέντερ είπε πως οι δηλώσεις της συζύγου του είχαν να κάνουν με προβλήματα που η ίδια αντιμετώπιζε στην καθημερινότητά της – για να προσθέσει αμέσως: “Ένας παραπάνω λόγος που την αγαπάω”. Μπίνγκο! σκέφτηκα, τώρα είναι που θα μπει για τα καλά στην καρδιά όλων των συζύγων, θηλυκών και αρσενικών. Όμως εσύ μην τρελαίνεσαι, προχώρα. Και αυτό έκανα. Ο Σρέντερ δεν κατάφερε να μου δώσει τη χαριστική βολή, καθώς ούτε τα έχασα καθόλου ούτε έκανα κανένα σοβαρό παραπάτημα, γενικά, στη διάρκεια της αντιπαράθεσης. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, νικητής ήταν εντέλει αυτός. Το γυναικείο φύλο και η εξ Ανατολών καταγωγή φάνηκε στο τέλος πως μετρούσαν πολύ περισσότερο απ’ όσο παραδέχονταν όλοι». Σε άλλη περίσταση, σε ιδιωτικό αυτή τη φορά τετ-α-τετ, ο Σρέντερ θα της πει: «Η συζήτηση με τον προκάτοχό σας θα είχε άλλη κατάληξη».

«Τώρα είμαι εγώ υπουργός Περιβάλλοντος και θα πρέπει να αρκεστείτε σ’ εμένα»,  απάντησε εκείνη.

Η γερμανίδα προτεστάντισσα Μέρκελ, με τη μάλλον αυστηρή εμφάνιση, διαθέτει επίσης, πράγματι, χιούμορ, όπως φημολογείται, και αυτό φαίνεται στο βιβλίο της.  Απολαυστικά είναι μερικά σημεία όπου η σοβαρότητα ή και η κρισιμότητα των καταστάσεων που περιγράφει προφανώς δεν της επιτρέπει να εκφραστεί με την αμεσότητα που θα το έκανε σε στενό κύκλο, αφήνει ωστόσο ένα περιθώριο στον δεκτικό αναγνώστη να αναπλάσει με τη φαντασία του την κωμικότητα του πράγματος στην πλήρη του διάσταση:

Ο Σαρκοζί εξεπλάγη ευχάριστα. Σκέφτηκε, φαίνεται, πως η Γερμανία αποφάσισε επιτέλους να βάλει το χέρι στην τσέπη.

Ή, σε άλλο σημείο:

Κάποιοι κατέφυγαν σε παχιά λόγια, ας πούμε πως ήμουν καταπληκτική ως αρχηγός του κόμματος, όχι όμως τόοοσο καταπληκτική ώστε να βάλω και υποψηφιότητα για καγκελάριος.

«Καταπληκτική» ήταν, και προφανώς είναι η διπλή outsider –γυναίκα και πρώην «Ανατολική»–  Άνγκελα Μέρκελ, όπως όλοι όσοι γεννιούνται προικισμένοι με μια στιβαρή πνευματική, ψυχική και σωματική κράση. Και κανείς μεν δεν αντιλέγει ότι «στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας καθένας μπορεί να φτάσει ψηλά», ακόμα δηλαδή κι ένα κοριτσάκι που γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Λαοκρατική Δημοκρατία, όπως υπαινίσσεται μια προεκλογική αφίσα του CDU  με την αφοπλιστική φωτογραφία της τρίχρονης  Άνγκελα, παραμένει όμως γεγονός πως η μέγιστη αξιοποίηση τέτοιων ευκαιριών προϋποθέτει τα ανάλογα «δώρα της Φύσης». Σε αυτά δεν μπορεί να αναφερθεί ασφαλώς ένας αυτοβιογραφούμενος, είναι ωστόσο προς τιμήν της συγκεκριμένης το γεγονός ότι εκφράζει γενναιόδωρα την ευγνωμοσύνη της για την τύχη που της επιφύλαξε η ζωή γενικά:  

Ώς εκείνη, τουλάχιστον, τη στιγμή υπήρξα πολύ τυχερή στη ζωή μου· τυχερή με την πτώση του Τείχους το 1989, τυχερή με τους γονείς μου, οι οποίοι με βοήθησαν να αναπτύξω τις ικανότητες και τις δεξιότητές μου, τυχερή με ολόκληρη την οικογένειά μου, τους φίλους και τους συντρόφους μου, οι οποίοι πάντα με ενθάρρυναν και μου συμπαραστάθηκαν, ακόμα κι όταν η συμπεριφορά μου δεν τους διευκόλυνε.

 

 «Η εκκλησία να μείνει στο χωριό»

 «Πιστεύετε τώρα σοβαρά ότι υπό τις δεδομένες συνθήκες το κόμμα μου θα δεχόταν την πρόταση να συνομιλήσει με την κυρία Μέρκελ, η οποία διεκδικεί το αξίωμα της ομοσπονδιακής καγκελαρίου; Ας είμαστε σοβαροί!» (Γκέρχαρντ Σρέντερ, 2005).  

Στο σημείο αυτό, η ελληνική μετάφραση «έφαγε» αναγκαστικά μια ασύλληπτα δηλητηριώδη ατάκα: η γερμανική μεταφορική έκφραση «η εκκλησία να μείνει στο χωριό», σημαίνει «ας μην υπερβάλλουμε, ας είμαστε σοβαροί». Ακούγοντας λοιπόν τη γερμανική εκδοχή από έναν άνδρα ειδικά του είδους Σρέντερ, ο οποίος επίσης διεκδικούσε τότε πάλι υποψηφιότητα ως καγκελάριος, δεν είναι παράλογο να φανταστεί κανείς πως «εκκλησία» είναι η Μέρκελ, κόρη πάστορα, που έχει μεγαλώσει σε αγροτικό περιβάλλον στη ΛΔΓ, άρα, αν «θέλουμε να είμαστε σοβαροί», πρέπει να την αφήσουμε εκεί όπου είναι πραγματικά η θέση της: στο χωριό. Η ίδια η Μέρκελ περνάει την ατάκα αυτή προφανώς ασχολίαστη, την προτάσσει ωστόσο ως υπότιτλο  στο αντίστοιχο κεφάλαιο.

Πέρα από τον Σρέντερ, και άλλοι επικριτές των επιλογών της, εκπρόσωποι κοινωνικών και οικονομικών ελίτ, αλλά και δημοσιογράφοι –και Έλληνες, διαπιστώνω τώρα, με αφορμή την έκδοση του βιβλίου– επικαλέστηκαν και επικαλούνται το «κουσούρι» της «πρώην Ανατολικής», θεωρώντας προφανώς πως η καθυστέρηση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών σε όλα τα επίπεδα καθιστά αυτομάτως και τους πολίτες τους «καθυστερημένους». Είναι μια αντίληψη κι αυτή. Καλό θα ήταν πάντως να υπενθυμίσει κανείς στους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι δεν αμφιβάλλω πως παίζουν στα δάχτυλα τους κανόνες της αστικής ευγένειας, ότι  υπάρχει κάτι πολύ βαθύτερο από την αστική ευγένεια, κάτι που συνιστά μάλιστα έναν από τους πυλώνες του δυτικού πολιτισμού· κάτι που όποιος το διαθέτει δεν πετάει κατάμουτρα τέτοια πράγματα σε κανέναν, ούτε καν στο πρόσωπο-στόχο. Το λένε «τακτ».

 

[1] Ernst-Wolfgang Böckenförde: Der säkularisierte Staat. Sein Charakter, seine Rechtfertigung und seine Probleme im 21. Jahrhundert,  εκδ. Suhrkamp 1976.  Μπεκενφέρντε, Συμβολές στη θεωρία για το κράτος και την πολιτική αυτονομία, μτφρ Βασιλική Χρήστου, εκδ. Παπαζήση, Αθήνα 2011.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.