Σύνδεση συνδρομητών

Αλληλογραφία αρχιτεκτόνων στην Αθήνα του 19ου αιώνα

Σάββατο, 01 Φεβρουαρίου 2025 13:51
Σιναία Ακαδημία. Η οικοδομή από τα βόρεια, ικριώματα στη στάθμη του επιστυλίου, στο κέντρο φωτογραφίζεται ο Χάνσεν, πίσω του ο Τσίλλερ (1869).
Ακαδημία Καλών Τεχνών - Βιέννη
Σιναία Ακαδημία. Η οικοδομή από τα βόρεια, ικριώματα στη στάθμη του επιστυλίου, στο κέντρο φωτογραφίζεται ο Χάνσεν, πίσω του ο Τσίλλερ (1869).

Ερνστ Τσίλλερ - Θεόφιλος Χάνσεν, Αλληλογραφία 1859-1890. Η ανέγερση της Σιναίας Ακαδημίας και άλλες ιστορίες, εισαγωγή, μετάφραση, σχόλια: Μαριλένας Ζ. Κασιμάτη, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 2024, 708 σελ.

Η «Αλληλογραφία» Χάνσεν - Τσίλερ, σε μετάφραση και επιμέλεια της Μαριλένας Κασιμάτη, που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, αποτελεί ένα πολύτιμο τεκμήριο που μας δίνει τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τη δημιουργία και ανάπτυξη της σχέσης μαθητείας των δύο δημιουργών, που στη συνέχεια δέθηκαν με ακατάλυτους δεσμούς φιλίας οι οποίοι σφυρηλατήθηκαν στα σπουδαία έργα των Αθηνών.

 Το πιο σημαντικό μνημειακό σύνολο της νεότερης Αθήνας είναι, αναμφιβόλως, αυτό που συγκροτείται από τα ιστορικά κτίρια, του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, της Σιναίας Ακαδημίας και της Βαλλιάνειας Βιβλιοθήκης. Η παρουσία των τριών οικοδομημάτων της λεγόμενης «τριλογίας των Χάνσεν», των στοιχισμένων στη μεγάλη ευθεία της οδού Πανεπιστημίου, συναποτελούν ένα μοναδικό στοιχείο «πολεοδομικής αναφοράς», τόσο για το ποιοτικό αποτέλεσμα στον τρόπο της οργάνωσης και ανάδειξης του χώρου όσο και για την ταύτισή του στη συνείδηση των πολιτών με το επίσημο πνευματικό κέντρο της πρωτεύουσας.

Πρωταγωνιστές των έργων αυτών υπήρξαν, ασφαλώς, οι εμπνευστές των, εθνικοί χορηγοί. Στη διαδικασία υλοποίησης ήταν οι αρχιτέκτονες και οι συνεργάτες τους, μέχρι και τον τελευταίο τεχνίτη, που αντιμετώπισαν έναν όγκο ποικίλων προβλημάτων. Και όμως, αυτό το τόσο σπουδαίο αρχιτεκτονικό σύνολο του 19ου αιώνα, κτισμένο μάλιστα χιλιόμετρα μακριά από τις ακμάζουσες τότε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, είχε την τύχη να βρεθεί στα χέρια αριστοτεχνών στο είδος των δημιουργών. Ήταν αυτοί, ο Σάξων Ερνστ Τσίλλερ και οι Δανοί αδελφοί, Χριστιανός και Θεόφιλος Χάνσεν, που είχαν την ξεχωριστή τύχη να δουλέψουν για την Αθήνα - πρωτεύουσα. Αν και διαφορετικής παιδείας και γενιάς, είχαν οικειότητα και αλληλοεκτίμηση μεταξύ τους, όπως τονίζει η δρ ιστορικός της τέχνης Μαριλένα Κασιμάτη, στο νέο της βιβλίο με τον τίτλο: Ερνστ Τσίλλερ – Θεόφιλος Χάνσεν. Αλληλογραφία 1859 – 1890. Η Ανέγερση της Σιναίας Ακαδημίας και άλλες ιστορίες (ΜΙΕΤ  2024).

 

Έτσι κτίστηκε η Ακαδημία

Αυτή η εύστοχη παρατήρηση για τις σχέσεις μεταξύ των κύριων συντελεστών του έργου προέρχεται φυσικά από την αδιαμφισβήτητη ιδιαιτερότητα των αυθεντικών κειμένων, μιας σπάνιας αλληλογραφίας μεταξύ του Θεόφιλου Χάνσεν (1813-1890), αρχιτέκτονα της Ακαδημίας και της Βιβλιοθήκης (ασυναγώνιστου δημιουργού σπουδαίων μεγάρων της αυτοκρατορικής Βιέννης) και του μαθητή και συνεργάτη του, Ερνστ Τσίλλερ (1837-1923), του άμεσα και διά βίου συνδεδεμένου με την ακμαία περίοδο ανοικοδόμησης της νεοκλασικής Αθήνας. Ας μην παραλείψουμε να υπογραμμίσουμε εδώ ότι η γενική πρόταση για τα τρία κτίρια ήταν έμπνευση και σχεδιασμός του πρεσβύτερου Χριστιανού Χάνσεν (1803-1883), στον οποίο άλλωστε οφείλεται ολοκληρωμένη η αρχιτεκτονική σύνθεση του Πανεπιστημίου. Αυτού του τελευταίου η οικοδόμηση άρχισε το 1840, επί Όθωνος. Περιπετειώδης και αργή ήταν στην περίπτωσή του η πρόοδος της κατασκευής – αναμείχθηκαν σ’ αυτήν και έλληνες αρχιτέκτονες, όπως οι καθηγητές Λύσανδρος Καυταντζόγλου και Αναστάσιος Θεοφιλάς – η δε προσφορά χρηματοδότησης του κτηρίου υπήρξε αποσπασματική με αποτέλεσμα να λειτουργήσει αυτό, στην ολοκλήρωση του, μόλις το 1864.

Η συγγραφέας μας παρουσιάζει αυτούσια τα κείμενα των επιστολών μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών της ανέγερσης της Ακαδημίας (1861–1875), του Θεόφιλου Χάνσεν και του Ερνστ Τσίλλερ, μεταφρασμένα από τα γερμανικά και σχολιασμένα. Ο πρώτος, αρχιτέκτων καθηγητής, με έργο κορυφαίο στην αυτοκρατορική Βιέννη και ο δεύτερος –αν και Γερμανός, γνωστός και ως «Έλληνας»– ο οποίος συνδέθηκε άμεσα με την ακμαία περίοδο του ελληνικού κλασικισμού, εγκατεστημένος διά βίου στη νέα πρωτεύουσα. Φυσικά, πολύ νεότερος από τον Θεόφιλο Χάνσεν, τον θεωρούσε –και ήταν– μέντοράς του. Από το 1861 υπήρξε επιστάτης, κατ’ ουσίαν αρχιτέκτων-διευθυντής του εργοταξίου του μεγάλου πολυσύνθετου έργου της Ακαδημίας, καθώς ο Χάνσεν ήταν πλήρως απασχολημένος με τα μνημειώδη κτίριά του της Βιέννης. Προκειμένου επομένως να υπάρξει απρόσκοπτη ροή των εργασιών, ήταν αναγκαία η πυκνή ανταλλαγή των επιστολών (86 από τον Χάνσεν –οι υπόλοιπες δεν βρέθηκαν– και 314 από τον Τσίλλερ προς τον Χάνσεν). Χειρόγραφες βέβαια, με δυσανάγνωστη γραφή και βιαστικά, αλλά εξαιρετικά διδακτικά σκίτσα. Και είναι ίσως η πρώτη φορά που ένας αναγνώστης, θα λέγαμε κοινός της εποχής μας, έχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει με ενάργεια, βήμα προς βήμα και με κάθε λεπτομέρεια την κατασκευή ενός από τα πιο απαιτητικά στην εκτέλεσή τους αρχιτεκτονήματα του κλασικισμού, του 19ου αιώνα.

Η σχετικά τολμηρή, αλλά συγχρόνως κομψή σύνθεση της Ακαδημίας, στο μέτρο του Ιωνικού ρυθμού, μπορεί να ταυτιστεί ιστορικά με την έξαρση του ενδιαφέροντος της κοινότητας των ευρωπαίων αρχαιολόγων και αρχιτεκτόνων, όχι μόνο για τις λεπτομέρειες του κλασικού ρυθμού αλλά και για την πολυχρωμία την εφαρμοσμένη στα εξέχοντα κτίρια των αρχαίων Ελλήνων. Πέραν της επεξεργασίας των λεπτότατων γλυπτών μορφών (από τα σύνθετα κιονόκρανα, έως τα απλούστερα κυμάτια) – ήταν δυσκολότατη η τέχνη επίστρωσης πάνω στο μάρμαρο των χρωματικών διακοσμήσεων. Μάλιστα, ως γενικό κάμπο (φόντο) κάθε έγχρωμου διακοσμητικού, πρωτοστατούσε ο χρυσός (εισαγωγής από τη Βιέννη βέβαια) σε λεπτά φύλλα. Προστέθηκαν και αυτά στο κόστος του έργου, όπως φυσικά οι θαυμαστές ελαιογραφίες (ο περίφημος «Προμηθεϊκός Κύκλος») του βιεννέζου ζωγράφου και συναδέλφου του Χάνσεν στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Βιέννης, Christian Griepenkerl, που προσέδωσαν στην κύρια αίθουσα την αξεπέραστη αίσθηση επισημότητας. Το 1885 είχαν τοποθετηθεί στους δύο ελεύθερους κίονες (εκατέρωθεν της κεντρικής πτέρυγας) τα περίφημα αγάλματα της Αθηνάς και του Απόλλωνα, καθώς και η μεγάλη γλυπτική σύνθεση του κεντρικού αετώματος, όλα έργα του σπουδαίου καλλιτέχνη του μαρμάρου, Λεωνίδα Δρόση, χρηματοδοτημένα και αυτά από το κληροδότημα Σίνα, το οποίο όφειλε –μετά το θάνατο του Σίμωνος Σίνα– πλέον να αποπληρώσει το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.581.419,89 δραχμών. Όμως η ενεργός παρουσία του Τσίλλερ στο εργοτάξιο, η άψογη συνεργασία του με τον Θεόφιλο Χάνσεν και, το κυριότερο, η ακλόνητη εμπιστοσύνη που είχε και στους δύο ο μαικήνας Σίνας, συνετέλεσαν ώστε να μην υπάρξουν οι όποιες αναστολές στη διάθεση των χρημάτων.

 

Ο σπουδαίος Τσίλλερ

Σε όλη αυτήν την περιπέτεια προσώπων και πραγμάτων, κεντρική φυσιογνωμία αναδεικνύεται εκείνη του Τσίλλερ. Διότι αξιοθαύμαστη ήταν η συνθετική του ικανότητα με την οποία είχε την ευχέρεια να χειριστεί τους μεγάλους ρυθμούς του παρελθόντος, ιδιαίτερα τους Κλασικούς και την Αναγέννηση. Και παράλληλα είχε τη στέρεη γνώση του οικοδομείν – όπως άλλωστε την απέδειξε στα μαθήματά του, ως καθηγητής στο Πολυτεχνείο τη δεκαετία του 1870. Η Μαριλένα Κασιμάτη, μέσα από το υλικό της «Αλληλογραφίας», φαίνεται να μας προτείνει να προσέξουμε ορισμένα ξεχωριστά του αρχιτέκτονα γνωρίσματα: τη δυνατότητά του να χειρίζεται τα αρχαία πρότυπα με τρόπο ώστε, χωρίς να τα «παραβιάζει» η έστω να τα απαξιώνει, να έχει την ευχέρεια να τα «ενσωματώσει» σε μια δική του σχεδιαστική έμπνευση, σε ένα ανανεωμένο, αν όχι καινοτόμο συνθετικό αποτέλεσμα.

Και αυτό οφείλουμε να το συνδέσουμε, με την απίστευτη επιμονή και επιμέλεια τού να ερευνά την αρχαία αρχιτεκτονική σε όλες τις μορφολογικές λεπτομέρειες, στο θαύμα των οπτικών εκλεπτύνσεων, στα μυστικά της σωστής δομής και επεξεργασίας των μαρμάρινων μελών. Και μέσα από αυτή την εμβάθυνση, απελευθέρωνε τις όποιες δυνατότητές του να προχωρήσει την αφομοίωση του πρότυπου ρυθμού και νέα σύνθεση. Και είναι αλήθεια ότι σε αυτό το θαύμα μείξης του αρχέγονου με τη νεότερη σύλληψη οφείλεται η ευρωστία, η κομψότητα και η πρωτοτυπία του μεγαλείου της Ακαδημίας. Σχετικά, τις ανακαλύψεις του διέδωσε με δημοσιεύματα και, όχι σπάνια, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με διακεκριμένους αρχαιολόγους.

Τέλος, ας μη λησμονηθεί η ικανότητά του (φυσικά και η απεριόριστη εργατικότητά του) να διευθύνει δύο, τρία και παραπάνω εργοτάξια. Έτσι, παράλληλα με την Ακαδημία, διηύθυνε εξ ολοκλήρου το επιβλητικό δωρικό μέγαρο της Βιβλιοθήκης (1887-1902) – και αυτό σε σχέδιο του Θεόφιλου Χάνσεν, αλλά και την πρόσοψη και ολοκλήρωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (1889). Ασχολήθηκε όμως και με τα τελειώματα της πρόσοψης του Πανεπιστημίου, του πρωιμότερου εκ των τριών (1839-1864). Η επίβλεψή του στα συνεργεία υπήρξε για τους εργάτες και τους μαστόρους η πιο σπάνια ευκαιρία να μάθουν και τις πιο εξειδικευμένες μεθόδους κατεργασίας των μαρμάρων, των συναρμογών των μελών, της εφαρμογής των κυματίων, της απόλυτης λείανσης των επιφανειών. Με λίγα λόγια, με την ευτυχή συνάντηση και σύμπραξη αυτών των δημιουργών στην ανέγερση των πρώτων μεγάλων δημοσίων και όχι μόνο κτιρίων, καλλιεργήθηκαν κατόπιν, σε υψηλό βαθμό, οι εφαρμοσμένες τέχνες, για να αποδώσουν αυτές ένα θαυμάσιο αποτέλεσμα της αθηναϊκής αρχιτεκτονικής του πάνδημου κλασικισμού. Το Ανάκτορο του Όθωνα αρχικά (1836-1847, αρχιτέκτων Φρειδερίκος Γκαίρτνερ) ήταν βέβαια αυτό που στην πραγματικότητα υπήρξε το πρώτο ολοκληρωμένο σχολείο στην Ελλάδα, οικοδομικών και εφαρμοσμένων τεχνών. Αμέσως μετά, αυτόν τον εκπαιδευτικό ρόλο συνέχισε, επαξίως, η ανέγερση των μεγάρων της «Τριλογίας» των Χάνσεν.

Η «Αλληλογραφία», σε μετάφραση και επιμέλεια της Μαριλένας Κασιμάτη, που εκδίδεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, αποτελεί ένα πολύτιμο τεκμήριο, μια σύγχρονη αποκάλυψη της αρχιτεκτονικής ιστορίας της πρωτεύουσας, από την οποία δεν λείπουν σπαρταριστές λεπτομέρειες της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Η συγγραφέας είχε επιμεληθεί και μεταφράσει τις αυτοβιογραφικές Αναμνήσεις του Τσίλλερ (Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2021). Με την παρούσα πολυσέλιδη έκδοση της Αλληλογραφίας, δίδεται η δυνατότητα να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τη δημιουργία και ανάπτυξη της σχέσης μαθητείας των δύο δημιουργών, του νεαρού Τσίλλερ και του πλέον αναγνωρίσιμου στη Βιέννη Χάνσεν, που στη συνέχεια δέθηκαν με ακατάλυτους δεσμούς φιλίας οι οποίοι σφυρηλατήθηκαν στα σπουδαία έργα των Αθηνών. Η αξία της έκδοσης των 428 επιστολών, μεταφρασμένων σε μια γλαφυρή, απολαυστική γλώσσα, μαζί με τον εκτενή σχολιασμό που προσφέρει η ερευνητική δεινότητα της Κασιμάτη, αποτελεί αναμφισβήτητα μια αυθεντική, ανεπανάληπτη μαρτυρία της εποχής, όπως δεν την έχουμε γνωρίσει στη συνολική πορεία της αρχιτεκτονικής ιστορίας στη χώρα μας.

Μάνος Μπίρης

Ομότιμος Καθηγητής ιστορίας της αρχιτεκτονικής του Εθνικού Mετσόβιου Πολυτεχνείου. Βιβλία του: Νεοκλασική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα (2001), Αθηναϊκή αρχιτεκτονική (2003), Κώστας Η. Μπίρης (2015).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.