Σύνδεση συνδρομητών

Μύθοι και πραγματικότητες για την αντίσταση στη δικτατορία

Τρίτη, 22 Ιανουαρίου 2019 22:09
Ο Απόστολος Δοξιάδης από τον Αλέκο Παπαδάτο.
Αλέκος Παπαδάτος / The Books' Journal
Ο Απόστολος Δοξιάδης από τον Αλέκο Παπαδάτο.

Απόστολος Δοξιάδης, Ερασιτέχνης Επαναστάτης. Προσωπική μυθιστορία, Ίκαρος, Αθήνα 2018, 1056 σελ.

 

Οικογενειακή σάγκα, και μυθιστόρημα ενηλικίωσης, και προσωπικό απομνημόνευμα, και ιστορικό χρονικό, και τολμηρή πολιτικοκοινωνική αποτίμηση μιας ιδιαίτερα κρίσιμης περιόδου της ελληνικής Ιστορίας. Ένα απομυθοποιητικό κείμενο που αναμετράται με τη γοητεία που άσκησε τα χρόνια της Χούντας στις ζωές πολλών (και του συγγραφέα) η Αριστερά, για τις δυσκολίες της πολιτικής στράτευσης, για τους ζωτικούς μύθους όσων συμμετείχαν στην πανσπερμία των οργανώσεων, για την αδυναμία της οργανωμένης δράσης μπροστά στο σύστημα επιτήρησης της δικτατορίας. Για στόχους που χάθηκαν και για παρέες που κερδήθηκαν.

1.

Φτάνοντας στο ΕΑΤ-ΕΣΑ με πήγαν στο γραφείο του Θεοφιλογιαννάκου. [...] Αυτός μου είπε: “Άκουσε φίλε. Εδώ που ήρθες υπάρχουν δυο τρόποι να μιλήσεις, ο εύκολος και ο δύσκολος. Σου συστήνω τον εύκολο, γιατί να ξέρεις: εδώ δεν μπήκε άνθρωπος και να μη μιλήσει”. Έπειτα όμως το σκέφτηκε λίγο. “Εκτός από τον Παναγούλη βέβαια...” πρόσθεσε. Και ύστερα από μια παύση συμπλήρωσε: “Αλλά αυτός, βέβαια, δεν είναι άνθρωπος.”

Μιλά ο Σταύρος Τσακυράκης, το βράδυ πριν πέσει η χούντα, την ώρα που ο Αττίλας συνέχιζε την προέλασή του στην Κύπρο. Έχει συναντηθεί νύχτα στο Αυλάκι, στην παραλία νότια του Πόρτο Ράφτη, με τον Απόστολο Δοξιάδη. Έχουν τηρηθεί όλοι οι κανόνες της μυστικότητας που χρησιμοποιούσαν στην παράνομη αντιστασιακή οργάνωση της νεολαίας, την ΚΟΣ (Κομμουνιστική Οργάνωση Σπουδαστών), που σε λίγο δεν θα έχουν πια καμιά σημασία. Ο Δοξιάδης μαθαίνει από τον Τσακυράκη εκείνο το βράδυ ότι η χούντα ήξερε πως συμμετείχε στην παράνομη δράση της οργάνωσης και αναρωτιέται γιατί άραγε δεν τον έπιασαν όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. Απορίες που ήδη είναι παρελθόν. Οι δυο νέοι είναι ενθουσιώδεις, καταλαβαίνουν ότι η χούντα μετράει μέρες, ίσως και ώρες. Προετοιμάζονται ήδη για το μετά, για τη δημοκρατία. Η εποχή της παρανομίας τελειώνει. Τελειώνει η εποχή της επανάστασης.

Το προηγούμενο διάστημα, και οι δύο δραστηριοποιήθηκαν στην αντιχουντική δράση. Ο Τσακυράκης από την Αθήνα, ο Δοξιάδης από το Παρίσι. Και οι δύο συνειδητά συμμετείχαν στο ΚΚΕ εσωτερικού. Ο Τσακυράκης ήταν αφιερωμένος ιδεολογικά στο κόμμα που διεκδικούσε σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, στα πρότυπα του Ντούμπτσεκ της Τσεχοσλοβακίας και του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ του ιταλικού ΚΚ. Ο Δοξιάδης, παρά τις ιδεολογικές επιφυλάξεις του για τον ιδεολογικό χαρακτήρα του κόμματος, αποδέχτηκε να κάνει παράνομη δουλειά θεωρώντας ότι ήταν ένα χρήσιμο όχημα για την κινητοποίηση αρχικά φοιτητών αλλά στη συνέχεια και «του λαού», που θα συνειδητοποιούνταν και θα συνέβαλε στην πτώση της χούντας, στην πολιτειακή αλλαγή που θα σήμαινε την παλινόρθωση της δημοκρατίας.

Και ο Τσακυράκης και ο Δοξιάδης είχαν επενδύσει το νεανικό πάθος τους στον αγώνα εναντίον της χούντας. Ο πρώτος το πλήρωσε ακριβά, αφού έζησε για πολύ καιρό στην παρανομία, συνελήφθη, βασανίστηκε, στρατεύθηκε υποχρεωτικά. Ο δεύτερος, πολύ νεότερος, ριψοκινδύνευσε στην παρανομία, γοητευμένος μεταξύ άλλων από την περιπέτεια της αντιχουντικής δράσης, το μεγαλύτερο μέρος πλάι στον «σουηδό» καθοδηγητή του, τον Άξελ (Σωτήρη) Βαλντέν, η προσήλωση του οποίου τον κράτησε μακριά από τον κόσμο των πολύχρωμων οργανώσεων της Αριστεράς, όπου κυριαρχούσαν οι ιδεολογικές έριδες αλλά απουσίαζε η ουσία.

Τσακυράκης και Βαλντέν είναι από τα κεντρικά πρόσωπα του αφηγήματος του Απόστολου Δοξιάδη, Ερασιτέχνης Επαναστάτης, με τις μνήμες και τις εντυπώσεις του από την περίοδο της χούντας. Πρόκειται για ιστορία (ο ίδιος τη χαρακτηρίζει, στον υπότιτλο, Προσωπική μυθιστορία) που μπορεί να διαβαστεί με πολλούς τρόπους. Ως απομνημόνευμα, ως χρονικό και μαρτυρία μιας δύσκολης εποχής για την Ελλάδα, ως ιστορική καταγραφή της περιόδου, ως άσκηση απομυθοποίησης του ζωτικότερου ίσως μεταπολιτευτικού ηρωικού μύθου της Αριστεράς (που έχει επιδιώξει να λάβει τις διαστάσεις επίσημου, εθνικού μύθου) αλλά και ως μυθιστόρημα: ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, όπου οι ήρωες δεν είναι επινοημένοι αλλά πραγματικοί – έστω στην ανάμνηση του συγγραφέα από τη σχέση του μαζί τους.

Θα διαλέξω τη σύμβαση του μυθιστορήματος ενηλικίωσης προκειμένου να «διαβάσω» αυτό το ογκώδες, περίπλοκο, αλλά και γοητευτικό αφήγημα, με το οποίο ο Δοξιάδης λύνει μεν τους λογαριασμούς του με το πρώιμο κομμάτι της ζωής του αλλά, κυρίως, προκαλεί τους αναγνώστες του να σκεφτούν, υπό το πρίσμα της σημερινής ελληνικής πραγματικότητας, της κρίσης αντιπροσώπευσης αλλά και της κρίσης νοήματος που διέρχεται η σημερινή ελληνική πολιτεία και η ελληνική κοινωνία, τι παίχτηκε στα χρόνια της χούντας για την Ελλάδα. Τι παίχτηκε και τι χάθηκε. Υπ’ όψη ότι στο βιβλίο δεν δηλώνεται πουθενά αυτή η πρόθεση, ο αφηγητής μιλάει μόνο για το τότε. Αλλά οι σκέψεις για το τώρα έρχονται φυσικά στον υποψιασμένο αναγνώστη.

 

 

2.

Βίος παράλληλος (1985), Μακαβέττας (1988), Ο θείος Πέτρος και η Εικασία του Γκόλντμπαχ (1992) και Τα τρία ανθρωπάκια (1997). Τέσσερα μυθιστορήματα και ένα graphic novel, το Logicomix (2008, με τη συνδρομή στο σενάριο του καθηγητή Χρήστου Παπαδημητρίου και εικονογράφηση από τον Αλέκο Παπαδάτο), και ενδιάμεσα δυο θεατρικά έργα The tragical history of Jackson Pollock, abstractexpressionist (1999) και Δέκατη έβδομη νύχτα (2007), μαρτυρούν την αφηγηματική δεξιότητα του Απόστολου Δοξιάδη. Την ίδια δεξιότητα φανερώνει και ο Ερασιτέχνης Επαναστάτης.

Αν και ο βασικός κορμός του αφηγήματος αφορά τα χρόνια της χούντας, εν τούτοις το βιβλίο αρχίζει πολύ νωρίτερα. Και συμπυκνώνει τις μνήμες του συγγραφέα από την παιδική ηλικία του, στο οικογενειακό και στο πολιτικό περιβάλλον της Αθήνας, των τελευταίων χρόνων της δεκαετίας του 1950 και των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960.

Προσχωρώντας στις τεχνικές του μυθιστορήματος ενηλικίωσης, ο Δοξιάδης καταγράφει τα στάδια διαμόρφωσης της συνείδησής του και τον τρόπο με τον οποίο άρχισε από παιδί να προσλαμβάνει τα γεγονότα της δημόσιας ζωής. Προηγείται το χτίσιμο του χαρακτήρα του και των βασικών τρόπων πρόσληψης της πραγματικότητας. Προφανώς, μάλιστα, ο χαρακτήρας ενός παιδιού χτίζεται μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον με τη βοήθεια των προσλαμβανουσών που, εν προκειμένω, προέρχονται από την επαφή με τα βιβλία.

Ο Δοξιάδης ήταν γιος μιας ευκατάστατης οικογένειας. Ο πατέρας του, ο σπουδαίος πολεοδόμος Κωνσταντίνος Δοξιάδης (οι φίλοι του τον φώναζαν Ντίνο), συνέβαλε ιδιαίτερα στη διαμόρφωση του παιδικού χαρακτήρα του, προσανατολίζοντάς τον σε κάποια από τα πατρικά ενδιαφέροντα, ανάμεσά τους και την πολιτική. Στα μάτια του μικρού Απόστολου ο πατέρας του είχε το ανάστημα ενός γίγαντα. Ήταν το απόλυτο πατρικό πρότυπο, επιτυχημένος στη δουλειά του, με ευρύ κοινωνικό κύκλο, ευγενικός αλλά και αυστηρός, έτοιμος να απαντήσει σε κάθε ερώτηση, μεταξύ άλλων και στις ερωτήσεις που αφορούσαν την πολιτική. Κεντρώος (που το δήλωνε ενίοτε και ως «βενιζελικός») και βαθιά καλλιεργημένος κοσμοπολίτης, ο πατέρας προσανατόλισε το γιο στο διάβασμα, μέσω του οποίου εκείνος έμαθε να μην αρκείται σε ότι άκουγε ή μάθαινε, να απαιτεί και την εξήγησή τους. Το καθοριστικό πρώτο βιβλίο για τον μικρό Απόστολο ήταν η ελληνική έκδοση (από την Ατλαντίδα, τον ιστορικό εκδοτικό οίκο των αδελφών Πεχλιβανίδη) ενός βιβλίου για παιδιά που υπέγραφε ο φημισμένος εκείνη την εποχή συγγραφέας παιδικών βιβλίων Μάνρο Ληφ, με τον χαρακτηριστικό τίτλο Το πιο σωστό. Από το βιβλίο εκείνο, «μια άριστη αγωγή του πολίτη για μικρά παιδιά», έμαθε για πρώτη φορά τι σημαίνει δημοκρατική οργάνωση μιας κοινωνίας και πώς διεκδικείται το κοινό καλό. Στις σελίδες του παιδικού εκείνου βιβλίου συναντά και έναν καθημερινό ιδεότυπο, που συχνά θα τον ξαναβρίσκει μπροστά του: τον Εαυτούλη.

Ο Εαυτούλης ήταν ο μόνος επώνυμος χαρακτήρας ενός βιβλίου του οποίου οι περισσότερες διδαχές ξεκινούσαν από την ακόρεστη διάθεση αυτού του αντιπαθούς νεαρού να επιβάλλει τη θέλησή του με το ζόρι στους άλλους. Η ζωή με είχε διδάξει ότι Εαυτούληδες υπήρχαν παντού – είχα ήδη γνωρίσει κάμποσους, κάθε ηλικίας. Η σημασία που είχε το Πιο σωστό ήταν ότι όχι μόνο καταδίκαζε τη συμπεριφορά τους αλλά και έδειχνε τον κατάλληλο τρόπο να τους αντιμετωπίσουμε. Ο τρόπος αυτός βασιζόταν στους Νόμους –λέξη γραμμένη στο βιβλίο με κεφαλαία–, που έβαζαν φρένο στις ορέξεις του Εαυτούλη. [...] Οι Νόμοι, που δεν αφήνουν κανέναν Εαυτούλη να κάνει ό,τι θέλει, φτιάχνονται με το πολίτευμα που ονομάζουμε δημοκρατία, στο οποίο η γνώμη όλων των ανθρώπων έχει το ίδιο βάρος. Και όλοι μαζί αποφασίζουν ποιος θα είναι ο πρωθυπουργός. (σ. 27-28)

Το πρώτο εκείνο μάθημα δημοκρατίας ο Δοξιάδης θα το ανακαλεί συχνά στην ενήλικη ζωή του, ιδίως μάλιστα ως προς τον Εαυτούλη.

Υπήρχαν όμως και άλλοι τρόποι παιγνιώδους μύησης του μικρού Απόστολου στα ζητήματα της πολιτικής. Ο πιο γοητευτικός ήταν η παρατήρηση και η ανάλυση των γελοιογραφιών που δημοσίευαν οι εφημερίδες, κυρίως μάλιστα των γελοιογραφιών που δημοσίευαν το Βήμα και τα Νέα, οι οποίες αγοράζονταν καθημερινά από τον πατέρα του. Ο Δοξιάδης, έτσι, έγινε πολύ πρόωρα ο προσεκτικός αναγνώστης και διερμηνευτής της σάτιρας του παλαίμαχου Φωκίωνα Δημητριάδη και του νέου τότε Κώστα Μητρόπουλου. Ο Δημητριάδης, μέρα τη μέρα, του πρόσφερε το συνολικό αφήγημα των πολιτικών εξελίξεων και, ταυτόχρονα, το σχολιασμό τους, από μια σκοπιά αποδεκτή στο σπίτι, αφού ήταν και η σκοπιά του πατέρα του. Γράφει για το ιδίωμα του Φωκίωνα Δημητριάδη:

Οι σταθεροί χαρακτήρες του ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές στην τότε ελληνική πολιτική σκηνή, όπως ο ψηλός με τα μεγάλα φρύδια που ήταν συνέχεια αγριεμένος (Καραμανλής), ο άλλος που φορούσε τσαρούχια (Ευάγγελος Αβέρωφ), ο κοντούλης που πήγαινε παντού με μια κότα (Κωνσταντίνος Τσάτσος), ο χοντρός με τα γυαλιά που κουβαλούσε πάντα ένα παλούκι, τον «μοχλό» (Κωνσταντίνος Ροδόπουλος), ο γέρος με τη μυτόγκα που συνήθως εμφανιζόταν μόνος του (Γεώργιος Παπανδρέου), και άλλοι ακόμα. [...] Το πρώτο διάστημα, μέχρι να εξοικειωθώ με πρόσωπα και πράγματα, οι γελοιογραφίες είχαν διπλό ενδιαφέρον: από τη μια με έτερπαν οι εικόνες, από την άλλη προσπαθούσα, αφού συλλάβιζα τα λόγια, να τα συνδυάσω με την εικόνα για να βγάλω κάποιο νόημα και, κυρίως, να για να βρω πού ήταν το αστείο. Με την προσπάθεια αυτήν μπήκα σιγά-σιγά στον κόσμο της πολιτικής με την πιο κοινή –τότε αλλά και τώρα– έννοια, όχι δηλαδή των υψηλών αρχών, σαν αυτές που δίδασκε ο Μάνρο Ληφ, αλλά των προσώπων. (σ. 34-35)

Για να περάσει από τον κόσμο των πολιτικών στον κόσμο της πολιτικής, ο μικρός Απόστολος χρειάστηκε να αρχίσει να κατανοεί το αφαιρετικό και πιο μοντέρνο ιδίωμα του άλλου γελοιογράφου του Βήματος, του Κώστα Μητρόπουλου. Εξηγεί:

Ο Μητρόπουλος ήταν για μένα η γέφυρα ανάμεσα στις δύο αντιλήψεις, του Μάνρο Ληφ και του Φωκίωνα Δημητριάδη. Τα σκίτσα του ήταν πολύ μικρά, λίγο μεγαλύτερα από ένα σπιρτόκουτο το καθένα σε πραγματικές διαστάσεις – γι’ αυτό άλλωστε η εφημερίδα τούς έβαζε από πάνω τον τίτλο «Χιούμορ της τσέπης». Η οπτική λακωνικότητα, μια απλή εικόνα με ένα απλό μήνυμα, από μόνη της σε οδηγούσε περισσότερο στο γενικό νόημα παρά στους καβγάδες των συγκεκριμένων ανθρώπων [των πολιτικών]. Επίσης, η έλλειψη οπτικής λεπτομέρειας υποβάθμιζε την αφηγηματική λειτουργία του σκίτσου, αλλά τόνιζε τη συμβολική. Σε αυτήν όμως συνέβαλλε ακόμα περισσότερο το ότι στα σκίτσα του Μητρόπουλου φιγουράριζαν πιο πολύ απ’ όσο στου Δημητριάδη, μαζί με τους πολιτικούς ή και ενίοτε δίχως αυτούς, προσωποποιήσεις εννοιών αφηρημένων, όπως ο Λαός (τσολιαδάκι), η Δημοκρατία (κοριτσάκι με σκούφο της Γαλλικής Επανάστασης), το Παλάτι (αυλικός με δίκωχο), και άλλες. (σ. 37)

Ο τρόπος με τον οποίο το παιδικό μυαλό του Δοξιάδη προσλαμβάνει τις γελοιογραφίες, η συνήθεια χάρη στην οποία μπορεί να διακρίνει τα γελοιογραφικά ιδιώματα και τις διαφορετικές προσεγγίσεις του ίδιου φαινομένου είναι υποδειγματικό μάθημα αισθητικής αγωγής – αισθητικής αγωγής του συγκεκριμένου, κάτι που δεν είναι αυτονόητο. Ιδιαίτερη είναι και η επιρροή που άσκησαν οι εφημερίδες όχι μόνο στο πολιτικό αισθητήριο του μικρού αναγνώστη τους, αλλά κυρίως στην εμβάθυνση στα γεγονότα, στην αξιολόγησή τους. Ο Απόστολος Δοξιάδης κατανόησε τον κόσμο, μέσω της καθημερινής περιγραφής των ενδιαφερόντων αποσπασμάτων του, όπως τα κατέγραφαν οι εφημερίδες. Είχε βέβαια την ευτυχία αφενός να ζει σε ένα σπίτι όπου η εξήγηση των γεγονότων από τον πατέρα-πρότυπο ήταν διαθέσιμη, όποτε εκείνος βρισκόταν στην Αθήνα –ταξίδευε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου–, αφετέρου διαβάζοντας δυο σοβαρές εφημερίδες, με ύλη που του έδιναν καθημερινά μια ολοκληρωμένη αφήγηση για τον κόσμο. Μια αφήγηση που δεν αρκούνταν στην παράθεση των καθημερινών πολιτικών γεγονότων, αλλά περιείχε και το σχολιασμό τους, τη διακωμώδησή τους μέσω των γελοιογραφιών, την ελαφρά σάτιρα της καθημερινότητας μέσω των χρονογραφημάτων. Φυσικά, οι εφημερίδες είχαν πολιτική ταυτότητα, την οποία έκαναν εμφατικότατα γνωστή, ιδίως τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, οπότε και η πολιτική ζωή της χώρας ήταν γεμάτη γεγονότα και πάθος. Αλλά ήταν εύλογο αυτό – και άλλωστε, η πολιτική προσέγγιση των γεγονότων από τις εφημερίδες ταυτιζόταν και προεξέτεινε εκείνη που υιοθετούσε ο πατέρας Δοξιάδης. Επιπλέον, η καθημερινή εφημεριδική αφήγηση περιλάμβανε ειδήσεις για τις τέχνες, κριτικές και, ασφαλώς, σελίδες με πληροφορίες από τη διεθνή επικαιρότητα. Πολλές από τις καθημερινές ιστορίες περιείχαν αγωνία, άλλες συγκίνηση, βοηθούσαν δηλαδή τον αναγνώστη, ιδίως τον άπειρο αναγνώστη, να ταυτίζεται ή να παίρνει αποστάσεις.

Μια από τις ουσιαστικές αποστάσεις του Απόστολου Δοξιάδη, απόρροια της οικογενειακής αντίληψης των πραγμάτων, της αντίληψης για την ελευθερία και τη δημοκρατία, ήταν η αντίθεση στις κομμουνιστικές χώρες, για τις οποίες παγιώθηκε η αίσθηση ότι είναι καθεστώτα ανελεύθερα. Η αίσθηση αυτή ενισχύθηκε ιδιαίτερα και από τις εφημερίδες, από τη φιλελεύθερη και φιλοδυτική προσέγγιση από την πλευρά τους του κόσμου. Βεβαίως, τα πράγματα ήταν συνθετότερα στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, όπου πολίτες με την αντίληψη για τα πράγματα του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, κεντρώοι, ναι μεν ήσαν αντίθετοι στον κομμουνισμό ως σύστημα αλλά, ταυτόχρονα, «ήταν κατά κανόνα λιγότερο μισαλλόδοξοι, λιγότερο επιρρεπείς στη δαιμονοποίηση της Αριστεράς και στις συνωμοσιολογικές ερμηνείες της πραγματικότητας που μπορεί να δημιουργούσε» (σ. 52). Οι διωχθέντες μάλιστα τα χρόνια μετά τον εμφύλιο, όσοι είχαν κάνει φυλακή ή εξορία, αντιμετωπίζονταν από τον Κωνσταντίνο Δοξιάδη με συμπάθεια.

Όλα αυτά, όμως, για την αντίληψη του διαμορφούμενου ιδεολογικά μικρού Απόστολου εξαφανίζονταν όταν έμπαινε στη συζήτηση η Ρωσία. Για εκείνον, η Ρωσία ήταν στα πρώτα παιδικά του χρόνια ένα απεχθές κράτος με ένα απεχθές καθεστώς, πρωτίστως επειδή στην προσπάθειά της να κερδίσει τον πόλεμο του διαστήματος, που είχε φουντώσει, είχε προκαλέσει στον ίδιο ένα μεγάλο ψυχικό τραύμα: είχε στείλει στο διάστημα, με μια ρουκέτα, ένα σκυλάκι, τη Λάικα – που θα χανόταν στο απέραντο κενό χωρίς να επιστρέψει ποτέ. Το απομεινάρι του τραύματος πήρε καιρό να σβήσει.

Ωστόσο, η απέχθεια για τη Ρωσία, η επενδεδυμένη αρχικά με τόσο συναίσθημα και τόσο άγχος διαταράχτηκε κι αυτή όταν, πάντα μέσω των εφημερίδων, ο μικρός Απόστολος πληροφορήθηκε για τον διπλό πράκτορα Κιμ Φίλμπυ, ο οποίος, ενώ εργαζόταν για τις βρετανικές μυστικές υπηρεσίες, ταυτόχρονα ήταν πράκτορας των Ρώσων. Ήταν γι’ αυτόν ένα πρώτο μάθημα αποστασιοποίησης από τις εύκολες ταυτίσεις, από τον μανιχαϊσμό. Τον βοήθησε και η προσέγγιση του πατέρα του, ο οποίος θαύμαζε στον Φίλμπυ τη «δεξιοτεχνία της συγκάλυψης». Ο μικρός Απόστολος πάντως, διάβαζε στην επιλογή του Φίλμπυ κάτι «γαργαλιστικά σκανταλιάρικο». Ήταν όμως μια σκανταλιά που τον επηρέασε βαθύτατα στα μετέπειτα χρόνια. Και να γιατί:

Ο Φίλμπυ ήταν ένας άνθρωπος που όχι απλώς είχε δύο διαμετρικά αντίθετες ταυτότητες, του βρετανού πράκτορα κατά των Σοβιετικών και του σοβιετικού πράκτορα κατά των Βρετανών, αλλά και η μια, η δεύτερη, που αγνοούσαν σχεδόν οι πάντες, ήταν για τον ίδιο η αληθινή, ενώ η πρώτη, αυτή που όλοι ήξεραν, η ψεύτικη. Ετούτη η συνειδητή πλαστοπροσωπία μού προσέφερε, χωρίς να το καταλαβαίνω, ένα σύμβολο άκρως ανακουφιστικό για πολλές ψυχικές μου ελλείψεις. Ήταν σαν, με την επιτυχία του, να ξεγελά το περιβάλλον του σχετικά με το ποιος ήταν, ο Φίλμπυ να μου ψιθύριζε εσωτερικά, και εντελώς εμπιστευτικά για να μην ακούσουν οι μεγάλοι: «Μη στενοχωριέσαι για τα πράγματα που οι άλλοι, γονείς, δάσκαλοι, φίλοι, ψέγουν σ’ εσένα, γιατί δεν είσαι ό,τι βλέπουν αυτοί. Κατά βάθος, στ’ αλήθεια, είσαι κάποιος άλλος, αυτός που ξέρεις μόνο εσύ. Ακριβώς όπως κι εγώ, στ’ αλήθεια είσαι ο κρυφός αλλά πραγματικός εαυτός σου. Και το ότι τον κρατάς κρυφό τον κάνει να είναι χίλιες φορές πιο δυνατός». (σ. 65)

 

3.

Η ενηλικίωση του Απόστολου Δοξιάδη συντελείται προώρως, παράλληλα με τα γεγονότα που προηγήθηκαν της δικτατορίας. Η πρόσληψη των γεγονότων των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1960, μέχρι τη δικτατορία, ήταν ταυτόσημη με την περιγραφή και την εξήγησή τους από το Βήμα και τα Νέα, καθώς και τις συζητήσεις με τον πατέρα Δοξιάδη και τους φίλους του. Εύλογο. Το οικογενειακό του περιβάλλον είναι αστοί κεντρώοι. Δυο πρόσωπα ξεχωρίζουν για τη σημασία τους στην πολιτική ενημέρωση: οι προφανώς κεντρώοι και αντιβασιλικοί, Χρήστος Λαμπράκης, εκδότης των εφημερίδων, και (ο ανερχόμενος τότε πολιτικός συντάκτης) Λέων Καραπαναγιώτης είναι οικογενειακοί φίλοι του πατέρα, συχνά καλεσμένοι στο σπίτι τους, και, παρά την προσωπική αντιπάθεια του Κωνσταντίνου Δοξιάδη για τον Γεώργιο Παπανδρέου, ούτε στιγμή στα κρίσιμα συμβάντα δεν διανοήθηκε να μη στηρίξει τις επιλογές του δημοκρατικού Κέντρου.

Υπ’ αυτό το πλαίσιο βαθαίνει και η σχέση του Απόστολου Δοξιάδη με τα πολιτικά πράγματα του τόπου. Οι ταυτίσεις του με την πολιτική της Ενώσεως Κέντρου γίνονται από νωρίς, ήδη από τις εκλογές του Οκτωβρίου 1961, τις εκλογές «βίας και νοθείας», τις οποίες κέρδισε με το συνθλιπτικό 50,8% η δεξιά ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Η δολοφονία του βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη, τον Μάιο του 1963, λειτουργεί ως συναισθηματική ένεση υπέρ της Αριστεράς, ιδίως της Αριστεράς στην Ελλάδα και των συμβόλων της, ένα από τα οποία συναιρείται στο διεθνές κίνημα ειρήνης, επικεφαλής του οποίου στην Ελλάδα ήταν ο Λαμπράκης. Η παραίτηση και η φυγή του Καραμανλή, η νίκη του Γεωργίου Παπανδρέου τον Νοέμβριο του 1963, οι συγκρούσεις του με τα Ανάκτορα, οι συγκλίσεις και οι αποκλίσεις του Κέντρου και της ΕΔΑ, τα γεγονότα της Αποστασίας, οι πληροφορίες που εκτοξεύει η Δεξιά για την οργάνωση Ασπίδα και το ρόλο του Ανδρέα Παπανδρέου δίνουν ερεθίσματα και συγκινήσεις στον νεαρό που μεγαλώνει. Και ενώ η πολιτική κρίση φαίνεται ότι βαθαίνει, ο νεαρός Απόστολος πρέπει να αντιμετωπίσει και τις δικές του, προσωπικές δυσκολίες στο σχολείο: ενώ άρχισε να φοιτά στο Πρότυπο Λύκειο Αθηνών, από το 1962, στην τετάρτη δημοτικού, μετεγράφη στο Κολλέγιο –«το Αμερικανικό, όπως το έλεγαν τότε οι περισσότεροι»– όπου δεν αισθανόταν καθόλου καλά. Τον ενοχλούσε ότι ήταν σχολείο αρρένων, τον ενοχλούσαν η νοσηρή ανταγωνιστικότητα και ο ελιτισμός, τον ενοχλούσε και μια «στρίγγλα δασκάλα», η οποία αναδρομικά πήρε συγχωροχάρτι όταν, την επόμενη χρονιά, στην πέμπτη δημοτικού, ανέλαβε τη διαπαιδαγώγησή του ένας πολύ σκληρός δάσκαλος, είρων, σκληρός και βίαιος, ο οποίος έχει καταγραφεί, χρόνια μετά, στη συνείδησή του ως «το κάθαρμα».

Οι μόνες θετικές συγκινήσεις του στον δημόσιο χώρο, συνεπώς, ήταν αφ’ ενός η νίκη της Ένωσης Κέντρου, αφ’ ετέρου η συμμετοχή του στις τελετές ενηλικίωσης στις οποίες του έκανε χάρη να τον παίρνει ο πατέρας του. Μια απ’ αυτές, που περιγράφεται με την ακρίβεια ενός ρεπορτάζ, είναι η συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν της οδού Κολοκοτρώνη, με το Άξιον Εστί του Μίκη Θεοδωράκη, σε ποίηση Οδυσσέα Ελύτη. Την ορχήστρα διηύθυνε ο συνθέτης, και οι ερμηνευτές ήταν οι ίδιοι με τους ερμηνευτές της ηχογράφησης: ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης στο ρόλο του λαϊκού τραγουδιστή και ο Μάνος Κατράκης στην απαγγελία. Μετά το τέλος της συναυλίας, ο πατέρας του τον οδήγησε στα παρασκήνια όπου συνάντησε τον Μάνο Κατράκη, με τον οποίο αγκαλιάστηκαν βουρκωμένοι. Την απορία για τη γεμάτη συγκίνηση σκηνή την έλυσε ο πατέρας στο γιο του κατόπιν, όταν ανηφόριζαν προς το σπίτι τους, στις υπώρειες του Λυκαβηττού:

«Θυμάσαι μια φορά που σου είπα ότι στην Αλβανία, δεκανέας του Πυροβολικού, είχα υπό τις διαταγές μου μόνο δύο φαντάρους, και μαζί μας ένα μουλάρι να τραβάει το κανόνι;

Φυσικά θυμόμουν.

«Ε, ο ένας από τους δύο φαντάρους ήταν ο Μάνος Κατράκης», μου είπε. «Έξι μήνες ζήσαμε μαζί, από το πρωί ώς το βράδυ, στο Μέτωπο». (σ. 125).

Η εξομολόγηση αυτή είχε γίνει αργά το βράδυ της 19ης Απριλίου 1967.

 

4.

Η πραγματική τελετή ενηλικίωσης για τον Απόστολο Δοξιάδη, εικάζω και για πολλά παιδιά της ηλικίας του, ήταν το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Ωστόσο, η πρώτη εντύπωση του μικρού Απόστολου στο άκουσμα της είδησης «έγινε κίνημα» ήταν μια αναταραχή καθόλου δυσάρεστη. Εύλογο. Για κάθε παιδική φαντασία αυτό που κυριαρχεί είναι η περιπέτεια. Ειδικά όμως στον δεκατριάχρονο Απόστολο, εκείνο το πρωινό, εντυπώθηκε μια ξεχωριστή λεπτομέρεια. Εντυπώθηκαν οι στίχοι του εμβατηρίου που συνόδευε, στο ραδιόφωνο, την ανακοίνωση της κήρυξης στρατιωτικού νόμου. Έπαιζε στρατιωτική μπάντα και τραγουδούσε ανδρική χορωδία:

Προχωρείτε, προχωρείτε

ένας Νους Φωτεινός κυβερνά,

για άλλους Γράμμους εμπρός χυθείτε,

να ο στρατός μας με δόξα περνά.

Οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα σας θωρούν

Κι όλοι σας χειροκροτούν!

Η παιδική ηλικία έχει καμιά φορά τη δυνατότητα να μεγεθύνει το γελοίο, να το οικειοποιείται αποστασιοποιημένα σαν ένα προσωπικό αστείο – κι ήταν σημαντικό για τη μετέπειτα στάση του Απόστολου Δοξιάδη απέναντι στη χούντα ότι η νέα περίοδος άρχισε με το συγκεκριμένο προείκασμα των τελετών της Πολεμικής Αρετής των Ελλήνων. Ωστόσο, κυρίως από τις αντιδράσεις των μεγάλων, σύντομα θα κατανοήσει ότι άλλαζαν πολλά στη χώρα – όπως θα άλλαζαν και στην οικογενειακή τους ζωή.

Το μεγαλύτερο πλήγμα των πρώτων ημερών για τον ίδιο πρέπει να ήταν ό,τι συνέβη με τον Τύπο. Όταν πλέον το πραξικόπημα αισθάνθηκε σίγουρο στην εξουσία, και μόνο τότε, επανεκδόθηκαν εφημερίδες – αλλά όχι όλες. Ούτε η Καθημερινή, ούτε η Μεσημβρινή, ούτε η Ελευθερία βρίσκονταν πια στα περίπτερα. Ο φίλος του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, Χρήστος Λαμπράκης, αντίθετα, είχε επιλέξει να συνεχιστεί η έκδοση των δικών του φύλλων, του Βήματος και των Νέων, παρά τη λογοκρισία, προσδοκώντας ότι κάποια στιγμή θα μπορέσουν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος. Ήταν βεβαίως σκιές της παλαιάς τους εικόνας. Χωρίς τους συνεργάτες και τις γνώριμες στήλες και, κυρίως, χωρίς το μαχητικό πνεύμα της προδικτατορικής περιόδου, τα έντυπα του Συγκροτήματος ήταν, τον πρώτο καιρό τουλάχιστον, βήματα αναπαραγωγής των θέσεων του καθεστώτος. Οι εφημερίδες ως μέσο γνωριμίας με τον κόσμο και σχολιασμού του είχαν τελειώσει μέσα σε μια μέρα για τον Απόστολο.

Αλλά δεν χάθηκαν μόνο οι προσλαμβάνουσες της ελευθερίας. Μια μέρα, ο αυταρχισμός της χούντας στράφηκε άμεσα εναντίον της οικογένειας Δοξιάδη. Μάλιστα σε μια απροσδόκητη στιγμή, και ενώ η οικογένεια ετοιμαζόταν, λόγω της δουλειάς του πατέρα, να φύγει για μια χρονιά στην Ουάσιγκτον, μαζί και ο Απόστολος ο οποίος θα γλίτωνε από το μισητό Κολλέγιο. Αλλά στην επιστροφή από μια οικογενειακή εκδρομή, τους περίμενε ένα νέο καθόλου καλό. Η Ασφάλεια είχε συλλάβει την αδελφή του Απόστολου, την Καλή, που εργαζόταν δημοσιογράφος στο Βήμα.

Η αναστάτωση ήταν τεράστια. Και μεγάλωνε όσο η Ασφάλεια δεν επέτρεπε στη μητέρα να συναντήσει την κόρη της – μια πρώτη συνάντηση έγινε δυνατή μετά τις πρώτες δέκα μέρες κράτησης, επειδή όπως μαθεύτηκε αργότερα η Καλή υφίστατο βασανιστήρια για να ομολογήσει συμμετοχή στο Πατριωτικό Μέτωπο. Οι προσπάθειες του πατέρα, μέσω των γνωριμιών του, να την απελευθερώσει απέβησαν μάταιες, κι αυτό επιδείνωσε τη δυσθυμία του γιου, αφού μεταξύ άλλων άλλαξε το σχέδιο και για τον Απόστολο: αντί να μείνει με τους δικούς του στην Ουάσιγκτον σε κάποιο άνετο ξενοδοχείο, θα πήγαινε μόνος, Κύριος οίδε για πόσον καιρό, εσωτερικός στο σχολείο όπου θα συνέχιζε τα μαθήματά του.

Υπό αυτή την πίεση, ο μαθητής του γυμνασίου Απόστολος πήγε να δει την κρατούμενη στη Γενική Ασφάλεια αδελφή του, στην οδό Μπουμπουλίνας. Θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν μόνο από μακριά: κάποια στιγμή, εκείνη θα βρισκόταν στο παράθυρο του κελιού όπου κρατούνταν, κι ο Απόστολος θα μπορούσε να τη δει, ίσως και να κατάφερναν να συνεννοηθούν με νοήματα. Η επικοινωνία έγινε δυνατή, αλλά τον πήρε χαμπάρι ένας ασφαλίτης, ο οποίος τον άρπαξε και τον οδήγησε στα ενδότερα. Στο εσωτερικό της Ασφάλειας αντιμετώπισε για πρώτη φορά την απειλή της σκληρής και άδικης αυταρχικής εξουσίας.

Η κατάπνιξη του κινήματος εκδημοκρατισμού του κομμουνισμού στην Τσεχοσλοβακία, της λεγόμενης Άνοιξης της Πράγας, τον Αύγουστο του 1968, την ίδια εποχή της σύλληψης της Καλής, ταυτόχρονα έχει δείξει σε έναν νεαρό Έλληνα με σαφή απέχθεια απέναντι στο καθεστώς ανελευθερίας ότι οι τυραννίες δεν είναι μόνο δεξιές.

 

5.

Το ταξίδι στην Αμερική για τον Απόστολο Δοξιάδη μετατράπηκε σε οδυνηρή περιπέτεια. Για πρώτη φορά πιέστηκε αφάνταστα από την αντικειμενική συνθήκη, ως οικότροφος στο σχολείο όπου είχε κάνει εγγραφή. Μόνη φυγή από την καταπίεση ήταν η διέξοδος στη λογοτεχνία, μέσω της πλούσιας βιβλιοθήκης στο σχολείο. Ήταν όμως και η πρώτη περίοδος της ζωής του που θα έκανε ιδεολογικές συζητήσεις – και η αφορμή ήταν το κλίμα μιας περιρρέουσας στην κοινωνία επαναστατικότητας, με φόντο τον οδυνηρό για την Αμερική πόλεμο στο Βιετνάμ. Είναι η εποχή που ο απόηχος της δολοφονίας του Τσε Γκεβάρα, στις 9 Οκτωβρίου 1967, μετέτρεψε ένα πρόσωπο μιας μαρξιστικής επανάστασης σε ποπ είδωλο. Κι ήταν η ίδια εποχή της ανόδου και, τελικά, στις 4 Απριλίου 1968, της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ.

Το σχολικό έτος 1967-68 αποδείχτηκε δύσκολο για τον Απόστολο Δοξιάδη. Ωστόσο, η επιστροφή του στην Ελλάδα θα ήταν ακόμα πιο δύσκολη – και την επόμενη σχολική χρονιά, αφόρητο πλέον το σχολικό περιβάλλον στην Ελλάδα της χούντας. Τότε κατέφυγε στα μαθηματικά, ως εγκεφαλική διέξοδο, αφορμή για πνευματική περιπέτεια αλλά και σανίδα σωτηρίας. Κάποια στιγμή, ο Απόστολος Δοξιάδης εκπονεί μια εργασία που προσέχτηκε και κέρδισε ένα βραβείο από την Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία. Την εργασία αυτή τη μεταφράζει και τη στέλνει σε πέντε διάσημους καθηγητές μαθηματικών, σε ισάριθμα πανεπιστήμια της Αμερικής. Και, ω του θαύματος, ένας απ’ αυτούς, ο καθηγητής Σάμιουελ Άιλενμπεργκ, την προσέχει και τον καλεί να σπουδάσει μαζί του, ως παιδί με ειδικές δεξιότητες, στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένει βρίσκεται ξανά στην Αμερική, φοιτητής – χωρίς να έχει τελειώσει το σχολείο.

 

6.

Η αφηγηματική δεινότητα του Δοξιάδη είναι απίστευτη. Ακόμα κι αν η διήγηση στηρίζεται στις μνήμες του, απέχει πολύ από το να είναι μια πλαδαρή και αδιάφορη εξιστόρηση προσωπικών στιγμών. Ελέγχοντας τη δοσολογία ανάμεσα στην εξιστόρηση της προσωπικής ζωής του και των πολλών ιστορικών παραπομπών που διασταυρώνονται με αυτή, ο συγγραφέας πετυχαίνει σε ένα πολυστυλιστικό αφηγηματικό ιδίωμα.

Είναι ένα ιδίωμα που για να πετύχει το στόχο του, τον αναγνώστη, πρέπει να είναι ακριβές ιστορικά, χωρίς ωστόσο να είναι περιγραφικό και αναλυτικό σαν ιστορικό δοκίμιο. Πρέπει να στρογγυλεύει πολλά περιστατικά, να επιλέγει ποια θα αναδείξει σε βάρος άλλων, να είναι αφαιρετικό αλλά και βαθύ. Το ίδιο οφείλει να είναι ακριβές και στην περιγραφή της πνευματικής περιπέτειας του βασικού ήρωα, δηλαδή του ίδιου του συγγραφέα. Οι γνώσεις με τις οποίες εξοπλίζεται, ως χαρακτήρας, ως έφηβος ακόμη πολίτης και ως επιστήμων, δεν πρέπει να βαραίνουν την αφήγηση, αλλά δεν μπορεί να είναι και σχηματικές. Οι σκέψεις του πλουτίζουν τη δράση με στοχαστικότητα, απαραίτητη σε μια τόσο σύνθετη εξιστόρηση, όπου ο ήρωας πέρα από την προσωπική περιπέτειά του μέσα σε συναρπαστικές ιστορικά συνθήκες, πρωτίστως οφείλει να καταθέσει και ένα πιο αθέατο κομμάτι αυτής της περιπέτειας, την πνευματική του στάση. Τα πρόσωπα, τέλος, που θα αναφέρει χρειάζεται να στέκονται αυτόνομα, ως μυθιστορηματικές περσόνες – ενώ ταυτόχρονα θα κινούνται σε συνάφεια με τα γεγονότα και τα πραγματικά περιστατικά στα οποία έζησαν. Κι όλα αυτά σε ένα σύνθετο είδος, μια πλοκή στην οποία εναλλάσσονται η περιπέτεια, η συγκίνηση, τα τεκμήρια της γνώσης, συχνά ακαδημαϊκής και εξαιρετικά εξειδικευμένης προκειμένου για τις σπουδές του στα μαθηματικά, τα ιστορικά γεγονότα, τα ιστορικά πρόσωπα αλλά και αρκετές μαρτυρίες που καθρεφτίζουν μια περίοδο ή μια εποχή. Με τη στοχαστικότητα όμως συνυπάρχει και το χιούμορ.

Ο Απόστολος Δοξιάδης ανταποκρίνεται περίφημα στις απαιτήσεις αυτής της αφήγησης. Εκκινεί από πλεονεκτική θέση: εκ των υστέρων έχει αποφασίσει πώς θα τοποθετήσει τα ιστορικά γεγονότα και ποια θέση θα πάρει απέναντι στα πρόσωπα στα οποία θα δώσει ρόλους. Υποκειμενικός; Προφανώς. Άδικος για κάποια πρόσωπα και γεγονότα; Επίσης προφανώς, τη δική του ματιά στα πράγματα ξεδιπλώνει, γι’ αυτή ρισκάρει ως συγγραφέας, αυτή συζητάμε. Έχοντας πάντως λύσει τους προσωπικούς λογαριασμούς του με την ιστορία, με το νόημα δηλαδή της εμπλοκής του στα ιστορικά γεγονότα που θα αρχίσει να αφηγείται στη συνέχεια, η μόνη έγνοια του είναι για τη σύνθεση. Ποια επεισόδια, πόσο και πώς. Ποια πρόσωπα. Ποιες αναφορές. Ποια ιστορικά στιγμιότυπα. Ποιες πλάκες.

Το αποτέλεσμα τον δικαιώνει. Ο Ερασιτέχνης Επαναστάτης είναι ταυτόχρονα και οικογενειακή σάγκα, και μυθιστόρημα ενηλικίωσης, και προσωπικό απομνημόνευμα, και ιστορικό χρονικό, και τολμηρή πολιτικοκοινωνική αποτίμηση μιας ιδιαίτερα κρίσιμης περιόδου της ελληνικής Ιστορίας. Αλλά, πρωτίστως, είναι ένα κείμενο γοητευτικό, ανοιχτό στους αναγνώστες. Είτε έχουν γνώμη είτε δεν έχουν για την εξιστορούμενη περίοδο.

Προφανώς, επίσης, το βιβλίο είναι μια αποτίμηση. Ο σημερινός Δοξιάδης αποτιμά μια περίοδο της ελληνικής Ιστορίας αλλά, πρωτίστως, τη διαδρομή της ζωής του. Τις ιδέες του, τις επιλογές του, τους ανθρώπους που συναναστράφηκε – έστω, όσους θεώρησε ενδιαφέροντες για να τους βάλει στην ιστορία του. Για να κατανοήσουμε, όμως, πώς διαμορφώθηκε στην πορεία και πού βρίσκεται σήμερα σε σχέση και με ό,τι έζησε εκείνα τα χρόνια, θα χρειαστεί η εστίαση σε κάποιες ακόμα από τις εξιστορήσεις του. Ιδίως σε εκείνες στις οποίες αντιμετωπίζει την πρόκληση της Ιστορίας. Σε εκείνες που τον οδηγούν στην πολιτική στράτευση και στον αντιδικτατορικό αγώνα. Στις εξιστορήσεις, δηλαδή, που αρχίζουν όταν πλέον είναι φοιτητής στο Κολούμπια και του γίνεται πρόταση να οργανωθεί σε κόμμα. Σε κομμουνιστικό κόμμα.

 

7.

Στο κλίμα υπερπολιτικοποίησης που φέρνει η διαμαρτυρία για τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ο νεαρός φοιτητής Απόστολος Δοξιάδης προσπαθεί να τοποθετηθεί με τη νηφαλιότητα ενός στοχαστικού φιλελεύθερου, όπως έχει μάθει στα νεότερα χρόνια – μεταξύ άλλων και με τη στιβαρά επιδραστική διακριτικότητα του πατέρα του. Κάνει πολύ σοβαρές προσπάθειες να βρει το νόημα των συνθημάτων και των τραγουδιών της εποχής. Να καταλάβει τι θα μπορούσε άραγε να συμβεί όταν σβήσει ο ήχος συνθημάτων όπως “One, two, three, four, we don’t want your fucking war” ή “End the war now! End the war now!”, ή τραγουδιών όπως το “Give Peace a Chance», που ο ίδιος ήξερε μόνο από το δίσκο του Τζον Λέννον πριν φτάσει στη Νέα Υόρκη. Να εννοήσει τις πολιτικές διαφωνίες μέσα στους κόλπους του αντιπολεμικού κινήματος, σε ομάδες υποκινημένες από την πιθανότητα της εμπλοκής τους στον πόλεμο (όπως σε συμφοιτητές του, που αντιμετώπιζαν την κλήρωση για την υποχρεωτική επιστράτευση, βάσει της οποίας κάποιοι έπρεπε να αφήσουν τις σπουδές τους και να σπεύσουν να σκοτωθούν, ή να τρελαθούν, στις ζούγκλες του Βιετνάμ), αλλά και σε ομάδες αντιμαχόμενων ακτιβιστών, που δεν κινδυνεύουν να στρατευθούν. Γράφει επ’ αυτού ο Δοξιάδης:

Αν εστίαζα μόνο στο συναίσθημα και στις βασικές, απλές ιδέες που δένονται αναπόσπαστα μαζί του, θα μπορούσα να γράφω σελίδες επί σελίδων για τα τραγούδια της εποχής εκείνης, για τα χιλιάδες μικρομηνύματα που εξέπεμπαν οι στίχοι, άλλοτε ηθελημένα από τους δημιουργούς τους και άλλοτε από την προσωπική αντίδραση του καθενός μας –άκουγε ο καθένας ό,τι ήθελε να ακούσει–, αλλά και για τη μουσική τους, από τους θυμωμένους, εκρηκτικούς ρυθμούς της ροκ ώς τα λυπημένα μινόρε των ερωτικών τραγουδιών. Το τραγούδι όμως δεν είναι κατάλληλο για την ανάπτυξη σύνθετων μηνυμάτων. Μπορεί μοναδικά να κλάψει ή να φωνάξει ή να γελάσει, αλλά δεν ξέρει να παρουσιάσει σε έκταση και, ακόμα περισσότερο, να αναλύσει μια πραγματικότητα. (σ. 275)

Τα εργαλεία για να μπορεί ο αφηγητής/πρωταγωνιστής να αναλύσει όχι μόνο την πραγματικότητα του πολέμου στο Βιετνάμ, όχι μόνο το μίσος του κατά της χούντας, αλλά όλων των πολιτικών φαινομένων στον πλανήτη, προσφέρθηκαν εκείνη ακριβώς την περίοδο από τον αγαπημένο εξάδελφό του, Αρίστο Δοξιάδη, ο οποίος είχε τελειώσει το σχολείο στην Ελλάδα και ήρθε κι αυτός στην Αμερική για σπουδές – κοινωνικές επιστήμες και οικονομικά στη Βοστώνη, στο Χάρβαρντ. Η πρώτη συζήτηση των δυο εξαδέλφων στην Αμερική σε ένα χαμπουργκεράδικο κατέληξε να έχει θέμα τη φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού, τους θεμελιωτές του μαρξισμού, την έννοια της «υπεραξίας», αλλά και την αμφισβήτηση της αποκαλούμενης «αστικής δημοκρατίας», στο όνομα της δικτατορίας του προλεταριάτου, μιας περιόδου προσωρινής στέρησης μεγάλου μέρους της ελευθερίας των πολιτών προκειμένου να ετοιμαστεί το έδαφος ώστε, κάποια στιγμή, στο μακρινό μέλλον, να εδραιωθεί σε ολόκληρη τη Γη η αταξική κοινωνία. Ο κομμουνιστικός παράδεισος. Ο Απόστολος Δοξιάδης, εκστατικός στην αρχή, περιγράφει:

Η μύηση στην κομμουνιστική θεωρία, αν και μέρος μιας διαδικασίας πολιτικής, έχει έντονα θρησκευτική υφή, ακριβώς με την έννοια των αρχαίων μυστηριακών θρησκειών: νιώθεις ότι σου ανοίγονται τα μάτια από το σκοτάδι στο φως. Ιδιαίτερα όταν γίνεται στο περιβάλλον ενός αυταρχικού καθεστώτος, όπου μια τέτοια ένταξη τιμωρείται αυστηρά, το μυστηριακό στοιχείο αυξάνει, με την πλήρη σημασία της λέξης: οι λέξεις μύηση, μυστήριο, μυστικό, μυστικισμός έχουν κοινή ρίζα το αρχαίο μύω, που σημαίνει «κλείνω», εδώ με την ειδική σημασία του «κλείνω το στόμα μου», δηλαδή «δεν λέω αυτά που ξέρω».

Οι θεωρητικές αποκαλύψεις, μαζί με τη μυστικοπάθεια που του επέβαλε ως πλαίσιο της επικοινωνίας τους ο Αρίστος, λειτούργησαν ως ένα ισχυρό κίνητρο για τον Απόστολο, για να προσχωρήσει γοητευμένος σε κάτι περιβεβλημένο την αχλύ του μυστηρίου. Δεσμεύτηκε ότι θα διαβάσει μαρξισμό, και όντως τους επόμενους μήνες έπεσε με τα μούτρα. Η συνάντηση με τους κλασικούς, τους επιγόνους και τους διερμηνευτές τους δεν ήταν χωρίς προβλήματα. Ο Απόστολος εξέφραζε τις αντιρρήσεις του στον Αρίστο ο οποίος προσπαθούσε να τον πείσει να μην ψάχνει τόσο πολύ τις λεπτομέρειες αλλά να ενστερνισθεί τη μεγαλύτερη εικόνα, της ιστορικής νομοτέλειας που ερχόταν να επιβάλει το δίκιο της σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο Απόστολος είχε την εντύπωση ότι ο Αρίστος θα του πρότεινε να γίνει μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Όμως η πρόταση δεν ήταν για εκεί.

«Σου προτείνω, λοιπόν, τώρα να μπεις σε έναν πυρήνα που υποστηρίζει το Κου-Κου-Ε Εσωτερικού. Το πραγματικό Κου-Κου-Ε».

Θεώρησα ότι σε μια τόσο ξεκάθαρη πρόταση όφειλα να απαντήσω και εγώ με ξεκάθαρο τρόπο. Είπα ναι.

 

8.

Η προσπάθεια μύησης, στη Νέα Υόρκη και στη Βοστώνη, του Απόστολου Δοξιάδη στο ΚΚΕ Εσωτερικού, που ήταν προϊόν της διάσπασης του ΚΚΕ το 1968, και τα στελέχη του οποίου έλπιζαν ότι θα μετασχηματιζόταν στον κύριο κορμό του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, θα μπορούσε να ενέχει ένα στοιχείο φαρσικό. Αν έπαιρνε κανείς υπ’ όψη του τη φράση του Μαρξ ότι «το είναι καθορίζει τη συνείδηση», εύλογα θα σκεφτόταν ότι οι Δοξιάδηδες, κοινωνικά και οικονομικά ευνοημένα παιδιά, έπαιζαν τους επαναστάτες. Όμως αν ήταν το πράγμα τόσο απλό, γιατί να έχει παίξει αυτό το ριψοκίνδυνο παιχνίδι ο αντίστοιχα κοινωνικά και οικονομικά ευνοημένος διπλός πράκτορας, ο Φίλμπυ; Αν κάποιοι δεν έβαζαν τις ιδέες πάνω από οποιοδήποτε προνόμιο μπορούσαν να έχουν στις καπιταλιστικές κοινωνίες, τότε η ζωή θα ήταν ρηχή και επίπεδη, φτωχή κατ’ ουσίαν. Κι έπειτα, ειδικά για τον αφηγητή του Ερασιτέχνη Επαναστάτη τουλάχιστον, η βασική προτεραιότητα πάντα ήταν η ανατροπή του αυταρχικού καθεστώτος των συνταγματαρχών στην Ελλάδα.

Με τέτοιες σκέψεις, ο Απόστολος Δοξιάδης δικαιολογούσε την προτίμησή του στο ΚΚΕ Εσωτερικού – συχνά και στις συζητήσεις του με δυο φίλους του Έλληνες, τον Άγγελο Τσιριμώκο (γιο του δημοσιογράφου και συγγραφέα αστυνομικών μυθιστορημάτων Γιάννη Μαρή) και τον Νίκο Μανωλόπουλο. Τον συνήγειρε ακόμα η βεβαιότητα ότι αυτό το κόμμα δεν ήταν όπως τα σταλινικά κομμουνιστικά κόμματα που προετοίμαζαν τη στυγνή δικτατορία του προλεταριάτου. Μάθαινε ότι το ΚΚΕ Εσωτερικού επιδίωκε το σοσιαλισμό με δημοκρατία και ελευθερία, συγγένευε με τον Ντούμπτσεκ και με το ΚΚ Ιταλίας, του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Αυτό το κόμμα μπορούσε να εργαστεί πραγματικά στην Ελλάδα για την ανατροπή της χούντας και την παλιννόστηση της δημοκρατίας, όχι για την επαναστατική διεκδίκηση του κομμουνισμού.

Όλα αυτά έμεναν στη θεωρία ώς το καλοκαίρι του 1972. Οπότε, έχοντας πια τελειώσει το Κολούμπια και πριν κάνει το επόμενο βήμα, να συνεχίσει μεταπτυχιακά στο Παρίσι, ο Απόστολος Δοξιάδης φτάνει στην Ελλάδα για διακοπές. Και, στην Αθήνα πλέον, αποδέχεται την πρόταση του Αρίστου να έλθει σε επαφή με συντρόφους, για να ενταχθεί στο υπό ίδρυση τότε παράνομο ΠΑΜ Νέων. Στόχος, να αναπτυχθεί αντιστασιακή δράση που θα φουντώσει, οικοδομώντας τις συνθήκες για να πέσει η χούντα. Σε συνθήκες απόλυτης συνωμοτικότητας, έρχεται σε επαφή με τον Αχιλλέα, συνωμοτικό ψευδώνυμο του μετέπειτα καθηγητή οικονομικών, Σταύρου Ιωαννίδη. Στην ίδια ομάδα βρίσκεται, ως «γραμματέας» (επικεφαλής) της ΚΟΣ και στη συνέχεια του Ρήγα Φεραίου, ο Σταύρος Τσακυράκης, μετέπειτα καθηγητής συνταγματικού δικαίου. Ο Απόστολος Δοξιάδης θα είναι ο σύνδεσμος για την επικοινωνία ανάμεσα στον παράνομο μηχανισμό της Ελλάδας και στον καθοδηγητικό μηχανισμό που εδρεύει στο Παρίσι – επικεφαλής του οποίου ήταν ο Ελληνοσουηδός (Σουηδός πατέρας, Ελληνίδα μητέρα) Άξελ/Σωτήρης Βαλντέν. Κοινό χαρακτηριστικό όλων: είχαν υπάρξει μαθητές στο Κολλέγιο Αθηνών.

Διακριτικό γνώρισμα των καθηκόντων που ανέλαβε ο Απόστολος Δοξιάδης: Ό,τι έκανε, έπρεπε να το κάνει σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας, να το ξέρει μόνο αυτός και ο καθοδηγητής του. Πώς μπορείς, όμως, αν είσαι νέος, να αποκρύπτεις από τις παρέες σου ότι κάνεις κάτι παράνομο και ριψοκίνδυνο, περνώντας στα μάτια τους για συνηθισμένος άνθρωπος στη δίνη της καθημερινότητας; Η εξήγηση δίνεται, ακόμα μια φορά, μέσω της σύγκρισης με τον Κιμ Φίλμπυ:

Όταν ένας χαρακτήρας γίνεται για κάποιον σύμβολο –όπως είχε γίνει ο Φίλμπυ για μένα–, σημασία δεν έχει το τι νιώθει ο ίδιος για τον εαυτό του, αλλά το πώς τον βλέπει ο άλλος, αυτός που τον έχει συμβολοποιήσει. Και εδώ, για μένα, το σύμβολο είχε κουμπώσει με την πραγματικότητα. Ο Άξελ Βαλντέν μού είχε δώσει εκείνο το φθινοπωρινό απόγευμα του 1972, στο μισοσκότεινο δωμάτιο στο Σουηδικό Σπίτι [της Σιτέ Ουνιβερσιταίρ] κάποιες από τις οδηγίες που θα είχε δώσει και ο «Όττο», όπως ήταν το παράνομο όνομα του Άρνολντ Ντόυτς, του στρατολόγου του Φίλμπυ στη σοβιετική κατασκοπεία, ένα απόγευμα στα μέσα της δεκαετίας του 1930, σε ένα παγκάκι του Ρίτζεντς Παρκ: κανείς δεν πρέπει να ξέρει τι πιστεύεις πραγματικά· κανείς δεν πρέπει να ξέρει ότι είσαι κομμουνιστής.

Τηρώντας τους συνωμοτικούς κανόνες, ο Δοξιάδης θα έπρεπε να βρίσκεται σε απόσταση από την ελληνική φοιτητική Αριστερά στο Παρίσι. Έτσι, προφυλάσσεται από την έκθεση αλλά, κυρίως, από πολιτικές-θεωρητικές συζητήσεις και ταυτίσεις με τις υφιστάμενες οργανώσεις. Αναπλάθοντας την εποχή, ο Δοξιάδης μιλάει για πανσπερμία οργανώσεων. Εκτός του ΚΚΕ, και του Εσωτερικού το οποίο εκπροσωπεί γι’ αυτόν ο Άξελ Βαλντέν, δραστηριοποιούνται ακόμα οργανώσεις μαοϊκές, τροτσκιστικές, αναρχικοί, μέχρι και μια οργάνωση που υποστηρίζει το μοντέλο του Εμβέρ Χότζα στην Αλβανία. Ιδιαίτερη αίγλη έχει την περίοδο εκείνη η ομάδα του περιοδικού Αγώνας, που επίσης έχει σχέση με το ΚΚΕ Εσωτερικού, με προβεβλημένα στελέχη τον Άγγελο Ελεφάντη και τον Νίκο Πουλαντζά και με επιρροές από μαρξιστές στοχαστές όπως ο Λουί Αλτουσέρ. Με τον Αγώνα, την εξωστρέφειά του και τις υπερεπαναστατικές αναλύσεις του θα διαφωνεί συνεχώς ο Βαλντέν.

Η εξιστόρηση εκείνης της περιόδου είναι σε μεικτό ύφος. Περιστατικά περιπέτειας και συνωμοτικότητας (όπως, π.χ., η προσπάθεια εισαγωγής στην Ελλάδα παράνομου υλικού) διαδέχονται προβληματισμούς για την ορθότητα των πολιτικών επιλογών του ΚΚΕ Εσωτερικού. Η δράση μοιράζεται στο Παρίσι και στην Αθήνα. Στο Παρίσι, ιδίως, στο χώρο των αριστερίστικων οργανώσεων, η κριτική στην αντιδικτατορική γραμμή του Εσωτερικού είναι οξύτατη. Κυριαρχούν επικρίσεις τύπου «δεν πέφτει η χούντα και ο ιμπεριαλισμός με τον Αστικό Κώδικα και τα παιδιά των αστών», όπως και ο μαξιμαλισμός όσων ελπίζουν (εκ του ασφαλούς, όσο ζουν και δρουν στη γαλλική πρωτεύουσα) ότι το κίνημα οφείλει να ετοιμάζει τις συνθήκες της βίαιης ανατροπής του καθεστώτος χάριν της επανάστασης.

Στη δράση συμμετέχουν επίσης κάποια από τα στελέχη ή τα μέλη του Ρήγα – ανάμεσά τους, ο μετέπειτα νομικός σύμβουλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ξενοφών Γιαταγάνας και ο δημοσιογράφος Άλκης Κούρκουλας. Η αφήγηση ενσωματώνει τα γεγονότα της κατάληψης της Νομικής, τον Φεβρουάριο του 1973, της δεύτερης κατάληψης ένα μήνα μετά (στην οποία, όμως, δεν συμμετείχε το ΚΚΕ εσωτερικού) και οδηγείται σε μια πρώτη κορύφωση με την εξάρθρωση της ΚΟΣ και του Ρήγα, με τη σύλληψη, τον Αύγουστο του 1973, του Σταύρου Τσακυράκη στο χωριό της καταγωγής του, το Μόλυβο της Λέσβου. Αυτή είχε συνέπεια και την αυτοδιάλυση του παράνομου μηχανισμού στην Ελλάδα, αφού υπήρχε σοβαρή πιθανότητα να αποκαλυφθούν, μέσα από τις έρευνες και τις ανακρίσεις της ΕΣΑ, όσοι συμμετείχαν στο Ρήγα.

Με τη λεγόμενη αμνηστία του Παπαδόπουλου, ο Τσακυράκης στρατεύτηκε υποχρεωτικά – όπως είχε συμβεί και με πολλούς άλλους, τους οποίους έτσι το καθεστώς εξουδετέρωνε. Θα έπαιρνε προσωρινό απολυτήριο στις 14 Νοεμβρίου, κατά σύμπτωση μερικές ώρες πριν εκδηλωθεί η κατάληψη του Πολυτεχνείου.

Μεθοδικός και ουσιαστικός, ο Δοξιάδης δεν παραλείπει να αναφερθεί και στο πείραμα της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης του ηγέτη της χούντας των συνταγματαρχών, Γεωργίου Παπαδοπούλου, το οποίο κλήθηκε να υλοποιήσει ο παλαιός πολιτικός Σπύρος Μαρκεζίνης (παλιός γνώριμος του αφηγητή ως κωμική φιγούρα στις προδικτατορικές γελοιογραφίες του Δημητριάδη και του Μητρόπουλου). Στο πείραμα εκείνο, το οποίο ενδεχομένως να οδηγούσε σε εξομάλυνση και σε σταδιακή αποκατάσταση της δημοκρατίας, είχαν ελπίσει πολλοί αντιστασιακοί, ανάμεσά τους και η υπό τον Μπάμπη Δρακόπουλο ηγετική ομάδα του ΚΚΕ Εσωτερικού, που είχε χαράξει τη στρατηγική της Εθνικής Αντιδικτατορικής Ενότητας (ΕΑΔΕ).[1]

Αλλά το πείραμα της φιλελευθεροποίησης δεν περπάτησε. Διακόπηκε βίαια, μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου στις 17 Νοεμβρίου 1973 και την ανατροπή του Παπαδόπουλου από τη δεύτερη Χούντα του «αόρατου δικτάτορα», του αυταρχικού, σκληρού εθνικιστή Δημητρίου Ιωαννίδη.

 

9.

Η κατάληψη του Πολυτεχνείου, αρχικά από αριστεριστές φοιτητές, έπιασε τη χούντα στον ύπνο – αλλά εξίσου έπιασε στον ύπνο και οργανώσεις όπως το ΚΚΕ Εσωτερικού και το ΚΚΕ, που φαινόταν να είχαν επαναπαυθεί στην εξέλιξη την οποία δρομολογούσε η λύση της κυβέρνησης Μαρκεζίνη. Για την απήχησή της και τους στόχους της, ο Δοξιάδης εκτιμά τα εξής:

Πίστευαν άραγε αυτοί που την ξεκίνησαν, την πρώτη μέρα, οι γκοσίστες [αριστεριστές] που τους είπε ο Άξελ, ότι θα οδηγούσε στην πτώση της Χούντας; Πιθανόν, στο βαθμό που πίστευαν ότι, αν κλιμακωνόταν, θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη εξέγερση. Μπορεί κάποιοι να το πίστευαν αυτό, μπορεί και άλλοι να ήθελαν πολύ απλά να αντιδράσουν, να μην κάνουν τα καλά παιδιά, όπως τους ζητούσαν όσοι πίστευαν στις προοπτικές που άνοιγε η κυβέρνηση Μαρκεζίνη. Από εκεί και πέρα, όσο προχωρούσε η κατάληψη, τις επόμενες μέρες, κάποιοι πίστεψαν ότι είχε αρχίσει ο ξεσηκωμός, ίσως και η κομμουνιστική επανάσταση, σαν τον έλληνα φίλο που μπήκε στο γραφείο μου στην Εκόλ Πρατίκ φωνάζοντας εκστατικός: «Επανάσταση! Οκτώβρης! Οι οικοδόμοι κατεβαίνουν στο κέντρο!». (σ. 979)

Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου λίγο-πολύ είναι γνωστά. Ο Μπάμπης Δρακόπουλος αναθεώρησε την αρχική απόφαση να μη συμμετάσχουν τα μέλη του Ρήγα και του Εσωτερικού στην κατάληψη πιεσμένος από τα γεγονότα. Στο μεταξύ, ο Τσακυράκης άκουσε τις επιφυλάξεις των κομματικών, αλλά δεν συμφώνησε μαζί τους. Σε τέτοιες συνθήκες θεωρούσε ότι δεν μπορείς να απουσιάζεις. Επέλεξε τη στρατηγική τού «Όλοι μέσα! Όλος ο Ρήγας, και η ΚΟΣ, μέσα στο Πολυτεχνείο». Κατά τη μαρτυρία του Τσακυράκη, που επικαλείται ο Δοξιάδης, οι γραμμές που συγκρούστηκαν στη συνέλευση περίπου 650 ατόμων μέσα στο Πολυτεχνείο, το βράδυ της 16ης Νοεμβρίου, πριν μπουν τα τανκς, ήταν δύο. Η μία, που ήταν υπέρ της συντεταγμένης αποχώρησης και την οποία υποστήριζε ο Τσακυράκης, δηλαδή η ΚΟΣ και ο Ρήγας, μαζί με κεντρώους καταληψίες, σοσιαλδημοκράτες και κάποιους ανένταχτους, διεκδικούσε την έκδοση ψηφίσματος με το οποίο θα ζητούνταν ο άμεσος σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας και εκλογές. Η άλλη άποψη, την οποία διεκδικούσαν αριστεριστές, αναρχικοί και κάποιοι ανένταχτοι, η οποία μάλιστα υπερίσχυσε για δύο ψήφους, είχε στόχο την πρόκληση λαϊκής επανάστασης, γι’ αυτό και πρώτος στόχος ήταν να παραμείνουν μέσα στο Πολυτεχνείο συνεχίζοντας την κατάληψη. Πρακτικά, πάντως, το αποτέλεσμα δεν είχε σημασία επειδή, στο μεταξύ, τα τανκς του Παπαδόπουλου εισέβαλαν στο κτίριο. Και η Χούντα ξαναέδειξε το σκληρό πρόσωπό της.[2] Στη συνέχεια, μάλιστα, η επιβολή των σκληρών του Ιωαννίδη, και η οδυνηρή εθνικά κατάληξη που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου, διέψευσε τις ελπίδες ακόμα και των πιο ρεαλιστών.

Ο Απόστολος Δοξιάδης επιχειρεί την αποτίμηση εκείνων των γεγονότων, που στο μεταξύ έχουν μετατραπεί σε ιερό φετίχ της Αριστεράς και στην υπέρτατη γιορτή της μεταπολίτευσης. Θεωρεί ότι όσοι είχαν επενδύσει φαντασιακά στη δυναμική της εξέγερσης του Πολυτεχνείου –και ο ίδιος ανάμεσά τους, τότε– εθελοτυφλούσαν, επειδή παρέβλεπαν ότι οι ακραίοι χουντικοί υπό τον Ιωαννίδη ήταν έτοιμοι να πάρουν τα ηνία από τον Παπαδόπουλο, το πείραμα φιλελευθερισμού του οποίου τους εύρισκε απολύτως αντίθετους. Όπερ άλλωστε και εγένετο. Την αφορμή τούς την έδωσε το Πολυτεχνείο.

Κατά την άποψη του Δοξιάδη, αυτοί που φοβούνταν ότι το Πολυτεχνείο θα οδηγούσε «στη ματαίωση της πορείας που ήταν σε εξέλιξη το φθινόπωρο του 1973» είχαν περισσότερες πιθανότητες να πέσουν μέσα στις εκτιμήσεις τους. Αυτοί περιλάμβαναν αρκετούς παλαιούς πολιτικούς όλων των παρατάξεων «από Μπριλλάκη ώς Αβέρωφ, και από Ηλιού ώς Μητσοτάκη». Η ηγεσία του Εσωτερικού συμφωνούσε. «Το είπε ο Λεωνίδας Κύρκος καθαρά το πρωί της 15ης Νοεμβρίου στον Σταύρο Τσακυράκη: “Είμαι πολύ επιφυλακτικός”». Με βάση αυτά τα δεδομένα, η αποτίμηση εκείνων των γεγονότων είναι ρεαλιστική. «Το Πολυτεχνείο δεν έριξε τη Χούντα. Έληξε, με τρόπο βάρβαρο και τραγικό, και λίγες μέρες μετά ήρθε μια άλλη Χούντα, χειρότερη κι από την πρώτη, που μάλλον δεν θα ερχόταν χωρίς αυτό».

Η απομυθοποίηση είναι μια σκληρή, επώδυνη διαδικασία. Ο Δοξιάδης δεν την επιδιώκει ως αναθεωρητής ιστορικός αλλά, πρωτίστως, ως πράξη αυτογνωσίας. Πράξη επισκόπησης της δικής του ζωής και ορισμένων από τις κρίσιμες επιλογές του που του έδωσαν μεν «τ’ ωραίο ταξίδι», πλην δεν ήσαν αναγκαστικά οι σωστότερες για να οδηγήσουν στον στόχο τον οποίο είχε θέσει τα χρόνια της μύησης: τη φιλελεύθερη δημοκρατία για την οποία μάθαινε παιδί, αυτήν που θα διαμόρφωνε ένα περιβάλλον ελευθερίας και προόδου σε μια κοινωνία αυτάρκη και δυναμική που θα είχε επίγνωση των δυνατοτήτων και των ορίων της.

Υπ’ αυτό το πρίσμα, η σύνοψη της κριτικής του Δοξιάδη στα γεγονότα του Πολυτεχνείου έχει τη δυναμική της αυτοκριτικής. Γράφει:

[Η] άποψη ότι, έστω και αν δεν την έριξε, το Πολυτεχνείο ήταν η αρχή του τέλους της Χούντας είναι είτε βάναυση παραμόρφωση της αλήθειας, είτε αλλιώς προϋποθέτει ένα εξωφρενικό άλμα της λογικής. [...] Για όσους έζησαν τα γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973, η βίαιη καταστολή του Πολυτεχνείου ήταν η αρχή μόνο ενός πράγματος: της Χούντας του Ιωαννίδη. Και ήταν το τέλος, όχι της δικτατορίας, αλλά της ελπίδας ότι αυτή θα τελείωνε στο ορατό μέλλον. Όλοι μας βιώσαμε τις συνέπειες του Πολυτεχνείου και τα όσα ακολούθησαν ως μια εφιαλτική ήττα, ένα τεράστιο πισωγύρισμα, από μια χλιαρή και κουτσουρεμένη αλλά πάντως υπαρκτή πορεία φιλελευθεροποίησης σε ένα ανώτερο στάδιο αυταρχισμού.

Η άποψη αυτή[3], προφανώς, έχει αντίλογο. OΔοξιάδης τον ενσωματώνει στο βιβλίο του, επικαλούμενος ένα διάλογο με κάποιον παλαιό σύντροφο του Εσωτερικού τα χρόνια της δικτατορίας, ο οποίος ισχυρίζεται ότι «με τον Ιωαννίδη τα πράγματα βραχυπρόθεσμα έγιναν πολύ χειρότερα», αλλά στην ουσία βοήθησαν την ταχύτερη εξέλιξη στη δημοκρατία. Ο Δοξιάδης απαντά λακωνικά:

Του είπα μόνο ένα πράγμα: «Σου προτείνω να παρουσιάσεις αυτή σου την άποψη στην Κύπρο. Και αν βρεις εκεί κοινό να συμφωνήσει μαζί σου, τότε θα συμφωνήσω και εγώ».

 

10.

Για το τέλος αυτού του σημειώματος, απλώς θα χρησιμοποιήσω ένα απόσπασμα από το απομυθοποιητικά στοχαστικό επίμετρο του Απόστολου Δοξιάδη:

Μου κάνει εντύπωση όταν ακούω φίλους και μη που μετείχαν στον αντιδικτατορικό αγώνα να λένε ότι αντιπροσωπεύει «τα πιο ωραία χρόνια της ζωής τους». Κάποιοι που το λένε χαϊδεύονται, μα άλλοι το εννοούν. Αυτό εμένα με στενοχωρεί για λογαριασμό τους. Κάτι νοσταλγούν από τότε, μα αυτή η νοσταλγία είναι κενή, δεν έχει νόημα. Είναι η νοσταλγία για ένα φάντασμα που πιστεύω ότι κρύβεται πίσω της, στο βάθος, το φόβο της ελευθερίας, που πάει να πει το φόβο να αντιμετωπίσεις τη ζωή σε όλη της τη συνθετότητα, την ασχήμια και την ομορφιά, την τραγωδία και το μεγαλείο, χωρίς να αναζητάς πολιτικές παρωπίδες για να την ξαναδείς μονοδιάστατα, ασπρόμαυρη, σαν μια απλοϊκή διαπάλη δαιμόνων και αγγέλων. Προσωπικά δεν μου λείπει διόλου η ατμόσφαιρα της δικτατορίας. Δεν μου λείπει διόλου η κατάσταση του διωγμένου, του κυνηγημένου, του θύματος, όσο νόημα κι αν έδινε τότε στην ύπαρξή μου το μίσος για τον δυνάστη. Αυτό που αισθάνομαι το έχει εκφράσει θαυμάσια ο Ιωσήφ Μπρόντσκι, ένας άνθρωπος που γνώρισε από τα μέσα μιαν άλλη τυραννία, χειρότερη από της Χούντας, εκείνη του υπαρκτού σοσιαλισμού σταλινικού τύπου: «Η αγνότητα του θύματος», γράφει κάπου, «είναι μια αγνότητα καταναγκαστική, δηλαδή μια τεχνητή αγνότητα, που για να την αποκτήσουμε δεν θα παραχωρούσαμε την παραμικρή από τις ελευθερίες μας».

 


[1] Τη στρατηγική της ΕΑΔΕ περιγράφει ο Λεωνίδας Κύρκος ως εξής: «Στα χρόνια της δικτατορίας είχε επιτευχθεί ένας υψηλός βαθμός συνάντησης πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων, με στόχο την ανατροπή της χούντας και την –ασαφή– επιδίωξη της αναγέννησης του τόπου [...]. Αξιοποιώντας αυτήν την εμπειρία, η στρατηγική της ανανεωτικής Αριστεράς ζητούσε να μην εμπλακούμε ξανά στην έξαλλη κομματική διαπάλη, αλλά να διατυπώσουμε προγραμματικούς στόχους και για την κατάκτησή τους να εφαρμόσουμε νέα μεθοδολογία ανέλιξης της δημοκρατικής ζωής, να οικοδομήσουμε μια ευρύτατη συμπαράταξη δυνάμεων που να μην παγιδεύονται στις ιστορικές αφετηρίες του κάθε σχηματισμού, αλλά να αναζητήσουμε μέσα από διαδικασίες της σύγκρουσης και παράλληλα της ευρύτατης συνεννόησης, τη στερέωση και τη διεύρυνση της δημοκρατίας». Βλ. τη συνέντευξη του Λεωνίδα Κύρκου στην Αυγή, 1/8/1999, σε αφιέρωμα της εφημερίδας στα 25 χρόνια από τη μεταπολίτευση.

[2] Ο Σταύρος Τσακυράκης αναφέρθηκε στις επιλογές εκείνης της στιγμής και στην τελευταία συνέντευξή του που παραχώρησε στον Γιώργο Καμίνη και στον γράφοντα, λίγους μήνες πριν πεθάνει. Ερωτώμενος για τις πολιτικές στρατηγικές του Ρήγα και του ΚΚΕ εσωτερικού, απαντά τα εξής: «Εμείς, τότε, λέγαμε ότι θέλουμε, μετά, μια κυβέρνηση από όλα τα κόμματα, που θα διαχειριζόταν ουσιαστικά τη δημοκρατία. [...] Χρειαζόταν μια κυβέρνηση να φτιάξει ένα πλαίσιο. Σε αυτές τις προσπάθειες, που γίνονταν κυρίως στο εξωτερικό, εμείς πάντα ήμασταν υπέρ. Αυτός που τις σαμποτάριζε ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου». Με αυτή τη στρατηγική βρέθηκαν τα μέλη του Ρήγα και της ΚΟΣ στην κατάληψη. Και, πάντα κατά τον Τσακυράκη, «όντως, όλοι ήταν μέσα. Γι’ αυτό άλλωστε η αντιπροσώπευσή μας στις επιτροπές ήταν δυσανάλογη με τις δυνάμεις μας. Η ΚΝΕ δεν συμμετείχε. Το ΠΑΣΟΚ δεν υπήρχε. Στο Πολυτεχνείο βρέθηκαν οι αριστεριστές και εμείς». The Books’ Journal, τχ. 86, Μάιος 2018.

[3] Απ’ όσο γνωρίζω, ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι, από την οπτική γωνία του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, η κατάληψη του Πολυτεχνείου ήταν πολιτικά εσφαλμένη κίνηση που απλώς, εκ των υστέρων, βγήκε σε καλό, είναι ο καθηγητής Χρυσάφης Ιορδάνογλου, στο βιβλίο του, Γερνώντας μαζί με την τρίτη ελληνική δημοκρατία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2002. Την ίδια εκδοχή υποστηρίζει διά ζώσης και ο Πέτρος Παπασαραντόπουλος. Ο Δοξιάδης βέβαια αμφισβητεί και το πόσο «σε καλό» μπορεί να βγήκε κάτι που οδήγησε κατά κάποια έννοια στην τραγωδία της Κύπρου.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.