Τουλάχιστον, μετά [την επιτυχία του Σοφού Παιδιού] άρχισες επιτέλους να γνωρίζεις λογοτέχνες;
Την παρέα Τατσόπουλος - Βακαλόπουλος - Σφακιανάκης (εάν έκαναν ποτέ στενή παρέα) την είχα δει κατά καιρούς από σχετική απόσταση. Μού φαίνονταν μποέμηδες, ωραίοι τύποι. Ο Τατσόπουλος ήταν ο πρώτος που με πλησίασε, έχει γενναιοδωρία ο Πέτρος. Με παρουσίασε σε μια εκδήλωση στο Αετοπούλειο, στο Χαλάνδρι.
Γιατί να το κρύψω; Από τους συγγραφείς με ενδιέφεραν περισσότερο τότε ως πρόσωπα οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί… Όταν μου τηλεφώνησε ο Νίκος Περάκης, μου κόπηκαν τα πόδια. Οι ταινίες του, η Λούφα και Παραλλαγή, κυρίως δε ο Βίος και Πολιτεία με είχαν μαγέψει. Τέτοια σατανική οξυδέρκεια! Μέσω τού Περάκη γνώρισα τον Τσεμπερόπουλο και τον Πανουσόπουλο και τον Βασίλη Αλεξάκη…
Σημείο αναφοράς μου πάντως από τα φοιτητικά μου χρόνια και μέχρι σήμερα παραμένει ο Τάσος Φαληρέας. Ο Τάσος Φαληρέας είναι ο μέντοράς μου. «Τι θα έλεγε για αυτό ή για εκείνο ο Τάσος;», σκέφτομαι συχνά.
Το Ύψος των Περιστάσεων ήρθε μετά τη θητεία σου;
Στη θητεία μου στο Ναυτικό πέρασα υπέροχα. Πιστεύω ακράδαντα ότι το στρατιωτικό αποτελεί ένα υπερπολύτιμο και ευτράπελο σχολείο κοινωνικής μόρφωσης.
Ένα πρωί, στην επιθεώρηση, έναν αξιωματικό τον είχε πιάσει ντελίριο. «Εγώ μπορώ να σάς κάνω ό,τι θέλω!» μας φώναζε. «Ανήκετε στην πατρίδα! Σάς βάζω, άμα γουστάρω, σε ένα πλοίο και σας βγάζω απέναντι να τους αιφνιδιάσουμε!»
Έτσι συνέλαβα την ιδέα του Ύψους των Περιστάσεων. Ήταν διαδεδομένη τότε, σε κάποιους κύκλους, η θεωρία του «πρώτου χτυπήματος». Να επιτεθεί πρώτη η Ελλάδα για να πιάσει την Τουρκία εξαπίνης….
Σιγά σιγά αρχίζει να διαμορφώνεται το συγγραφικό σου στυλ. Από τι είχε συντεθεί;
Τις λογοτεχνικές μου βάσεις τις οφείλω στον παππού μου, τον Βασίλη Νεφελούδη, ο οποίος μου χάρισε όταν πήγαινα στην Α’ Δημοτικού όλα σχεδόν τα βιβλία του Ιουλίου Βερν που κυκλοφορούσαν στα ελληνικά. Και ακόμα περισσότερο στον πατέρα μου. Ο πατέρας μου καταβρόχθιζε αχόρταγα βιβλία και είχε –πιστεύω– εξαιρετικό κριτήριο. Πέθανε όταν ήμουν δεκατριών. Μού έλειπε τρομερά και, σε μια προσπάθεια να επικοινωνήσω νοερά μαζί του, τον έψαξα στα αγαπημένα του βιβλία. Έτσι διάβασα ως έφηβος το Κιβώτιο του Αλεξάνδρου, το Τρίτο Στεφάνι του Ταχτσή, το Ζ του Βασιλικού, τον Φύλακα στη Σίκαλη του Σάλιντζερ, Το Μηδέν και το Άπειρο, τον Καλό Στρατιώτη Σβέικ… Αργότερα, στο Λύκειο, ανακάλυψα τους μπίτνικ, Τζακ Κέρουακ, Γκίνσμπεργκ… Δημοφιλέστατοι ήταν τότε και ο Μάρκες και ο Κούντερα. Με επηρέασε, φρονώ, βαθιά ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Σημείο δε αναφοράς σε όλη μου την οικογένεια, με προεξάρχουσα την εκ πατρός γιαγιά μου, τη Λώρα Γληνού, ήταν ο Καβάφης.
Αυτό που θέλω να σημειώσω γενικά για τη φουρνιά μου, τους γεννημένους χονδρικά ανάμεσα στο 1965 και στο 1975, είναι πως ήμασταν οι πρώτοι που δεν μάς πλάκωνε ένα βαρύ συλλογικό πένθος. Που δεν μας στοίχειωναν χαμένες ευκαιρίες. Μπορούσαμε ακομπλεξάριστα να εμπνεόμαστε κι από το αντάρτικο και από το Χόλλυγουντ. Κι από τους Ρόλινγκ Στόουνς και από τους Άμπα. Και από τη γαλλική νουβέλ βαγκ κι από τις ελληνικές κωμωδίες… Εξαιρώ φυσικά τα παιδιά των κομματικών σωλήνων.
Τι είναι οι «μεγάλοι εμψυχωτές»;
Οι αληθινοί –αν και αδιόριστοι– υπουργοί πολιτισμού μας. Πρόσωπα όπως ο Κατσίμπαλης, ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Καρύδης του Ίκαρου και ο Πατσιφάς της Λύρας, ο Τάσος Φαληρέας και η Μάνια Καραϊτίδη… Κι ο Μάνος Χατζιδάκις έπαιξε έναν τέτοιο ρόλο. Επρόκειτο για κομβικούς ανθρώπους, οι οποίοι εντόπιζαν ταλέντα, τα εμψύχωναν, έφτιαχναν κύκλους και σχολές και κινήματα…
Δεν γράφεις υποχρεωτικά «για το λαό».
Το μεγάλο μου στοίχημα είναι να γράφω ό,τι θέλω, όπως το θέλω, να συγκινώ όμως κι έναν ευρύτερο κύκλο μη «μυημένων» αναγνωστών. Πήγα προσφάτως για μια δουλειά στο Σισμανόγλειο. Κρατούσα στο χέρι το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά μου, τον Βασιλιά Της, για να το χαρίσω σε έναν φίλο γιατρό. Περνάω μπροστά από μια κυρία που εργαζόταν ως σεκιούριτι. «Ωραίο βιβλίο πήρατε!» μου λέει. «Εγώ το έχω γράψει!» της απαντάω. Έμεινε άναυδη.
Για εμένα λοιπόν το γεγονός ότι μια κυρία που δουλεύει σεκιούριτι έχει διαβάσει και απολαύσει το βιβλίο μου αποτελεί τεράστια καταξίωση. Αυτός είναι ο «έπαινος του δήμου».
Σκέφτηκες εσύ την αυτοκτονία;
Ναι. Ναι. Ναι. Αισθανόμουν ότι όταν δεν υπάρχει ο επόμενος, τι δουλειά έχει να ζει ο προηγούμενος…
Φοβόσουν την πολιτική βία εκείνα τα χρόνια [των Αγανακτισμένων και της κοινωνικής αναταραχής μετά τα μνημόνια];
Δεν ήταν φόβος, φρίκη ήταν. Αποστροφή. Αυτά που έγιναν δεν θέλω να τα θυμάμαι.
Πώς όμως να ξεχάσω το πρόσωπο της Σώτης Τριανταφύλλου όταν είχε πάει σε μια εκδήλωση και της είχαν πετάξει αυγά; Πώς να ξεχάσω τις σωματικές επιθέσεις που είχαν δεχθεί –τελείως απρόκλητα– ο Νίκος Μαραντζίδης, ο Κωστής Χατζηδάκης και δεκάδες άλλοι, από όλο το πολιτικό φάσμα πλην του «ηρωικού» αντιμνημονίου; Τους αγανακτισμένους που ούρλιαζαν «σκατά στον τάφο του Μπακογιάννη»;
Πρέπει όλα αυτά να τα βάλουμε στην άκρη για να προχωρήσουμε. Δεν επιτρέπεται ωστόσο να τα ξεχάσουμε. Μονάχα η μνήμη δεν θα επιτρέψει την επανάληψη.