Σύνδεση συνδρομητών

Οι νέοι βιότοποι της εργασίας. Γνώση και κριτική στον σύγχρονο καπιταλισμό

Παρασκευή, 03 Νοεμβρίου 2023 00:42
L S Lowry, Στο δρόμο για τη δουλειά (Βιομηχανικοί εργάτες στην εταιρεία Mather & Platt του Μάντσεστερ πηγαίνουν για δουλειά, μέσ’ στο χιόνι), 1943. Λάδι σε καμβά, 45,7 x 60,9 εκ. Από τότε έως σήμερα, η εργασία έχει αλλάξει δραματικά, με αποτέλεσμα τέτοιες εικόνες να παραπέμπουν πλέον στη βιομηχανική αρχαιολογία.
L S Lowry / Imperial War Museum North, Manchester
L S Lowry, Στο δρόμο για τη δουλειά (Βιομηχανικοί εργάτες στην εταιρεία Mather & Platt του Μάντσεστερ πηγαίνουν για δουλειά, μέσ’ στο χιόνι), 1943. Λάδι σε καμβά, 45,7 x 60,9 εκ. Από τότε έως σήμερα, η εργασία έχει αλλάξει δραματικά, με αποτέλεσμα τέτοιες εικόνες να παραπέμπουν πλέον στη βιομηχανική αρχαιολογία.

Γεωργία Πετράκη (επιμέλεια-μετάφραση), Κρίση(σεις) και κόσμοι της εργασίας, Πεδίο, Αθήνα 2023, 358 σελ.

Ένας συλλογικός τόμος που δεν αναπαράγει μια παρωχημένη ανάγνωση της εργασίας αλλά την αναδεικνύει ως πραγματικό κοινωνικό φαινόμενο, χαρτογραφεί τη διασπορά των εσωτερικών της εξελίξεων δίνοντας χώρο στη μελέτη όλων των επιμέρους παραμέτρων που προσδιορίζουν τη σημερινή της κρίση και τους μετασχηματισμούς της. Η προσέγγιση υπολογίζει τις εξελίξεις στην τεχνολογία, στην κοινωνία και στα εργασιακά δεδομένα. Το σύμπαν της δουλειάς για τους συγγραφείς αυτού του βιβλίου είναι ρευστό, αλλά μπορεί να χαρτογραφηθεί στην πολλαπλότητα των εντάσεων που προκαλεί και των σχέσεων εξουσίας που το συγκροτούν.

Οι συλλογικοί τόμοι στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, ανεξάρτητα από την αξία επιμέρους κειμένων που φιλοξενούν, σπανίως καταγράφονται ως καίρια επιστημονικά επιτεύγματα ή εκδοτικά γεγονότα. Με ορισμένες εξαιρέσεις όπου της συλλογής κειμένων έχει προηγηθεί ρηξικέλευθη ερευνητική εργασία και μεγάλος επιμελητικός κόπος, ο κανόνας θέλει να δημοσιεύονται ενδιαφέρουσες και αξιόλογες επιστημονικές εργασίες ολοένα και σπανιότερα. Λίγες είναι οι φορές που καταγράφονται ως κρίσιμα μεγέθη της βιβλιογραφίας. Κάτι τέτοιο είναι εν πολλοίς άδικο, μα απολύτως ενταγμένο στο πνεύμα της εποχής. Φαίνεται ότι το «πνεύμα του δημιουργού» που φιλοτεχνεί και εκθέτει το δικό του μοναχικό έργο, ως άλλος καλλιτέχνης της μοντέρνας εποχής, είναι (εκ νέου) πολύ ισχυρό και στην πρόσληψη του επιστημονικού έργου.

Αυτή η κλίση προς την καθαρή, έως και ιδιοσυγκρασιακή, έκφραση του επιστημονικού στοχασμού έχει βέβαια τις αρετές της. Αναδεικνύει τις ατομικές ποιότητες του επιστήμονα, διαμορφώνει μια νέα τέχνη του δοκιμιακού και επιστημονικού λόγου, ίσως και άλλα. Ταυτόχρονα όμως συσκοτίζει την αξία συλλογικών έργων που δεν υστερούν ούτε σε πρωτοτυπία ούτε σε προστιθέμενη επιστημονική αξία, για τα οποία οι επιμελητές τους, αυτοί που επέχουν θέση συγγραφέα-ενορχηστρωτή,  έχουν εργαστεί σκληρά, επίμονα και εν πολλοίς αφανώς. Μια τέτοια περίπτωση που αξίζει την προσοχή της επιστημονικής κοινότητας, του ενημερωμένου αναγνώστη αλλά και εκείνων των ειδικών που χαράσσουν δημόσιες πολιτικές είναι το βιβλίο που επιμελήθηκε με ζήλο η καθηγήτρια στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου, Γεωργία Πετράκη, με θέμα το πληθυντικό σύμπαν της κρίσης της εργασίας και των ταυτοτήτων που τη συνοδεύουν στον ύστερο καπιταλισμό.

Αποτέλεσμα μιας σημαντικής ελληνογαλλικής συνάντησης που έγινε στην Αθήνα μεσούσης της ελληνικής χρεοκοπίας, το 2016, το βιβλίο μεταφέρει τις κριτικές αναζητήσεις της σημαντικότατης γαλλικής σχολής της κοινωνιολογίας της εργασίας, μαζί με συγκεκριμένες καίριες παρεμβάσεις που αντλήθηκαν από την αντίστοιχη ελληνική κοινότητα. Τα θέματα που απασχόλησαν τη συνάντηση και, επεξεργασμένα (εν πολλοίς και επικαιροποιημένα με τη φροντίδα της Πετράκη), αποτυπώθηκαν στο βιβλίο κινούνται γύρω από το μετασχηματισμό της εργασίας στη συνθήκη της ύστερης καπιταλιστικής ανάπτυξης και των κρίσεών της, από τη μονιμότητα της διάστασης αυτών των κρίσεων, αλλά και από την πολλαπλότητα των εμπειριών ανισότητας που αναπτύσσονται σήμερα. Επίσης, κάνουν μνεία της ευπλαστότητας της εργασίας σήμερα και της αύξησης της πολυπλοκότητας που αυτή προκαλεί. Και βέβαια, φωτίζουν τις αντιστάσεις απέναντι στις ανισότητες όσο και την ίδια την αποτύπωση του χάρτη των κοινωνικών σχέσεων.  

Το βιβλίο που επιμελήθηκε η Πετράκη, στο οποίο συμμετέχουν πάνω από 40 γάλλοι και έλληνες ειδικοί κοινωνιολόγοι της εργασίας, έχει δύο κύριες αρετές που δικαιώνουν την επιλογή της έκδοσης, μετατρέποντάς τη μάλιστα σε δυνητική συμβολή στη δημόσια συζήτηση (το δυνητικό της υπόθεσης προκύπτει από την ευαισθησία των αποδεκτών του έργου αυτού, διότι το έργο από μόνο του είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τις σύγχρονες προκλήσεις γύρω από την εργασία):

HACAT_V46

Harper's Weekly

4 Μαΐου 1886, Σικάγο, Ιλινόις, ΗΠΑ. 80.000 εργάτες διαδήλωσαν στην πλατεία Haymarket της πόλης διεκδικώντας οκτάωρο και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η έκρηξη βόμβας δυναμίτιδας που κάποιος έριξε στους αστυνομικούς οι οποίοι επιτηρούσαν τη συγκέντρωση οδήγησε σε σύγκρουση της αστυνομίας με τους απεργούς με οδυνηρό αποτέλεσμα, τουλάχιστον 16 νεκρούς αστυνομικούς και τέσσερις διαδηλωτές και πολλαπλάσιους τραυματίες. Η έκρηξη αποδόθηκε σε αναρχικό, συνελήφθησαν οκτώ διαδηλωτές που δικάστηκαν και τέσσερις εξ αυτών καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η διεθνής προβολή αυτής της δίκης δημιούργησε τα θεμέλια της εργατικής Πρωτομαγιάς κάνοντας ρεαλιστική τη διεκδίκηση του οχτάωρου. Το σχέδιο που απεικονίζει εκείνα τα γεγονότα δημοσιεύτηκε δύο χρόνια μετά, στο Harper's Weekly.

 

Εργασίας εγκώμιον

Η πρώτη αρετή, όσο και αν αυτό ακουστεί παράδοξο, έχει να κάνει με την ανάδειξη της ίδιας της εργασίας σε κεντρικό θέμα του βιβλίου αλλά και της ίδιας της ζωής μας στον σύγχρονο κόσμο. Επειδή, πράγματι, μπορεί οι κοινωνίες του δυτικού καπιταλισμού, από τη δεκαετία του 1970 και μετά, να εξαίρεσαν την εργασία από τη στενή ομάδα των θεμελιωτικών στοιχείων της ύπαρξης και να την υποβάθμισαν ως προσδιοριστικό παράγοντα της ταυτότητας των μελών τους, μπορεί η εγκατάσταση της δομικής ανεργίας αλλά και η επικράτηση της οικονομίας του ελεύθερου χρόνου να αποδυνάμωσε την αξία της δουλειάς ως φάρο ζωής –όπως την είχαμε γνωρίσει στη βιομηχανική εποχή–, όμως η εργασία είναι εδώ. Από όποια θεωρητική ή πολιτική ευαισθησία και αν προέρχεται, είναι αδύνατον σήμερα να παρακάμψεις τη θεματολογία αυτή. Ακόμα και όταν αρνείσαι να της δώσεις την κοινωνιολογική κεντρικότητα που της προσδίδουν συγκεκριμένες παραδόσεις, η εργασία, μετασχηματιζόμενη, μαζί με τις ανισότητες που ελκύει και αναπαράγει, παραμένει μείζον πεδίο κατανόησης του σύγχρονου κόσμου. Και διαμορφώνεται ως αινιγματικό μέγεθος για το μέλλον.

Κι αυτό διότι, μέσα στις κοινωνίες του ναρκισσιστικού εαυτού και της δημιουργικής επαύξησής του (όπως θα υποστηρίζαμε με σχετική άνεση), μπορεί σήμερα η εργασία να έχει αποδυναμωθεί ως κοινωνιολογική ορίζουσα της ταυτότητας του σύγχρονου ανθρώπου, δεν παύει όμως –μακροσκοπικά– να οριοθετεί τη βιογραφία του σύγχρονου ανθρώπου. Μπορεί να έχει καταστεί δευτερεύουσα για τον πολιτικό αυτοπροσδιορισμό και την ιδεολογία του ατόμου, όμως εξακολουθεί να είναι η ορίζουσα των εισοδηματικών ανισοτήτων. Μπορεί να έχει υποβαθμιστεί η ηθική της αξία, αλλά όταν η ανεργία εποικίζει το κοινωνικό σώμα αυτή εμφανίζεται ως όρος της αξιοπρέπειας του προσώπου και ως προϋπόθεση κάθε αγώνα για τη χειραφέτηση. Μετασχηματιζόμενη, η εργασία παραμένει μια από τις μεγάλες πλατφόρμες της κοινωνικής αλλαγής και του κοινωνικού ανταγωνισμού, ακόμη και αν οι παλιές περιγραφές που την ήθελαν ενιαία, προλεταριακή, συμπαγή και σαφή, να ανταγωνίζεται με ένα ανάλογης καθαρότητας κεφάλαιο, έχουν προ πολλού εκπέσει του επιστημονικού και πολιτικού τους βάθρου.

Στην Ελλάδα –αλλά και αλλού– η εργασία, στις νέες της διαστάσεις, έχει περιπέσει σε ένα είδος επιστημολογικής δυσμένειας. Πέρα από ηχηρές ρητορείες και στερεότυπα, η θεματολογία της εργασίας δεν ενσωματώνεται στις συζητήσεις για την ποιότητα της σύγχρονης δημοκρατίας, για τη μετατροπή των κοινωνιών μας από κοινωνίες της διακινδύνευσης σε κοινωνίες της απειλής, πολύ περισσότερο μάλιστα για την οργάνωση των ψυχοκοινωνικών δυναμικών μας. Και αν η φιλελεύθερη σκέψη και η δημόσια πρακτική των πολιτικών και θεσμικών τους φορέων δυσκολεύονται, εκ της κατασκευής τους, να συντονιστούν με τις νέες δυσφορίες που προκαλεί η εργασιακή επισφάλεια, η απαίτηση για συμμετοχή των εργαζομένων στην υπέρμετρη κερδοφορία του επιχειρείν, η κατάσταση από την πλευρά της ριζοσπαστικής πλέον Αριστεράς δεν είναι πολύ καλύτερη. Παρότι διαθέτει το ιστορικό τεκμήριο ευαισθησίας, την εκ του σύνεγγυς επαφή με το αντικείμενο και τη θεωρητική προεργασία για την κατανόηση του φαινομένου, η κριτική της φωνή σήμερα σπανίως κατευθύνεται εκεί. Αλλά και όταν το κάνει, θολωμένη από άλλες προτεραιότητες και μέριμνες, ελάχιστα ακούγεται ή πείθει. Η έμφαση στην πολιτική των ταυτοτήτων και των δικαιωμάτων έχει πράγματι εποικίσει τις κριτικές δραστηριότητες του πολιτικού πεδίου, με αποτέλεσμα η εργασιακή συνθήκη να μην πρωταγωνιστεί ποτέ. Όσες θεωρητικές ακροβασίες και αν γίνουν, όπως εκείνες που επιχειρούν να συνδυάσουν τη διαθεματικότητα των κοινωνικών αγώνων, ενσωματώνοντας το κύμα των δικαιωματικών διεκδικήσεων στους κλασικούς κοινωνικούς αγώνες των εργαζομένων, όταν η μέριμνα της κοινωνικής κριτικής προβάλει κυριαρχικά το αίτημα για ταυτοτικό αυτοπροσδιορισμό ή προσπαθεί να αποκαθάρει τη γλώσσα και την τέχνη από τα ιστορικά ίχνη της αποικιοκρατίας και της ανδρικής κυριαρχίας, είναι ελάχιστοι πλέον και ο χώρος και ο χρόνος που απομένουν για την ενασχόληση με την εργασιακή εξουθένωση, την αντικατάσταση του εργαζομένου από τις νέες μηχανές, την ηθική ματαίωση των ανώτερων στελεχών των επιχειρήσεων κ.ο.κ

Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι –χωρίς οικονομικό κόστος– η αιχμή του δόρατος του παγκόσμιου καπιταλιστικού επιχειρείν τείνει ολοένα και συχνότερα να υιοθετεί τη δικαιωματική ατζέντα στην εσωτερική της λειτουργία, την ίδια στιγμή που συνειδητά απομειώνει τα κλασικά εργασιακά δικαιώματα και διασπά τις δραστηριότητές της σε υπεργολάβους. Οι τελευταίοι θα αναλάβουν να υλοποιήσουν την εξουδετέρωση του αιτήματος στοιχειώδους έστω συντονισμού των μισθών από τα υπερκέρδη των μεγάλων εταιρειών, αφήνοντας έτσι τις εμβληματικές μορφές ελεύθερες να υιοθετούν με την άνεσή τους τις πολυτελείς και ανέξοδες δικαιωματικές τους πολιτικές εξίσωσης των ταυτοτήτων και όχι των συνθηκών ζωής.  

Στην Ελλάδα ειδικότερα, σε επίπεδο δημόσιου ενδιαφέροντος αλλά και οργανωμένων πολιτικών, έχουμε μείνει στο κυνήγι της ανεργίας. Και σε άλλες αγωνίες, πραγματικές ή επινοημένες, που παραπέμπουν περισσότερο στην κρίση της περασμένης δεκαετίας και όχι στα νέα δεδομένα. Ελάχιστα αναφερόμαστε στο Big Quit, τη μαζική καταστροφή επαγγελμάτων του τριτογενούς τομέα από την επικράτηση της τεχνητής νοημοσύνης. Και μετά βίας μιλάμε για την –ούτως ή άλλως περιπεπλεγμένη– εργασία στις πλατφόρμες, την ημιαπασχόληση, την επισφάλεια εκείνου που δεν ζει πια από έναν σταθερό μισθό αλλά ως συλλέκτης μικρών και μεσαίων, αλλά πάντα επισφαλών, εισοδημάτων.

 

Νέες εργασιακές σχέσεις

Εδώ έγκειται και η δεύτερη μεγάλη αρετή του βιβλίου. Αναδεικνύει την εργασία ως πραγματικό κοινωνικό φαινόμενο, χαρτογραφεί τη διασπορά των εσωτερικών της εξελίξεων δίνοντας χώρο στη μελέτη όλων των επιμέρους παραμέτρων που προσδιορίζουν τη σημερινή της κρίση και τους μετασχηματισμούς της. Διατηρώντας την καταστατική τους θέαση της εργασίας ως τόπο του κοινωνικού ανταγωνισμού, οι συγγραφείς του έργου δείχνουν να έχουν ξεπεράσει τους οικονομικούς αναγωγισμούς και τις μονοσήμαντες ταξικές αναγνώσεις της. Το σύμπαν της δουλειάς είναι γι’ αυτούς ρευστό, αλλά μπορεί να χαρτογραφηθεί στην πολλαπλότητα των εντάσεων που προκαλεί και των σχέσεων εξουσίας που το συγκροτούν. Από την περιεκτική και σύντομη ιστορία των Κοινωνικών Φαρμακείων της ελληνικής κρίσης μέχρι τις νέες μορφές συγκρουσιακού συνδικαλισμού ή τις σύγχρονες αντιστάσεις που οδηγούν σε ένα ευρύ φάσμα άτυπων αποσύρσεων από την παραγωγή και αμφισβήτησης του καριεριστικού βιοϋποδείγματος, το βιβλίο φωτίζει την επικαιρότητα μιας θεμελιώδους αντιπαράθεσης που δεν προβλέπεται να εκλείψει.

Όμως τα κείμενα του βιβλίου αυτού ούτε εκθειάζουν ούτε ωραιοποιούν τις αντιστάσεις στη ρευστοποίηση των εργασιακών ταυτοτήτων, την αυγή του 21ου αιώνα. Μπαίνουν στον κόπο να περιγράψουν, να αναλύσουν τις νέες μας αντιθέσεις. Και επίπονα προσπαθούν για μια πρώτη χαρτογράφησή τους.  

Μαζί με αυτά προσφέρεται μια βασική κοινωνιολογία των νέων επαγγελμάτων, ενώ φιλοξενούνται και ουσιώδεις προσεγγίσεις της γυναικείας εργασίας. Βρίσκει εκεί κανείς ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις τόσο για τα παλιά ανδρικά επαγγέλματα και τη δύσκολη πρόσβαση σε αυτά για τις γυναίκες όσο και για το γαλλικό παράδοξο, η σχετικά πρόσφατη άρση απαγόρευσης της γυναικείας εργασίας να είναι ταυτόχρονα στιγμή χειραφέτησης αλλά και περαιτέρω έκθεση στην εργασιακή φθορά.

Σπουδαία συνεισφορά στην χαρτογράφηση των νέων κοινωνικών εντάσεων στην οποία οδηγεί η οριστική απομάκρυνσή μας από τον φορντισμό και τα κοινωνικά του μοντέλα αποτελούν, σε κάθε περίπτωση, τα δύο πρώτα κεφάλαια του βιβλίου. Καταπιάνονται με την ιδιαίτερη σύσταση των γκρίζων ζωνών εργασίας όπως είναι οι πλατφόρμες που καθιστούν τον εργαζόμενο επιχειρηματία του εαυτού του, δυνητικά κυρίαρχο της βιογραφίας του και ταυτόχρονα εκτεθειμένο σε παλιούς και νέους κινδύνους.

Ακόμα, αυτό που επικράτησε να αποκαλείται «ουμπεροποίηση» της εργασίας εξετάζεται στην κυτταρική του διάσταση – εξετάζονται δηλαδή οι μετασχηματισμοί που έχουν προκύψει στο επάγγελμα του ταξί στη γαλλική πρωτεύουσα. Επάγγελμα - καταφύγιο στη διάρκεια της κρίσης, το οποίο, σε πολλά μέρη του κόσμου, διέπεται από την άνιση διχοτομία μεταξύ ιδιοκτήτη και οδηγού, το επάγγελμα του ταξί άλλαξε ριζικά με την ευκαιριακή και μετέπειτα μόνιμη είσοδο νέων δυνάμεων στο πεδίο, μέσα από τις ηλεκτρονικές πλατφόρμες. Αντιφάσεις, αντιστάσεις, παλιές δομές και νέοι καταναγκασμοί που ανατρέπουν καθιερωμένα μοντέλα χωρίς να επιβάλουν ένα καινούργιο περιβάλλον ασφαλούς προοπτικής, όλα αυτά μέσα από την αποθέωση ενός χιμαιρικά ανεμπόδιστου ατομικού σχεδίου ζωής που επιτελείται «χωρίς τις στρεβλώσεις του κλειστού επαγγέλματος», περιγράφονται υποδειγματικά. Και δίνουν τροφή για αντίστοιχες μελέτες στην ελληνική –και τόσο υποσχόμενη ερευνητικά– άγνωστη επικράτεια αυτής της δουλειάς.

Αυτές τις σημαντικές μελέτες συμπληρώνουν εξίσου καίριες προσεγγίσεις στο ζήτημα των αποσπασμένων εργαζομένων, στη διάσπαση και αποεδαφικοποίηση της εργασιακής συνθήκης που προκαλεί ο παροξυστικός εκδημοκρατισμός του ταξιδιού και η επέλαση της οικονομίας των μεταφορών χαμηλού κόστους, αλλά και η εργολαβική μετάθεση τμημάτων του μεταφορικού έργου από πάλαι ποτέ καθετοποιημένους εταιρικούς γίγαντες του κλάδου προς ελεγχόμενες μικρότερες εταιρείες, οι οποίες αναλαμβάνουν τη μείωση του κόστους εις βάρος της εργασίας.

 

Ο κόσμος αλλάζει. Και οι δουλειές

Το βιβλίο, όπως έχει ήδη φανεί, δεν εγκλωβίζεται σε κοινωνιολογίζοντα στερεότυπα περί φτώχειας ή «νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας» ούτε στέκεται μόνο στην προσέγγιση των νέων και επισφαλών εργαζομένων. Δεν ελεεινολογεί «το σύστημα» και δεν θυματοποιεί τους πιο αδύναμους που λειτουργούν εντός του. Χωρίς να αφίσταται της αυστηρής  εξέτασης  των μετασχηματισμών της εργασίας και των άνισων κατανομών που απλώνονται μπροστά μας, χωρίς να χάνει την κριτική (και πραγματικά αριστερή) του ταυτότητα, ο τρόπος προσέγγισης που υιοθετεί είναι οργανικός. Δεν είναι μια καταγγελτική ματιά γεμάτη βεβαιότητες για ένα αντικείμενο που λίγο γνωρίζει. Ο κοινωνιολόγος ενσωματώνεται στη μικρή κλίμακα και μιλάει μέσα από τα θραύσματα τις παλιάς αντίθεσης κεφαλαίου - εργασίας, δείχνει τα πιθανά αδιέξοδα της κάθετης εναντίωσης και το βαθμό εμπλοκής του ατόμου-νάρκισσου στα παίγνια των εύπλαστων αγορών ή στα γρανάζια των μικροδιευθετήσεων της σύγχρονης αγοράς εργασίας. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να εξετάσει το σύγχρονα μοντέλα διοίκησης ως απαραίτητο τμήμα μιας νέας προβληματοποίησης και διατύπωσης των ερωτημάτων μας. Με ξεχωριστό ενδιαφέρον θα διαβάσει ο έλληνας αναγνώστης τη διαστολή της έννοιας της εργασίας, όπως αυτή αποτυπώνεται στην εμπλοκή των «αφοσιωμένων» καταναλωτών σε δουλειές του σουπερμάρκετ, αλλά και την ταυτόχρονη ενεργοποίηση των υπαλλήλων σε νέους εταιρικούς πατριωτισμούς. Ομοίως, τα στελέχη που εργάζονται υπό την αιγίδα ενός πρότζεκτ και εκείνα που εργάζονται μέσα από το ιδεολόγημα της αυτονομίας τους, εξετάζονται εδώ με τρόπο παραδειγματικό. Η μελέτη του νέου νοσοκομειακού δημόσιου μάνατζμεντ και οι οργανωτικές εξελίξεις στον τομέα της υγείας, με τις επιπτώσεις που έχει προκαλέσει στην απόδοση και στα συναισθήματα του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού, έχουν πολλά να μας πουν σε μια κοινωνία που επιζητά σήμερα, και δικαίως, μια οργανωτική επανάσταση στο ΕΣΥ.

Η συλλογική έκδοση Κρίση(σεις) και κόσµοι της εργασίας, που, εκτός από τις μελέτες τις οποίες περιέχει, αρχίζει με μια εξαιρετική εισαγωγή στην οποία η επιμελήτρια όχι μόνο πλαισιώνει το εγχείρημα της αλλά και παρακολουθεί την εξέλιξη των επιστημονικών ευρημάτων των συγγραφέων από το 2016 έως σήμερα, είναι μια άριστη ευκαιρία να εισαχθούμε σε μια απαραίτητη σήμερα θεματολογία. Μια θεματολογία η οποία, σε πείσμα της γενικής πολιτισμικής στροφής που έχουν πάρει οι κοινωνικές επιστήμες, παραμένει πρωταρχική για την κατανόηση του σύγχρονου κόσμου. Στην Ελλάδα, όπου οι παραδοσιακές δομές της εργασίας συναντώνται όχι μόνο με τη σύγχρονης ρευστότητα της ατομικιστικής εποχής αλλά και με το μεταπολεμικό μας μπρικολάζ των ρόλων, την πολλαπλή σύνθεση των εισοδημάτων, της πολυσθένεια των υποκειμένων και τις οικογενειακές στρατηγικές (σε μια χώρα δηλαδή όπου η εργασιακή συνθήκη συγκροτεί έναν τρομερά πλούσιο βιότοπο), τέτοια έργα πρέπει να τα θεωρούμε σταθμούς της γνωστικής και πολιτικής μας διαδρομής.   

 

Παναγής Παναγιωτόπουλος

Αναπληρωτής καθηγητής κοινωνιολογίας στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθυντής του τομέα Κοινωνικής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας / υπεύθυνος ελληνο-γαλλικού προγράμματος στο ΕΛΙΑΜΕΠ. Τελευταία βιβλία του, Το Γεγονός. Πώς η 11η Σεπτεμβρίου άλλαξε τον κόσμο (2021), Περιπέτειες της μεσαίας τάξης (2021).

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.