Γιατί αν είσαι αυτός, τότε μπορείς να προσφέρεις όντως ένα σοφό βιβλίο, σπαρακτικό και γλυκό, ένα κείμενο ιδιωτικού ρεαλισμού που κατακτά τη λιτότητα μέσα από τον κόπο της συγγραφικής εργασίας και όχι ως τεμπέλικη υφολογία. Με άλλα λόγια, αν είσαι ο Φαις μπορείς να γράψεις το βιβλίο του εαυτού σου, στην ωριμότητά του, πέρα από την πορνογραφία της αυτολύπησης, την αυταρέσκεια της δικαίωσης και την επίδειξη γλωσσικών και φορμαλιστικών ικανοτήτων που όλοι γνωρίζουν ότι διαθέτεις. Με άλλα λόγια, μπορείς να γράψεις κάτι που σε τοποθετεί, κατά τη γνώμη μου τελεσίδικα, στον κανόνα της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας, φτιάχνοντας κοινωνούς της προσευχιτικής σου αγωνίας και προσφέροντας καθαρή αναγνωστική απόλαυση.
Αφού λοιπόν τοποθετήθηκα τόσο βαρύγδουπα, κάτι που αποφεύγει ο συγγραφέας όταν μιλάει για τον εαυτό του, εντός και εκτός βιβλίου, θα μου επιτρέψετε να εκλογικεύσω τη χαρά μου και τον αναγνωστικό μου ενθουσιασμό. Να αξιοποιήσω δηλαδή την ωραία ευκαιρία που μου έδωσε ο Μισέλ να μετασχηματίσω τη συναισθηματική και πνευματική πληρότητα του αναγνώστη σε κάτι λεκτικά κοινοποιήσιμο.
Ακολουθούν ορισμένες αριθμημένες σκέψεις για το βιβλίο:
- Το βιβλίο είναι μια σειρά από προσευχές όπως παρουσιάζονται. Απευθύνονται στο Κενό με κεφαλαίο Κ. Αν διαβάσεις. Αν όμως πεις, ή άμα τις πεις, είναι προσευχές που πέφτουν στο κενό. Υπάρχει μια υπερβατολογική οντότητα θεϊκή που είναι το Κενό, συμπαντικά απέραντη. Ή και μια αναζήτηση επί ματαίω. Αυτό είναι το διαλεκτικό νήμα του βιβλίου. «Κάπου μέσα σε αυτό στο κενό υπάρχει κάποιος που ακούει, μπα όχι δεν με ακούει ποτέ κανείς».
- Είτε υπάρχει Αυτός, είτε δεν υπάρχει, οι προσευχές μου είναι εκκοσμικευμένες. Από τα ψυχοφάρμακα και τα Ρroctosynalar μέχρι τα δυο γκαρσόνια που χασμουριούνται την ώρα που φιλιέται ένα ζευγάρι σε ένα παλιό εστιατόριο, αυτό που πονάει και θέλει να ακουστεί δεν είναι άλλο από την τετριμμένη ζωή. Μα τότε πού είναι η μεταφυσική της προσευχής; Πουθενά δεν υπάρχει μεταφυσική της προσευχής, το βιβλίο είναι μια φυσική της προσευχής. Έτσι είναι όμως όλες οι προσευχές, ταπεινά αιτήματα, ρηχά, προσωπικά, εμπειρικά σε αναζήτηση μιας βοήθειας. Θα ήταν δε λάθος να πιστέψουμε ότι είναι η προσευχή ενός άθεου, ή ένα αίτημα για ένα επέκεινα που δεν θα ήταν μεταφυσικό. Οι προσευχές, του Φάις, αλλά και όλες οι προσευχές, είναι πάντα ο ήχος τού εδώ που αναζητά την έξοδό του προς τα εκεί.
- Όμως αυτός ο ήχος, που μοιάζει πρωτογενής, είναι πιθανόν να έχει τύχει μιας επεξεργασίας. Να έχει ενημερωθεί από απαντήσεις που έλαβε ο εκάστοτε ομιλών σε παλιότερές του προσευχές. Διότι κάθε προσευχή εγκιβωτίζει στρώσεις της εμπειρίας, ενσωματώνει παλιότερες προσευχές στο κενό, ανακυκλώνοντας όλα τα μεγάλα θέματα της μοντέρνας λογοτεχνίας. Τον έρωτα, το θάνατο, την ματαίωση που μας «κερνάει» η ελευθερία μας, το νόημα… Μέσα σε κάθε προσευχή κάτι αντηχεί, κάτι παλιότερο που επιστρέφει αλλαγμένο. Αν ισχύει αυτό τότε υπάρχει Θεός, ή τουλάχιστον υπάρχει κάποιος που ακούει και απαντάει στις προσευχές – μα καθώς φαίνεται, τις αναπέμπει για περισσότερη επεξεργασία και σίγουρα δυσκολεύεται να τις ικανοποιήσει.
- Είπα ότι το Αμήν συνομιλεί με τα μεγάλα θέματα της λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Αυτό είναι όμως κάτι που μπορούμε να το διατυπώσουμε και αλλιώς. Το βιβλίο αυτό είναι η ματιά ενός ώριμου ανθρώπου που επισκέπτεται όλα τα θέματα της εφηβείας, ή έστω μια θεματολογική τους συμπύκνωση. Και είναι οι ίδιες αγωνίες ενός εφήβου που πλέον έχουν πάρει την απάντησή τους, έχουν ματαιωθεί. Είναι το απόκρυφο βιβλίο ενός μυθιστορήματος ενηλικίωσης. Για την ακρίβεια, κάθε μικρή αφήγηση-προσευχή είναι σαν να γράφτηκε ως μεταθανάτιο κεφάλαιο που προστίθεται σε ένα νεανικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης, κάτι που ανακάλυψαν οι μελετητές ενός μεγάλου συγγραφέα σε ένα κρυμμένο σημειωματάριο. Η ματαίωση αυτή είναι η προσευχή στο κενό. ΚΛαι το διαλεκτικό της αντικαθρέπτισμα είναι ο ανακουφιστικός συμβιβασμός.
- Με τι συμβιβάζεται κανείς εδώ; Μα με τη φθορά. Αυτός είναι ο θεός Κενό με κεφαλαίο Κ. Εκείνος που σου επιτρέπει να συμβιβαστείς με τη φθορά, ενώ νόμιζες ότι η φθορά σου πέφτει στο κενό.
- Γιατί ο Φάις να ξεκινάει με την ίδια επωδό και στις 87 του προσευχές: «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση ενός άλλου»; Είναι μια μανιέρα; Είναι ρυθμικό τέχνασμα; Μπορεί να είναι και τα δύο. Η απάντηση όμως για μένα είναι σε έναν σύντομο διάλογο του Μισέλ με τον Μάρκο ένα μεσημέρι του Ιανουαρίου του 2023: «Μάρκος: Ακούγεται πολλή ησυχία… Μισέλ: Φοβάσαι την ησυχία; Μάρκος: Μόνο λίγο, όταν έχω ξυπνήσει.» Ο θάνατος του άλλου είναι ακριβώς η στιγμή της ενύπνιας συνείδησης και του rêve éveillé. Και αυτό είναι το κλειδί της διαλεκτικής ή διαλογικής αναγνωστικής εμπειρίας αυτού του έργου.
- Ο Φάις όμως είναι και δάσκαλος γραφής και νομίζω ότι μας προτείνει μιαν άσκηση. Να γράψουμε και εμείς ακολουθώντας τα βήματα των προσευχών του. «Κάποιες στιγμές νιώθεις ότι πεθαίνεις στη θέση κάποιου άλλου. Θα έπρεπε να έχεις βρει το βιβλίο που παρουσιάζεις απόψε, εδώ και μέρες. Το γεγονός ότι γνωρίζεις ότι είναι κάπου στη βιβλιοθήκη σου υποτίθεται ότι σε καθησυχάζει. Και τι θα γίνει αν δεν το βρεις. Αφού το έχεις διαβάσει ήδη, μπορεί να μιλήσεις γι’ αυτό. Ή δεν μπορείς. Ή μήπως θα μιλήσεις για κάποιο άλλο τελικά. Και ποιος θα καταλάβει τι; Τελικά θα το βρεις, μα θα χρειαστεί να δώσεις και έμπρακτες αποδείξεις ότι αναφέρεσαι πράγματι σε αυτό. Μπορεί πάντως να έχεις σπείρει την αμφιβολία έως τότε σε εσένα και στους άλλους. Μπορεί να το απολαμβάνεις ή να το φοβάσαι. Αμήν».
Αμήν.
Κείμενο που εκφωνήθηκε κατά την παρουσίαση του βιβλίου στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει (2 / 12 / 2024). Μαζί με τον Παναγή Παναγοωτόπουλου, μίλησαν και η Λίζυ Τσιριμώκου και η Αριέλλα Άσερ