Οι θιασώτες αυτής της άποψης εντοπίζουν την αιτία αυτής της κατάστασης από τη μια μεριά στην απροθυμία των ΗΠΑ να διατηρήσουν τον ρόλο του κύριου προστάτη της μεταπολεμικής ειρήνης στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, από την άλλη στην άρνηση των κύριων χωρών της Δυτικής Ευρώπης να γεμίσουν το κενό ισχύος που αφήνει πίσω της η αμερικανική απόσυρση, άρνηση που τροφοδοτείται από ένα αίσθημα ενοχής για το ιμπεριαλιστικό και αποικιοκρατικό παρελθόν των χωρών αυτών και από μια τάση στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες να εξιλεωθούν απέναντι στα πραγματικά ή φανταστικά θύματα της πάλαι πότε αγέρωχης πολιτικής των χωρών τους, ανοίγοντας σύνορα και κοινωνίες σε ανθρώπους με ήθη, έθιμα και ιδέες περί κοινωνίας και κράτους που στη βάση τους είναι ασυμβίβαστες με το πνεύμα ανθρωπιστικής ανεκτικότητας και ευμενούς αδιαφορίας που διαχέει τις μεταπολεμικές δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες.
Τα σενάρια για το μέλλον της Δύσης που γίνονται σε αυτό το πνεύμα του πεσιμισμού και της παρακμής δεν είναι ενθαρρυντικά και κυμαίνονται ανάμεσα σε αναρχικές και εντελώς αυταρχικές δυστοπίες – μερικοί δεν διστάζουν να προφητεύουν ακόμα και το τέλος του δυτικού κόσμου έτσι όπως τον ξέρουμε σήμερα και μια επιστροφή σε καταστάσεις πουριτανισμού, σεμνοτυφίας και πατερναλιστικού αυταρχισμού.
Όμως μια θεώρηση της κατάστασης από μια σκοπιά που επικεντρώνεται σε μια δομική ανάλυση και στη σύγκριση με άλλες ανάλογες ιστορικές καταστάσεις μάς δείχνει ότι το μέλλον μπορεί να εγκυμονεί κινδύνους, αγώνες –ίσως και ανάμειξη σε πολεμικές επιχειρήσεις–, αλλά δεν μας οδηγεί σε μια αναίρεση του δυτικού τρόπου ζωής και του δυτικού πνεύματος. Αντίθετα, η αποσύνθεση και η αλληλεξουδετέρωση των εχθρών της Δύσης είναι όχι μόνο η πιο πιθανή έκβαση της κρίσης, αλλά και σε ιστορικό βάθος η μόνη δυνατή.
Ο λόγος γι’ αυτή την εξέλιξη, που πολλοί θα θεωρήσουν ίσως υπερβολικά αισιόδοξη, οφείλεται σε δύο θεμελιώδεις αρχές που είναι κοινές σε όλα τα κράτη τα οποία αποτελούν αυτό που ονομάζουμε δυτικό κόσμο και καθορίζουν τόσο τη φύση και το πλαίσιο του δικαίου όσο και την ηθική δομή των κοινωνιών τους:
Η πρώτη είναι ο Ρεπουμπλικανισμός, η ιδέα ότι η διατήρηση της κρατικής και της κοινωνικής συνοχής είναι res publica, δηλαδή κοινός σκοπός, σκοπός κάθε ανθρώπου που ζει σε μια κρατικά δομημένη κοινωνία. Η ιδέα του Ρεπουμπλικανισμού απαιτεί ότι η ισχύς του νόμου πρέπει να βασίζεται στην αποδοχή του από τους πολίτες και ότι για τη θέσπιση ενός νόμου είναι αναγκαία η συγκατάθεση των πολιτών – διαμέσου της συνταγματικά καθορισμένης οδού. Αυτό σημαίνει ότι κάθε νόμος πρέπει να είναι όχι μόνο κατανοητός από τους πολίτες, αλλά και να ρυθμίζει ένα θέμα που τους αφορά. Η αρχή του Ρεπουμπλικανισμού είναι ο θεμέλιος λίθος του τρόπου άσκησης πολιτικής εξουσίας που ονομάζουμε δημοκρατία, ανεξάρτητα από τις επιμέρους εκφάνσεις του, που συμπεριλαμβάνουν και το θεσμό του κληρονομικού ανώτατου άρχοντος – έτσι γίνεται κατανοητό το ότι οι ευρωπαϊκές μοναρχίες είναι από τη φύση τους ρεπουμπλικανικές δημοκρατίες.
Η δεύτερη αρχή είναι η επιταγή ότι υπέρτατος σκοπός του κράτους είναι η προστασία της ανθρώπινης αξίας. Η επιταγή αυτή δεσμεύει καταρχήν τους κρατικούς λειτουργούς, αλλά επειδή σε ένα ρεπουμπλικανικό κράτος οι πολίτες συμμετέχουν στη διαμόρφωση και στη λειτουργία των κρατικών δομών, ο σεβασμός και η προστασία της ανθρώπινης αξίας είναι υποχρέωση και κάθε πολίτη. Από την επιταγή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας απορρέουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία ισχύουν όχι μόνο για τους πολίτες αλλά και για κάθε άνθρωπο που ζει ή βρίσκεται προσωρινά στην επικράτεια ενός ρεπουμπλικανικού κράτους. Και από την ισχύ των ανθρώπινων δικαιωμάτων για κάθε άνθρωπο που ζει ή βρίσκεται στην επικράτεια ενός ρεπουμπλικανικού κράτους απορρέει το γεγονός ότι η επιταγή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας δεσμεύει κάθε άνθρωπο που ζει ή βρίσκεται στην επικράτεια ενός ανθρωπιστικού ρεπουμπλικανικού κράτους.
Ρεπουμπλικανισμός και υποχρέωση της προστασίας της ανθρώπινης αξίας είναι το κοινό γνώρισμα όλων των δυτικών κρατών, ανεξάρτητα από τον τρόπο και τον «ενθουσιασμό» με τον οποίο υλοποιούνται. Γι’ αυτόν τον λόγο οι σχέσεις μεταξύ των δυτικών κρατών είναι εκ φύσεως συνεργατικές και συμμαχικές, ακόμα και αν μεταξύ τους δεν υφίστανται ρητές συνθήκες συνεργασίας ή συμμαχίας. Η Δύση είναι ένας άτυπος συνασπισμός κρατών που δημιουργούν ένα χώρο έννομης ελεύθερης διακίνησης ανθρώπων, ιδεών, γνώσεων, αγαθών και υπηρεσιών, ο οποίος όπως γνωρίζουμε εμπεριέχει περιοχές στενότερης συνεργασίας και πολιτικής ομοιογένειας, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση ή ο ανάλογος συνασπισμός κρατών της Νότιας Αμερικής, ή ευρύτερης, όπως το ΝΑΤΟ ή οι οικονομικοί χώροι που καθορίζονται από διεθνείς συνθήκες όπως η CETA, η NAFTA και άλλες.
Το κοινό γνώρισμα των κρατών που εχθρεύονται τη Δύση και προσπαθούν είτε να περιορίσουν την υποτιθέμενη στρατιωτική και οικονομική καταπιεστική κυριαρχία της είτε να την αντικαταστήσουν ή ακόμα και να την «εξαφανίσουν» από το ιστορικοπολιτικό γίγνεσθαι, είναι ότι παρ’ όλο τον αυτοπροσδιορισμό των περισσότερων ως «συνταγματικά κατεστημένων δημοκρατιών» δεν αποδέχονται την αρχή της επιταγής ότι υπέρτατος σκοπός του κράτους είναι η προστασία της ανθρώπινης αξίας. Μια προσεκτική ματιά στα συντάγματα αυτών των χωρών αποκαλύπτει ότι ο υπέρτατος σκοπός που καλείται να υπηρετήσει τόσο το κράτος όσο και οι πολίτες του είναι είτε μια υποστασιοποίηση της έννοιας του έθνους και του εθνικού τρόπου ζωής (όπως π.χ. ορίζει το προοίμιο του τουρκικού συντάγματος) είτε μια συγκεκριμένη ιδέα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής, συνήθως μια μορφή του κομμουνισμού ή του σοσιαλισμού ή μια απροσδιόριστη ιδέα της αποδοχής ενός θείου νόμου, είτε ένα άθροισμα των δύο (όπως αυτό καθορίζεται π.χ. στο προοίμιο ή στα πρώτα άρθρα των συνταγμάτων της Βόρειας Κορέας, της Κίνας, του Ιράν ή της Δημοκρατίας της Ένωσης της Μυανμάρ). Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το είδος κρατών που απορρίπτουν την αρχή της προστασίας της ανθρώπινης αξίας ως υπέρτατο σκοπό και την αντικαθιστούν με την αρχή της απόλυτης προστασίας της κρατικής τους υπόστασης και ιδεολογίας –όποια και αν είναι αυτή– ως ναρκισσιστικά κράτη γιατί, όπως ο μυθικός Νάρκισσος, είναι ερωτευμένα με την ιστορικά πεπερασμένη ιδιοσυγκρασιακή τους μορφή.
Η πρώτη συνέπεια αυτής της υποχρέωσης να υπηρετείται μια ιστορικά πεπερασμένη ιδιοσυγκρασιακή αρχή ως υπέρτατος σκοπός του κράτους και των πολιτών, είναι ότι το κράτος διαχωρίζει τους κατοίκους σε εκείνους που υπηρετούν την κρατική ιδέα και σε εκείνους που δεν την υπηρετούν ή είναι αποκλεισμένοι για διάφορους λόγους από τη δυνατότητα να την υπηρετήσουν – ακόμα και αν ήταν πρόθυμοι να το κάνουν. Ανθρώπινα και πολιτικά δικαιώματα ισχύουν μόνο στο βαθμό που οι κάτοικοι ενός ναρκισσιστικού κράτους υπηρετούν την ιδιοσυγκρασιακή ιδεολογία του ή στο μέτρο που τα κράτη αυτά αποδέχονται διεθνείς συνθήκες – μια ματιά στα συντάγματά τους το επιβεβαιώνει. Από αυτόν τον ερμητικό διαχωρισμό απορρέει η δεύτερη συνέπεια, η μη ισχύς της αρχής του Ρεπουμπλικανισμού: η διατήρηση της κρατικής και της κοινωνικής συνοχής και της ισχύος του νόμου δεν μπορεί να είναι κοινή υπόθεση των πολιτών και κατ’ επέκτασιν των κατοίκων της χώρας.
Η τρίτη συνέπεια της μη αποδοχής της αρχής της προστασίας της ανθρώπινης αξίας ως υπέρτατου σκοπού του κράτους είναι ότι τα ναρκισσιστικά κράτη δεν αποτελούν μια εκ φύσεως συμμαχία. Η κάθε συνεργασία και συμμαχία μεταξύ τους είναι καθαρά συμβατική, περιστασιακή και εύθραυστη, καθώς μπορεί να διαλυθεί οποιαδήποτε στιγμή ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη διαπιστώσει ότι δεν ικανοποιεί τον ναρκισσισμό του.
Η τέταρτη και ιστορικοπολιτικά πιο σημαντική συνέπεια της απόρριψης της αρχής της προστασίας της ανθρώπινης αξίας είναι η κατάσταση «ερωτικού μίσους» που διέπει τις σχέσεις όλων αυτών των κρατών με τη Δύση. Διότι διαπιστώνουν ότι, παρ’ όλες τις διαφορές τους, τα κράτη της Δύσης συνδέονται με έναν πνευματικό δεσμό, τον οποίον τα ναρκισσιστικά κράτη δεν είναι σε θέση να αναπτύξουν καθώς αυτό θα σήμαινε την υπέρβαση του ναρκισσισμού τους. Όμως ο ίδιος αυτός ο ναρκισσισμός τους δημιουργεί την επιθυμία να αναγνωριστεί η ιδιοσυγκρασιακή ιστορικά πεπερασμένη μορφή τους από τα άλλα κράτη και από τους ανθρώπους ως υπερβατική αξία. Κάτι που είναι αδύνατο.
Έτσι τα ναρκισσιστικά κράτη πολιορκούν τη Δύση όπως ένα σμάρι ιδιοτελών μνηστήρων την αρχοντική Πηνελόπη, ελπίζοντας να αποκτήσουν τα πλούτη της και κυρίως να κερδίσουν μέσω αυτού του γάμου το αξίωμα του βασιλέα, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά πως δεν μπορούν να εκβιάσουν ή να εξαναγκάσουν την συναίνεσή της γιατί αυτό θα ισοδυναμούσε με παραδοχή του ιδιοτελούς και ναρκισσιστικού χαρακτήρα τους.
Σε αντίθεση με τον αρχαίο μύθο δεν υπάρχει πουθενά ένας Οδυσσέας που θα γυρίσει μια μέρα από ένα μακρινό ταξίδι, θα εξοντώσει τους μνηστήρες και θα λυτρώσει την Πηνελόπη και το βασίλειό του από την πολιορκία. Όμως η Δύση είναι τόσο ισχυρή ιδέα που δεν χρειάζεται έναν Οδυσσέα λυτρωτή. Γιατί η μυθική Πηνελόπη και ο μυθικός Οδυσσέας δεν είναι τίποτε άλλο από τη διπλή αλλά αδιαίρετη προσωποποίηση της ανθρώπινης αξίας, που από τη μια μεριά κρατά τους νάρκισσους μνηστήρες στο προαύλιο μαγνητισμένους από την ομορφιά και τα πλούτη της Δύσης, ενώ από την άλλη διαβρώνει ταυτόχρονα –πολλές φορές με αίμα, ιδρώτα και δάκρυα– τον αυτοθαυμασμό τους και τους αναγκάζει να αποβάλουν τη ναρκισσιστική φύση τους και να γίνουν μέρος της Δύσης.