Δεν θα αρκούσε ένας ή δυο; Και γιατί όχι τέσσερις ή περισσότεροι;
Η απάντηση κατά την γνώμη μου είναι απλή:
Εφ’ όσον δεν υφίστανται άλλα στοιχεία που θα στήριζαν την καταγγελία, διότι –όπως ισχυρίζεται ο Γιάννης Μαντζουράνης– αυτά ή έχουν καταστραφεί ή είναι πλέον μη προσβάσιμα, η μια μαρτυρία θα ήταν ανίσχυρη. Οπότε πρέπει να ενισχυθεί.
Δυο μάρτυρες μπορούν μεν να επιβεβαιώσουν τις καταθέσεις αλλήλων, αλλά διατρέχουν τον κίνδυνο είτε να υποπέσουν σε αντιφάσεις είτε να θεωρηθούν οι καταθέσεις τους σκηνοθετημένες.
Τρεις μαρτυρίες όμως μπορούν να αλληλοσυμπληρώσουν τυχόν κενά των επιμέρους μαρτυριών και να επιλύσουν αντιφάσεις που εμφανίζονται σε κάθε κατάθεση μάρτυρος, διότι κανείς άνθρωπος δεν αναπαράγει φωτογραφικά όσα έχει βιώσει.
Περισσότεροι από τρεις μάρτυρες μπορεί φαινομενικά να ισχυροποιήσουν μια καταγγελία, όμως στην περίπτωση αυτή ελλοχεύει ο κίνδυνος να διασειστεί η αξιοπιστία όλων των μαρτύρων από επιπλέον πληροφορίες ή προσωπικές επιλογές. Με άλλα λόγια περισσότεροι μάρτυρες είναι δύσκολο να ελεγχθούν και να συντονιστούν.
Οπότε οι τρεις μάρτυρες είναι η αναγκαία και ικανή συνθήκη για να έχει μια καταγγελία τις μέγιστες πιθανότητες αποδοχής της από το δικαστήριο, ελλείψει άλλων στοιχείων.
Αυτό δεν σημαίνει προφανώς ότι με τρεις μάρτυρες θεμελιώνεται μια καταγγελία ή επιτυγχάνεται μια καταδικαστική απόφαση. Οι μάρτυρες πρέπει καταρχήν να είναι ειλικρινείς και δεύτερον οι καταθέσεις τους να είναι αξιόπιστες, υπό την έννοια ότι πρέπει κάπως να περιγράφουν την πραγματικότητα και όχι μια εσφαλμένη αντίληψή της. Γιατί ακόμα και αν ο μάρτυς είναι ειλικρινής και πιστεύει ότι αυτό που καταθέτει συνέβη στην πραγματικότητα, μπορεί παρ’ όλα αυτά να πλανάται.
Γι’ αυτό και οι δίκες που στηρίζονται σε μαρτυρίες και ενδείξεις είναι πολύπλοκες και απαιτούν μεγάλη πείρα, γνώσεις και ενσυναίσθηση από τους παράγοντες του δικαστηρίου.
Οι καταγγέλλοντες νομίζουν ότι υπό την κάλυψη της ανωνυμίας –υποτίθεται για λόγους προστασίας των μαρτύρων– θα ενισχυθεί η αξιοπιστία των καταθέσεων και θα δυσκολευτεί η αποδόμησή τους από τη μεριά της υπεράσπισης.
Όμως αυτή η άποψη είναι τραγικά εσφαλμένη – όπως έδειξε και η προηγούμενη προσπάθεια στήριξης κατηγοριών βασισμένη σε μαρτυρίες υπό το καθεστώς ανωνυμίας μαρτύρων.
Πρώτον, η ανωνυμία δεν μπορεί να αποτρέψει την ταυτοποίησή τους, καθώς λόγω της υφής της υπόθεσης, οι μάρτυρες προέρχονται από συγκεκριμένο κύκλο προσώπων, που είναι σε θέση να έχουν πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες. Οπότε ήδη από τις μαρτυρίες τους θα αποκαλυφθεί ποιοι είναι.
Δεύτερον, εφόσον με τις μαρτυρίες τους θα τεκμηριώσουν τη συμμετοχή τους σε παράνομες πράξεις, θα βρεθούν και οι ίδιοι κατηγορούμενοι στη διάπραξη ή τη γνώση αυτών των πράξεων, κάτι που διώκεται –από όσα ξέρω– αυτεπάγγελτα.
Οπότε προκειμένου να μην επιβαρύνουν την θέση τους θα κάνουν χρήση του δικαιώματός τους να σιωπήσουν, κάτι που θα καταστήσει τις μαρτυρίες τους τουλάχιστον άχρηστες για τη θεμελίωση κατηγοριών.
Και προφανώς καμία επίκληση του ότι «εκτελούσαν απλά εντολές» ή του ότι «νόμιζαν ότι πρόκειται για άσκηση» δεν πρόκειται να τους απαλλάξει από τις ευθύνες τους ως συμμέτοχους ή γνώστες παράνομων πράξεων.
Μπορεί κάτι τέτοιο να συμβαίνει σε ταινίες με σενάρια συνωμοσίας, τις οποίες ίσως να έχουν στο μυαλό τους αυτοί που νομίζουν ότι μπορούν να εφαρμόσουν αυτές τις τακτικές στην πραγματικότητα. Όμως το δίδαγμα αυτών των ταινιών δεν είναι ότι μερικοί αποφεύγουν τις συνέπειες, αλλά ότι οι συνωμοσίες έχουν πάντα τραγικό τέλος για τους συνωμότες.