Η Λουίζ Γκλυκ είχε γεννηθεί το 1943 στη Νέα Υόρκη. Ήταν γόνος εβραϊκής οικογένειας από την Ουγγαρία, καθηγήτρια πανεπιστημίου και ώς το Νόμπελ είχε εκδώσει δώδεκα ποιητικές συλλογές (εξέδωσε ακόμα μία στη συνέχεια) και δοκίμια. Στη Σουηδική Ακαδημία είχαν επισημάνει τη διαύγεια των στίχων της και τη σαφήνεια με την οποία προσλαμβάνει και χειρίζεται λογοτεχνικά τη φύση και τον άνθρωπο ανάμεσα στους μεγάλους πόλους, την αγάπη, τη ζωή και τον θάνατο.
H ίδια αυτοπροσδιοριζόταν ποιητικά από τις επιρροές της, κορυφαία εκ των οποίων ήταν η επιρροή της Έμιλυ Ντίκινσον. Στην ομιλία της στην τελετή απονομής του Νόμπελ είχε περιγράψει ως εξής αυτή τη διαδικασία:
Όλη μου τη ζωή, τα ποιήματα που με προσέλκυαν εντονότερα ήταν του είδους που περιέγραψα, ποιήματα προσωπικής επιλογής ή σύγκρουσης, ποιήματα στα οποία ο ακροατής ή ο αναγνώστης συμβάλλει ουσιαστικά, ως αποδέκτης μιας εξομολόγησης, ή μιας αποδοκιμασίας, καμιά φορά ως συν-συνωμότης. «Είμαι ο κανένας», λέει η Ντίκινσον. «Είσαι κι εσύ ο κανένας;/ Τότε είμαστε δύο – Μη τυχόν το πεις!». Ή ο Έλιοτ: «Ας πάμε λοιπόν εσύ κι εγώ,/ όταν στον ουρανό απλώνεται το δειλινό/ σαν ναρκωμένος ασθενής πάνω στο τραπέζι». Ο Έλιοτ δεν σημαίνει προσκλητήριο προσκόπων. Ζητάει κάτι από τον αναγνώστη. Σε αντίθεση με τους γνωστούς στίχους του Σαίξπηρ, «Να σε συγκρίνω με μια μέρα του καλοκαιριού;»: ο Σαίξπηρ δεν συγκρίνει εμένα με μια μέρα του καλοκαιριού. Μπορώ να θαυμάσω στα κρυφά την εκθαμβωτική του δεξιοτεχνία, αλλά το ποίημα δεν απαιτεί την παρουσία μου.
Για την τέχνη η οποία με ελκύει, η φωνή ή η κρίση της κοινωνίας είναι επικίνδυνη. Η ευθραυστότητα της οικείας ομιλίας προσθέτει στην δύναμή της τη δύναμη του αναγνώστη, μέσω της οποίας ενθαρρύνεται η φωνή καθώς εκφράζει την επείγουσα έκκληση της ή την εξομολόγησή της.
Η Λουίζ Γκλυκ υπήρξε σημαντική ποιήτρια. Το Books’ Journal θα ασχοληθεί σύντομα με το έργο της. Σήμερα, αναδημοσιεύουμε από το τεύχος 113 του Books’ Journal, που είχε κυκλοφορήσει αμέσως μετά τη βράβευσή της, το ποίημα «Παραβολή», σε μετάφραση Χάρη Βλαβιανού και Δήμητρας Κωτούλα, από το βιβλίο της Πιστή και ενάρετη νύχτα, που κυκλοφόρησε από το Στερέωμα:
ΠΑΡΑΒΟΛΗ
Έχοντας, αρχικά, απεκδυθεί τα επίγεια αγαθά, όπως διδάσκει ο Άγιος Φραγκίσκος,
ώστε οι ψυχές μας να μην περισπώνται
απ’ το κέρδος και την απώλεια κι ώστε
τα σώματά μας να είναι ελεύθερα να κινούνται
εύκολα στα ορεινά περάσματα, έπρεπε έπειτα να αποφασίσουμε
αν θα ταξιδεύαμε και προς τα πού, και το δεύτερο ερώτημα ήταν
αν θα’ πρεπε να έχουμε έναν σκοπό, ενάντια στον οποίο
πολλοί από μας υποστήριξαν με σφοδρότητα, ότι ένας τέτοιος σκοπός
θ’ αντιστοιχούσε σε κοσμικά αγαθά, κάτι που θα σήμαινε περιορισμό ή αναστολή,
ενώ άλλοι έλεγαν ότι αυτή ακριβώς η λέξη ήταν που μας καθαγίαζε
ως προσκυνητές μάλλον παρά ως περιπλανώμενους: στο νου μας, η λέξη φάνταζε
ονειρική, κάτι που αναζητούσαμε, ώστε προσηλωμένοι σ’ αυτήν
μπορεί να τη βλέπαμε
να λαμπυρίζει μέσα στις πέτρες, κι όχι
να την προσπεράσουμε τυφλά: κάθε
άλλο ζήτημα το συζητήσαμε εξίσου ενδελεχώς, με τα επιχειρήματά μας να διασταυρώνονται,
κι έτσι, καταλήξαμε, όπως ισχυρίζονταν μερικοί, λιγότερο ευέλικτοι και πιο παραιτημένοι,
σαν στρατιώτες σ’ έναν ανώφελο πόλεμο. Και το χιόνι έπεφτε πάνω μας, κι ο άνεμος φυσούσε,
αλλά με τον καιρό κόπασε – εκεί που είχε πέσει χιόνι, πρόβαλαν λουλούδια πολλά,
κι εκεί που είχαν λάμψει τα άστρα, ήλιος υψώθηκε πάνω από τη γραμμή των δέντρων
κι έτσι είχαμε σκιά ξανά: αυτό συνέβη πολλές φορές.
Επίσης βροχή, επίσης πλημμύρες κάποιες φορές, επίσης χιονοστιβάδες, στις οποίες
κάποιοι από εμάς χάθηκαν, και κατά καιρούς έμοιαζε να
έχουμε καταφέρει να συμφωνήσουμε,
κουβαλώντας τις προμήθειές μας πάνω στους ώμους μας: μα πάντα αυτή η στιγμή περνούσε,
κι έτσι (πολλά χρόνια μετά) βρισκόμασταν ακόμη σ’ εκείνο το πρώτο στάδιο, ακόμη
να ετοιμαζόμαστε να ξεκινήσουμε για το ταξίδι, αλλά αλλαγμένοι, ωστόσο·
το διακρίναμε αυτό ο ένας στον άλλο: είχαμε αλλάξει παρ’ όλο που
δεν είχαμε μετακινηθεί, και είπε ένας, ω, δες πόσο έχουμε γεράσει, ταξιδεύοντας
από μέρα σε νύχτα μόνο, ούτε πηγαίνοντας μπροστά, ούτε παρεκκλίνοντας από την πορεία, κι αυτό
κατά παράδοξο τρόπο φάνταζε θαυμαστό. Κι όσοι πίστευαν ότι θα πρέπει να έχουμε έναν σκοπό
πίστεψαν ότι αυτός ήταν ο σκοπός, κι εκείνοι που ένιωθαν ότι θα έπρεπε να μείνουμε ελεύθεροι
ώστε ν’ αντικρίσουμε την αλήθεια ένιωσαν ότι είχε αποκαλυφθεί.