Πέθανε στις 29 Απριλίου 2021, έπειτα από σύντομη μάχη με τον καρκίνο, η Μαρία Τσάκος, 49 ετών, δικηγόρος με ειδίκευση στα ναυτιλιακά, ιδρύτρια του διαδικτυακού ραδιοφωνικού σταθμού Amagi.
Δραστήρια, πολιτικά και πολιτιστικά ενεργός, η Μαρία Τσάκος διακρίθηκε για τις ιδεολογικές μάχες της υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας. Απέναντι στο ρεύμα τα χρόνια του αντιμνημονιακού λαϊκισμού, αγωνίστηκε για μια ελεύθερη χώρα.
Και στις σχέσεις της, επαγγελματικές και διαπροσωπικές, ήταν ο καλός άγγελος όσων την είχαν ανάγκη.
Μεταξύ άλλων, συμπαραστάθηκε και στο Books' Journal, το κρίσιμο καλοκαίρι του 2017, όταν διακυβεύτηκε η συνέχιση της κυκλοφορίας του.
Θα την αγαπάμε και θα την θυμόμαστε πάντα. Συλλυπητήρια στους οικείους της.
Ο αποχαιρετισμός του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ο συνιδρυτής του Amagi, ο συγγραφέας Κυριάκος Αθανασιάδης, στενός φίλος και συνεργάτης της Μαρίας Τσάκος, έγραψε στο facebook τα παρακάτω, έναν πρώτο αποχαιρετισμό:
ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΟΣ
Η Μαρία δεν ήταν του κόσμου τούτου. Ήταν κάτι πέρα και πάνω από αυτόν. Μια ξεχωριστή κατηγορία από μόνη της.
Πολλοί θα πουν πολλά από σήμερα, και κάθε χρόνο πλέον, κι αυτό είναι μόνο καλό. Άλλοι τόσοι όμως, το έκαναν ήδη: εδώ και καιρό, σε ένα μακρύ βάθος χρόνου, λένε και ξαναλένε για τη Μαρία, σιγανά και συγκινημένοι. Και το κάνουν, όλοι αυτοί οι πολλοί όλα αυτά τα χρόνια, γιατί η Μαρία τούς είχε ακουμπήσει με το ραβδάκι της και τους είχε μεταμορφώσει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Τους είχε στέρξει. Τους είχε βοηθήσει. Τους είχε σταθεί.
Γιατί αυτό έκανε η Μαρία. Βοηθούσε. Έστεργε. Παραστεκόταν. Έπαιρνε κάτι από κάτω χωρίς ποτέ να το σκεφτεί δεύτερη φορά, το έπλαθε με τα χέρια της, το φυσούσε με το στόμα… και το έβαζε να πετάξει. Κι εκείνο πετούσε. Και εξακολουθεί και σήμερα να πετάει.
Θα μπορούσαν να ήταν αλλιώς τα πράγματα γι’ αυτήν. Θα μπορούσε ενδεχομένως να είχε μεγάλη περιουσία και να τη διαχειρίζεται. Θα μπορούσε πιθανώς να ήταν εντελώς ανέμελη και να μη σκοτιζόταν με πράγματα που απασχολούν τους πολλούς, εάν επέλεγε κάτι τέτοιο.
Μα δεν ήταν αλλιώς. Δεν ήταν ποτέ αλλιώς. Πήγε σε δημόσιο σχολείο, όπου όφειλε να αριστεύει, σπούδασε εργαζόμενη παράλληλα σκληρά, και φροντίζοντας να είναι πάντα η πρώτη στη σχολή της, και έκτοτε δούλεψε ακατάπαυτα, στο υψηλότερο διαρκώς επίπεδο, σε έναν τομέα και σε ένα πόστο τόσο απαιτητικά που θα πετούσαν έξω, όπως και το κάνουν, τους περισσότερους σκληρόπετσους ανθρώπους.
Αλλά εκείνη τα κατάφερνε, και όχι μόνο επειδή ήταν άριστα κατηρτισμένη και άξια. Αλλά και γιατί αγαπούσε τόσο το αντικείμενο, τη θάλασσα, τα βαπόρια, τη ναυτοσύνη, που δεν μπορούσε παρά να επιτύχει σ’ αυτό: να είναι η πρώτη.
Όμως πέρα και πάνω κι από τη θάλασσα και το σύμπαν της, αγαπούσε τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και στεκόταν τόσο πολύ, και τόσο σθεναρά, σε τόσο πολλούς. Στο πέρασμα του χρόνου μάθαμε από τρίτους τόσο πολλά για εκείνην και τις πράξεις της, που σχεδόν δεν χωρούν στη ζωή ενός ανθρώπου. Και ήταν όλα τους μια μεγάλη και χαρωπή αλήθεια, χωρίς καμία υπερβολή.
Ήθελε να έχει δίπλα της κόσμο, να τους βλέπει να θάλλουν και να ψηλώνουν, να γελούν και να δημιουργούν.
Γελούσε, έκανε χιούμορ, αυτοσαρκαζόταν και αστειευόταν και σε έκανε να γελάς όπως μόνο οι πραγματικά ευφυείς, όσοι δηλαδή κατανοούν τους όρους «τραγικότητα της ύπαρξης», μπορούν να σε κάνουν να γελάσεις.
Αρκετά γρήγορα απαλλαγμένη από συμπλέγματα, βγάζοντας τη γλώσσα σε κάθε «διαφορά», δεν καταλάβαινε από κάστες, τάξεις, και άλλα τέτοια φτηνιάρικα και παλαιικά. Ζούσε μαζί μας με την ίδια ζέση και την ίδια λαχτάρα που το έκανε σε οποιοδήποτε περιβάλλον.
Ήταν το αρχέτυπο αυτού που λέμε «προοδευτικός άνθρωπος». Προοδευτικός και ανοιχτός στα πάντα, με μια κρυστάλλινη απλότητα που νικούσε κάθε θεωρία του συρμού.
Και ήταν ακόμη, με έναν πολύ βαθύ, πολύ προσωπικό τρόπο, «αυτοδίδακτη»: πέραν των λαμπρών σπουδών της, η Μαρία μελέτησε τόσο πολύ και τόσο εντατικά οτιδήποτε της τραβούσε την προσοχή και τη συγκινούσε, που κάλυπτε σε όλη της τη ζωή αποστάσεις, περιοχές και επίπεδα με έναν τρόπο που σπανιότατα βλέπουμε γύρω μας. Προικισμένη με οξύ γλωσσικό αισθητήριο που επίσης φρόντισε να ακονίσει, είχε βαθιές γνώσεις και μεστή αρτιότητα επαγγελματία σε ένα σωρό τομείς του επιστητού, από την πολιτική και τη λογοτεχνία, μέχρι την ποπ κουλτούρα και τον αθλητισμό.
Τον αθλητισμό. Άιρτον Σένα, Ρότζερ Φέντερερ. Και Ντέιβιντ Μπόουι φυσικά. Η προσωπική της Αγία Τριάδα. Οι όμορφοι ήρωές της. Και ακούστε τώρα: ποτέ δεν θα τύχει να ξανακούσουμε για οποιονδήποτε από τους τρεις, χωρίς να θυμηθούμε ΚΑΘΕ φορά τη Μαρία. Όλοι μας.
Είχα τη χαρά να τη γνωρίσω πριν από δέκα χρόνια --στ’ αλήθεια, μου φαίνονται πολύ, πολύ περισσότερα-- και να γίνει η στενότερη φίλη που είχα ποτέ. Άλλαξε τη ζωή μου με περισσότερους από έναν τρόπους, αλλάζοντας ταυτόχρονα τη ζωή και σε πολύ περισσότερους ανθρώπους. Ο κυριότερος, βέβαια: χωρίς εκείνην, ο Αμάγκι θα έμενε περιορισμένος εκεί όπου γεννήθηκε, σε ένα σπίτι, και θα έσβηνε γρήγορα εκεί μέσα όπως κάθε παρόμοιο εγχείρημα. Αλλά με το δικό της άγγιγμα, και τη δική της προσωπική δουλειά --αυτό το κατά εκατό τα εκατό δόσιμο--, με στερήσεις που κανείς δεν μπορεί να διανοηθεί, ο Αμάγκι έγινε αυτό που έγινε.
Ανάμεσα σε εκείνη και σε εμένα θα μείνουν σφραγισμένα για πάντα ένα σωρό ακριβά και ωραία μυστικά.
Μαζί με την Κίκα στέλνουμε την απεριόριστη αγάπη μας στον Μιχάλη, τη Νίνα, τον Νίκο, τη Δέσποινα, και σε όλους τους οικείους της που την αγαπούν και που θα τους λείψει ανείπωτα -- ανείπωτα. Και στους χιλιάδες καλούς της φίλους και συνεργάτες, που δεν θα μπορούν για καιρό να το πιστέψουν και που θα συντριβούν από τον άδικο χαμό της. Και που θα πουν, όλοι, ανατρέχοντας στις ζώσες αναμνήσεις τους και στα συναισθήματά τους, σπουδαία λόγια για έναν σπουδαίο, σπουδαίο άνθρωπο.
Γεια σου, Μαράκι μας. Γεια σου, ΜΑΡΙΑ ΤΣΑΚΟΣ.