Η αυτοβιογραφία του Κώστα Ταχτσή (Θεσσαλονίκη 1927-Αθήνα 1988) εκδόθηκε μαζί με άλλα κείμενα αυτοαναφορικά από τα κατάλοιπα του συγγραφέα έναν χρόνο μετά τη δολοφονία του και εκτείνεται στο ½ των σελίδων του Φοβερού βήματος. Τη λειτουργία του επιμελητή των κειμένων επωμίζεται κάποιος «Αχιλλέας Ταβουλάρης», ο οποίος στην εισαγωγή διαφωτίζει μεταξύ άλλων τον αναγνώστη σχετικά με την κατάσταση του αρχείου του Ταχτσή και τις τρεις –σε άλλο σημείο τέσσερις– παραλλαγές της «αυτοβιογραφίας» του. Ο αφηγητής της τριτοπρόσωπης εισαγωγής, ο οποίος αναλαμβάνει και την εξιστόρηση της οικογενειακής γενεαλογίας στο πρώτο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας, για να παραδώσει τελικά τη σκυτάλη της αφήγησης στον αυτοβιογραφούμενο, είναι μία πειστικότατη φιγούρα του βιβλίου εξίσου αληθοφανής όσο ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής. Σύμφωνα με δηλώσεις της εκδότριας Μάγδας Κοτζιά, το εύρημα αυτό ενός πλασματικού επιμελητή τής το είχε αποκαλύψει ο Ταχτσής· στην πρώτη αναφορά της στο θέμα αυτό αμέσως μετά τη δολοφονία του και αρκετούς μήνες πριν δει τα κείμενα,[ii] η εκδότρια μιλούσε για «αυτοβιογραφικό χρονικό» σε τρίτο πρόσωπο, ένα σχήμα, στο οποίο είχε σκοπό να εντάξει τα ήδη γραμμένα κομμάτια της αυτοβιογραφίας· στην παρουσίαση του βιβλίου μίλησε για «εύρημα με το οποίο θα ξεκινούσε τη σχεδόν έτοιμη τότε αυτοβιογραφία του».[iii] Αν όντως ισχύει η υπόθεση της μικτής αφήγησης, τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης, πράγμα πολύ πιθανό, έχουμε στη διάθεσή μας ένα κείμενο διπλά ημιτελές: όχι απλώς δεν πρόλαβε ο συγγραφέας να συνδέσει τα αυτοβιογραφικά κομμάτια του δεύτερου μέρους του βιβλίου με την αυτοβιογραφία της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, αλλά δεν πρόλαβε κάν να δώσει και στην υπάρχουσα αυτοβιογραφία την τελική της μορφή.
Σε αντίθεση με την αυτοβιογραφία, στα –ίσως– ανεπεξέργαστα και μη ενταγμένα στην καθεαυτήν αυτοβιογραφία κείμενα, η εξιστόρηση διακόπτεται συχνά από προλήψεις και κυρίως εκτεταμένες αναδρομές στο παρελθόν. Είναι ένα μεγάλο ερώτημα πώς θα ενσωμάτωνε ο αυτοβιογράφος τα τολμηρά αυτά κείμενα στην αυτοβιογραφία και αν θα τα ενσωμάτωνε. [...] το μεγάλο πρόβλημα στο γράψιμο [...] είναι καθαρά ηθικό. [...] όλα τ’ άλλα, το αρμονικό συνταίριασμα μορφής και περιεχομένου σε συνάρτηση με τα εκφραστικά μέσα που διαθέτεις, ακολουθούν αβίαστα», έγραφε στο τελευταίο κεφάλαιο όπου θεματοποιείται το ζήτημα της αυτοβιογράφησης.[iv] Το «ηθικό» ταυτίζεται στα συμφραζόμενα με την πιστή απόδοση της «πραγματικότητας»:
Όσα συνέβησαν τα επόμενα τέσσερα-πέντε χρόνια [1977-1981, την εποχή των συγκρούσεων με τις εκδιδόμενες τρανς] μ’ ανάγκασαν να δω κατάματα μερικές πλευρές της σκληρής πραγματικότητας, της δικής μου και των άλλων, που επειδή μ’ είχε πληγώσει βαθιά πρώτα παιδί κι ύστερα έφηβο, προσπαθούσα έκτοτε με χίλια κόλπα, εξιδανικεύοντας ή κοροϊδεύοντάς τη, ν’ αποφύγω. Να κάνω έναν απολογισμό της ζωής μου. Να δω πού έφταιξαν οι άλλοι και πού είχα φταίξει εγώ. Κι αυτό μ’ οδηγούσε νομοτελειακά κι αβίαστα μέσα από ένα δαίδαλο σκολιών οδών στη λεωφόρο της αυτοβιογραφίας.[v]
Ποια είναι όμως η σχέση ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην εσωτερική αλήθεια; Είναι πραγματικότητα ή εσωτερική αλήθεια ο γυμνός ρεαλισμός των ημερολογίων στο δεύτερο μέρος του βιβλίου; Αν η καθεαυτήν αυτοβιογραφία ως κατασκευή, με τη γραμμική αφήγηση και την προτεινόμενη αιτιακή αλληλουχία των γεγονότων είναι η οδός προς την αυθερμήνευση και τον αυτοπροσδιορισμό, και ίσως ένα είδος αυτοθεραπείας, είναι τελικά ο αυτοπροσδιορισμός παράγωγο της πραγματικότητας ή της εσωτερικής αλήθειας; Αυτό το θεμελιακό ερώτημα παρεισφρέει στην αυτοβιογραφία (και στα αυτοβιογραφικά κείμενα) του Ταχτσή στο επίπεδο της μικροδομής και της μακροδομής, είναι δηλαδή άμεσα συνδεδεμένο αφενός με την αναφορικότητα ή τη χωροχρονική δείξη, στοιχεία ρεαλιστικά άρα και επαληθευσιμότητας, και αφετέρου με τη μυθοπλασία που συνίσταται στην επιλογή, στον συνδυασμό και στη συσχέτιση των στοιχείων της πραγματικότητας. Αν η αυτοβιογραφία είχε οργανωθεί ως μικτή αφήγηση, πρωτοπρόσωπη και τριτοπρόσωπη, αυτήν ακριβώς τη σχέση αλήθειας και πραγματικότητας θα αντικατόπτριζε, ή μάλλον τη διάστασή τους.
Στη γνωστή αυτοβιογραφία του Βρετανού Κρίστοφερ Ίσεργουντ (Christopher Isherwood, 1904-1986), όπου περιγράφονται τα νεανικά του χρόνια στο Βερολίνο[vi], η αφήγηση εκφέρεται στο γ΄ πρόσωπο. Παρά τις όποιες άλλες διαφορές βιογραφικής μορφής και πολιτισμικού χώρου, παρουσιάζει ενδιαφέρον το κοινό χαρακτηριστικό της αυτοβιογραφικότητας ως αφηγηματικής πρακτικής, αλλά και κοσμοθεωρίας, καθώς και το γεγονός ότι μετά το επιτυχημένο μυθιστόρημα A Single Man (1964) ο Ίσεργουντ άρχισε να εγκαταλείπει τη μυθοπλασία για την αυτοβιογράφηση.[vii] Στο ημερολόγιό του μιλά για την «αυτοβιογραφία ως μύθο» που θα δείχνει –ακολουθώντας το παράδειγμα της αυτοβιογραφίας του ελβετού ψυχιάτρου Καρλ Γιουνγκ– πώς ο μύθος οικοδομείται πάνω στο βιωματικό υλικό· για αυτοβιογραφία όχι απλώς μυθιστορηματική, αλλά που θα έχει δομή μυθιστορήματος, μιλούσε ο Ταχτσής που στην εισαγωγή του Φοβερού βήματος προτείνει διά στόματος Αχιλλέα Ταβουλάρη τη Νέα Ψυχαναλυτική Σχολή ως τη μόνη ενδιαφέρουσα οπτική προσέγγισης του έργου του.[viii] Οι αυτοβιογραφίες και των δύο συγγραφέων παρουσιάζονται στον επικειμενικό λόγο ως αυτο-ψυχοανάλυση, η οποία συνδέεται άμεσα με τη φυλετική τους διαφορετικότητα και όπως αυτοί την αντιλαμβάνονται. Χωρίς να παραβλέπουμε τα διαφορετικά πολιτισμικά περιβάλλοντα και τους διαφορετικούς χρόνους δράσης και δημιουργίας, πάντως διαπιστώνουμε ότι στον ίσεργουντ, στον Αντρέ Ζιντ που πρώτος εγκαινίασε την ομολογία ομοφυλοφιλίας σε αυτοβιογραφία, στον Ζαν Ζενέ και στον Ταχτσή η ταυτότητα φύλου είναι η σημαντικότερη παράμετρος του αυτοπροσδιορισμού,[ix] και μάλιστα εκλαμβάνεται ως καταλυτική στη διαμόρφωση της προσωπικής ταυτότητας: ταλέντο, ευαισθησία, ταυτότητα φύλου είναι στον λόγο αυτών των συγγραφέων ένα αξεχώριστο πλέγμα.[x] Τέλος, η λεγόμενη «αυτοβιογραφικότητα» έχει επηρεάσει την πρόσληψη του έργου τους που συσχετίζεται πάντοτε στην κριτική και ιστορία λογοτεχνίας με τη ζωή τους.
Ο πολλαπλασιασμός των αντωνυμικών εκφορών του Εαυτού προφανώς είχε απασχολήσει σοβαρά τον Κώστα Ταχτσή όπως διαπιστώνουμε και από τα δημοσιευμένα αποσπάσματα άλλων γραφών της αυτοβιογραφίας: και στα δύο εμφανίζεται το αφηγούμενο Εγώ να συνομιλεί με τον εαυτό του, ο βιωματικός ή ο αυτοβιογράφος Ταχτσής στον συγγραφέα Ταχτσή.[xi] Ένας τριτοπρόσωπος αφηγητής που θα τόνιζε την κριτική του απόσταση επιλέγοντας ανάμεσα σε διάφορες παραλλαγές της αυτοβιογραφίας, θα έλυνε το ζήτημα της αληθοέπειας διευρύνοντας τόσο τον αυτοβιογραφικό χώρο ώστε να έχουν θέση μέσα σε αυτόν και η πραγματικότητα και η αλήθεια. Δυσκολότατο εγχείρημα για τον συγγραφέα και γοητευτικό ανάγνωσμα για τον αναγνώστη, ο οποίος θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί και να αποφασίσει όχι πώς θα καλύψει τα κενά της αυτοπροσωπογράφησης, αλλά ποια στοιχεία θα αφαιρέσει.
Η υπόθεση της τριτοπρόσωπης αφήγησης είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη χρονική στιγμή σύνθεσης της αυτοβιογραφίας και με την τραγική κρίση ταυτότητας που πρέπει να βίωσε ο Κώστας Ταχτσής μετά το 1977. Είναι σαφές από διάφορα συμφραζόμενα εντός και εκτός Φοβερού βήματος ότι ήταν μοιραία εκείνη η συγκυρία όπου το Απελευθερωτικό Κίνημα Ομοφυλοφίλων Ελλάδας ζήτησε τη συστράτευσή του, πέρα από το γεγονός ότι ο ίδιος δεν συμπαθούσε οποιαδήποτε οργανωμένη μορφή συλλογικής πάλης: εν όψει της ψήφισης ενός νομοσχεδίου, για το οποίο έως και ποινικοποίηση της ομοφυλοφιλίας φοβόντουσαν ότι θα επιφέρει, οι εκδιδόμενες τραβεστί ζήτησαν πανικόβλητες την προστασία του ΑΚΟΕ. Ο Ταχτσής διαφώνησε κάθετα με οποιαδήποτε ανάμιξη του ΑΚΟΕ στο ζήτημα των τραβεστί, το οποίο ήταν, όπως έλεγε, συντεχνιακό και αφορούσε την επαγγελματική κατοχύρωσή τους και όχι την απελευθέρωση των ομοφυλοφίλων που επίσης κατά τη γνώμη του στερείτο σοβαρότητας ως αίτημα και οδηγούσε στην γκετοποίηση αν δεν συνδεόταν με τη γενικότερη απελευθέρωση της κοινωνίας από υποκριτικές ψευδοφιλελεύθερες συμπεριφορές.[xii] «Έτσι έχασα την ευκαιρία να γίνω ο "άγιος" αυτών των απόκληρων της ζωής»,[xiii] έγραφε με τη γνωστή του ειρωνεία, υπαινισσόμενος το μυθιστόρημα Η Παναγία των λουλουδιών του Ζαν Ζενέ, του συγγραφέα που επιβλήθηκε στη γαλλική λογοτεχνική σκηνή από τον Ζαν-Πωλ Σαρτρ για να τον ανακηρύξει τελικά και «άγιο».[xiv] Η δημοσιοποίηση των απόψεων του Ταχτσή τον εξέθεσε στα πυρά των εκδιδομένων τρανς και τελικά στην αποκάλυψη της διπλής του ζωής. «Πόσον καιρό ακόμα θ’ αγνοούσε ατιμωρητί η δεξιά μου τι ποιούσε η αριστερά μου;».[xv] Η αυτοβιογράφηση ήταν τώρα η μοναδική διέξοδος από τον έξωθεν καταναγκασμό και τη λοιδορία. Παράλληλα όμως όλα αυτά σήμαιναν την κατάλυση της υπόστασής του, της διπλής ζωής και της κρυφής μεταμόρφωσης που είχε βιώσει ως προνόμιο και ελευθερία. Δεν επρόκειτο για παιχνίδι, ο Ταχτσής γνώριζε πολύ καλά τους υπόγειους μηχανισμούς καταστολής της ανέτοιμης ελληνικής κοινωνίας και ότι το πεδίο της αυτοβιογραφίας ήταν πραγματικό ναρκοπέδιο για ανάλογο εγχείρημα. Όπως νωρίς είχε επισημάνει ο Ανδρέας Αγγελάκης και πριν εκδοθεί το Φοβερό βήμα, η υπόθεση Ταχτσή δεν αποτέλεσε απλώς ένα ατομικό παράδειγμα διεκδίκησης στο δικαίωμα της διαφορετικότητας, αλλά είχε πολιτικές διαστάσεις.[xvi] Πόσο μάλλον που ο συγγραφέας ενοχλούσε, γιατί δεν έπαυε να αναμοχλεύει κατά καιρούς επίμαχα θέματα, και από την άλλη ήταν γνωστό ότι προτιμούσε να εκτεθεί παρά να συμπλεύσει ώστε να προασπίσει τα συμφέροντά του.[xvii]
Στο Φοβερό βήμα, μέσα από μία διακειμενική θεώρηση της πεζογραφίας του και στον επικειμενικό λόγο περί της ομοφυλοφιλίας του ο αυτοβιογραφούμενος φαίνεται να αναλαμβάνει διπλό ρόλο: αφενός κλίνει προς την αυθερμήνευση από μία ετεροφυλόφιλη οπτική («ερωτική ανορθοδοξία»), αφετέρου οι περιγραφές της πρώιμης ερωτικής συνειδητοποίησης καθώς και της ερωτικής ζωής του ενήλικου παραπέμπουν στο αυτονόητο του ομοερωτισμού και αργότερα της διεμφυλικότητας: αυτοβιογραφία ή ζωή, αυτοβιογραφία και θάνατος-τέλος της ερωτικής ζωής ως τρανς, της ζωής γενικά. Στο αυτοβιογραφικό κείμενο του Φοβερού βήματος «Το Άλλο Κρεβάτι», παρά το γεγονός ότι αναζήτησε στην ψυχοπαθολογία απαντήσεις για την «ερωτική δραστηριότητά» του, τελικά σχετικοποιεί την ψυχανάλυση και την αναζήτηση αιτίων για τη σεξουαλικότητά του.[xviii] Στο σημείο αυτό θα αντιπαραβάλουμε τις σκέψεις του αυτοβιογραφούμενου με τη γνωστή δήλωση του Σαρτρ περί της ομοφυλοφιλίας του Ζενέ: «[...] συνέδεσα την έννοια της ελευθερίας που οδηγούσε κατευθείαν στην πτώση μου, με την ερωτική ζωή μου [...]» (1942) ή «Ήταν αποτέλεσμα [η ερωτική του ανορθοδοξία] παραμόρφωσης [της παιδικής ηλικίας], όχι γνήσιας προδιάθεσης. Είδα δηλαδή τον έρωτα απλώς σαν μέσο για την κατάκτηση της ελευθερίας μου», έγραφε ο Ταχτσής, ο δε Σαρτρ «Δε γεννιέται κανείς ομοφυλόφιλος ή φυσιολογικός: καθένας γίνεται το ένα ή το άλλο σύμφωνα με τα περιστατικά της προσωπικής του ιστορίας και τις αντιδράσεις του απέναντι σʼ αυτά. Νομίζω πως η ομοφυλοφιλία δεν είναι αποτέλεσμα μιας προγενετικής επιλογής, μιας ενδοκρινολογικής ανωμαλίας ή, ακόμη, παθητική και καθοριστική κατάληξη συμπλεγμάτων: είναι μια διέξοδος που ανακαλύπτει κάποιο παιδί την ώρα που πνίγεται από ασφυξία».[xix] Η ομοφυλοφιλία επιλογή προς την ελευθερία, λοιπόν, και συνεπώς όχι ελεύθερη επιλογή; Αν αυτή είναι η πρόταση ανάγνωσης της αυτοβιογραφίας της παιδικής και εφηβικής ηλικίας στο λανθάνον επικοινωνιακό επίπεδο, δηλαδή η ομοφυλοφιλία ως διαφυγή, τότε η αυτοβιογραφία της ενήλικης ζωής επιφύλασσε για τον Ταχτσή υπέρογκες δυσκολίες:
Γύριζα και ξαναγύριζα σ’ αυτά [στα παιδικά και πρώτα εφηβικά χρόνια], [...] γιατί δεν τολμούσα να προχωρήσω πέρα απ’ την περίοδο της ζωής μου για την οποία, κατά τεκμήριο τουλάχιστον, ήμουν ανεύθυνος εγώ κι υπεύθυνοι όλοι οι άλλοι. Φοβόμουν ακόμα και να πλησιάσω τη ζούγκλα των κατοπινών, ώριμων χρόνων για τα οποία, πάλι κατά τεκμήριο, όσο κι αν έφταιξαν κι οι άλλοι, την κύρια ευθύνη είχα εγώ. Έγραφα λοιπόν, έσκιζα, ξανάγραφα, και κάθε φορά, αυτή που θα μπορούσα μα συμπυκνώσω σε μισή το πολύ σελίδα, απλωνόταν σε τρεις, σε πέντε κι ύστερα σε δέκα. Έφταιγε, ειν’ αλήθεια, και η συγγραφική μου φιλαρέσκεια.[xx]
Η μικτή αφήγηση θα επέτρεπε στον αφηγητή να αποστασιοποιηθεί ανάλογα, έτσι ώστε όχι να αποκρύψει, αλλά να μην χρειασθεί να ταυτισθεί με κάποια από τις πολλαπλές πτυχές της εσωτερικής αλήθειας. Το δίλημμα της διαμεσολάβησης σε πιθανή συνέχεια της αυτοβιογραφίας θα ήταν να μεταφέρει «ηθικά», δηλαδή με «ειλικρίνεια» και πειστικότητα, την αντίληψή του περί ταυτότητας φύλου, διότι στην πραγματική ζωή ο Ταχτσής δεν ήταν ομοφυλόφιλος, ήταν τρανς. «Με τι καρδιά να πω και στους δυο ότι, κι αν πίστευα ποτέ, δεν πίστευα πια σ’ αυτό το είδος του γάμου ανάμεσα σ’ ομοφυλόφιλους, ότι είχα μάλιστα ξεκόψει προ πολλού απ’ τον κόσμο της ομοφυλοφιλίας στις γνωστές και λίγο πολύ αποδεκτές μορφές της;»,[xxi] έγραφε στο ημερολόγιο του 1971, μοναδικό σημείο ομολογίας σε όλα τα γραπτά του, καθώς και στις δημοσιευμένες συνομιλίες και συνεντεύξεις πριν το 1977· το κείμενο δίνει στη συνέχεια τις ειλικρινείς του απαντήσεις, όταν μετά από δυο σελίδες ο αφηγητής εμφανίζεται με γυναικεία αμφίεση ενώπιον του παλιού του ερωμένου: ό,τι δεν μπόρεσε να εκφέρει ως λόγο, το επιτέλεσε μέσω της μεταμόρφωσης. Φυσικά, οι άλλοι δεν τον/την αναγνώρισαν αρχικά, ένας κοινός τόπος στην κατά τόπους εξιστόρηση της παρενδυσίας. Η εμμονή του υπέρ των διαφορών των φύλων, υπέρ της διατήρησης κοινωνικών ειδοποιών χαρακτηριστικών των φύλων,[xxii] σχετίζεται με τη διεμφυλικότητά του, με τον τρόπο που ο ίδιος αντιλαμβανόταν το διπλό του φύλο, δηλαδή καθόλου ως διχασμό, αντιθέτως ως συμβίωση δύο υποστάσεων, ελευθερία και προνόμιο.[xxiii] Η παρενδυσία μέσα από τα συμφραζόμενα στο Φοβερό βήμα είχε τελετουργικό χαρακτήρα, ήταν η πεμπτουσία και η εγγύηση της μεταμόρφωσης:
[...] άνοιξα την ντουλάπα κι έβγαλα τα σύνεργα της μεταμφίεσης [...] Κοίταξα τον εαυτό μου στον καθρέφτη και χαμογέλασα μ’ ικανοποίηση, αυτός που έβλεπα δεν ήταν πια ο συγγραφέας, μπορούσα να κυκλοφορήσω ελεύθερα, να χαρώ τις καλές στιγμές μερικών ανθρώπων, χωρίς να πρέπει να κουβαλάω ξεχωριστά και το σταυρό του καθενός [...].[xxiv]
Η αληθοφάνεια της απόλυτης μεταμόρφωσης είναι κομβικό στοιχείο της ψυχολογίας του ερωτισμού.[xxv] Τη μετάβαση στην παρενδυσία επιχειρεί ουσιαστικά να αποτυπώσει το «Άλλο Κρεβάτι»,[xxvi]πάντα μέσα από την ειρωνική οπτική αποστασιοποίησης του αυτοβιογραφούμενου: η μεταμόρφωση ήταν μεν η αναγκαία προϋπόθεση της αίσθησης του ερωτισμού, όμως αυτή παρουσιάζεται σε όλα τα επίπεδα της αυτοαναπαράστασης (πλοκή, αφήγηση, θεματοποίηση) να μην εκπίπτει ποτέ από το ρεπερτόριο της θεατρικότητας, το οποίο περικλείει για τον αφηγητή όλες τις εκφάνσεις ζωής. Σε ένα σπάνιο σημείο του κειμένου το αφηγούμενο Εγώ παρωδεί εν μέσω νοσταλγικών ποιητικών εικόνων τη γυναίκα, στην οποία έχει μεταμορφωθεί, παλινδρομώντας από την αντίληψη και την αίσθηση της θηλυκής αυθεντικότητας στην εικόνα της μίμησης:
Σ’ αυτές τις δυο [εκδιδόμενες στου Ψυρρή] προστέθηκα κι εγώ, ξαναζωντανεύοντας έτσι μόνος μου τον καρνάβαλο των παιδικών μου χρόνων: περπατούσα στους έρημους δρόμους ακολουθούμενος από πεντ’ έξι νεαρούς και με τη φαντασία μου έβλεπα κόσμο στα μπαλκόνια και στα παράθυρα, σερπαντίνες που, από μπαλκόνι σε μπαλκόνι, σχημάτιζαν μιαν ατέλειωτη, πολύχρωμη θριαμβευτική αψίδα, σωρούς τα κονφετί, λατέρνες, μασκαράδες, τον ξυλοπόδαρο, το γαϊτανάκι, τη γαϊδούρα, τους αραπάδες, που, δεμένοι μ’ αλυσίδες, χόρευαν επαναλαμβάνοντας κάτι μυστηριώδεις για μένα φράσεις, ξανά και ξανά, κι απ’ τις ταβέρνες έβγαινε η φωνή του φωνόγραφου με τα παλιά, αποκριάτικα τραγούδια, το λεϊ μωρέ, λεϊμονάκι μυρωδάτο, κι η μηλίτσα που ’ταν στο γκρεμό τα μήλα φορτωμένη...[xxvii]
Σύμφωνα με την Τζούντιθ Μπάτλερ ο τρανσβεστισμός μιμούμενος το φύλο αποκαλύπτει εμμέσως τη μιμητική δομή του ίδιου του φύλου, καθώς επίσης και τον συγκυριακό χαρακτήρα του, η μίμηση όμως αυτή του φύλου δεν είναι απαραίτητο να είναι ανατρεπτική.[xxviii] Στο παραπάνω παράθεμα από το Φοβερό βήμα ο αφηγητής στρέφει την προσοχή στη μιμητική κωμική διάσταση της παρενδυσίας, ενώ σε άλλα σημεία του κειμένου έχει τονίσει την αυθεντικότητα και πειστικότητα της γυναικείας του μεταμόρφωσης, και αλλού πάλι του ανδρικού παρουσιαστικού.[xxix] Συνεπώς, το αποτέλεσμα των μεταμφιέσεων-μεταμορφώσεων αυτό καθεαυτό παρουσιάζεται να είναι κοινωνικά συμβατό, η δε παρενδυσία ορίζεται στον λόγο του Ταχτσή ως διαιώνιση του ετεροφυλοφιλικού μοντέλου σχέσεων εξουσίας: «[...] ο παρενδυτισμός όχι μόνο βρίσκεται στους αντίποδες της απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων, αλλά και την παρεμποδίζει προσφέροντας ένα άλλοθι πιο ισχυρό απ’ το παλιό εκείνο, δηλαδή του διαχωρισμού των ομοφυλόφιλων και αμφοτερόφιλων σε "ενεργητικούς" και "παθητικούς". Πιο ισχυρό επειδή τώρα πια θα μπορούσε ο καθείς να ισχυριστεί ότι "δεν ήξερε"».[xxx] Η ανατροπή στις μεταμορφώσεις του Ταχτσή ως μοντέλο ζωής -προς αποφυγήν, θα έλεγε μάλλον ο ίδιος- και πρόταση γραφής βρίσκεται αλλού: στην ειρωνική θεατρικότητα, με την οποία ενδύεται και απεκδύεται φύλο και κοινωνικούς-ταξικούς ρόλους, και η οποία σε τελική ανάλυση υποσκάπτει κοσμοθεωρίες και ιδεολογήματα φυλετικά και κοινωνικά. Όμως αυτό είναι εν πολλοίς ζήτημα αναγνώρισης στα πλαίσια της χωροχρονικά προσδιορισμένης πρόσληψης. Ό,τι το 1977 εξόργιζε, σήμερα μπορεί να προκαλεί ένα απλό μειδίαμα.
Με την ώθηση που έδωσε η θεωρία της επιτελεστικότητας στις σπουδές φύλου, μπόρεσε να μελετηθεί εμπεριστατωμένα το σύνθετο φαινόμενο της διεμφυλικότητας, αφού από τη δεκαετία του 1990 η ταυτότητα φύλου, δηλαδή ο τρόπος αντίληψης του φύλου, διαχωρίσθηκε από τον σεξουαλικό προσανατολισμό.[xxxi] Το Φοβερό βήμα και ο επικειμενικός (αυτο)βιογραφικός λόγος αποτυπώνουν στάσεις που διασταυρώνονται, αλληλοαναιρούνται ή επικαλύπτονται. Ο Ταχτσής άλλοτε αρνείται τη διεμφυλικότητά του, άλλοτε την ομολογεί, άλλοτε μιλά για υπέρβαση ταυτίσεων ή διχασμών («τα περιέχω όλα»).[xxxii] Στην περίπτωσή του η διεμφυλικότητα είναι αδύνατο να διαχωρισθεί από τη σεξουαλική εργασία και επίσης είναι αδύνατο να απομονωθούν από το συγκεκριμένο γεωγραφικό και κοινωνικό τους πλαίσιο. Το κυριότερο, δεν μπορούμε να αποφανθούμε οριστικά περί διεμφυλικότητας και ταυτότητας φύλου στον αυτοπροσδιορισμό, διότι απλούστατα η αυτοβιογράφηση δεν ολοκληρώθηκε. Ένα μυθιστόρημα αλληγορικό που σκεπτόταν να γράψει γύρω στα 1966, με έναν ήρωα που θα ζούσε σε ένα όργιο αενάων μεταμορφώσεων και θα ήταν «στο μέλλον και στο παρελθόν και συγχρόνως στο παρόν, τη μια στιγμή αυτό, την άλλη κάτι άλλο, άντρας, γυναίκα, έφηβος, παιδί», κάτι σαν τον ελληνικό Orlando, δεν γράφτηκε ποτέ.[xxxiii] Αντί αυτού συγγράφει είκοσι χρόνια αργότερα μία «συμβατική, τετριμμένη αυτοβιογραφία».[xxxiv] Η χρήση τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης θα επέτρεπε ίσως να περιφρουρηθεί ο προσωπικός μύθος, να διαφυλαχθούν τα πρόσωπα της εσωτερικής αλήθειας χωρίς να αγνοηθεί η πραγματικότητα, διότι ο αυτοβιογράφος κατά πάσα πιθανότητα δεν επρόκειτο να κάνει καμία παραχώρηση ή να διαπραγματευθεί ούτε όσα πίστευε ούτε όσα τον «μείωναν».
Μικτή αφήγηση στην αυτοβιογραφία Ταχτσή δεν υπάρχει είτε γιατί ο συγγραφέας δεν πρόλαβε να την πραγματοποιήσει είτε γιατί δεν θα το έκανε ποτέ. Ας θεωρήσουμε και αυτήν την υπόθεση ως ένα επικειμενικό στοιχείο της αυτοβιογραφίας που εντάσσεται στη μακρά ιστορία και περιπέτεια αυτού του ανολοκλήρωτου εγχειρήματος. Η ταυτότητα φύλου είναι το κλειδί της προσωπικής ταυτότητας και συνεπώς της καλλιτεχνικής δημιουργίας στην αυτοβιογραφία Ταχτσή που προαναγγέλθηκε μεν από τον ίδιο ως θάνατος, όμως σε τελική ανάλυση ήταν η γενναία και γόνιμη αντίσταση εναντίον του καλλιτεχνικού του θανάτου.
ΛΕΖΑΝΤΕΣ
Ο Κώστας Ταχτσής, από φωτογραφία που δημοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Η λέξη, τχ. 197, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2008.
Αρχείο The Books’ Journal
O Κώστας Ταχτσής.
Αρχείο The Books’ Journal
[i]Πρόκειται για απόσπασμα από μελέτη για την αυτοβιογραφία του Ταχτσή που συμπεριλαμβάνεται σε υπό εκπόνηση μονογραφία περί ιστορίας της ελληνικής αυτοβιογραφίας.
[ii] Η οικία Ταχτσή με ό,τι περιείχε, είχε σφραγισθεί από την αστυνομία.
[iii] Σαρηγιάννης, Γ. και Χαρτουλάρη, Μ.: «Η ζωή είναι πάνω από την Τέχνη. Κώστας Ταχτσής». Τα Νέα, φ. 13208, 29/8/1988, σ. 26 και Χαρτουλάρη, Μικέλα: «Προφήτευσε τον θάνατό του. Κυκλοφόρησε χθες η αυτοβιογραφία του Κώστα Ταχτσή». Τα Νέα, φ. 13597, 7/12/1989, σ. 25.
[iv] Ταχτσής, Κώστας: Το φοβερό βήμα. Αθήνα: Εξάντας, 1989, σ. 374.
[v] Στο ίδιο, σ. 376.
[vi] Isherwood, Christopher: Christopher and His Kind. ΝέαΥόρκη: Farrar, Straus and Giroux, 1976. Στην αυτοβιογραφία του ο συγγραφέας εξιστορεί την περίοδο διαμονής του στο Βερολίνο του μεσοπολέμου με επίκεντρο την ερωτική («To Christopher, Berlin meant Boys», σ. 10) και καλλιτεχνική του ζωή παραμονές της ανόδου του ναζισμού στην εξουσία. Το βιβλίο αυτό έγινε ένα είδος μανιφέστου της απελευθέρωσης των ομοφυλοφίλων στην Αμερική μετά το Stonewall (1969).
[vii] Συνοπτικά κάποιες ειδοποιητικές διαφορές από τη βιογραφία Ταχτσή: ο Ίσεργουντ γεννήθηκε το 1904 στη Μεγ. Βρετανία από εύπορη μεγαλοαστική οικογένεια και υποστήριξε το κίνημα απελευθέρωσης ομοφυλοφίλων στην Αμερική όπου είχε αποδημήσει το 1939. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1960 ασχολήθηκε αποκλειστικά με την αυτοβιογράφηση. Bucknell, Katherine: «Why Christopher Isherwood Stopped Writing Fiction». Στο Leader, Zachary (επιμ.): On Modern British Fiction. Οξφόρδη: Oxford University Press, 2002, σσ. 126-148.
[viii]«Διάλογος με τον Κώστα Ταχτσή. Συνομιλητής ο Μάνος Τσιλιμίδης». Το Δέντρο, τχ. 12, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1985, σ. 5 καιΤαχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 13.
[ix]Βλ. επίσης Finney, Brian: «Sexual identity in modern british autobiography». Στο Dodd, Philip (επιμ.): Modern Selves. Essays on Modern British and American Autobiography. Λονδίνο: Cass, 1986, σσ. 29-44.
[x] Gide, André: Si le grain ne meurt. Παρίσι: Éditions de la Nouvelle Revue Française, 1924 (δόθηκε το 1926 στην κυκλοφορία, ελληνική έκδοση Ζιντ, Αντρέ: Αν ο σπόρος δεν πεθάνει. Αθήνα: Ροές, 1992) και Genet, Jean: Le journal du voleur. Παρίσι: Gallimard, 1949 (Το ημερολόγιο ενός κλέφτη, Μετάφραση Δημήτρης Δημητριάδης. Αθήνα: Εξάντας, 1975). Και τους δύο συγγραφείς γνώριζε ο Ταχτσής, τον Genet μάλιστα προσωπικά από την περίοδο που εκείνος ζούσε στην Ελλάδα (αρχές 1960). Όταν το καλοκαίρι του 1981 ο Genet ήλθε στην Ελλάδα, επηρεασμένος από τις πληροφορίες που είχε για την υπόθεση ΑΚΟΕ και τραβεστί, δεν ζήτησε να συναντήσει τον Ταχτσή. Βλ. επιστολή του προς Αλέξανδρο Σχινά στο Ταχτσής, Κώστας: Από την χαμηλή σκοπιά. Πρόλογος Αλέκος Φασιανός. Επίλογος Θανάσης Θ. Νιάρχος. Αθήνα: Εξάντας, 1992, σσ. 133-135 και Ταχτσής, Κώστας: «Γιώργος Μακρής: ελάχιστο μνημόσυνο». Στο ίδιο, σ. 90 (αναδημοσίευση από τη Λέξη, τχ. 17, Σεπτέμβριος 1982).
[xi] Στο πρώτο κείμενο παρουσιάζονται τα δύο πρόσωπα να διαπληκτίζονται σχετικά με το νόημα του αυτοβιογραφικού εγχειρήματος και την αυτοβιογραφική οπτική· ο βιωματικός Ταχτσής της νύχτας, χυδαίος, μηδενιστής και οργισμένος, μαγνητοφωνείται τελικά από τον μετριοπαθή και συμφιλιωτικό συγγραφέα Ταχτσή. «Το κείμενο που ακολουθεί είναι καρπός ατέλειωτων ωρών ασυνάρτητης συχνά κουβέντας, όπως την απομαγνητοφώνησα και τη διόρθωσα ή συμπλήρωσα, αλλά με τρόπο που, ενώ εκ πρώτης όψεως ή μάλλον αναγνώσεως, φαίνεται να μιλάει μόνο ένας, να μπορεί συγχρόνως κι ο αναγνώστης να μαντέψει τι απʼ όλ̉ʼ αυτά είναι δικά του, τι δικά μου». Ταχτσής, Κώστας: «[Εγώ χωρίς εσένα θα περνούσα μια χαρά]». Η Λέξη, τχ. 109, Μάιος-Ιούνιος 1992, σ. 342. Στο δεύτερο κείμενο ο αυτοβιογράφος ψέγει τον συγγραφέα για κάποιο αναληθές –από αυτοβιογραφική άποψη- σημείο σε κείμενό του Πρόκειται για την ανάμνηση της πρώτης ερωτικής αίσθησης που στο αφήγημα «Η πρώτη εικόνα» σχετίζεται με τον πατέρα του αφηγητή, ενώ στην αυτοβιογραφία με δύο μεγαλύτερά του αγόρια. Βλ. Ταχτσής, Κώστας: «Η πρώτη εικόνα». Τα ρέστα. Διηγήματα. Αθήνα: Ερμής, 31974, σσ. 171-181 και «Ανέκδοτο απόσπασμα από το Φοβερό βήμα». Διαβάζω, τχ. 440, Μάιος 2003, σ. 107.
[xii] Βλ. επιστολή του προς Αλέξανδρο Σχινά, στο Ταχτσής: Από την χαμηλή σκοπιά, σσ. 106-145. Επίσης Σπετσιώτης, Τάκης: Στον Κώστα Ταχτσή αντί στεφάνου. Με εξώφυλλο και τέσσερα σχέδια του Άγγελου Παπαδημητρίου. Αθήνα: Οδός Πανός, 1996, σσ. 75 κ.ε.
[xiii] Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 312.
[xiv] Το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα του Genet Η Παναγία των λουλουδιών (Notre-Dame-des-Fleurs, Monte Carlo 1943) που γράφτηκε στη φυλακή, περιστρέφεται γύρω από τη ζωή των τραβεστί της Μονμάρτρης. Ο συγγραφέας και η ζωή του έγιναν αργότερα σύμβολο με αποδεικτική αξία (η ομοφυλοφιλία ως επιλογή και διαφυγή ελευθερίας) για την υπαρξιακή φιλοσοφία του Jean-Paule Sartre (Saint Genet comédien et martyr, Παρίσι 1952). Ο Genet θεωρούσε ανελέητο ξεγύμνωμα της προσωπικής του ζωής το βιβλίο του Sartre, διότι ο τελευταίος είχε χρησιμοποιήσει υλικό από ιδιωτικές τους συνομιλίες, και εξάλλου αντέκρουε τη σαρτρική ερμηνεία της ομοφυλοφιλίας του: επέλεξε την ομοφυλοφιλία ελεύθερα, διότι απλούστατα τον είλκυε το ανδρικό φύλο. Η ανάγνωση του Genet από τον Sartre ήταν ουσιαστικά ανδρική και ετεροφυλόφιλη: ο συγγραφέας ήταν το μέσο, με το οποίο ο υπαρξιστής φιλόσοφος θα σοκάριζε και θα προκαλούσε τους γάλλους αστούς. Schrader, Sabine: »Mon cas n'est pas unique«. Der homosexuelle Diskurs in französischen Autobiographien des 20. Jahrhunderts. Στουτγάρδη: Metzler, 1999, σσ. 138-153.
[xv] Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 312.
[xvi] Αγγελάκης, Ανδρέας: Κώστας Ταχτσής: Η κοινωνική και ποιητική του περίπτωση. Αθήνα: Καστανιώτης, 1989, 11-31.
[xvii] Ιδιαίτερα για τις μαρτυρίες των στενών φίλων του Ταχτσή, βλ. Βασιλακάκος, Γιάννης: Κώστας Ταχτσής. Η αθέατη πλευρά της σελήνης. Η ζωή του. Αθήνα: Εκδόσεις Ηλέκτρα, 2009.
[xviii] «[...] για κάθε μια απ’ τις πιθανές αιτίες, που αναφέρουν συνήθως τα βιβλία σας, θα μπορούσα να του διηγηθώ κι από δέκα ιστορίες σαν κι αυτήν», γράφει στο κεφάλαιο της ψυχανάλυσης σχετικοποιώντας τη συζήτηση περί αιτίων ομοφυλοφιλίας και παρενδυσίας. Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 266.
[xix]Στο ίδιο, σ. 146 και από τη συζήτηση με Νιάρχο και Φωστιέρη στο περιοδικό Η Λέξη, τχ. 29-30, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1983, σ. 1015. Sartre, Jean-Paul: Άγιος Ζενέ. Κωμωδός και μάρτυρας. Τμ. 1. Μετάφραση Λουκάς Θεοδωρακόπουλος. Αθήνα: Εξάντας, 1990, σ. 133.
[xx] Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 377.
[xxi] Στο ίδιο, σ. 224.
[xxii] «[...] δε μ’ άρεσε καθόλου η ιδέα ότι μπορεί να ’ρχότανε μια μέρα που δε θα υπήρχε διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα, που όλοι οι άντρες θα ’τανε και λίγο γυναίκες, όλες οι γυναίκες και λίγο άντρες, τι διάβολο, [...] σαλιγκάρια είμαστε;». Στο ίδιο, σ. 282. Βλ. επίσης σ. 301
[xxiii] «"Διχασμένος" δεν είμαι εγώ. Αυτοί είναι μονοκύτταροι οργανισμοί». Στο ίδιο, σ. 351.
[xxiv]Στο ίδιο, σ. 290. Βλ. επίσης Πολυχρονίδης: Ο Κώστας, εγώ και ο Ταχτσής, σσ. 33, 56. «Κατάλαβα ότι δεν ήταν απλά μια μεταμφίεση, αλλά μια μεταμόρφωση [...]. Ο Κώστας δεν ήταν σαν άλλες τραβεστί που γνώρισα, δεν ήταν μάλιστα καθόλου τραβεστί [υπογράμμιση δική μου]. Απ’ τη στιγμή που ντυνόταν γυναίκα ήταν γυναίκα».
[xxv]Ο κοινωνιολόγος Richard Ekins διαχώριζε ανάμεσα σε gender femalers και erotic femalers: σύμφωνα με τις αρχικές του έρευνες στον αγγλοσαξονικό χώρο της περιόδου 1980-1985 πολλοί από τους τελευταίους επιδίδονταν σε σεξουαλική εργασία. Ekins, Richard: «On Male Femaling. A Grounded Theory Approach to Cross-Dressing and Sex-Changing». Στο Denny, Dallas (επιμ.): Current Concepts in Transgender Identity. ΝέαΥόρκη: Garland, 1998, σ. 200.
[xxvi] Από την αυλή του διαμερίσματος στο Σίδνεϋ παρακολουθούσε τα δρώμενα στον διπλανό οίκο ανοχής, «άρχισα [...] να μελετάω τη συμπεριφορά τους [των κοριτσιών] με το ίδιο ενδιαφέρον που μελετάει ο επιστήμονας τη συμπεριφορά πειραματόζωων». Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 273.
[xxvii]Στο ίδιο, σ. 337.
[xxviii]Butler, Judith: Αναταραχή φύλου. Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας. Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας. Εισαγωγή, επιστημονική επιμέλεια Βενετία Καντσά. Επίμετρο Αθηνά Αθανασίου. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 2009, σσ. 178-183. «Τι θα συνέβαινε αν ντυνόμουν γυναίκα; Στην Ελλάδα φυσικά κάτι τέτοιο θα ’ταν αδιανόητο, [...] Κωμικό θα ήταν να μασκαρευτώ σε κάτι που προσιδιάζει σ’ άντρες, έβαζα λοιπόν κι εγώ τη στολή του ανθυπολοχαγού που φορούσα στο στρατό, που κι αυτήν εξάλλου τότε την έβλεπα λιγάκι σαν αποκριάτικο κουστούμι, [...] περνούσα επίτηδες μπροστά απ’ τις σκοπιές των ανακτόρων για να με χαιρετάνε οι φρουροί χτυπώντας το τσαρούχι τους σε στάση προσοχής...». Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σ. 274.
[xxix] Βλ. επιστολή προς Αλέξανδρο Σχινά, στο Ταχτσής: Από την χαμηλή σκοπιά, σ. 129.
[xxx] Εννοεί τους άνδρες που θα ισχυρίζονταν ότι δεν αντιλήφθηκαν το ανατομικό φύλο του ερωτικού εταίρου. Από επιστολή στο περιοδικό Σχολιαστής (τχ. 60, 5/2/1988), στο Ταχτσής, Κώστας: Συγγνώμην, εσείς δεν είσθε ο κύριος Ταχτσής; Εξώφυλλο Αλέκος Φασιανός. Επιμέλεια Θανάσης Θ. Νιάρχος, Κώστας Σταμάτης. Αθήνα: Πατάκης, 1993, σ. 145.
[xxxi] Σύμφωνα με τη θεωρία της επιτελεστικότητας (gender performativity) της Judith Butler η φυλετική δυαδικότητα αρσενικό VS θηλυκό, αλλά και ο δυισμός κοινωνικό φύλο VS ανατομικό φύλο, δεν έχουν οντολογικό χαρακτήρα, αλλά επιτελούνται μέσα από διάφορες (παγιωμένες) πολιτισμικές πρακτικές που συνθέτουν την πραγματικότητα των διαφορών. Η επιτελεστικότητα παρερμηνεύεται ενίοτε ως ρευστότητα και ανταλλαξιμότητα των φύλων, ενώ ο κύριος προβληματισμός της θεωρίας στόχευε στο να άρει δυισμούς που είχαν παγιωθεί στις φεμινιστικές θεωρίες.
[xxxii] Η έρευνα πεδίου του κοινωνιολόγου Richard Ekins για ένα διάστημα άνω των 30 χρόνων έδειξε τέσσερις τρόπους ζωής και αντίληψης των τρανς (modes of transgendering) που όμως μπορεί να διασταυρώνονται στον οριζόντιο άξονα (εκτός του πρώτου) και που επίσης είναι άμεσα συναρτημένοι από τα εκάστοτε ιστορικοκοινωνικά συμφραζόμενα: αποδημία (migrating) για όσους περνούν οριστικά τα σύνορα προς το άλλο φύλο, ταλάντευση (oscillating) για όσους περιοδικά περνούν τα σύνορα και επιστρέφουν, άρνηση (negating) για όσους αποσιωπούν και βιώνουν την ιστορία τους στο περιθώριο, υπέρβαση (transcending) για όσους απολαμβάνουν την πολλαπλότητα και αμφισβητούν τις δεδομένες τυπολογικές κατηγορίες του φύλου. Βλ. Ekins, Richardκαι King, Dave: The Transgender Phenomenon. Λονδίνο: Sage, 2006, σσ. 33-36. Αν είχε ολοκληρωθεί η αυτοβιογραφία του Ταχτσή, θα ήταν μία από τις ελάχιστες εκδόσεις αυτοβιογραφιών μη εγχειρισμένων τρανς. Για τα ελάχιστα δείγματα τέτοιας αυτοβιογραφίας, βλ. στο ίδιο, σ. 110κε.
[xxxiii] «Κι αν γράψω τελικά το μυθιστόρημα που άρχισα το ’65, αυτή η κοντινή σχέση συγγραφέα Ταχτσή κι ανθρώπου Ταχτσή θα επανέλθει. Θα κλείσει το χάσμα που άνοιξ’ ο σεισμός». Βλ. συνέντευξη στο Διαβάζω, τχ. 3-4, Μάιος-Οκτώβριος 1976, σ. 60. Μετά το 1983 γράφει σχετικά με τη σύνθεση αυτού του μυθιστορήματος: «Νόμιζα πως κορόιδευα τους άλλους. Κορόιδευα τον εαυτό μου». Ταχτσής: Το φοβερό βήμα, σσ. 372-374. Στην αντιπαραβολή εννοώ το γνωστό μυθιστόρημα της Virginia Woolf Orlando. A Biography (Λονδίνο 1928), στο οποίο ο πρωταγωνιστής ξυπνά μετά από πολυήμερο ύπνο μεταμορφωμένος σε γυναίκα και όπου η πλοκή εκτείνεται από τον 16ο αιώνα έως το 1928 όταν η ηρωίδα είναι πια 300 χρόνων.
[xxxiv] Ταχτσής, Κώστας: «Ανέκδοτες αυτοβιογραφικές σελίδες». Η Λέξη, τχ. 95, Ιούνιος 1990, σ. 402.