Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης
Συγγραφέας. Βιβλία του: Μια κοινή περιπέτεια του σώματος (1989), Γυναικωνίτης (1995), Η μέρα άρχισε με το αλεύρι (2001), Οι καλύτερες μέρες (2007), Από στήθους (2009), Αθήνα (2015), Ο παράξενος ταξιδιώτης της Μπολιβάριας (2020), Το λευκό κουστούμι (2022), Το καλοκαίρι του μεγάλου καύσωνα (2024).
Στην Ελλάδα του 2025 δεν υπάρχει πια πολιτική αντιπαράθεση. Τη θέση της κατέλαβε μια νέα επιστήμη: η Μητσοτακολογία.
Γίνεται πολύς λόγος τελευταία για τους εξοπλισμούς. Άλλοι τους αντιμετωπίζουν σαν επιθετική επίδειξη δύναμης, άλλοι σαν αναγκαίο κακό, κι άλλοι, οι αιώνιοι «φιλειρηνιστές», σαν επαγγελματική αποκατάσταση ή, απλώς, ως ανάγκη να πείσουν τους εαυτούς τους πως ο φιλοειρηνικός ρομαντισμός τους υπερέχει ηθικά απέναντι σε όσους κατοικούν στον πραγματικό κόσμο και όχι σ’ εκείνον της αυτάπατης. Κι όμως, όσο κι αν ενοχλεί, η αλήθεια είναι σταθερή και αδιαμφισβήτητη: η καλύτερη επένδυση στην ειρήνη είναι οι εξοπλισμοί. Από τη στιγμή που πάνω στη γη βρέθηκαν περισσότεροι από δύο άνθρωποι, η ισορροπία δεν διατηρήθηκε ποτέ με ευχές, αλλά με δύναμη ή με το φόβο της.
Στις 24 Φεβρουαρίου 2022, ο κόσμος ξύπνησε σε έναν πόλεμο που υποτίθεται ότι θα κρατούσε τρεις ημέρες. Η Ρωσία, σίγουρη για την ισχύ της, εισέβαλε στην Ουκρανία με στόχο να καταρρεύσει η κυβέρνηση του Κιέβου και να επιστρέψει η χώρα στον έλεγχο της Μόσχας. Τρία χρόνια αργότερα, τίποτε από αυτά δεν έχει συμβεί. Η Ουκρανία αντιστέκεται, η Δύση συσπειρώθηκε και η Ρωσία, αντί να αποδείξει τον ρόλο της ως υπερδύναμη, βυθίζεται σε στρατιωτικές απώλειες, οικονομική εξάρτηση και διεθνή απομόνωση.
Κανείς από το πολιτικό προσωπικό της Αριστεράς δεν φάνηκε στην κηδεία του Διονύση Σαββόπουλου. Ούτε ένας. Ούτε ο Κουτσούμπας, ούτε ο Τσίπρας, ούτε ο Φάμελλος, ούτε οι υπόλοιποι. Η απουσία τους έμοιαζε με επίσημη δήλωση. Ένα είδος πολιτικής δήλωσης που αποκάλυψε, χωρίς λόγια, τη γύμνια ενός ολόκληρου χώρου: την ανικανότητά του να σεβαστεί τον πολιτισμό που δεν ελέγχει. Ήταν η στιγμή που η απουσία τους (σε όλα) είπε όσα δεν τόλμησαν ποτέ να πουν με λέξεις. Δεν υπάρχει πιο καθαρός καθρέφτης της παρακμής ενός χώρου από την αδυναμία του να τιμήσει έναν εκλιπόντα καλλιτέχνη που λάμπρυνε τον πολιτισμό. Τι να πούμε; Ας τραγουδούσε κι αυτός στα φεστιβάλ της ΚΝΕ, στις «Φριπαλεστάιν» συναυλίες για τους δολοφόνους της Χαμάς!
Η Ελλάδα, χώρα των άκρων και των υπερβολών, έχει μετατρέψει τη θλίψη σε «λαϊκή απογευματινή» επιθεώρηση και το πένθος σε εργαλείο πολιτικής χειραγώγησης. Από το 2008 και μετά, με την έκρηξη της κρίσης, την ασυδοσία των «μπαχαλάκηδων» και την αδυναμία του κράτους να επιβάλει τάξη, γεννήθηκε μια νέα, πιο ύπουλη μορφή λαϊκισμού: ο λαϊκισμός της πλατείας και του πένθους. Δεν στηρίζεται πια στις ιδεολογίες ή στα συνθήματα, αλλά στα δάκρυα που προβάλλονται, στις οργισμένες δηλώσεις μπροστά στις κάμερες, στις αναρτήσεις και στις σχεδόν σκηνοθετημένες μορφές θλίψης που ανακυκλώνονται στο διαδίκτυο...
Η πολιτική υπήρξε κάποτε προέκταση της Ιστορίας, ένας στοχασμός του ανθρώπου πάνω στη μοίρα του. Από τον Θουκυδίδη και τον Περικλή ώς τον Καμύ και τον Κόνραντ, η πολιτική ήταν η σκηνή όπου η εξουσία αναμετριόταν με την ηθική. Όμως, στις μέρες μας, η πολιτική μοιάζει να έχει αποκοπεί από αυτή τη μακρά εμπειρία του ανθρώπινου δράματος. Έπαψε να είναι η τέχνη του μέτρου και έγινε το θέαμα του θορύβου. Αντικατέστησε την ευθύνη με την αυτοϊκανοποίηση της απήχησης. Ο πολιτικός λόγος δεν παράγει ιδέες, αλλά ατάκες. Και πίσω από αυτό το φαινόμενο αναδύεται μια νέα, απειλητική μορφή παρακμής: η γελοιοποίηση της δημοκρατίας.
Ξενοφών Α. Μπρουντζάκης, Δέκα ομόφυλα ζευγάρια από τον κόσμο των μύθων, εκδόσεις Οξύ, Αθήνα 2025, 128 σελ.
Η ελληνική μυθολογία, με την πλούσια ερωτική της ποικιλομορφία, δεν οριοθετεί τη σεξουαλική επιθυμία. Δεν αποφαίνεται, δεν καταδικάζει, δεν εξοβελίζει. Αντίθετα, μας προσφέρει μια εικόνα του έρωτα ως δύναμης μεταμορφωτικής, επικίνδυνης, δημιουργικής, αρχαίας και συνεχώς παρούσας.
Από το 2008 έως σήμερα, η Ελλάδα βιώνει μια πρωτοφανή κρίση, όχι μόνο οικονομική αλλά κυρίως κρίση ακρισίας και πολιτισμικής έκπτωσης. Το βλέπουμε καθαρά στην πολιτική σκηνή, στα πρόσωπα που την εκπροσωπούν, στους λόγους και στα βλέμματα εκείνων που, υποτίθεται, μιλούν εξ ονόματος της κοινωνίας. Σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα, αυτό το δράμα της γελοιότητας συνεχίζεται αδιάκοπα, σαρώνοντας κάθε έννοια σοβαρότητας και μέτρου.
Και τώρα, πώς θα ζήσουν οι βάρβαροι δίχως Γάζα και Τέμπη; Ήταν κι αυτά τα νεκρά παιδάκια, μια κάποια λύση.
Η εικόνα ενός ανθρώπου που έχει στήσει σκηνή μπροστά από το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη είναι βαθιά συμβολική, ταυτόχρονα επικίνδυνα αποκαλυπτική και ιδιαίτερα ανησυχητική για το πού έχει φτάσει η χώρα ως προς τη σύγχυση ανάμεσα στα δικαιώματα και στην ασυδοσία. Αποτελεί ένα σουρεαλιστικό στιγμιότυπο της σύγχρονης Ελλάδας. Στην περίπτωσή μας, ο ακτιβισμός λειτουργεί ως θέαμα, η πρόκληση ως εισιτήριο για τηλεοπτικό χρόνο, ο δημόσιος χώρος ως σκηνικό προσωπικής ηρωοποίησης και πολιτικών σκοπιμοτήτων.