Ο Νάσος Βαγενάς γεννήθηκε στη Δράμα το 1945. Σπούδασε φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, από την οποία αποφοίτησε το 1968. Κατά τα έτη 1970-72, με υποτροφία της ιταλικής κυβέρνησης, συνέχισε τις σπουδές του στο Πανεπιστήμιο Ρώμης, απ’ όπου έλαβε το μεταπτυχιακό «Diploma di Specializzazione» (με θέμα «τις σχέσεις της νεοελληνικής λογοτεχνίας με την ιταλική»). Κατόπιν, με διετή υποτροφία του Ιδρύματος Βαρώνου Κωνσταντίνου Βελλίου (1972-1974), παρακολούθησε, κατά το πρώτο έτος, επιτυχώς, ένα πρόγραμμα Συγκριτικής Φιλολογίας («Θεωρία και πρακτική της λογοτεχνικής μετάφρασης») του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (πτυχίο Master of Arts), ενώ κατά το δεύτερο έτος ερεύνησε συγκριτικά, στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ, το θέμα των σχέσεων του ελληνικού ποιητικού μοντερνισμού με τον αγγλοσαξονικό.
Από τον Σεπτέμβριο του 1974 έως την άνοιξη του 1979, με υποτροφία του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (King’s College), εκπόνησε διδακτορική διατριβή με θέμα την ποίηση του Σεφέρη, η οποία εκδόθηκε το 1979 με τον τίτλο Ο ποιητής και ο χορευτής. Μια εξέταση της ποιητικής και της ποίησης του Σεφέρη. Από το 1974 έως σήμερα έχει δημοσιεύσει δεκατρείς συλλογές ποιημάτων, ένα βιβλίο με πεζά και δεκατέσσερα βιβλία με θέματα φιλολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, λογοτεχνικής κριτικής και πολιτισμικής κριτικής.
Για το πολύπλευρο έργο του και τη συνολική πολιτισμική προσφορά του ο Νάσος Βαγενάς έχει τιμηθεί με πλήθος διακρίσεων, ελληνικών και ξένων, αναφερόμενων κάθε φορά στο είδος της δραστηριότητάς του. Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Κριτικής το 1995 (για το βιβλίο του Η ειρωνική γλώσσα)· με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 2005 (για την ποιητική του συλλογή Στέφανος)· με το ιταλικό Premio Internazionale di Poesia “Attiglio Bertolucci” το 2006· με το σερβικό Διεθνές Βραβείο Ποίησης “Branco Radicevic” το 2007· με το Μακεδονικό Βραβείο το 2009 («για το ποιητικό του έργο»)· με το ιταλικό Premio Letterario Internazionale “L’ Acquila-Brep” το 2013· με το βραβείο «Πέτρου Χάρη» της Ακαδημίας Αθηνών, επίσης το 2013 («για το κριτικό του έργο»)· με το Μεγάλο Τιμητικό Βραβείο του περιοδικού Αναγνώστης το 2017 («για το σύνολο του έργου του»)· και με το «βραβείο Κώστα Ουράνη» της Ακαδημίας Αθηνών το 2022 («για το ποιητικό του έργο»).
Του έχει, επίσης, απονεμηθεί ο «Χρυσούς Σταυρός του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας» το 2021 («για το ποιητικό και κριτικό του έργο»), ο τίτλος του «Cavaliere dell’ Ordine della Stella d’ Italia» το 2005 («για τη συμβολή του στην ανάπτυξη των ελληνοϊταλικών λογοτεχνικών σχέσεων») και, το 2023, αναγορεύτηκε Επίτιμος Καθηγητής του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης («για το σύνολο του έργου του»).
Το ποιητικό του έργο είναι πολυμεταφρασμένο. Έχουν εκδοθεί είκοσι ποιητικά του βιβλία (ποιητικές συλλογές ή επιλογές ποιημάτων του) σε δέκα γλώσσες (αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά, ισπανικά, ολλανδικά, ρουμάνικα, σερβικά, βουλγαρικά, και αλβανικά), ενώ υπάρχουν και οκτώ αφιερώματα περιοδικών για την ποίησή του (ανάμεσα στα οποία και του κυπριακού περιοδικού Άνευ), καθώς και τέσσερα τηλεοπτικά αφιερώματα για το ποιητικό του έργο – αφιερώματα της ΕΡΤ και του καναλιού της Βουλής.
Φιλόλογος και κριτικός
Όπως ανέφερα, ο Βαγενάς προτιμά να αυτοπροσδιορίζεται ως φιλόλογος. Όμως δεν θα πρέπει να εκλάβουμε αυτόν τον όρο με την τρέχουσα σημασία του. Γιατί γι’ αυτόν η λέξη περιέχει ένα σύνολο δεξιοτήτων, που εκδιπλώνονται από την κριτική έκδοση ενός κειμένου, την εξήγηση και την ερμηνεία του, ώς την κριτική του αξιολόγηση – σύνολο που σημαίνει ότι θα πρέπει να νοήσουμε τη λέξη φιλολογία με κεφαλαίο το αρχικό της γράμμα, για να τη διακρίνουμε από τη φιλολογία με φ μικρό. Υπάρχει ένα κείμενό του, του 1986, που περιέχεται στο βιβλίο του Η εσθήτα της θεάς, με το οποίο περιγράφει, υπό μορφήν αξιωμάτων, το περιεχόμενο του όρου Φιλολογία (με κεφαλαίο το φ). Το κείμενο έχει τον τίτλο «Δώδεκα αυτονόητες αλλά λησμονημένες θέσεις για τη φιλολογία και την κριτική». Σας διαβάζω ορισμένες από αυτές γιατί εκθέτουν τη φιλοσοφία του Βαγενά ως φιλολόγου και λογοτεχνικού κριτικού:
Λογοτεχνική κριτική είναι η πράξη του κρίνειν τα λογοτεχνικά κείμενα.
Κρίνειν σημαίνει αξιολογείν: διαπίστωση αν ένα κείμενο έχει λογοτεχνική αξία και πόση, και αιτιολόγηση αυτής της διαπίστωσης.
Λογοτεχνική αξία είναι εκείνο που δίνει λογοτεχνική υπόσταση σ’ ένα κείμενο: η λογοτεχνικότητα.
Η λογοτεχνικότητα μετριέται με τον βαθμό και την ένταση της συγχώνευσης του σημαίνοντος με το σημαινόμενο, σε συνδυασμό με το βάθος και το πλάτος των σημαινομένων.
Όλα τα άλλα είναι φιλολογία (με φ μικρό).
Με το κείμενό του αυτό, ο Βαγενάς έχει ήδη θέσει τους όρους με τους οποίους κινείται ως λογοτεχνικός κριτικός και ως θεωρητικός της λογοτεχνίας. Είναι η εποχή (η δεκαετία του 1980) κατά την οποία εισάγονται στην Ελλάδα οι δύο κύριες μορφές της νεότερης τότε λογοτεχνικής θεωρίας, ο στρουκτουραλισμός και η μεταμοντέρνα αποδόμηση – εισάγονται υπό μορφήν άκριτης και «αμάσητης», όπως τη χαρακτηρίζει ο Βαγενάς, εφαρμογής στα λογοτεχνικά μας κείμενα. Τα ονόματα των γάλλων και αγγλοσαξόνων θεωρητικών εμφανίζονται σε κείμενα ελλήνων πανεπιστημιακών ακόμη και χωρίς αποχρώντα λόγο, ως επίδειξη θεωρητικής ταυτότητας, με το εύσημο της οποίας οι εγχώριες λογοτεχνικές σπουδές καταφρονούνται συλλογικά και στη διαχρονία τους ως θετικιστικές και αντιθεωρητικές. Ο Βαγενάς, ενδελεχής μελετητής της ιστορίας της λογοτεχνίας και της φιλολογίας μας, ήδη από τις χρονικές απαρχές τους, με τις οποίες έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα (αναφέρω τις δύο μελέτες του με τίτλο «Πότε αρχίζει η νεοελληνική λογοτεχνία;»), αρχίζει να αντιδρά με μια σειρά κειμένων ελέγχοντας τα πραγματολογικά λάθη των νεόφυτων θεωρητικών μας και την άκρα υποτέλεια της ελληνικής λογοτεχνικής περιφέρειας στα θεωρητικά κελεύσματα των δυτικών πρωτευουσών. Είναι ενδεικτικά τρία κείμενά του της δεκαετίας του 1980, τα «Θεωρία ή κριτική;» (α’ και β΄) και το «Μύθοι της λογοτεχνικής κριτικής μας», όπου ο Βαγενάς ονοματίζει το «μύθο της αντιθεωρητικότητας της κριτικής μας», αποδεικνύοντας ότι η θεωρία της λογοτεχνίας η περιεχόμενη στα εγχειρίδιά μας Ποιητικής και Ρητορικής του 18ου και του 19ου αιώνα τα διδασκόμενα στα σχολεία μας, αλλά και τα κείμενα των αξιολογότερων κριτικών μας του 20ού αιώνα, αποτελούν μια σταθερά του θεωρητικού περί λογοτεχνίας λόγου στον τόπο μας.
Ο έλεγχος, τον οποίο έχει ασκήσει (και ασκεί) ο Βαγενάς σε καθιερωμένες κριτικές απόψεις, του έχει προσδώσει τον χαρακτηρισμό του παρεμβατικού και αναθεωρητικού κριτικού. Αλλά εξίσου σημαντικά είναι και τα κριτικά του κείμενα τα γραμμένα για συγγραφείς μείζονες και ελάσσονες που τον γοητεύουν. Ανέφερα τη διατριβή του για τον Σεφέρη, βιβλίο αναφοράς κλασικό, αξεπέραστο, που από το 1979 έχει κάνει έντεκα εκδόσεις έως σήμερα. Θα μνημονεύσω και τις πολυάριθμες μελέτες του για τον Κάλβο, που μας αποκάλυψαν πλήρως το ιταλικό γλωσσικό και προσωδιακό υπόβαθρο των Ωδών του, από το οποίο απορρέει ένα σημαντικό μέρος της σημερινής γοητείας των στίχων τους. Αναφέρω ακόμη τις εργασίες του για τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Σικελιανό, τον Καρυωτάκη, και το βιβλίο του για τον Μπόρχες, συγγραφέα που διαμόρφωσε σε σημαντικό βαθμό την ποιητική και κριτική κοσμοθεωρία του Βαγενά, καθώς και τα κείμενά του για τον Ουμπέρτο Έκο, τον Χάρολντ Μπλουμ και τον Τζβετάν Τοντορόφ, στα οποία είναι έκδηλος ο θαυμασμός του για το θεωρητικό και κριτικό τους έργο. Όσο για τους ελάσσονες, ο Βαγενάς είναι ο κριτικός που επαναξιολόγησε την ποίηση του Δροσίνη, αποθυματοποιώντας την από τη σχολική της χρήση, και κατέδειξε το ποιητικό σφρίγος του Γιώργου Κοτζιούλα.
Ο έλεγχος στον οποίο προβαίνει ο Βαγενάς με τη μελέτη του «Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία» στο διάσημο δοκίμιο του Ρολάν Μπαρτ «Ο θάνατος του συγγραφέα», καταδεικνύοντας τα πραγματολογικά του λάθη και τις αντιφάσεις του, είναι καταλυτικός. Απόδειξη της σαθρότητας αυτού του δοκιμίου, γράφει χαριτολογώντας ο Βαγενάς, με το οποίο ο Μπαρτ διατυπώνει την πεποίθησή του ότι το λογοτεχνικό κείμενο δεν το γράφει ο συγγραφέας αλλά η ίδια η γλώσσα (με κεφαλαίο το γ· ο συγγραφέας, λέει ο Μπαρτ, θα πρέπει πλέον να αποκαλείται γραφέας), απόδειξη της σαθρότητας αυτού του δοκιμίου, επαναλαμβάνω, είναι το γεγονός ότι ο Μπαρτ, από εκείνους που τους έχει πείσει για το θάνατο του συγγραφέα, θαυμάζεται ακόμη και σήμερα ως μεγάλος συγγραφέας. Απόρροια αυτών των εκτιμήσεών του είναι αφενός ο όρος «φετιχισμός του ονόματος», τον οποίο εισήγαγε ο Βαγενάς στο κριτικό μας λεξιλόγιο, με το οποίο επικρίνει όσους πιστεύουν ότι οι διάσημοι θεωρητικοί και κριτικοί της λογοτεχνίας δεν είναι δυνατόν να κάνουν λάθη (πραγματολογικά και ερμηνευτικά), αφετέρου η διάκριση του σημερινού επαρχιωτισμού της κριτικής μας σε δύο κατηγορίες: στον «επαρχιωτισμό της επαρχίας», που είναι φαινόμενο φυσιολογικό, γιατί έχει το ελαφρυντικό της ειλικρίνειας («ο κριτικός γνωρίζει τα όριά του και δεν επιχειρεί να τα ξεπεράσει»), και στον «επαρχιωτισμό του φόβου του επαρχιωτισμού της επαρχίας», ο οποίος «οδηγεί σε μια κριτική συμπεριφορά επίπλαστη που χαρακτηρίζεται από την άκριτη, και συχνά αστεία, μίμηση των τρόπων της κριτικής πρωτεύουσας». Ο δεύτερος, καταλήγει ο Βαγενάς, είναι «η βαρύτερη μορφή κριτικού επαρχιωτισμού».
Θα τελειώσω, σε ό,τι αφορά τον θεωρητικό και κριτικό της λογοτεχνίας Βαγενά, με τον νεολογισμό «θεωριακός», τον οποίο επίσης έχει εισαγάγει στο κριτικό μας λεξιλόγιο: «Με τον όρο θεωριακός», γράφει, «εννοώ τις κακές χρήσεις της θεωρίας, ενώ για τις σωστές της χρήσεις χρησιμοποιώ τον όρο θεωρητικός». Παράγωγο αυτού είναι και ο όρος «θεωριακός ιμπρεσιονισμός», τον οποίο ο Βαγενάς χρησιμοποιεί για τις άκριτες, ασύδοτες και εντυπωσιοθηρικές χρήσεις της θεωρίας. Ο «θεωριακός ιμπρεσιονισμός», γράφει στο ομότιτλο δοκίμιό του, «ενθαρρύνει τον βερμπαλισμό, την ασάφεια και την εκφραστική σκοτεινότητα. “Θολώνουν τα νερά για να φαίνονται βαθιά”, έλεγε ο Νίκος Σβορώνος αναφερόμενος στην ακκιζόμενη πρόζα ορισμένων ιστορικών μας – φράση ιδιαίτερα εναργής και για εκείνους τους θεράποντες των λογοτεχνικών σπουδών που επιδίδονται σε θεωριακές πιρουέτες στην επιφάνεια του σημαίνοντος».
Η ποίησή του
Άφησα για το τέλος την ποίηση του Βαγενά γιατί αυτή, στο βαθμό που με τις εκφραστικές ενορμήσεις της διαποτίζει και καθοδηγεί τον θεωρητικό και κριτικό του λόγο, αποτελεί τον πυρήνα της συγγραφικής του φυσιογνωμίας. «Ο Βαγενάς», γράφει ο Μάριο Βίττι στην Ιστορία του της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, «είναι ο ποιητής της γενιάς του, ο οποίος έχει απασχολήσει περισσότερο την κριτική». Και πράγματι, αν συνυπολογίσουμε την ποιότητα του θεωρητικού και κριτικού του λόγου, θα διαπιστώσουμε ότι ο Βαγενάς αποτελεί εξαίρεση και συγχρόνως ηγετική μορφή της ποιητικής γενιάς του, της τρίτης ελληνικής μεταπολεμικής γενιάς, για την οποία έχει καθιερωθεί από καιρό η ονομασία «γενιά του ’70». Οι ενορμήσεις που υπαγορεύουν την ποιητική και κριτική δραστηριότητά του τον οδήγησαν, ήδη από την πρώτη ποιητική του εμφάνιση, στη διαμόρφωση μιας προσωπικής ποιητικής φωνής και στους τρόπους με τους οποίους η φωνή αυτή απέκτησε τη λογοτεχνική της υπόσταση. Στο δοκίμιό του με τίτλο «Ταυτότητα και ποιητικός λόγος», που περιέχεται στο βιβλίο του Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, ο Βαγενάς προβάλλει τη βεβαιότητα ότι «κανένα ποίημα δεν μπορεί να είναι πραγματικό ποίημα αν δεν περιέχει τον χαρακτήρα της προφορικής ομιλίας του ποιητή, έναν χαρακτήρα που διαπλάθεται από τον βαθύτερο εαυτό του ποιητή διαμορφώνοντας τον τόνο της ποιητικής φωνής του […]. Ο χαρακτήρας αυτός με τον τόνο της φωνής», καταλήγει ο Βαγενάς, «είναι η μαγιά που μετατρέπει σε ποιητικό κείμενο τη ζύμη της γλώσσας του ποιητή, που είναι η κοινή γλώσσα».
Από το πρώτο κιόλας ποίημα της πρώτης ποιητικής συλλογής του που έχει τον τίτλο Πεδίον Άρεως και περιέχει ποιήματα γραμμένα την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας (η συλλογή δημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά την πτώση της) ο τόνος της ποιητικής φωνής του Βαγενά είναι ήδη ευδιάκριτος, γεγονός που το επισημαίνει σε κριτική του για τη συλλογή ο Τάσος Λειβαδίτης. «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη επιβεβαίωση της αξίας ενός βιβλίου», γράφει, «όταν, πέρα από την αισθητική συγκίνηση, διαθέτει το αληθινό χάρισμα του αληθινού τεχνίτη: να εκμαιεύει όλη τη δύναμη και όλη την πολλαπλότητα της σημασίας των λέξεων. Με τις πιο απλές, τις πιο “καταφρονεμένες” λέξεις, ο Βαγενάς δημιουργεί λόγο μεστό, υπεύθυνο και γεμάτο προεκτάσεις». Παραθέτω το πρώτο ποίημα της συλλογής, το οποίο έχει τον, πρωθύστερο θα έλεγα, τίτλο «Απολογία»:
Παρά τα γεγονότα δεν άλλαξα πεποιθήσεις.
Παραμένω ο αυτός με τις ίδιες ιδέες
που τρυπούν σαν αγκάθια το μυαλό μου. Είναι
τα πράγματα που αλλάζουν γύρω,
το ύψος των οικοδομών, οι τιμές των αυτοκινήτων,
οι απόψεις των φίλων. Παραμένω ο αυτός
με ιδέες που μ’ έχουν για καλά σημαδέψει,
με ιδέες που περπατούν στο κρανίο μου σαν μυρμήγκια.
Πιθανόν από δω να προέρχεται η πεζολογία
των στίχων μου, η αισθητή
έλλειψη λυρικής εξάρσεως
που κάνει τόσους φίλους
να με βλέπουν με οίκτο
σαν υπόθεση χαμένη,
σαν διάψευση των ελπίδων.
Χαρακτήρισα τον τίτλο αυτού του ποιήματος πρωθύστερο, γιατί διαβάζοντας κανείς ολόκληρο το ποιητικό έργο του Βαγενά αισθάνεται ότι αυτό το πρώτο ποίημά του θα μπορούσε να είναι και το τελευταίο του. Και τούτο γιατί ο τόνος της ποιητικής του φωνής είναι ο ίδιος. Ο Αντώνης Φωστιέρης μιλώντας για το δεύτερο ποιητικό βιβλίο του Βαγενά, που έχει τον τίτλο Βιογραφία (1978), το κρίνει με όρους ταυτόσημους με εκείνους του Τάσου Λειβαδίτη: «Κάθε βήμα, κάθε λέξη στον Βαγενά», γράφει, «είναι σωστή και ακέραιη, απαραίτητη. Χωρίς μεγάλες νοητικές αφαιρέσεις, φτάνει ωστόσο σε μια ακραία εκφραστική λιτότητα καθαρίζοντας με χέρι σταθερό τον στίχο του από ξύγκια και λίπη – ίσως μάλιστα κόβοντας κάποτε κι από το κρέας».
Αυτή την τελευταία φράση του Φωστιέρη, η οποία φαίνεται σαν επικριτικό σχόλιο για την «αισθητή έλλειψη λυρικής εξάρσεως» που ομολογεί στην «Απολογία» του, ο Βαγενάς τη βρίσκει απόλυτα σωστή, υπερθεματίζοντας μάλιστα: «Δεν πιστεύω στην άμεση, στην ξεκάρφωτη έκφραση του ποιητικού συναισθήματος», λέει. «Κι αυτό γιατί στα επιφωνήματα και στις λυρικές εξάρσεις υπάρχει μπόλικος αέρας».
Σημειώνω τον ειρωνικό τόνο της φράσης «αισθητή έλλειψη λυρικής εξάρσεως», με τον καθαρεύοντα τύπο της, γιατί ο τόνος αυτός διατρέχει εξαρχής όλη την ποίηση του Βαγενά ως ένα από τα αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά της ποιητικής φωνής του διαποτίζοντας ολόκληρη τη θεματική της ποίησής του, που δεν είναι άλλη από την κοινή –από κτίσεως κόσμου– θεματολογία των ποιητών: έρως και θάνατος – ο δεύτερος με την καβαφική έννοια των στίχων του Ιάσονος Κλεάνδρου, ποιητού εν Κομμαγηνή:
Το γήρασμα του σώματος και της μορφής μου (γράφει ο Καβάφης)
είναι πληγή από φρικτό μαχαίρι…
Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,
που ξέρεις κάπως από φάρμακα
νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και Λόγω […]
που κάμνουνε, για λίγο, να μη νοιώθεται η πληγή.
Παρά την έλλειψη λυρικής εξάρσεως των στίχων του, ο Βαγενάς έχει χαρακτηριστεί ερωτικός ποιητής, ενώ ο τρόπος με τον οποίο προσμίγει το ερωτικό βίωμα με το αίσθημα του θανάτου και ο ιδιάζων τόνος αυτής της πρόσμιξης του έχουν προσδώσει και τον χαρακτηρισμό του ειρωνικού ποιητή. Παραθέτω δύο ποιήματά του, ένα ερωτικό και ένα περί θανάτου (αρκετά ποιήματά του έχουν τον τίτλο «Μελέτη θανάτου»), για να φανεί αυτή η διάσταση του ποιητικού του λόγου. Το ερωτικό έχει τον τίτλο «La forza del destino» (δηλαδή «Η δύναμη του πεπρωμένου), που είναι τίτλος όπερας του Τζιουζέππε Βέρντι:
Κάτω από δέντρα, κάτω από σκοτεινά κλαδιά
σε γυμνώνουν τα δάχτυλα του βοριά.
Μέσα στα φύλλα, στην καρδιά του δάσους
οι άνεμοι λύνουν τα μαλλιά σου.
Τα μαλλιά σου μυρίζουν σφεντάμι
και μάραθο. Όμως το στήθος σου όταν λάμπει
δεν είναι αυτό που φαίνεται. Όπως η σελήνη
είναι κάτι που φαίνεται και κάτι που είναι.
Είναι κάτι που είναι κι όταν δεν φαίνεται
όπως το δέκα συχνά είναι πέντε.
Όπως το χώμα στον πάτο τ’ ουρανού.
Όπως το μαύρο στο βάθος του πράσινου.
Γυμνή στο βάθος του πράσινου περιμένεις
μαδώντας τη μαργαρίτα της ειμαρμένης.
Το δεύτερο ποίημα πεισιθάνατο, έχει τον τίτλο «Σκοτεινή μπαλλάντα». Είναι το εξής:
Ο Θάνατος ήρθε ένα βήμα πιο κοντά.
Μου φαίνεται πως δεν κρατάει δρεπάνι αλλά απόχη.
Μα έχω πια μάθει να σκέφτομαι σωστά
Στα ερωτήματα που κανείς απαντά
μ’ ένα ναι ή ένα όχι.
Θέλω να πω, το μέλλον χτυπάει στο ψαχνό
αλύπητα. Κι ανακαλύπτω
με θλίψη πως έχω αρχίσει να ξεχνώ.
πως όλα σκεπάζονται μ’ ένα αχνό
σύννεφο κι όχι με τη σκιά των ευκαλύπτων.
Νιώθω πως λίγα πράγματα μπορούν να συμβούν,
κι άλλα, πολύ περισσότερα, πως δεν θα γίνουν.
Μα όσα δεν γίνονται τώρα βομβούν
στα σκοτεινά κοιλώματα του λοβού
όπως οι σφήκες στους κάλυκες των κρίνων.
Πάνσοφε, Μεγαλόθυμε Άρχοντα του Φωτός,
χάρισέ μου έναν θάνατο αντρίκειο.
Τούτο μονάχα σου ζητώ,
εγώ που ποτέ μου δεν δέχτηκα δοτό
πόστο ή οφφίκιο.
Αλλά στην ποίηση του Βαγενά γίνεται αισθητή και μια επιπλέον διάθεση που οδηγεί τον στίχο του ώς την περιοχή της σάτιρας. «Στην ποίηση η υπερβολική σοβαρότητα βλάπτει», λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του στο κυπριακό περιοδικό Άνευ. Αυτή η σατιρική διάθεση γίνεται αισθητή στη συλλογή του με τίτλο Στέφανος (ο τίτλος παιγνιώδης με τη διπλή σημασία της λέξης: στέφανος νίκης, στέφανος τάφου), συλλογή αποτελούμενη από επιτύμβια επιγράμματα αφιερωμένα σε ασήμαντους ποιητές (πραγματικούς και φανταστικούς· οι πραγματικοί εμφανίζονται με παραλλαγμένο το όνομά τους), ποιητές που έζησαν ή ζουν με την ψευδαίσθηση μιας μεταθανάτιας ποιητικής αθανασίας. Από τον σατιρικό οίστρο του Βαγενά δεν γλιτώνει ούτε και ο ίδιος, αφού η επιγραφή, το motto της συλλογής, είναι ένα επιτύμβιο επίγραμμα του Πάτροκλου Γιατρά, γνωστού ψευδώνυμου του Βαγενά, με το οποίο ο τιμώμενος σήμερα, έχει δημοσιεύσει αρκετά κείμενά του. Σας το διαβάζω:
Μπαίνοντας στον Αχέροντα
βράχηκαν τα χειρόγραφα.
Μου πήραν την περούκα τα νερά,
έμεινα δίχως λύρα.
Παρά το ευτράπελο των επιτυμβίων επιγραμμάτων του, ο Βαγενάς δεν θεωρεί τη σύνθεσή τους απλώς μια ανάλαφρη και διασκεδαστική ενασχόληση σε ένα διάλειμμα της σοβαρής ποιητικής δουλειάς του. Γιατί θεωρεί ότι το θέμα του χρόνου αποτελεί τον πυρήνα και την πηγή της ποιητικής –και εν γένει καλλιτεχνικής– δημιουργίας, που σκοπός της είναι η διαμέσου του αρμονικού κόσμου του ποιήματος λυτρωτική υπέρβαση –έστω στιγμιαία– του αισθήματος της φθοράς και του θανάτου, μια ακαριαία γεύση αιωνιότητας. «Στον πάτο κάθε ποιήματος βρίσκεται το θέμα του χρόνου», γράφει.
Δεν έχω το χρόνο να μιλήσω για την ποιητική προσωδία του Βαγενά, για τον δεξιοτεχνικό τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί το στίχο σε όλες τις μορφές του (έμμετρο –ομοιοκατάληκτο ή μη– ελευθερωμένο, ελεύθερο, πεζόμορφο) στην προσπάθειά του να βοηθήσει στην επαναμάγευση –όπως την ονομάζει– του ποιητικού μας λόγου, δηλαδή στην έξοδο από το έλος της πεζολογίας στο οποίο έχει οδηγηθεί ο ελεύθερος στίχος μας τις τελευταίες δεκαετίες. Η άποψή του ότι «όλοι όσοι γράφουμε ποιήματα σήμερα, είτε το θέλουμε είτε όχι, είμαστε επίγονοι της γενιάς του ’30» ανατάραξε τη λογοτεχνική μας κοινότητα με την ποιητική μετριοπάθειά της, προκαλώντας αντιδράσεις σε όσους είναι βέβαιοι ότι τους περιμένει ένα δαφνοστεφές ποιητικό μέλλον. Ο ίδιος για την επιβίωση της ποίησής του είναι –και ως μελετητής της λογοτεχνίας– στωικότερος. Στην ερώτηση αν πιστεύει ότι η ποίησή του θα διαβάζεται και στο απώτερο μέλλον, απαντά: «Θα ήμουν ευτυχής αν σε κάποια ανθολογία διασώζονταν ορισμένα ποιήματά μου, έστω το πρώτο της συλλογής μου Βάρβαρες ωδές». Επειδή το ποίημα αυτό πιστεύω ότι συνοψίζει την ποιητική του αντίληψη με την ώσμωση των δύο βασικών χαρακτηριστικών της –του θέματος του έρωτα και εκείνου του θανάτου– το παραθέτω:
Οι πρόλογοι τέλος. Είναι καιρός να μπούμε
στο θέμα χωρίς πολλές κουβέντες
όσο πεζό κι αν είναι (ή μάλλον
ακριβώς επειδή είναι πεζό).
Με λίγα λόγια: αν μόνο τ’ άστρα
αποτυπώνουν το νόημα της αγάπης·
αν η Ανδρομέδα γυμνή γλυκοκοιμάται
αγκαλιά με τον Περσέα
ο χρόνος παίζει άνετα στο δέρμα μου
όπως η Άρσεναλ σε βρεγμένο γήπεδο
σκοράροντας ασταμάτητα. Και το στήθος μου
γεμίζει χώμα συνεχώς.
«Βέβαια», προσθέτει ειρωνικά ο Βαγενάς, «για να αισθανθεί κανείς την ποιότητα αυτών των στίχων θα πρέπει να έχει δει την Άρσεναλ να αγωνίζεται υπό βροχήν».
*Κείμενο «Προσφώνησης» (laudation) κατά την αναγόρευση του Νάσου Βαγενά σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Κύπρου (17/2/2025).