Σύνδεση συνδρομητών

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.

Θεωρώ μεγάλο φασίστα τον Βασίλη Λεβέντη, και εισηγητή μιας πολιτικής κουλτούρας που άνθησε κατά κόρον κυρίως μετά την εποχή του, απειλώντας, εξ αυτού, να τον στείλει στο τρελοκομείο: είναι ένα παρασιτικό πράγμα, period. Δεν εξετάζω μάλιστα, εδώ, καν τον λαμογιακό βίο και την ύποπτη πολιτεία του, το έχω κάνει συχνά αλλού. Το ενδεχόμενο πάντως μερίδα άκρως ηλίθιων ψηφοφόρων να τον βάλει στη Βουλή για να κάθεται δίπλα στον Λαφαζάνη και τον Μιχαλολιάκο δεν με συγκινεί καθόλου: δεν σηκώνω παλμό. Για την ακρίβεια, με χαροποιεί κιόλας — αλλά δεν με αγγίζει συναισθηματικά: δεν σηκώνω παλμό (πλέον — εδώ έχουμε καν και καν ποινικούς στο Κοινοβούλιο, σε δαύτον θα κολλήσουμε;). Ο λόγος είναι προφανής: οτιδήποτε στερήσει ψήφους από τον Τσίπρα, οτιδήποτε θα στείλει τον ΣΥΡΙΖΑ στη δεύτερη θέση, είναι καλό καγαθό. Οπότε: φίλε ψηφοφόρε, εσύ που τον Ιανουάριο στήριξες την αλλαγή της «Αριστεράς» (θέτω τον όρο εντός εισαγωγικών γιατί η μόνη Αριστερά που αναγνωρίζω εγώ έχει σημαία της την Ευρώπη, όνειρό της την ομοσπονδιακή Ένωση και όπλο της το κοινό νόμισμα: εντέλει, την ελευθερία του ατόμου και τα ανθρώπινα δικαιώματα — οποιαδήποτε άλλη είναι φασιστική-σταλινική Αριστερά και τη θεωρώ εχθρά μου, ούτε καν αντίπαλο), σύντροφε, λοιπόν: δώσε αυτή τη φορά την πολύτιμη ψήφο σου στο σούργελο της Ένωσης «Κεντρώων» (εδώ κι αν θέλει εισαγωγικά), μπας και σώσεις την υπόληψή σου. Φίλε απογοητευμένε συριζαίε, μην το γυρίσεις στους ναζί από τσαντίλα: ψήφισε-στήριξε τον Λεβέντη. Σου αξίξει. Και κάνεις και καλό στη χώρα, που επείγεται να απαλλαγεί άπαξ διά παντός από τους δραχμολάγνους εθνικιστές της «Αριστεράς».

28 Αυγούστου 2015

Όταν βγαίνω το πρωί έξω με το σκυλί μου, εκεί γύρω στις εφτά και κάτι, ο κόσμος είναι διαφορετικός από ό,τι τον ξέρουν οι πολλοί, είναι άλλος — και πάντα ο ίδιος: οι ψαράδες της παραλίας ψάχνουν πάντα για δολώματα, ο περιπτεράς κρεμάει πάντα τις εφημερίδες την ίδια ώρα και με την ίδια σειρά, στο μινιμάρκετ παραλαμβάνουν πάντα τα νερά. Και στην ταβέρνα της γωνίας έχουν ανοίξει με τα κλειδιά τους οι δύο καθαρίστριες, η σκούρα μελαχρινή και η ξανθιά, και έχουν κάνει καφέ, και κάθονται, πάντα, στο ίδιο τραπέζι και τον πίνουν σιγά-σιγά, καπνίζοντας και λέγοντας τα δικά τους, με ένταση και ενδιαφέρον. Τις έβλεπα κάθε μέρα τις δυο τους, επί μήνες. Πάντα στο ίδο τραπέζι, πάντα να συζητούν και να ενημερώνουν η μία την άλλη — για τα οικογενειακά τους, είμαι σίγουρος. Στην ηλικία μου πάνω-κάτω και οι δύο, κοντά στα πενήντα, γερές γυναίκες, δυνατές. Πριν από δεκαπέντε μέρες, η μία, η ξανθιά, έλειπε. Η άλλη κυρία καθόταν μόνη, στο ίδιο τραπέζι, κάπνιζε και κοιτούσε προς την άδεια καρέκλα μπροστά της, και έδειχνε ταραγμένη, και ο καφές της ήταν πικρός και άνοστος. Δεν ήξερα γιατί έλειπε η ξανθιά καθαρίστρια. Την επόμενη ημέρα, πάλι τα ίδια. Και τη μεθεπόμενη. Σκέφτηκα πως η άλλη γυναίκα είχε πάρει άδεια, ίσως για να πάει στην πατρίδα της, ή απλώς για διακοπές, και πως η δουλειά θα έβγαινε με μία γυναίκα, πράγμα δύσκολο και κουραστικό. Σήμερα το πρωί, ήταν πάλι δύο οι γυναίκες στην ταβέρνα. Τη δεύτερη, την καινούρια, δεν την είχα ξαναδεί. Ήταν νεότερη, και δεν κάπνιζε. Άκουγε τη μελαχρινή, και είχε τα μάτια της ανοιχτά, και θολωμένα με δάκρυα, όπως είσαι πάντα όταν ακούς για ένα χαμό, όπως είσαι πάντα όταν ακούς για ένα θάνατο, κι ας μην ήξερες αυτόν που χάθηκε, κι ας μην είχε τύχει ποτέ σου να συναντήσεις εκείνη την άλλη καθαρίστρια, που δεν ξέρεις καν το όνομά της, την ξανθιά.

27 Αυγούστου 2015

Σαν τους οπαδούς, που ρίχνουν τα λάθη για το χάλι της ομάδας τους στον διαιτητή ή, ακόμη χειρότερα, του προσάπτουν δόλο και χρηματισμό από κέντρα εξουσίας ή αντίπαλους συλλόγους, οι Έλληνες δεν ξεχνούν να δείχνουν, με το δάχτυλο τεντωμένο, τους πολιτικούς και τα κόμματα, κατηγορώντας τα για πλεκτάνες, δεύτερες, κρυφές σκέψεις και διαρκή πολιτική συνωμοσία εναντίον των ιδίων, εναντίον του περιουσίου και αμέμπτου λαού. Ουδέν ψευδέστερον τούτου. Η Ελλάδα καταστράφηκε, όχι από το freak show του αγράμματου βλακός που ορκίστηκε χωρίς γραβάτα να τηρεί το Σύνταγμα και τους νόμους και να υπηρετεί το γενικό συμφέρον του ελληνικού λαού, αλλά από αυτούς που τον ψήφισαν, όχι για να καταστρέψει τη χώρα, όχι για κάνει επανάσταση, όχι για να φύγουμε από το ευρώ και την Ευρώπη, όχι για να πολεμήσει τον καπιταλισμό όπου γης, αλλά για να μη χάσουν τα προνόμιά τους: τα «κεκτημένα» τους, με δυο λόγια: αυτά ακριβώς που συνιστούν την ελληνική ιδιαιτερότητα, αυτά που μας έχουν καταστήσει παρίες του σύγχρονου κόσμου, και φελαχολαό. Οι ίδιοι αυτοί θα τον μαυρίσουν τώρα και θα τον φέρουν δεύτερο στις εκλογές του Σεπτεμβρίου: εκλογές-ντροπή για το πολίτευμα, εκλογές που διασύρουν εκ νέου τη χώρα, αλλά και εκλογές που θα μας απαλλάξουν από τα όρνεα του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ. Η επόμενη ημέρα, με την τρικομματική κυβέρνηση που θα προκύψει (και υπό έναν πρωθυπουργό κοινής αποδοχής από τους πολίτες που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή ταυτότητα της Ελλάδας) οφείλει να είναι η πρώτη μιας ανοδικής πορείας σκληρής εφαρμογής του Μνημονίου. Η ομάδα είναι κακή, δικαίως χάνει, κανείς διαιτητής δεν φταίει για την κατάντια της, αλλά τουλάχιστον ας γλιτώσει την κατηγορία. Μολονότι πάντα θα παραπαίουμε στη γραμμή του υποβιβασμού, μπορούμε να γλιτώσουμε την πτώση.

26 Αυγούστου 2015

Παραθέτω αυτούσια τη χθεσινή ανάρτηση στο Facebook του φίλου μουΈκτορα Ιωάννου, που παλεύει κάποιους μήνες τώρα με τον καρκίνο, και πλέον είμαι σίγουρος πως θα τον νικήσει. Κι αν δεν ήμουν πάντα σίγουρος εγώ, ασφαλώς ήταν πάντα σίγουρος εκείνος, από την αρχή. Παρόλο που αιφνιδιάστηκε, γιατί πάντα αιφνιδιάζεσαι. Νά τι γράφει: [§] Πέρασαν οι μέρες που δεν τα είπαμε. Είχα φύγει για το χειρουργείο, το οποίο σχεδόν είχα καταφέρει να το πάρω αψήφιστα. Η τελευταία μου εικόνα ήταν όταν είδα τον χειρουργό να σκάει μύτη με την πειρατική μπαντάνα, ενώ εγώ ανατρίχιαζα από την παγωμένη ατμόσφαιρα του χειρουργείου και τον ρωτούσα: «Γιατρέ, τι έγινε; ο μαυρογένης ο πειρατής θα με ανοίξει;» Ο γιατρός χαμογέλασε νευρικά και παρατήρησα ότι πηγαινοερχόταν πέρα-δώθε χωρίς να ζυγώνει προς το μέρος μου, γεγονός που απέδωσα στην ύστατη αυτοσυγκέντρωση που επιδίωκε πριν ξεκινήσει η όλη διαδικασία. Λίγο μετά ο αναισθησιολόγος μού έλεγε ότι ήλπιζε να μη με αναστάτωνε η αγκαλιά τόσων γυναικών που με κρατούσαν αγκαλιά ενώ ήμουν γυμνός από τη μέση και πάνω, και κάπου εκεί… έσβησαν τα φώτα. Το χειρουργείο τελικά κράτησε 11,5 ώρες. Οι δικοί μου απ’ έξω πρέπει να βίωσαν μεγάλο εφιάλτη όταν για μισή μέρα περίμεναν και περίμεναν και περίμεναν. Τελικά όταν βγήκε ο γιατρός έξω, τους καθησύχασε πως όλα είχαν πάει καλά κι απλά τα κατάφερα γιατί είχα καλή φυσική κατάσταση, οπότε μπόρεσαν και οι γιατροί να καθαρίσουν από μέσα μου ό,τι περισσότερο γινόταν. Μέσα σε όλα αυτά μού έσπασαν κι ένα πλευρό για να καταφέρουν να μπούνε καλύτερα στον οισοφάγο. Φυσικά τελειώνοντας ο εφιάλτης των δικών μου, κάπου εκεί ξεκινούσε ο δικός μου στη ΜΕΘ, όπου δεν είχα συναίσθηση από το παραμικρό. Η μόνη εικόνα που έχω ήταν όταν με πρωτοξύπνησαν που είδα τη γυναίκα μου και τον αδελφό μου και ρωτούσα γεμάτος αγωνία τον αδελφό μου: «Πέτρο, θα ζήσω; Πέτρο, θα ζήσω;» Το επόμενο που θυμάμαι ήταν τον Πέτρο σε κάποια φάση να μου ζητάει να του σφίξω το χέρι για να δει αν έχω δύναμη και να τον ακούω να λέει στη γυναίκα μου: «Έχει δύναμη ακόμα ο άτιμος!» Στη συνέχεια βρέθηκα, δυο μέρες μετά, στο δωμάτιο της κλινικής συνδεδεμένος με 8 σωλήνες διάσπαρτους στο σώμα (σαν κλώνος του ρόμποκοπ), συρραπτικά σε διάφορα σημεία του κορμιού μου και με την αγωνία πότε θα απαλλαγώ από όλα αυτά μαζί με τους φρικτούς πόνους.  Τριγύρω ήταν η γυναίκα μου, οι γονείς μου και ο αδελφός μου ο Πέτρος με τη γυναίκα του την Έφη, που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο είτε να με ηρεμήσουν είτε να με κάνουν να γελάσω (η Έφη βέβαια έκανε ένα παραπάνω αφού κάθε φορά που μου βάζανε τη μάσκα κι ένιωθα να πνίγομαι στεκόταν απέναντί μου σαν γκουρού και προσπαθούσε να μού ρυθμίσει τις ανάσες) και ο φίλος μου ο Δημοσθένης. Δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, λόγια για να τους ευχαριστήσω όλους γιατί ο καθένας με τον τρόπο του, από το ξεκίνημα αυτού του αγώνα μου, έβαλε και το δικό του λιθαράκι για να μπορέσω να φτάσω εδώ και να έρθει η μέρα που θα κατάφερνα έστω να μπω στο χειρουργείο. Είδα διάφορα από τις μορφίνες. Στον τοίχο της κλινικής πότε εμφανιζόταν μπροστά μου ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και πότε η Τζοκόντα, και οι δύο με ματωμένα μάτια, μέχρι που μια μέρα είδα έναν ματωμένο ήλιο να ξεπροβάλλει μπροστά μου και κάπου εκεί σταμάτησε η ιστορία με τα οράματα (στις διάφορες γυμνές απεικονίσεις δεν θα αναφερθώ, για να μην παρεξηγηθούμε κιόλας). Στην κλινική είχα γίνει κάτι σχεδόν σαν ατραξιόν, γιατί ήμουν αυτός που άντεξε το χειρουργείο της μισής μέρας (φυσικά μετά μού εξήγησαν τους σοβαρούς κινδύνους θνησιμότητας που υπήρχαν κι ευτυχώς ούτε γνώριζα κάτι αλλά ούτε και είχα μπει στη γνωστή ανόητη διαδικασία να ψάξω στο ίντερνετ). Ωστόσο μια μόλυνση ανέβασε τον πυρετό στο 39,5 και κάπου εκεί τα χρειάστηκα όταν ένιωσα το περιβόητο φτερούγισμα στην καρδιά κι άρχισε να μου κόβεται η ανάσα, όπου είπα μέσα μου: «Μάγκα μου, ήρθε το τέλος…» Ο γιατρός μου βέβαια ήταν απόλυτα ψύχραιμος και μου εξήγησε ότι η μόλυνση προήλθε από μία από τις παροχές που μόλις είχαν αφαιρέσει, και ότι σε ένα 24ωρο θα άρχιζα να γίνομαι καλύτερα. Κάπου εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στους χειρουργούς μου Κωνσταντίνο Μπαλλά και Θεόδωρο Μεταξά. Κάθε μέρα περνούσαν να με δούνε 2 φορές κι όταν λέμε περνούσαν όχι με τη μορφή που οι περισσότεροι θα νομίσουν (αυτήν της ξεπέτας) αλλά ιδιαίτερα ο Μπαλλάς με τον οποίο είχα και περισσότερο θάρρος, μπορούσε να καθίσει μαζί μου για να συζητήσουμε ακόμα και για μια μπούρδα που θα μου ερχόταν στο μυαλό. (Η πιο χαρακτηριστική ήταν η εξής: «Γιατρέ, μετά από τόσα σημεία που με άνοιξες… μόνο Έκτορα θέλω να με λένε»). Την παραμονή της αναχώρησής μου από την κλινική κι ενώ είχε έρθει η ώρα να φύγει ο γιατρός μου για διακοπές… παρ’ όλα αυτά πέρασε πάλι να με δει. Ήξερα ότι τον περίμενε σίγουρα η οικογένειά του, και σε κάποια φάση τού είπα: «Γιατρέ, πήγαινε… καλές διακοπές να έχεις…» και κάπου εκεί έσκυψε πάνω από το κρεβάτι μου, με αγκάλιασε και με φίλησε λέγοντάς μου: «Γεια σου, ρε φίλε!» Ακόμα ανατριχιάζω όταν το θυμάμαι γιατί αναπόφευκτα συγκινήθηκα όπως και η γυναίκα και η μητέρα μου που ήταν στο δωμάτιο, ενώ διέκρινα τον γιατρό που έφευγε να έχει βγάλει τα γυαλιά για να σκουπίσει κι εκείνος τα μάτια του, γιατί από το ξεκίνημα της ιστορίας μου έμοιαζε να το έχει πάρει σχεδόν προσωπικά και ήταν μία μεγάλη νίκη και για εκείνον όλο ετούτο. Ό,τι και να πω δεν είναι αρκετό για να ευχαριστήσω τους ανθρώπους αυτούς, όπως και το νοσηλευτικό προσωπικό της κλινικής, το οποίο πάντοτε ερχόταν με ένα διάπλατο χαμόγελο στο στόμα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Τώρα είμαι στη φάση της ανάρρωσης. Έχω ακόμα δρόμο μπροστά μου, μια που για να επανέλθει το σώμα και η ψυχή μου μετά από ένα τέτοιο σοκ θέλουν το χρόνο τους (ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες η ψυχολογία μου θύμιζε γυναίκα αδιάθετη που μπορεί να συγκινηθεί με το παραμικρό… βέβαια ίσως φταίει και η επισκληρίδιος που ήταν καρφωμένη στην πλάτη μου για μια εβδομάδα, αλλά για να σάς πω και την αλήθεια: τα είδα όλα από το φόβο μου. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση ότι τα έκανα πάνω μου γιατί θα ήταν πολύ απλοϊκό και σίγουρα ήταν κάτι πολύ παραπάνω αυτό που ένιωσα), όμως πιστεύω ότι άρχισα να μπαίνω σε καλό μονοπάτι… ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΚΟΜΑ!!! Χίλιες ευχές για όλους σας!!! ΥΓ1: Προς το παρόν θα συνεχίσω να στέλνω στις μουσικές στον φίλο μου τον Δημοσθένη για να τις «σηκώνει» και να σας κρατάω συντροφιά. ΥΓ2: Ξέρω… ξέρω. Το πρόγραμμα θα είχε παλιότερα περισσότερη τζαζ, αλλά η χημειοθεραπεία μού επανέφερε στο νου τις ροκιές… όλα θα φτιάξουν σιγά-σιγά!!! ΥΓ3: Το να καταφέρνεις να ξυπνήσεις από τέτοιο χειρουργείο και να κινδυνεύεις να σε σκοτώσουν οι ηλίθιοι ποδηλάτες της πόλης επάνω στο πεζοδρόμιο είναι μία άλλη ιστορία που θα την αναλύσω πολύ αργότερα. Tα φιλιά μου και καλό απόγευμα προς το παρόν.

18 Αυγούστου 2015

Πέντε βιβλία Επιστημονικής Φαντασίας σήμερα (όχι της λεγόμενης «σκληρής», που έχει ένα πολύ ειδικό κοινό — ένα κοινό, μάλιστα, που αδιαφορεί για προτάσεις βιβλίων), προφανώς ένα κι ένα για τη σχετική ησυχία της παραλίας όλα τους, αλλά ασφαλώς και για τις αμμοθίνες του σπιτιού μας. Η βιβλιογραφία του είδους είναι μεγάλη, η πίεση από τα άλλα υποείδη του Φανταστικού, και κυρίως από τη Fantasy, έντονη ακόμη και στην Ελλάδα, αλλά αυτά τα πέντε ξεχωρίζουν σχετικώς εύκολα φέτος, για διαφορετικούς λόγους το καθένα. Ενδιαφέρον έχει ότι τουλάχιστον από αυτά μεταφέρθηκαν ήδη στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, ενώ άλλα δύο ακολουθούν.

  • James Patterson, Η εξέγερση των ζώων (Εκδόσεις Bell, μετάφραση Σταύρος Νικολάου). Ο Πάτερσον δεν χρειάζεται επαίνους και συστάσεις — για την ακρίβεια, ούτε καν πληροφορίες για το ογκώδες έργο του: τον ξέρουν όλοι. Ενδιαφέρον είναι πως συνεργάζεται συχνά με το επιτελείο του, σαν τον Αλέξανδρο Δουμά (αν και είναι πολύ καλύτερος από τον Αλέξανδρο Δουμά, πατέρα και γιο μαζί): παρέχει την πρώτη ιδέα και ένα μεγάλο draft, και ο εκάστοτε συν-συγγραφέας που επιλέγει αναλαμβάνει να το τελειώσει και να το φινίρει. Υπέροχο. Στην Εξέγερση δούλεψε μαζί με τον επί πολλά χρόνια συνεργάτη του Michael Ledwidge. Να σημειωθεί ότι το βιβλίο μεταφέρθηκε στην τηλεόραση (η σειρά, 13 επεισοδίων, ξεκίνησε ήδη να προβάλλεται στις ΗΠΑ, από το CBS). Τα ζώα επαναστατούν, και λογικά έχουν τους λόγους τους.
  • Dan T. Sehlberg, Μόνα (Εκδόσεις Διόπτρα, μετάφραση Αύγουστος Κορτώ). Νευρολογία, επιστήμη των υπολογιστών, κυβερνοδιάστημα, ψηφιακοί ιοί που μπορούν να ρίξουν ολόκληρα συστήματα, να καταστρέψουν βάσεις δεδομένων σε μεγάλες διεθνείς τράπεζες, αλλά να μολύνουν μέχρι και ανθρώπους, κυνηγητά σε Μέση Ανατολή, Ισραήλ, Γάζα, Γαλλία (αλλά και στη Θεσσαλονίκη), μυστικές υπηρεσίες, Μοσάντ, Χεζμπολάχ, Αλ Κάιντα, CIA και FBI, βόμβες και χάκερ, τρομοκράτες και πράκτορες — αυτό το υβριδικό βιβλίο Επιστημονικής και πολιτικής Φαντασίας με στοιχεία αστυνομικού και κατασκοπικού θρίλερ τα έχει όλα. Από την εποχή του Νευρομάντη του Γουίλιαμ Γκίμπσον πολλά έχουν αλλάξει στο χώρο (για την ακρίβεια: όλα), αλλά η δίψα για πληροφορίες και για κατίσχυση επί του αντιπάλου που τις κατέχει είναι ολόιδια. Ωραίο κυβερνοθρίλερ, έχει μαζέψει πολλές θετικές κριτικές.
  • Dave Eggers, Ο Κύκλος (Εκδόσεις Κέδρος, μετάφραση Ιλάρεια Διονυσοπούλου). Σαφώς το πιο πολυσυζητημένο μυθιστόρημα για το Διαδίκτυο, μιας και συμπυκνώνει στο μύθο του —χωρίς να παύει να είναι ένα γρήγορο, γεμάτο πραγματικούς χαρακτήρες βιβλίο, με πολλή δράση, αγωνία και ανατροπές—, όλους τους φόβους που έχουν ποτέ διατυπωθεί για το Ίντερνετ και πώς κάποιος, ή κάποιοι, ή μια κολοσσιαία εταιρεία, μπορούν να το χρησιμοποιήσουν για να διεισδύσουν στην καθημερινότητα, στον ιδιωτικό χώρο των χρηστών (εντέλει όλων μας), και να το διαστρέψουν, μεταβάλλοντάς το από ένα μέσο ελευθερίας σε κάτι τρομερό και αδυσώπητο: σε αλυσίδες. Ο Eggers ενδιαφέρεται κατά κύριο λόγο για τα ανθρώπινα δικαιώματα, και είναι ο ιδρυτής του σπουδαίου εκδοτικού οίκου McSweeneys, που μεταξύ άλλων εκδίδει δύο σπουδαία περιοδικά. Το βιβλίο θα μεταφερθεί στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Τομ Χανκς και την Έμμα Γουότσον.
  • ΑΑVV, Ο άχρηστος πλανήτης και άλλα σοβιετικά διηγήματα Επιστημονικής Φαντασίας (Εκδόσεις Η Άγνωστη Καντάθ, εισαγωγή και μετάφραση Γιάννης Στολτίδης). Μια ανθολογία που έλειπε, και που ασφαλώς πρέπει να έχουν στη βιβλιοθήκη τους όσοι ασχολούνται με τη SF: εφτά βασικά διηγήματα της σοβιετικής σχολής ΕΦ, από τους δημιουργούς του ταρκοφσκικού Στάλκερ μέχρι τη σπουδαία Όλγα Λαριόνοβα, επιλεγμένα από εκατοντάδες άλλα για να περιγράψουν συνοπτικά όλες τις τάσεις και τα παρακλάδια που αναπτύχθηκαν κατά τον αιώνα που μας πέρασε στην ΕΣΣΔ, μαζί με μία εισαγωγή 15 σελίδων που θέτει τα βασικά θέματα και περιγράφει τη διαδρομή της ρωσικής-σοβιετικής λογοτεχνίας του είδους (ρίζες και επιρροές, προεπαναστατική περίοδος, σοσιαλιστικός ρεαλισμός, χρυσή εποχή). Η Άγνωστη Καντάθ του Μανώλη Πιτέλη εξακολουθεί να επιτελεί πολιτιστικό έργο, αργά και με μόχθο.
  • Andy Weir, Άνθρωπος στον Άρη (Εκδόσεις Παπαδόπουλος, μετάφραση Κώστας Χαρβάτης). Ένα μυθιστόρημα που σε συγκινεί με την ιστορία της έκδοσης και της ασύλληπτης επιτυχίας του, καθώς ήταν αυτοέκδοση του συγγραφέα (geekμε μανία με το διάστημα) και κατέληξε να γίνει ταινία υψηλού προϋπολογισμού (γυρίστηκε και σε 3D) με σκηνοθέτη τον κολοσσό Ρίντλεϊ Σκοτ: θα κάνει πρεμιέρα (με τον τίτλο Η διάσωση) τέλη Νοεμβρίου, πρωταγωνιστεί ο Ματ Ντέιμον και θα είναι σίγουρα μία από τις μεγάλες επιτυχίες του χειμώνα. Στο βιβλίο, με πολύ χιούμορ, περιγράφονται οι περιπέτειες του αστροναύτη Μαρκ Γουάτνι, που ξυπνά τραυματισμένος και μόνος στον Άρη: τα υπόλοιπα μέλη της διαστημικής αποστολής στον πλανήτη τον θεώρησαν νεκρό και τον εγκατέλειψαν και οι πιθανότητές του να επιζήσει είναι ανύπαρκτες. Όμως δεν θα το βάλει κάτω. Η συνέχεια επί των σελίδων: είναι ένα συναρπαστικό βιβλίο, ένας μοντέρνος Ροβινσώνας Κρούσος.
17 Αυγούστου 2015

Φυσικά και το πρόβλημα δεν είναι τα γιοτ και τα λογής δώρα, μια παράδοση χιλιετιών που δεν θα σπάσει ξαφνικά σήμερα, το πρόβλημα είναι ένα, και είναι απλό να περιγραφεί: το πρόβλημα είναι πως δεν φαίνεται να υπάρχουν στον ορίζοντα οι πολιτικές εκείνες δυνάμεις, και κυρίως οι πολιτικές συμμαχίες, που θα αντιμετωπίσουν με σοβαρότητα τη δριμεία αντίδραση της συντήρησης απέναντι στις μεταρρυθμίσεις. Στις μεταρρυθμίσεις, κυρίως, και όχι στα μέτρα, γιατί στα δεύτερα είμαστε συνηθισμένοι: μόνο αυτά ξέρουμε. Όμως τα μέτρα δεν συνιστούν θεραπεία. Είναι σαν να καλύπτεις με ταπετσαρία έναν τοίχο που μούλιασε από τα νερά και έσκασε το χρώμα του, αντί να φτιάξεις τα υδραυλικά. Και οι αντιδράσεις που θα ξεσηκωθούν από τις συντηρητικές συνιστώσες του ελληνικού λαού, αυτές δηλαδή που έφεραν τα πράγματα εδώ που τα έφεραν (θυμόζω πως έχουμε κοινοβουλευτική δημοκρατία, όχι μοναρχία), θα είναι σοκαριστικές, και θα τσακίσουν το Μνημόνιο πριν εφαρμοστεί καν θεωρητικά. Γι’ αυτό χρειάζονται ισχυρές συμμαχίες και, πάνω απ’ όλα, βούληση. Σε κάθε περίπτωση: η Ελλάδα είτε θα ενηλικιωθεί, άρα και θα αναπτυχθεί, είτε θα πεθάνει, μόνη και λούμπεν, σαν πρεζάκι. Αν το πρώτο γίνει υπό τον Τσίπρα, δεν μας πέφτει λόγος να σκάμε: ας γίνει με τον Τσίπρα. Αν είμαστε σίγουροι πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον, ας πάψουμε για μια φορά στη ζωή μας να το φωνάζουμε, γιατί δεν έχει κάποια αξία αυτό, και ας πούμε στα σοβαρά, και όχι παρέα με μια Άμστελ ή ένα μολτ, τι εννοούμε, τι θέλουμε, τι προτείνουμε: ποιον προτείνουμε. Αλλιώς θα το κάνει (κουτσά, στραβά και εν πολλοίς άδικα για όσους δεν είναι κρατικοί υπάλληλοι) ο Τσίπρας. Ή δεν θα το κάνει.

17 Αυγούστου 2015

Αν δούμε τα social media σαν ένα πανί, σαν μια άσπρη τεντωμένη οθόνη με λάμπες από πίσω της, η δική μας στάση ως απλών χρηστών, ή ως «δικτυωμένων» πολιτών, μιας και δεν είμαστε πολλά παραπάνω, ούτε θα μπορούσαμε να είμαστε άλλωστε, είναι οι σκιές αυτού του θεάτρου στενόχωρων αντεγκλήσεων, πνιγηρών διαξιφισμών και λεκτικής πολιτικής βίας που παίχτηκε επί πέντε γεμάτα χρόνια σε όλη την ψηφιακή επικράτεια, αυτήν που αντικατέστησε εδώ και δεκαπέντε χρόνια εκείνη του δημόσιου βίου που κατά κύριο λόγο απαιτούσε φυσική παρουσία. Πίσω από την άσπρη τεντωμένη οθόνη, εκτός από τις λάμπες, υπήρχαν οι πραγματικές κούκλες, οι υλικές φιγούρες των ρόλων: αυτές έδιναν την όντως μάχη, με όλες τις φάλαγγες των σπαστών χεριών τους του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη. Και, παραπέρα, ή: από πάνω, υπήρχαν κι αυτοί που κουνούσαν τους σπάγκους που κινούν τις κούκλες, και που έκαναν και τις φωνές τους. Και εμείς ήμαστε ταυτόχρονα και το κοινό που παρακολουθούσε αυτό το θέατρο των λέξεων, χειροκροτώντας, βρίζοντας, γελώντας και προτρέποντας σε ακόμη περισσότερη βία και οι σκιές στην άσπρη τεντωμένη οθόνη. Και, με τόση δουλειά, είμαστε πια κουρασμένοι. Και πικραμένοι βέβαια. (Γιατί ο πόλεμος τελείωσε με ανακωχή). Περισσότερο το πρώτο, περισσότερο κουρασμένοι δηλαδή, επειδή η χαρά, μολονότι πιο αδύναμο συναίσθημα, έχει τον κύριο λόγο τώρα: θα καταλαγιάσει κάποια στιγμή, είναι αναπόφευκτο, μα τώρα κάπως, όσο γίνεται, σηκώνει το κεφάλι της και δεν αφήνει την πίκρα να φανεί περισσότερο. Κι έτσι, μένει η κούραση. Αυτή κυρίως. Είμαστε κουρασμένοι από το θέατρο, από τις φωνές,το γιουχάισμα, τις επευφημίες, τη διπλή προσπάθεια να παίζουμε με τα μούτρα κολλημένα στην άσπρη τεντωμένη οθόνη και να παρακολουθούμε μαζί. Το αντέξαμε, δεν γινόταν αλλιώς, το αντέξαμε όλο αυτό, και το όφελος είναι πελώριο (είναι η χώρα, και οι ζωές, και η μεγάλη πατρίδα των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου που γεννιέται και κρίνεται γύρω από ένα νόμισμα: περί αυτού πρόκειται), αλλά: μένει η κούραση· μένει μια πίκρα· και πρέπει, κάποια στιγμή, και να ξεβάψουμε από τα πρόσωπά μας την μπογιά. Κανείς δεν θα μας χειροκροτήσει.

15 Αυγούστου 2015

Σήμερα, αλλά και κάθε μέρα που θα ζούμε υπό το Μνημόνιο 3, είναι μια καλή ευκαιρία να σκεφτόμαστε τα θύματα της Marfin, τα παιδιά που κάηκαν το 2010. Μαζί μ’ αυτά, οφείλουμε να θυμόμαστε και δύο ιστορικές κινηματογραφικές αίθουσες που κάηκαν ολοσχερώς το 2012. Θύματα τα μεν των εκδηλώσεων μίσους της βαθιάς συντήρησης κατά την ψήφιση του Μνημονίου #1, θύματα τα δε παρόμοιων εκδηλώσεων μίσους της ίδιας βαθιάς συντήρησης κατά την ψήφιση του Μνημονίου #2. Να θυμόμαστε και να τιμούμε ανθρώπους, και, ναι, να θυμόμαστε και να τιμούμε επίσης τα πράγματα που φτιάχνουν: τίποτε δεν γεννιέται από μόνο του· σε καθετί που σπάζει είμαι και εγώ μέσα: η ψυχή μου. Να θυμόμαστε και να τιμούμε λοιπόν τα πράγματά μας, τους ανθρώπους μας. Την περιουσία μας, έμψυχη και μη. [§] Ο δρόμος που ανοίγεται μπροστά μας είναι μακρύς και σκολιός. Και η ίδια βαθιά συντήρηση θα θελήσει να αρπάξει και άλλους ανθρώπους, και να ποδοπατήσει και άλλα πράγματά μας. Θα θελήσει, η ίδια βαθιά συντήρηση, να κάψει. Ο δρόμος θα είναι μακρύς, φίλοι, και σκολιός. Αλλά: ανοίγεται.

14 Αυγούστου 2015

Ψηφίστηκε λοιπόν κι αυτό το Μνημόνιο. Με τις αναμενόμενες απώλειες από την πλευρά της Κυβέρνησης. Και πάμε σε Εκλογές σε ένα μήνα από τώρα, μετά τις οποίες και πάλι θα συγκυβερνήσουν ο Τσίπρας με τον Καμμένο (ακόμη και αν ο δεύτερος αναστείλει προεκλογικά τη λειτουργία των ΑΝΕΛ) και ενδεχομένως και με το Ποτάμι, εάν κριθεί απολύτως απαραίτητο από τον για δεύτερη φορά μέσα σε οκτώ μήνες πρωθυπουργό. Στην αντιπολίτευση, που δεν δείχνει σημάδια λογικής ώστε να συμπηχθεί σχηματίζοντας εύκολα αυτοδύναμη Κυβέρνηση, θα βρίσκονται δύο κόμματα φιλοευρωπαϊκά, με όχι ισχυρές ηγεσίες, και τα δύο με ελαφρώς καλύτερα ποσοστά σε σχέση με τις Εκλογές του Ιανουαρίου. Και, από την άλλη, τρία αντιευρωπαϊκά-αντιδυτικά, το ένα εκ των οποίων αρκετά συντηρητικό, με μέλη που έχουν παιδεία και καλές δουλειές και το τελευταίο που θέλουν είναι η διάρρηξη των σχέσεών μας με την ΕΕ και τις ΗΠΑ, και με τα άλλα δύο, τη Δραχμή και τους ναζί, σε αγαστή συνεργασία κρετίνων. (Και ο Λεβέντης, Θεέ μου... Και ο Λεβέντης, για όνομα του Θεού. Το πρώτο πραγματικό ξόμπλι της Μεταπολίτευσης). Στόχος όσων δεν είναι γραφικοί, εγκληματίες ή ποινικοί, ένας και μοναδικός: να μείνει η Ελλάδα στην Ένωση — για να μην πω «στη συμμαχία». Μοναδικός δρόμος για να επιτευχθεί αυτό είναι η κατά γράμμα εφαρμογή του Μνημονίου, πάση θυσία (με μη διακηρυγμένο δευτερεύοντα στόχο τηνελάφρυνση των όρων μετά από ένα χρόνο), δηλαδή:  ο ανοιχτός πόλεμος με τα συμφέροντα, είτε τα οργανωμένα, είτε του καθενός μας. Είναι απολύτως απίθανο να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς φιλελεύθερη πολιτική που θα υποστηρίζεται από φιλελευθέρους. Το άνοιγμα της αγοράς, οι ιδιωτικοποιήσεις, η ελάφρυνση του Δημοσίου είναι οι τρεις πυλώνες που πάνω τους θα χτιστούν όλα τα άλλα, το ασφαλιστικό, τα εργασιακά θέματα, οι φορολογικές αλλαγές. Οι φόροι δεν είναι λύση, είναι μια απάτη που κρατά λίγο και γεννά τέρατα, φτώχεια, λιτότητα, ανεργία και «μνημόνια». Απαιτείται ισχυρή Κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας.

14 Αυγούστου 2015

Βλέπουμε παλιές ταινίες αυτή την εποχή. Όπως και με τα βιβλία, κάθε φορά βλέπεις ένα καλό φιλμ με άλλα μάτια, και ποτέ δεν χάνεις. Βλέπουμε φίλους που φεύγουν και μας αποχαιρετούν σε δείπνα και σε μπαρ. Θα είναι καλά εκεί: θα προκόψουν, θα γλιτώσουν, θα ξεκουραστούν. Βλέπουμε τους απέναντι που έχουν καλύτερο σπίτι από μας, γωνιακό, φάτσα στη θάλασσα κι αυτό αλλά σε καινούρια πολυκατοικία, και με φυσικό αέριο. Τους βλέπουμε κατά το δυνατόν κρυφά, και με συστολή — αλλά δεν λένε να φύγουν οι χριστιανοί, για να πάρουμε εμείς το σπίτι τους. Βλέπουμε τους άδειους λογαριασμούς μας στο onlineσύστημα της Πειραιώς, και τους κόκκινους αριθμούς στα πεδία της πιστωτικής κάρτας. Αν τα συνδυάσεις με τα χρέη που δεν φαίνονται, είτε ρυθμισμένα με τις 100 δόσεις, είτε αυτά τα υπέρογκα ποσά που χρωστάμε στο ΤΕΒΕ, σου’ρχεται απελπισία. Βλέπουμε τις τρομερές προσπάθειες των ανθρώπων να κάνουν τέχνη. Η δύναμή τους σε παραλύει. Βλέπουμε τις τρομερές προσπάθειες των ανθρώπων να μεταναστεύσουν. Η ανάγκη τους σε παραλύει, σε πληγώνει, σε σκοτώνει. Βλέπουμε ωραίες φωτογραφίες στο Facebook από φίλους και γνωστούς που παραθερίζουν. Κακά τα ψέματα, είναι όλες λίγο-πολύ μαγικές, ή έστω: εξωπραγματικές — στην αμεριμνησία του θέρους κατοικεί η ομορφιά. Βλέπουμε τις ράχες των αδιάβαστων βιβλίων στο αυτοσχέδιο ράφι που στήσαμε πάνω στο καλοριφέρ του σαλονιού — στις ράχες των αδιάβαστων βιβλίων κατοικεί μια λαχτάρα ιδιαίτερη, σχεδόν παιδική, σχεδόν παραμυθένια. Βλέπουμε ο ένας τον άλλο· και βλέπουμε τον Αρσέν με τη Φαντομά να μεγαλώνουν. Να μεγαλώνουν συγκινητικά και, κατά κάποιον τρόπο, γελαστά. Βλέπουμε και κάνουμε χίλια δυο. [§] Αλλά προς Θεού, δεν βλέπουμε τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Μην παρασύρεστε τόσο. Σε λίγο θα γίνει trendκαι ο σχολιασμός των ξερατών του Μιχαλολιάκου.

12 Αυγούστου 2015
Σελίδα 23 από 57