Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.
Κάθε Κυριακή πρωί, κατά τις εφτά και πέντε, κατεβαίνουμε με τον Αρσέν από το σπίτι, ρίχνουμε μια ματιά δεξιά και αριστερά στην Προξένου Κορομηλά για να δούμε αν πηγαίνουν όλα καλά —κάτι παιδιά τσακώνονταν μεθυσμένα σήμερα, κατηφορίζοντας από το Berlin, συνηθισμένα πράγματα, ενώ έξω από τα σκουπίδια μπροστά από το σπίτι κάποιος είχε πετάξει δύο κλειστά ασημί πακέτα μαργαρίνη, άγνωστο γιατί—, στρίβουμε τη Μοργκεντάου για να πετάξουμε στον κάδο τα ανακυκλώσιμα υλικά της εβδομάδας και, μέσω της Μαργαρίτη, κατευθυνόμαστε στο ψιλικατζίδικο που δουλεύει όλο το εικοσιτετράωρο στην Παύλου Μελά για να πάρουμε τις εφημερίδες, απέναντι από την πιάτσα των ταξί —έχουμε γίνει πια φίλοι με τα παιδιά—, πράγμα που σημαίνει ότι μετά περνάμε τη Νικηφόρου Φωκά και μπαίνουμε στο στενό της Τσιρογιάννη, που του αρέσει ξεχωριστά τού Αρσέν και με οδηγεί καμαρωτός-καμαρωτός, και, αφού περιηγηθούμε το πάρκο της, διασχίζουμε οπωσδήποτε την Εθνικής Αμύνης, που είναι πάντα άδεια, χωρίς ούτε ένα αυτοκίνητο μέχρι πέρα ψηλά στην Τσιμισκή, περνάμε κάτω από το επιβλητικό μέγαρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών και στρίβουμε στη Νικολάου Γερμανού, για να πάμε απαρεγκλίτως και να καθίσουμε στα σκαλάκια της Δημοτικής Πινακοθήκης, με θέα απέναντί μας το πάρκο του Ξαρχάκου, που κουβαλά μία τεράστια, τεράστια ιστορία, για την οποία θα μιλήσουμε κάποτε. Εκεί, λοιπόν, ο Αρσέν κάθεται στην αγκαλιά μου και ρεμβάζει για κανένα πεντάλεπτο, αμίλητος και ακίνητος. Δεν ξέρω τι ακριβώς τού αρέσει, αλλά τον μιμούμαι. Είναι ωραία. Έπειτα, σηκωνόμαστε πάλι, παίρνουμε τον δρόμο για πίσω, αν και από το κάτω μέρος της πλατείας Τσιρογιάννη αυτή τη φορά, που τα παγκάκια του είναι πάντα κατειλημμένα από επαγγελματίες ρακοσυλλέκτες — κοιμούνται στα σλίπινγκ μπαγκ τους ή κάτω από κουβέρτες και ξυπνούν κι αυτοί σιγά-σιγά τρίβοντας το πρόσωπό τους. Καμιά φορά κανένας τους μας κοιτάζει, και τον κοιτάζουμε κι εμείς, και οι δύο με συγκαλυμμένη έχθρα. Σήμερα, ένας τους, γεμάτος εντυπωσιακές ουλές σε όλο του το πρόσωπο, έτρωγε κάτι με βουλιμία, με μεγάλες απανωτές μπουκιές, σαν παγωτό ή κάτι τέτοιο, ενώ είχε άλλο ένα παρόμοιο παγωτό στην ποδιά του, για να το φάε αμέσως μετά. Με κοιτούσε με μάτια που άστραφταν θολά, και χαμογελούσε με το στόμα του πασαλειμμένο. Περάσαμε απέναντι, όπως πάντα, ρίξαμε μια βιαστική ματιά στην εντυπωσιακή βιτρίνα της Εστίας, που μας αρέσει πολύ, ξαναμπήκαμε στα στενά, φτάσαμε στην πολυκατοικία μας, έψαξα τα κλειδιά μου και ανεβήκαμε επάνω για να φτιάξω καφέ. Απλώς, τώρα δα, προ δέκα λεπτών, έτυχε να δω ότι εκείνα τα πακέτα της μαργαρίνης που ήταν πεταμένα έξω από τον πράσινο κάδο έλειπαν, και τότε κατάλαβα πως ο ρακοσυλλέκτης στο πάρκο της Τσιρογιάννη, εκείνος με τις ουλές —τώρα που το σκέφτομαι, έμοιαζε πολύ με τον Κουικουέγκ—, δεν έτρωγε κάτι «σαν παγωτό». Και ότι είχε ήδη κάνει τις βόλτες του κι εκείνος στη γειτονιά, πατώντας πάνω στα βήματά μας. Ή, δεν ξέρω πια, εμείς πατούσαμε πάνω στα δικά του.
Έβαλαν λοιπόν στην Γκρενόμπλ αυτά τα μηχανήματα, που τυπώνουν, με το πάτημα ενός κουμπιού, δωρεάν, διηγήματα, που μπορείς να τα διαβάσεις περιμένοντας στην ουρά (της τράπεζας, του ταχυδρομείου), εφόσον δεν έχεις προβλέψει να έχεις βιβλίο ή περιοδικό μαζί σου, ή αν δεν θέλεις να βρεις κάτι ανάλογο στο τηλέφωνο ή στο τάμπλετ σου — και με την προϋπόθεση πως έχεις στ’ αλήθεια όρεξη να διαβάσεις κάτι, και όχι να δεις τι σχολιάζουν στο Facebookκάτω από την τελευταία σου ανάρτηση (ή κάτω από την ανάρτηση κάποιου που δεν χωνεύεις). Δεν θα πετύχαινε κάτι τέτοιο στην Ελλάδα. Δεν είμαι σίγουρος πως θα πετύχει καν στη Γαλλία, εδώ που τα λέμε — αλλά εκεί τουλάχιστον έγινε όλο αυτό, και δοκιμάζεται. Και, μολονότι δεν θα έχανε κανείς χρήματα από την εν λόγω μικρή αναγνωστική περιπέτεια —οι εκδοτικοί που θα συνεισέφεραν τα διηγήματα θα μπορούσαν να διαφημίζονται πάνω στα ρολά, και η όλη δημοσιότητα του θέματος θα κάλυπτε και με το παραπάνω την επένδυση, για να μην πω ότι τα ΕΛΤΑ δεν θα έλεγαν όχι αν τους ζητούσες να χρηματοδοτούσαν κάτι τέτοιο για 40-50 κεντρικά υποκαταστήματά τους—, οι ωραίες αυτές στήλες γρήγορα θα περιέπιπταν σε αχρηστία και οι ιστορίες στο εσωτερικό τους θα έμεναν για πάντα τυλιγμένες σε ρολό, σαν αφάγωτα κινέζικα μπισκοτάκια της τύχης. Ασφαλής πρόβλεψη: κανείς δεν θα διάβαζε ποτέ τίποτε, από τη δεύτερη εδομάδα της υλοποίησης της ιδέας και μετά. Έπειτα, φαντάσου την γκρίνια: «Δεν έβαλαν δικά μου, Πριμοδοτούν την ηθογραφία, Ναι, σάμπως γράφεται και τίποτε άλλο από ηθογραφία, Μα, ερωτικό διήγημα; τσόντα; πάμε καλά; Ο συγκεκριμένος τα ’χει καλά με τον δήμαρχο, γι’ αυτό τα μισά διηγήματα είναι από τον οίκο του, Έλα, ρε συ, όντως; Ελλάδα, παιδί μου, τι περιμένεις, Ρε το ΠΑΣΟΚ δεν πεθαίνει ποτέ, Αστειεύεσαι; χτες αυτά συζητούσαμε, Λες και δεν το ξέρω…» κλπ. κλπ. Λοιπόν: ας μην μπουν ιδέες σε κάναν Καμίνη ή Μπουτάρη. Αν μη τι άλλο, είμαι παραπάνω από σίγουρος πως δεν θα συμπεριλάβουν δικά μου διηγήματα.
Λόγω του περιστατικού με τον αλήτη Λαγό —της ναζιστικής συμμορίας που ενδύεται τον πολιτικό μανδύα και χάρη στην ψήφο εκατοντάδων χιλιάδων φιλοναζί κωλοελλήνων βρομίζει το Κοινοβούλιο— και τον Παφίλη τού ΚΚΕ —που (ντροπή του) συναγελάζεται με τα αποβράσματα της Χρυσής Αυγής για να κάνει τι; να πει ότι το τιμημένο ΚΚΕ εξαιρείται; ότι είναι το μόνο ελληνικό πολιτικό κόμμα που δεν εξαγοράστηκε από τη Siemens, σύμφωνα με την «καταγγελία» της ναζιστικής πορδής που ακούει στο όνομα Λαγός; ρε άι παράτα μας—, πολλοί πολύ καλοί φίλοι έγραψαν στο Facebook πόσο στο βάθος του μυαλού τους ηδονίστηκαν με την ημιαπαγορευμένη ιδέα, ημιαπαγορευμένη καθώς οι ίδιοι σιχαίνονται την πολιτική βία, να σαπακιάσουν τους ναζιστές κάποιοι — κάποια μέλη τού ΚΚΕ, ας πούμε, που έχουν γνωστή και σπουδαία οικεία παράδοση. Συγγνωστό-ξεσυγγνωστό, και κάπως «χαριτωμένο», καλύτερα να μας είναι απαγορευμένο οποιοδήποτε τέτοιο δημόσιο ξέσπασμα (το παθαίνω συχνά κι εγώ, πολύ πριν υπάρξει Facebook, όταν ακόμη σερνόμασταν στα μπλογκ): απαγορευμένο από μας, από μέσα μας. Η πολιτική βία είναι πάντα φασιστική. Εξαιρέσεις δεν μπορούν να υπάρξουν εδώ. [§] Στη Χρυσή Αυγή δεν απαντάς. Της Χρυσής Αυγής τής γυρίζεις την πλάτη και, όταν αγορεύουν οι μπράβοι της, πας στο καπνιστήριο για χαβαλέ, δηλαδή για κάτι σοβαρό.
Μου αρέσει που το Facebook έπεσε δύο φορές μέσα σε μία εβδομάδα τις προάλλες, και που βγάζει κάποια προβλήματα τώρα τελευταία. Κυρίως: γιατί ξανανέβηκε γρήγορα, και γιατί φροντίζει και τα διορθώνει. Το Facebook είναι κατιτί ζωντανό και ανθρώπινο: ένα μαγαζί και ταυτόχρονα μία κοινότητα (και εντέλει μία πελώρια χώρα) που μεγαλώνει, αναπτύσσεται, ωριμάζει, παθαίνει ζημιές και αβαρίες, διορθώνεται, καλαφατίζεται, ανοίγει δουλειές, επενδύει, προσελκύει κεφάλαια, σκέφτεται, δρα, μισεί και αγαπά και κοινωνικοποιείται και εργάζεται — και, εντέλει, κάτι που δεν είναι παγιωμένο και άκαμπτο: δεν μπορεί να είναι, καθώς καθημερινά δεν προστίθενται μόνο κάτι χιλιάδες προφίλ δίπλα στα υφιστάμενα, χιλιάδες νέοι πολίτες δηλαδή, αλλά η ύλη του, με τη συμμετοχή όλων μας, σχεδόν διπλασιάζεται. Δεν είναι κάτι εύκολα διαχειρίσιμο όλο αυτό, απαιτεί δεξιότητες, τεχνικές και εφαρμογές που δεν έχουν ξαναχρειαστεί ποτέ πριν στην ιστορία μας: έχουμε να κάνουμε με κάτι που εξακολουθεί να είναι διαρκώς πολύ καινούριο, κάτι που εφευρίσκει, επινοεί και γεννά τη νεότητά του, κάτι απίστευτα καινοτόμο, και κάτι μοναδικά πελώριο. Παρά ταύτα, δεν είναι ένα Μέσον όπου μπορείς να παρακολουθείς τις ειδήσεις: αυτό το κάνει το Twitter, ένας οργανισμός απολύτως διαφορετικός — τα πέντε τελευταία χρόνια (όχι πολύ νωρίς, δηλαδή), μαθαίνω ό,τι συμβαίνει στην Ελλάδα και όπου γης αποκλειστικά μέσω Twitter, μέσω των συνδέσμων που μας παρέχει. Είμαι δηλαδή ένας από τις πολλές δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους που το κάνουν, και χαίρομαι γι’ αυτό. Μολαταύτα, από τις αρχές Σεπτεμβρίου μέχρι και τώρα που μιλάμε, σπανίως μπαίνω, καθώς δεν έχω καθόλου μα καθόλου χρόνο. Ρίχνω κάποιες φευγαλέες ματιές, κι αυτό είναι όλο. Φεύγω, χωρίς να έχω ενημερωθεί πάρεξ για πολύ συγκεκριμένα πράγματα (κυρίως γύρω από τις νέες εκδόσεις), έχω χίλια δυο να κάνω, δεν μου φτάνει η μέρα, δουλεύω δεκάξι ώρες το εικοσιτετράωρο. Στ’ αλήθεια όμως, να κάτσω να ασχοληθώ όντως με την «είδηση» για το εκατομμύριο που απέκρυψε ο άλλος, όταν όλο του το κόμμα είναι μια πλεκτάνη, από τον Τσίπρα μέχρι τον τελευταίο του (φυσικά και το εννοώ κατ’ απόλυτο τρόπο) ψηφοφόρο; Seriously?
Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες λυπάμαι τρομερά που δεν είμαι στη Φρανκφούρτη, και ζηλεύω όσους πήγαν για μια ακόμη φορά εκεί και τριγυρνούν στους ίδιους δρόμους, βαδίζουν στα ίδια πεζοδρόμια, παίρνουν τα ίδια λεωφορεία, πεθαίνουν στην κούραση στους ίδιους πελώριους εκθεσιακούς χώρους, ανεβαίνουν και κατεβαίνουν τις ίδιες σκάλες δεκάδες και εκατοντάδες φορές, σφίγγουν χέρια, καλημερίζουν, καληνυχτούν, χαμογελούν, συζητούν, τρώνε κάτι βιαστικά, χύνεται ο καφές στο σακάκι τους, τρέχουν να προλάβουν ακόμη ένα ραντεβού και κάνουν λάθος στο περίπτερο, και στην ώρα, και στο εκδοτικό, βλέπουν τις ίδιες φάτσες με πέρυσι και συναντούν πρώτη φορά από κοντά αυτόν που μιλούσαν καθημερινά στο μέιλ επί ένα χρόνο, δεν ξέρουν ποια εκδήλωση, ποιαν ομιλία, ποια παρουσίαση να πρωτοδιαλέξουν, ζηλεύω, ζηλεύω πολύ όλους αυτούς που είναι εκεί, και που κοιτούν και ακουμπούν και ξεφυλλίζουν όλα εκείνα τα βιβλία, όλα εκείνα τα βιβλία, καθώς δίπλα τους το πλήθος —επισκέπτες, ατζέντηδες, εκδότες, συγγραφείς, στελέχη— ενώνει τους ψιθύρους του, που λέγονται σε όλες τις γλώσσες του κόσμου, σε έναν ακατάβλητο βόμβο, έναν ατέλειωτο, ωραίο, βαθύ βόμβο χιλίων στομάτων, που μοιάζει ψαλμωδία αναπεμπόμενη στον μόνο Θεό, στον πραγματικό θεό, τον ένα και αληθινό, τον Θεό των Σελίδων.
Στις συζητήσεις που κάναμε από τις αρχές του Φεβρουαρίου —λες και ήμαστε σε αμπρί και σκάγαν όλμοι δίπλα μας και οβίδες πυροβολικού: τρομαγμένοι και με τα δόντια μας να χτυπάνε—, πιο πολύ για τονωτικό και όχι γιατί το πίστευαν στ’ αλήθεια, έλεγαν κάποιοι φίλοι δύο πράγματα, δίκην διπλής μαγικής επωδού: πως το μόνο καλό με την κυβέρνηση ήταν το πέραν πάσης αμφιβολίας γεγονός ότι ήταν αρκετά ηλίθιοι για να τα καταφέρουν να μας καταστρέψουν, καθώς η καταστροφή απαιτεί μια κάποια ευφυΐα, και ότι, προς Θεού, δεν έχουν σχέδιο, έχουν μόνο στόχο. Στη διάρκεια των επομένων μηνών αρχίσαμε να το πιστεύουμε λίγο-λίγο και άλλοι αυτό το διττό καλό — το ένα του σκέλος ήταν προφανές, και εξακολουθεί να είναι· το δε άλλο, με τις αποκαλύψεις για BRICS, προσέγγιση με Ιράν, Κίνα, Ρωσία, Βενεζουέλα και Μολούκες Νήσους, συν το στρατηγικό χτύπημα στο Εθνικό Νομισματοκοπείο που μάθαμε πιο μετά, αρκούσε για να πείσει και τους πιο δύσπιστους και απαισιόδοξους από μας ότι είχε γερή βάση αληθείας: αρκούσε, τέλος πάντων, να μας ταρακουνήσει κάπως, να μας κάνει να αισιοδοξούμε. Νομίζω πάντως πως πια είναι ώρα να το ξεχάσουμε. Μια χαρά σχέδιο έχουν. Απλώς είναι λίγο ασυντόνιστοι. Τα IOU, το διπλό νόμισμα-γέφυρα, η ανάγκη για δραχμή, όλα είναι πια πάνω στο τραπέζι. Δεν χρειάζεται να ξεκοιλιάσουμε τα μαξιλάρια για να τα δούμε, δεν χρειάζεται να κοιτάμε κάτω από τους καναπέδες. Κακώς ξεγελιόμαστε. Αυτό που είναι να ’ρθει θα μας βρει προετοιμασμένους, κι ας παριστάνουμε τους αμέριμνους, σαν τον σκίουρο που, μολονότι έχει παγώσει από το φως του προβολέα, εξακολουθεί να μασουλάει μηχανικά το βελανίδι του.
Πολλά βράδια σκέφτομαι τι να γράψω στη στήλη, μιας και δεν ξέρω καθόλου την ειδησεογραφία ώστε να την αποφύγω, όταν βγάζω το σκύλο μου την τελευταία βόλτα της ημέρας και περπατάμε οι δυο μας κουρασμένοι και νυσταγμένοι, τότε που η πόλη είναι μάλλον ήσυχη, κουρασμένη και νυσταγμένη, όταν τα γκαρσόνια στη Λώρη Μαργαρίτη με Στρατηγού Καλλάρη καθαρίζουν τα τελευταία τραπέζια από τα αποφάγια και δεν τους πολυνοιάζει έτσι και πουν και καμιά χοντράδα μεταξύ τους και τύχει και τους ακούσεις περνώντας, οι ταξιτζήδες στην πιάτσα της Παύλου Μελά έχουν κάνει ένα μεγάλο πηγαδάκι και συζητάνε τα πολιτικά όντας πολύ σίγουροι ο καθένας τους για την Αλήθεια, στο Ντορέ και στο Οβάλ έχουν απομείνει καναδυό παρέες όλες κι όλες και στραγγίζουν με λίγο κόκκινα μάτια τα ποτήρια τους μισοαποφασισμένοι να φύγουν μετά απ’ αυτή τη γουλιά, οι Βαλκάνιοι ρακοσυλλέκτες είναι μαζεμένοι στο παρκάκι της Τσιρογιάννη και καπνίζουν καθισμένοι σε δυο διπλανά παγκάκια τανύζοντας τα μπράτσα τους και περηφανευόμενοι για τα ευρήματα της ημέρας, το σκέλεθρο του Λευκού Πύργου διαφημίζει φωτισμένο τον εαυτό του, η θάλασσα απέναντι δεν έχει πολλούς να την ακούν και μουγκρίζει απαλά σαν αγρίμι χωρίς δόντια, όταν τα παλιά φώτα στις μαρκίζες δεν σβήνουν μεν αλλά δεν φωτίζουν και τίποτε, όταν όλα έχουν τελειώσει και όταν άλλο ένα πανηγύρι της ματαιοδοξίας έχει κλείσει τις τέντες του και κοιμάται, και τότε πια επιστρέφουμε ανεβαίνοντας τη Μοργκεντάου, και η Κορομηλά είναι σκοτεινή και μόνη, σκοτεινή και μόνη και κουρασμένη, νυσταγμένη, σχεδόν σε διώχνει για να μην τη βλέπεις και για να μπορέσει επιτέλους να κοιμηθεί κι αυτή, και να ονειρευτεί πως είναι, λέει, μια άλλη, κάπου αλλού. Και τότε είτε το βρίσκω το θέμα, είτε —καλή ώρα— όχι.
Αυτός θα είναι ένας σκληρός χειμώνας, και κρύος. Για πολλούς, θα είναι ένας χειμώνας δραματικός, και παγωμένος. Χθες, με τη βροχή εδώ στην πόλη, χιλιάδες πολίτες που είχαν σκοπό να τρέξουν στον Ημιμαραθώνιο δεν βγήκαν καν απ’ τα σπίτια τους τελικά, δεν τόλμησαν να ξεμυτίσουν, κι ας μην είχε κρύο. Είχε όμως βροχή — άτιμο πράγμα η βροχή, δεν σε προστατεύει τίποτε από δαύτη, ούτε οι μαύρες σακούλες σκουπιδιών που τις φοράς αντί για νιτσεράδα, ούτε οι εφημερίδες που χώνεις κάτω από τα ρούχα σου, ούτε τα υπόστεγα, ούτε οι καβάντζες που θυμόσουν ότι είχες εντοπίσει εδώ κι εκεί. Η βροχή, το νερό, μπαίνει παντού. Το ’χει αυτό — ξέρει να το κάνει καλά. Φαντάσου τώρα να μην ήταν να πάρεις μέρος στον μάλλον σαχλό Ημιμαραθώνιο μαζί με το παιδί σου, αλλά να είσαι εσύ εκείνο το παιδί, κι ας έχεις γένια στο πρόσωπο, και ρυτίδες κάτω από τα γένια. (Όλοι είμαστε διαρκώς στην ίδια παιδική ηλικία: κατά βάθος το ξέρεις κι εσύ, το νιώθεις κάθε μέρα, και διαρκώς όταν τυχαίνει να είσαι μόνος). Και φαντάσου, λέει, να μην ήταν να τρέξεις, αλλά απλώς να περάσεις κι αυτό το βράδυ σου κάπου έξω. Να έχεις πέντε τσιγάρα στην τσέπη, να μην πολυπεινάς —έχεις φάει, ας πούμε, κάτι θρεπτικό κάποια στιγμή μες στη μέρα, μία πίτα γύρο—, να ’χεις κι ένα μισόλιτρο κόκκινο κρασί μέσα σε μια απ’ τις τσάντες σου, αλλά — να βρέχει. Κι όμως να μη βρέχει μόνο αυτή τη νύχτα: να έχει βρέξει και την προηγούμενη, να σε είχε κάνει μούσκεμα, να μην πρόλαβες να στεγνώσεις, και τώρα να βρέχει ξανά, και να ’ναι να ξαναβρέξει και αύριο, και ξανά μεθαύριο, και συνέχεια. Φαντάσου τώρα όμως να μην είχες φάει εκείνη την πίτα γύρο κάποια στιγμή μες στη μέρα, να μην έχεις το κρασί σε μια απ’ τις τσάντες σου, και να σου λείπουν και τα τσιγάρα απ’ την τσέπη. Και να βρέχει μέρες τώρα. Ίσως, φαντάσου ακόμα, να μην ξέρεις και τη γλώσσα. Και κάν’ το όλο αυτό δέκα, εκατό, χίλια, δέκα χιλιάδες παιδιά με γένια, και με ρυτίδες κάτω από τα γένια. [§] Δεν τα λέω αυτά για να συγκινηθείς, πόσο δε μάλλον για να βοηθήσεις. Τα λέω απλώς για να τα θυμόμαστε. Οι πόλεις θα γεμίσουν ξανά και πάλι με ανθρώπους που θα βρέχονται από την ασταμάτητη βροχή, κι αυτό είναι κάτι που δεν μας κάνει κακό να το έχουμε κατά νου. Ιδίως όταν —γιατί αυτός θα είναι ένας σκληρός χειμώνας, και κρύος— θα ’χουμε να παλέψουμε με τα δικά μας. Ιδίως όταν, και για πολλούς από μας, θα είναι ένας χειμώνας δραματικός, και παγωμένος. Ας πούμε ότι τουλάχιστον εμείς ξέρουμε τη γλώσσα και, αν μη τι άλλο, επιλέξαμε με το χέρι στην καρδιά να έρθει όλο αυτό που καλέσαμε. Και να μείνει. Είναι μια παρηγοριά. Γι’ αυτό το λέω.
Με αφορμή το χθεσινό μιλιτέρ σόου του Τσίπρα (και όχι των Τσίπρα-Καμμένου: ήταν onemanshow αυτό), μολονότι δεν το παρακολούθησα καν και φυσικά δεν μετείχα στη σχετική συζήτηση των δεκάκις μυρίων αφιονισμένων στα socialmedia, που τόσο λατρεύουν το χακί κι ας κάνουν πως τάχα μου κοροϊδεύουν τους δύο εθνικολαϊκιστές προμάχους του Λαού και των ιερών Του χωμάτων (ανατριχίλα…), ένα σχόλιο και από μένα: η Ελλάδα δεν χρειάζεται στρατό. Όλα της τα πάθη, όλο το πρόβλημα που μας σφίγγει τον λαιμό και μας πνίγει, θα λυνόταν αυτοστιγμεί αν τελείωνε η ηλίθια ιστορία των εξοπλιστικών προγραμμάτων και της συντήρησης αυτού του γραφειοκρατικού γερασμένου τέρατος που της τρώει και της αλέθει τα σωθικά με όρεξη δεινοσαύρου. Η Ελλάδα είναι κομμάτι του υπερφρουρίου Ευρώπη. Period. Επιπροσθέτως δε, ούτε κίνδυνος από Βορράν υφίσταται, ούτε από ανατολάς, ούτε από το εσωτερικό, ούτε από πουθενά. (Και ούτε θα μπορούσε να αποφευχθεί ένα μεγάλο κακό, στην απιθάνως απίθανη περίπτωση που κάτι θα συνέβαινε, από αυτόν τον στρατό). Η χώρα έχει ανάγκη από χίλια πράγματα, και μέσα σ’ αυτά τα χίλια ο στρατός όπως τον ξέρουμε δεν έχει θέση. Ούτε είναι μόνο θέμα χρημάτων φυσικά, μολονότι τα ποσά που θα εξοικονομούνταν είναι πελώρια. Ο ελληνικός στρατός έχει τόση χρησιμότητα, όση ένας γερασμένος ταύρος σε μια φάρμα χωρίς αγελάδες. Δεν πρόκειται να αλλάξει ούτε στο τόσο όσο θα ζω εγώ, αλλά μακάρι να μπορούσα να τον δω κάποια στιγμή να εκσυγχρονίζεται και να αφοπλιζόταν, να αποκτούσε μικρές, ευέλικτες ομάδες επιλέκτων όλων των ειδικοτήτων που θα προσέφεραν υπηρεσίες υπό τη σημαία τού ΟΗΕ, και μόνο στο εξωτερικό, να έκλεινε όλα του τα στρατόπεδα που θα τα εκμεταλλευόταν το κράτος σε στενή συνεργασία με ιδιώτες με πρόσφορους τρόπους, και να έπαυε να τρέχει αυτή την αδιανόητα ηλίθια κούρσα του διαρκούς εξοπλισμού και επανεξοπλισμού, που είναι θανάσιμη, ατελέσφορη και πηγή δωροδοκιών και πλουτισμού και μόνο. Η χώρα θέλει (και μη γελάτε με τον Μάρδα, που τα λέει με κακά ελληνικά), εκτός των άλλων, μια μεγάλη περίοδο ειρήνης: δηλαδή θέλει Γράμματα. Όταν αποκτήσουμε ένα πανεπιστήμιο κλασικών σπουδών παγκόσμιου βεληνεκούς, τα δεινά μας θα έχουν παρέλθει. Και, μη φοβάστε, δεν θα ’χει τρέξει να μας βιάσει τα κορίτσια ο Ιμπραήμ. Θα διδάσκει κι αυτός, και θα διδάσκεται, στα αμφιθέατρά του.
Με τις επερχόμενες, γιατί δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, ουρές των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων μπροστά από τα ΑΤΜ θα τα κουτσοκαταφέρουμε, όπως τα κουτσοκαταφέρνει κανείς πάντα, αλλά με το άλλο που έρχεται, τη διεθνή κατακραυγή και τη συνεπακόλουθη απομόνωση για την Εθνική Εξωτερική Πολιτική που θα ασκήσει η Ωραία Ελλάς, απιστώντας στην κοινή στάση της Ένωσης απέναντι σε μία σειρά από πολύ σοβαρά διεθνή θέματα, δεν θα τα βγάλουμε καθόλου καλά πέρα. Και ας ξέρουμε (γιατί δεν το καλοξέρουμε) τούτο: αυτά εδώ δεν είναι τα Playmobilμπαρμπαδάκια που έδωσαν στον Κοτζιά να παίζει — δεν υπάρχει κάτι τέτοιο· η στάση της εθνικοφρόνου Ελλάδος εκπηγάζει από την κορυφή της κυβέρνησης (ούτε καν από τον ΗΕΘΑ, που σε κάτι τέτοια είναι πιο αριστερός από τον Τσίπρα). Θα πεις, Μα καλά, το παιδί είναι ημιεγγράμματο, ποια Ελλάς και ποια εθνικόφρων; Ναι, ακριβώς γι’ αυτό: γιατί είναι ημιεγγράμματο το παιδί, μεγαλωμένο έναν καιρό που το μαθητικό κίνημα ήδη είχε αρχίσει να δείχνει ότι εμφορείτο από εθνικά αισθήματα (με αποκορύφωμα τα «Δεκεμβριανά» που γέμισαν, άμα τη λήξει τους, τις τάξεις των Χρυσαυγιτών — τα παιδιά που τα’σπαγαν και τα ’καιγαν δεν πήγαν σε γιάφκες αναρχικών, στα γραφειάκια των ναζί σούρθηκαν), και γιατί, ακριβώς επειδή έχει επίγνωση του πεπερασμένου των γνωστικών του ικανοτήτων, κοιτά με κάτι μάτια διάπλατα ανοιχτά όσους (καταλαβαίνει πως) ξέρουν. Γι’ αυτό πείστηκε από τον illusionistΒαρουφάκη, γι’ αυτό τον θέλγουν οι Κοτζιάδες, οι Μπαλτάδες, οι Φίληδες — ουσιαστικά: όλοι. [§] Ξαναλέω: το κακό θα μας βρει πρώτα και κύρια από την απόσχισή μας απ’ την Ένωση — άλλα θα ψηφίζουν οι 27 για τη Μέση Ανατολή και τη Ρωσία και τα Βαλκάνια, άλλα ο «Κοτζιάς», δηλαδή ο Τσίπρας, δηλαδή η Ελλάδα, δηλαδή εσύ.