Σύνδεση συνδρομητών

Τετάρτη, 19 Αυγούστου 2015

Τρίτη, 18 Αυγούστου 2015 21:55

Παραθέτω αυτούσια τη χθεσινή ανάρτηση στο Facebook του φίλου μουΈκτορα Ιωάννου, που παλεύει κάποιους μήνες τώρα με τον καρκίνο, και πλέον είμαι σίγουρος πως θα τον νικήσει. Κι αν δεν ήμουν πάντα σίγουρος εγώ, ασφαλώς ήταν πάντα σίγουρος εκείνος, από την αρχή. Παρόλο που αιφνιδιάστηκε, γιατί πάντα αιφνιδιάζεσαι. Νά τι γράφει: [§] Πέρασαν οι μέρες που δεν τα είπαμε. Είχα φύγει για το χειρουργείο, το οποίο σχεδόν είχα καταφέρει να το πάρω αψήφιστα. Η τελευταία μου εικόνα ήταν όταν είδα τον χειρουργό να σκάει μύτη με την πειρατική μπαντάνα, ενώ εγώ ανατρίχιαζα από την παγωμένη ατμόσφαιρα του χειρουργείου και τον ρωτούσα: «Γιατρέ, τι έγινε; ο μαυρογένης ο πειρατής θα με ανοίξει;» Ο γιατρός χαμογέλασε νευρικά και παρατήρησα ότι πηγαινοερχόταν πέρα-δώθε χωρίς να ζυγώνει προς το μέρος μου, γεγονός που απέδωσα στην ύστατη αυτοσυγκέντρωση που επιδίωκε πριν ξεκινήσει η όλη διαδικασία. Λίγο μετά ο αναισθησιολόγος μού έλεγε ότι ήλπιζε να μη με αναστάτωνε η αγκαλιά τόσων γυναικών που με κρατούσαν αγκαλιά ενώ ήμουν γυμνός από τη μέση και πάνω, και κάπου εκεί… έσβησαν τα φώτα. Το χειρουργείο τελικά κράτησε 11,5 ώρες. Οι δικοί μου απ’ έξω πρέπει να βίωσαν μεγάλο εφιάλτη όταν για μισή μέρα περίμεναν και περίμεναν και περίμεναν. Τελικά όταν βγήκε ο γιατρός έξω, τους καθησύχασε πως όλα είχαν πάει καλά κι απλά τα κατάφερα γιατί είχα καλή φυσική κατάσταση, οπότε μπόρεσαν και οι γιατροί να καθαρίσουν από μέσα μου ό,τι περισσότερο γινόταν. Μέσα σε όλα αυτά μού έσπασαν κι ένα πλευρό για να καταφέρουν να μπούνε καλύτερα στον οισοφάγο. Φυσικά τελειώνοντας ο εφιάλτης των δικών μου, κάπου εκεί ξεκινούσε ο δικός μου στη ΜΕΘ, όπου δεν είχα συναίσθηση από το παραμικρό. Η μόνη εικόνα που έχω ήταν όταν με πρωτοξύπνησαν που είδα τη γυναίκα μου και τον αδελφό μου και ρωτούσα γεμάτος αγωνία τον αδελφό μου: «Πέτρο, θα ζήσω; Πέτρο, θα ζήσω;» Το επόμενο που θυμάμαι ήταν τον Πέτρο σε κάποια φάση να μου ζητάει να του σφίξω το χέρι για να δει αν έχω δύναμη και να τον ακούω να λέει στη γυναίκα μου: «Έχει δύναμη ακόμα ο άτιμος!» Στη συνέχεια βρέθηκα, δυο μέρες μετά, στο δωμάτιο της κλινικής συνδεδεμένος με 8 σωλήνες διάσπαρτους στο σώμα (σαν κλώνος του ρόμποκοπ), συρραπτικά σε διάφορα σημεία του κορμιού μου και με την αγωνία πότε θα απαλλαγώ από όλα αυτά μαζί με τους φρικτούς πόνους.  Τριγύρω ήταν η γυναίκα μου, οι γονείς μου και ο αδελφός μου ο Πέτρος με τη γυναίκα του την Έφη, που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο είτε να με ηρεμήσουν είτε να με κάνουν να γελάσω (η Έφη βέβαια έκανε ένα παραπάνω αφού κάθε φορά που μου βάζανε τη μάσκα κι ένιωθα να πνίγομαι στεκόταν απέναντί μου σαν γκουρού και προσπαθούσε να μού ρυθμίσει τις ανάσες) και ο φίλος μου ο Δημοσθένης. Δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, λόγια για να τους ευχαριστήσω όλους γιατί ο καθένας με τον τρόπο του, από το ξεκίνημα αυτού του αγώνα μου, έβαλε και το δικό του λιθαράκι για να μπορέσω να φτάσω εδώ και να έρθει η μέρα που θα κατάφερνα έστω να μπω στο χειρουργείο. Είδα διάφορα από τις μορφίνες. Στον τοίχο της κλινικής πότε εμφανιζόταν μπροστά μου ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι και πότε η Τζοκόντα, και οι δύο με ματωμένα μάτια, μέχρι που μια μέρα είδα έναν ματωμένο ήλιο να ξεπροβάλλει μπροστά μου και κάπου εκεί σταμάτησε η ιστορία με τα οράματα (στις διάφορες γυμνές απεικονίσεις δεν θα αναφερθώ, για να μην παρεξηγηθούμε κιόλας). Στην κλινική είχα γίνει κάτι σχεδόν σαν ατραξιόν, γιατί ήμουν αυτός που άντεξε το χειρουργείο της μισής μέρας (φυσικά μετά μού εξήγησαν τους σοβαρούς κινδύνους θνησιμότητας που υπήρχαν κι ευτυχώς ούτε γνώριζα κάτι αλλά ούτε και είχα μπει στη γνωστή ανόητη διαδικασία να ψάξω στο ίντερνετ). Ωστόσο μια μόλυνση ανέβασε τον πυρετό στο 39,5 και κάπου εκεί τα χρειάστηκα όταν ένιωσα το περιβόητο φτερούγισμα στην καρδιά κι άρχισε να μου κόβεται η ανάσα, όπου είπα μέσα μου: «Μάγκα μου, ήρθε το τέλος…» Ο γιατρός μου βέβαια ήταν απόλυτα ψύχραιμος και μου εξήγησε ότι η μόλυνση προήλθε από μία από τις παροχές που μόλις είχαν αφαιρέσει, και ότι σε ένα 24ωρο θα άρχιζα να γίνομαι καλύτερα. Κάπου εδώ θα ήθελα να αναφερθώ στους χειρουργούς μου Κωνσταντίνο Μπαλλά και Θεόδωρο Μεταξά. Κάθε μέρα περνούσαν να με δούνε 2 φορές κι όταν λέμε περνούσαν όχι με τη μορφή που οι περισσότεροι θα νομίσουν (αυτήν της ξεπέτας) αλλά ιδιαίτερα ο Μπαλλάς με τον οποίο είχα και περισσότερο θάρρος, μπορούσε να καθίσει μαζί μου για να συζητήσουμε ακόμα και για μια μπούρδα που θα μου ερχόταν στο μυαλό. (Η πιο χαρακτηριστική ήταν η εξής: «Γιατρέ, μετά από τόσα σημεία που με άνοιξες… μόνο Έκτορα θέλω να με λένε»). Την παραμονή της αναχώρησής μου από την κλινική κι ενώ είχε έρθει η ώρα να φύγει ο γιατρός μου για διακοπές… παρ’ όλα αυτά πέρασε πάλι να με δει. Ήξερα ότι τον περίμενε σίγουρα η οικογένειά του, και σε κάποια φάση τού είπα: «Γιατρέ, πήγαινε… καλές διακοπές να έχεις…» και κάπου εκεί έσκυψε πάνω από το κρεβάτι μου, με αγκάλιασε και με φίλησε λέγοντάς μου: «Γεια σου, ρε φίλε!» Ακόμα ανατριχιάζω όταν το θυμάμαι γιατί αναπόφευκτα συγκινήθηκα όπως και η γυναίκα και η μητέρα μου που ήταν στο δωμάτιο, ενώ διέκρινα τον γιατρό που έφευγε να έχει βγάλει τα γυαλιά για να σκουπίσει κι εκείνος τα μάτια του, γιατί από το ξεκίνημα της ιστορίας μου έμοιαζε να το έχει πάρει σχεδόν προσωπικά και ήταν μία μεγάλη νίκη και για εκείνον όλο ετούτο. Ό,τι και να πω δεν είναι αρκετό για να ευχαριστήσω τους ανθρώπους αυτούς, όπως και το νοσηλευτικό προσωπικό της κλινικής, το οποίο πάντοτε ερχόταν με ένα διάπλατο χαμόγελο στο στόμα μπαίνοντας στο δωμάτιο. Τώρα είμαι στη φάση της ανάρρωσης. Έχω ακόμα δρόμο μπροστά μου, μια που για να επανέλθει το σώμα και η ψυχή μου μετά από ένα τέτοιο σοκ θέλουν το χρόνο τους (ιδιαίτερα τις πρώτες μέρες η ψυχολογία μου θύμιζε γυναίκα αδιάθετη που μπορεί να συγκινηθεί με το παραμικρό… βέβαια ίσως φταίει και η επισκληρίδιος που ήταν καρφωμένη στην πλάτη μου για μια εβδομάδα, αλλά για να σάς πω και την αλήθεια: τα είδα όλα από το φόβο μου. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω την έκφραση ότι τα έκανα πάνω μου γιατί θα ήταν πολύ απλοϊκό και σίγουρα ήταν κάτι πολύ παραπάνω αυτό που ένιωσα), όμως πιστεύω ότι άρχισα να μπαίνω σε καλό μονοπάτι… ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΓΙΑ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΑΚΟΜΑ!!! Χίλιες ευχές για όλους σας!!! ΥΓ1: Προς το παρόν θα συνεχίσω να στέλνω στις μουσικές στον φίλο μου τον Δημοσθένη για να τις «σηκώνει» και να σας κρατάω συντροφιά. ΥΓ2: Ξέρω… ξέρω. Το πρόγραμμα θα είχε παλιότερα περισσότερη τζαζ, αλλά η χημειοθεραπεία μού επανέφερε στο νου τις ροκιές… όλα θα φτιάξουν σιγά-σιγά!!! ΥΓ3: Το να καταφέρνεις να ξυπνήσεις από τέτοιο χειρουργείο και να κινδυνεύεις να σε σκοτώσουν οι ηλίθιοι ποδηλάτες της πόλης επάνω στο πεζοδρόμιο είναι μία άλλη ιστορία που θα την αναλύσω πολύ αργότερα. Tα φιλιά μου και καλό απόγευμα προς το παρόν.

Κυριάκος Αθανασιάδης

Κυριάκος Αθανασιάδης. Συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής εκδόσεων. Έχει γράψει τα μυθιστορήματα: Δώδεκα (1991), Μικροί κόσμοι (1996), Το σάβανο της Χιονάτης (2000), Το βασίλειο του αποχαιρετισμού (2002), Πανταχού απών (2007), Ζα Ζα (2012). Μόλις κυκλοφόρησε το βιβλίο του Η Κόκκινη Μαρία.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.