[Πουλί! σκάψε την ψυχή…]
Πουλί! σκάψε την ψυχή
Τη φλέβα βρες την ξεχασμένη
Σε όρυγμα καλοκαιρινό, χρυσή
Μυρτιά να φυτέψεις μυρωμένη
Ν’ ανθίσει το λυκόφως – κι η ευωδιά
Σαν νύφη να χορεύει προικισμένη
Για να χωρέσει η σκοτεινιά
Δίδυμη του φωτός – η εξορισμένη
Ψάχνω έναν μίτο μέσα να οδηγεί:
Στη λίμνη των ελιόδεντρων πώς μπαίνουν
Η λεβάντα και το στάρι την αυγή;
«Μ’ ένα τραγούδι με λόγια αμυγδαλένια»,
Λέει μια τρυγόνα μεσ’ απ’ τη θηλή μου
«Μυρτιές εδώ –βαθιά– στα σκονισμένα»
[Όταν πέθανε…]
Όταν πέθανε
Δε γείρανε οι μαργαρίτες
Δεν ξέβαψαν οι τουλίπες
Μόνο –αργά– την ώρα
Που θα έλουζε την αγαπημένη του
Οι μέλισσες φτύναν γύρη
Πικραμένες
Ρίψασπις
Αν είχα ένα ξίφος κι ένα δόρυ,
Αν άντεχα να φέρω την ασπίδα,
Με στήθος και με χέρια, a priori,
Επί τας θα νυμφευόμουνα τη μοίρα.
Ο ήλιος δεν θα ’ταν εργάτης,
Ο κήπος δεν θα έμενε έξω,
Το ξίφος, εντέλει, δεν θα ’ταν ελπίδα.
Εγώ όλος θα ήμουν όπλο ατόφιος.