Ο Νικόλας Σεβαστάκης είναι καταξιωμένος στον ακαδημαϊκό χώρο: καθηγητής σύγχρονης πολιτικής και κοινωνικής φιλοσοφίας, συγγραφέας στιβαρών μελετών (για το λαϊκισμό, τη φιλελεύθερη δημοκρατία, την Αριστερά, τα αδιέξοδα του ριζοσπαστισμού, για να σταθώ μόνο στις πιο πρόσφατες) αλλά και δοκιμιακά κείμενα που έχουν εστιάσει στην κρίση του πολιτισμού και τη σχέση τέχνης/λογοτεχνίας και θεωρίας. Τα τελευταία χρόνια, το πιο πλατύ κοινό αναζητά τον ευθύβολο σχολιασμό της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας στον οποίο επιδίδεται τακτικά μέσα από τη στήλη της Lifo με κείμενα-«αντίδοτο στον εύκολο λόγο των social media, μικρά “διανοητικά σωσίβια”» για να δανειστώ τη διατύπωση του Κυριάκου Αθανασιάδη. «Ακόμη και για να απιστήσεις στο πραγματικό, οφείλεις να το γνωρίζεις», επισημαίνει ο Σεβαστάκης, ο οποίος αναμφίβολα μέσα απ’ τη μακρά του σπουδή ξέρει καλά τα υλικά με τα οποία χτίζει τις μυθοπλασίες του.
Η καταγωγή της «Καταγωγής»
Αρχής γενομένης από το 1987 δημοσιεύει ποιητικές συλλογές, και προοδευτικά στρέφεται στην πεζογραφία. Οι δύο συλλογές διηγημάτων –Γυναίκα με ποδήλατο (2014) και Άντρας που πέφτει (2015), αμφότερες από τις εκδόσεις Πόλις– επαινούνται πάραυτα από την κριτική: χαμηλόφωνες και υπαινικτικές, «ιστορίες ματαίωσης και απώλειας γεμάτες ενσυναίσθηση, συμπάθεια για τα ανθρώπινα» (Σχινά), «στοχαστικές και πνευματώδεις», μικρά «άψογα λογοτεχνικά στολίδια» (Αθανασιάδης). Η μεγάλη φόρμα παίρνει πιο όψιμα, μόλις το 2019, τη σκυτάλη της μικρής. Το ακονισμένο στην παρατήρηση βλέμμα του Σεβαστάκη μάς παραδίδει δύο ώριμα μυθιστορήματα, υποδειγματικά στον τρόπο που εμπλέκουν την ατομική με τη δημόσια ιστορία, φωτίζοντας ή υπονομεύοντας υποδόρια κυρίαρχα αφηγήματα, στερεότυπα, εμμονές και αβασάνιστες αποτιμήσεις της ταραχώδους μεταπολεμικής Ελλάδας, αναδεικνύοντας ή αποζητώντας «την κάθαρση και την απαλλαγή απ’ τα φαντάσματα του καιρού μας» (Δόλγερας).
Το πρώτο του μυθιστόρημα, Άνθρωπος στη σκιά (2019) «ξεκινάει σαν αστυνομική ιστορία αλλά εξελίσσεται σε ένα βαθιά πολιτικό και υπαρξιακό μυθιστόρημα» (Αθανασιάδης) που μετατοπίζει γρήγορα το κέντρο βάρους από το τι συνέβη στο πώς διαμορφώθηκε ο κεντρικός χαρακτήρας της ιστορίας. Πρόκειται για έναν λαϊκό, ορμητικό μα κάπως άτσαλο νέο στις αρχές της δεκαετίας του 1970, καταπιεσμένο από τη χούντα, ο οποίος κατέληξε –κυρίως λόγω των ιδεολογικά χρωματισμένων συναναστροφών του και εμμέσως της πολιτικής προϊστορίας προηγούμενων γενεών– τρομοκράτης. Μια μυστική υπόσταση την οποία ως μεσήλικος κρύβει κάτω από το άχρωμο προσωπείο του διοικητικού υπαλλήλου πανεπιστημίου (αυτή είναι η αρχική ιδιότητα με την οποία τον συναντάμε, ως αυτόχειρα, στις πρώτες σελίδες του βιβλίου πριν ξεκινήσει η αναδίφηση στο παρελθόν του).
Μυστικά και ψέματα
Συνεχίζοντας το νήμα της βαριάς πολιτικής «κληρονομιάς» του τόπου και της ιδεολογικής πρόσδεσης «σημαντικών άλλων» με τους οποίους εμπλέκεται ο κεντρικός χαρακτήρας, η Καταγωγή ή Οι ιστορίες των άλλων μας μεταφέρει δύο δεκαετίες αργότερα. Στο δεύτερο αυτό μυθιστόρημα του Σεβαστάκη, επιστρέφουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1990 και στη σκιαγράφηση ενός άλλου Ήρωα του καιρού μας. Κι εδώ πρωτίστως οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα που ετοιμάζεται για την απογείωση της επίπλαστης ευημερίας είναι που διαπλάθουν τον Άρη Χειμωνίτη, νεαρό φιλόλογο σε κεντρικό αθηναϊκό φροντιστήριο, υπερβολικά συνεπή και συντηρητικό για την ηλικία του, τον οποίο συναντάμε την περίοδο που προσπαθεί ν’ απογαλακτιστεί από το οικογενειακό κουκούλι. Μοναχογιός της παθιασμένης επιμελήτριας κειμένων Δέσποινας Μπουζιάνη και του επιτυχημένου αρχιτέκτονα Μάνθου, έχει να τα βγάλει πέρα με ένα δύσκολο ζευγάρι γονιών, όπου οι έμφυλοι ρόλοι μοιάζουν αντεστραμμένοι: κι ο ίδιος ο στοργικός πατέρας, ευπροσήγορος και υποχωρητικός, δίνει μικρές καθημερινές μάχες για να απορροφήσει τους κραδασμούς της συνύπαρξης με την κυκλοθυμική Δέσποινα και να εγγυηθεί μια σταθερότητα στο σπιτικό, στοίχημα δύσκολο με μια γυναίκα δωρική και ευερέθιστη, σε όλα της αφτιασίδωτη, που αποσύρεται συχνά στο ερημητήριό της μέσα σε ένα νέφος καπνού και αναμνήσεων. Η δυσανεξία της στην κανονικότητα, η αποτυχία της να τηρήσει μια πιο διαχειρίσιμη μεσότητα δεν οφείλεται σε κάποια ποζάτη, διανοουμενίστικη ιδιορρυθμία αλλά στη μόνιμη παρουσία του τραύματος, στην ανήκεστο βλάβη που υπέστη ως τίμημα για την αντρίκια ανυποταξία που επέδειξε στη νιότη της.
Ο Άρης έχει δώσει «μια υπόσχεση ωριμότητας και εξέλιξης» στους γονείς και τον ίδιο του, κυρίως, τον εαυτό, δέσμευση που ο αναγνώστης αμφιβάλλει εάν θα καταφέρει να τηρήσει· διότι οι προσωπικές ικανότητες του Άρη βρίσκονται σε λανθάνουσα κατάσταση, λες και υπνοβατεί σε ένα παρόν δίχως ενθουσιασμό κι εξάρσεις, συνήθως δύσθυμος και απορροφημένος σε ένα αδιευκρίνιστο εσωτερικό «αλλού». Ελάχιστες παρέες συνομηλίκων, μια μάλλον υποτονική ερωτική σχέση με μια (εντούτοις σφύζουσα από ενεργητικότητα) κοπέλα, μια «συμβατική» δουλειά, χατήρι του εργοδότη στον μπαμπά του, καθώς έτσι «είχε ακούσει ότι πρέπει να κάνουν οι εκκολαπτόμενοι συγγραφείς».
Τη φιλοδοξία αυτή τρέφει η «ανάγκη του να διαφέρει από τη μάζα» και «να δικαιώσει μια εσωτερική φλόγα», φλογίτσα μάλλον που μετά βίας υποψιάζεται ο αναγνώστης στα πρώτα κεφάλαια. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το μυθιστόρημα εξιστορεί το φούντωμα της αμυδρής αυτής σπίθας και την εξέλιξή της σε φλόγα (που ανεβάζει τη θερμοκρασία στη σχέση με τον έξω κόσμο και, κατά συνέπεια, πυροδοτεί το γράψιμο αξιώσεων), με τη βοήθεια του φυσερού ιστορίας, προσωπικής και πολιτικής.
Άβγαλτος κοινωνικά και ευάλωτος στην κολακεία των μεγαλυτέρων του, όπως κάθε παιδί που έχει μεγαλώσει κυρίως με ενηλίκους στον περίγυρό του, και δη με ισχυρές προσωπικότητες, αγνοεί το ένστικτό του κι αφήνεται να γοητευτεί από τον καλοδιατηρημένο ηλικιωμένο Οδυσσέα Αγαθάγγελο, «συγγραφέα-ερευνητή» με όψη πεζοναύτη, θεατρικούς τρόπους και εξεζητημένη καλλιέπεια. Ο επ’ ουδενί αγαθός άγγελος τον πλευρίζει επιτήδεια και «τον κάνει ν’ ανοιχτεί», εντυπωσιάζοντάς τον με τις διηγήσεις του για τα χρόνια στην Ιταλία, τα επί παντός επιστητού σοφίσματά του και κυρίως με το ζωηρό ενδιαφέρον που δείχνει στον εκκολαπτόμενο συγγραφέα. Ο φορτικά πατερναλιστικός αυτόκλητος μέντορας δεν είναι παρά ένας θρασύδειλος παλιάτσος, ένα «ανερμάτιστος διανοητής της Άκρας Δεξιάς ο οποίος μετεξελίχθηκε, επί χούντας, σε ένα είδος αναβαθμισμένου χαφιέ» που αρέσκεται στον ρόλο του ιδεολογικού καθοδηγητή (και διαφθορέα, όταν τον παίρνει), κάτι μεταξύ θλιβερού ομαδάρχη και πυρηνάρχη σε κατασκηνώσεις κρυπτοειδωλολατρών εκκολαπτόμενων φασιστών.
Όποιος χτυπάει του ανοίγουν
Το κακό αυτό συναπάντημα θα γίνει, ωστόσο, παράγοντας ανατροπής: εξαιτίας του ο Άρης ξεκινά να θέτει ερωτήματα, να σκαλίζει το παρελθόν της μητέρας του, να καλύψει τα κενά στην οικογενειακή ιστορία που δημιούργησε η ερμητική γονεϊκή σιωπή και το αίνιγμα της μητρικής φιγούρας της μονίμως ταμπουρωμένης στα τυπογραφικά της δοκίμια ή σε μια βουβή οργή από την οποία «τη λύτρωνε η βωμολοχία όπως άλλους τους λύτρωνε η βραδινή τους προσευχή». Η Δέσποινα είναι η ζωντανή θεματοφύλακας μιας εποχής που βάλλεται από την επέλαση της ημιαμάθειας και του lifestyle, η (εν αγνοία της) κληροδότης της γνήσιας αγάπης με την οποία περιβάλλει και ο γιος της τα βιβλία, ακριβώς πριν από την άνοδο της ασημαντότητας, όπου ο «δημιουργός» (μεταφραστής, εν προκειμένω, μα και συγγραφέας, πλέον) καυχιέται «πως μπορεί να ξεπετάει πεντακόσιες σελίδες τον μήνα, θυμίζοντας πανίσχυρη αλωνιστική μηχανή ή εκείνα τα βαριά μηχανήματα ασφαλτόστρωσης που ειδικεύονται σε έργα βιτρίνας πριν από τις δημοτικές εκλογές […] σαν πονηρός εργολάβος που έκρυβε με φτηνά κόλπα τις τρύπες, τα μπαλώματα και τις κακοτεχνίες του οδοστρώματος» (σ. 287-8). Είναι ταυτόχρονα και ο μαγνήτης που έφερε τον Αγαθάγγελο ύπουλα στη ζωή του Άρη, τον συμπλεγματικό Αγαθάγγελο ο οποίος δεν ξεπέρασε ποτέ το χαστούκι που κατάφερε στο συνάφι του η ατσάλινη αντίσταση της Δέσποινας. Είναι ο πυρήνας προς τον οποίο οδηγείται η αφήγηση κάνοντας να λάμψει το ηθικό ανάστημα και η αγέρωχη ανυποταξία μιας γυναίκας και νεαρής μάνας, η οποία συνελήφθη, βασανίστηκε και βγήκε από τύχη ζωντανή από το μένος των ανεγκέφαλων στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, «εξαρτήματα αγροτικής μηχανής με βρόμικα νύχια».
Μια τέτοια αποκάλυψη ταρακουνάει βίαια τον άτολμο νέο από τον λήθαργο της αβουλίας, τον υποχρεώνει στη σκληρή «ανάβαση του βουνού» που ήταν ανέκαθεν γι’ αυτόν οι δύσκολες καταστάσεις, μεταμορφώνεται από «ατακαδόρο με εξυπνακίστικο ύφος» σε φιλοπερίεργο ακροατή, με τους ανθρώπους και την πραγματικότητα που τον περιβάλλει ν’ αποκτούν επιτέλους βάθος, σχήματα, αποχρώσεις που δεν είχε υποψιαστεί καν, βυθισμένος καθώς ήταν στους μαιάνδρους του εαυτού. Έχει πια, όπως εύστοχα παρατηρεί η μάνα του, «ξυπνήσει από το κώμα των ημερών μας» και, το κυριότερο, «έχει μάθει ν’ ανησυχεί» για τους άλλους: «Πώς σίγησε έτσι αυτή που είχε συντρίψει το κακό με μια ωραία, αναιδή ελευθερία, με τη διαύγεια της αποκοτιάς της;», αναρωτιέται με πόνο ο Άρης για τη μάνα του. Ας αφήσουμε την πλέον στεντόρεια γυναικεία φωνή της μεταπολίτευσης να απαντήσει με το δικό της βίωμα, μετά τον ομαδικό βιασμό της από αγνώστους που έχουν ανεξήγητα πρόσβαση στην κλινική όπου νοσηλεύεται ύστερα από μια απόπειρα αυτοκτονίας, το 1973: «Εγώ είμαι ένας άνθρωπος σακατεμένος. Κάθε άνθρωπος που ’χει εξευτελιστεί, ναι, γίνεται ανάπηρος. Είμαι ανάπηρη. Εγώ που φύλαξα μια ζωή́ τη θαυμαστή χωριατιά μου καί τή μετουσίωσα τελικά σε περιφρόνηση για τη δειλία και την υποκρισία των ανθρώπων, και νά ’μαι τώρα...» (Λιλή Ζωγράφου, «Ο τρόμος» στο Επάγγελμα πόρνη, 1978).
…κι όποιος γυρεύει βρίσκει
Σε συνέντευξή του ο Σεβαστάκης θα πει: «Είναι ένα μυθιστόρημα για τις διαγενεακές σχέσεις, για το πώς κληροδοτείται το σκληρό μέταλλο της ιστορίας, ο πόνος, σε νεότερους ανθρώπους οι οποίοι πασχίζουν να τον καταλάβουν». Με τον τρόπο αυτό γίνεται ένα επίκαιρο μυθιστόρημα μαθητείας, της μαθητείας που συνιστά η βουτιά από την άγνοια στη γνώση, το ξεχείλισμα επτασφράγιστων αφηγήσεων που είχαν χαντακωθεί για χρόνια στη σιωπή, και μάλιστα με τον τρόπο ευρωπαϊκών μυθιστορημάτων που ξεχώρισαν τα τελευταία χρόνια. Ενδεικτικά αναφέρω τον Μπουαλέμ Σανσάλ, Ο γερμανός μουτζαχεντίν (2008) με θέμα την ολέθρια ανακάλυψη της ναζιστικής πατρικής ταυτότητας και, μέσα απ’ αυτή, του Ολοκαυτώματος ή, ακόμη περισσότερο, του Κριστόφ Μπολτανσκί, Στα ίχνη της (2018), όπου ο συγγραφέας, γιος και αφηγητής, ακολουθεί τα ίχνη της άγνωστης σε αυτόν μητέρας του ως ντετέκτιβ, μέσα από τα σπαράγματα που βρίσκει στο χαώδες διαμέρισμά της μετά το θάνατό της, για να ξεσκεπάσει στην εμπλοκή της με τις οργανώσεις της άκρας Αριστεράς και την παράνομη δράση της στο πλευρό των εξεγερμένων στον πόλεμο της Αλγερίας.
Με μια αφοπλιστική αναπάντεχη ευθύτητα, ο Άρης εγκαλεί τους γονείς του για τα χρόνια του άλεκτου που διέπλασαν στη δική του εκφραστική αμηχανία:
Τόσα χρόνια εσείς μου στερήσατε την αλήθεια λες και ήμουν αιώνια ανήλικος. Δεν είχα το δικαίωμα να ξέρω, μπαμπά; […] Σιωπή, δηλαδή, και αμνησία υποκριτική, μπαμπά μου; Να συμφιλιωθώ με την παραπλανητική εκδοχή που μου σερβίρατε, για να είμαστε όλοι καλά; […] Και ας δεχτώ ότι, για το δικό μου καλό, έπρεπε να μην έχω ιδέα για τη δράση της. Η κοινωνία δεν υπάρχει; Οι συνομήλικοι οι δικοί μου και οι μικρότεροι ποιον θα έχουν να τους πει την ιστορία; Αντιλαμβάνεσαι πόση απίθανη άγνοια και γαμημένο χάος κουβαλάμε στους ώμους μας σαν γενιά; (Καταγωγή, σ. 150 & σ. 267-8)
Την απάντηση που δεν δίνει ο πατέρας αναλαμβάνει να τη δώσει ο γιος, εμπράκτως, με μια πράξη δημιουργική όσο και επιτελεστική, χάρη στην οποία γίνεται συγγραφέας. Αναλαμβάνει να διηγηθεί ο ίδιος την «Ιστορία ενός πληροφοριοδότη», μια ελεύθερη αναβίωση του μαρτυρίου και του μεγαλείου της μάνας του, όπου το θύμα θριαμβεύει επί του θύτη ξεγυμνώνοντας την αβελτηρία του, την ηθική του μηδαμινότητα: γι’ αυτόν, όπως και για όλο τον εσμό των θρασύδειλων, των αμέτοχων, των άπραγων κομπορρημόνων «η εξιλέωση […] δεν θα έφτανε ποτέ».