Σύνδεση συνδρομητών

Πτήση και πτώση, ανασκευές και μεταμορφώσεις

Τετάρτη, 24 Ιανουαρίου 2024 11:41
Η Ειρήνη Ρηνιώτη.
Dimitra Predari
Η Ειρήνη Ρηνιώτη.

Ειρήνη Ρηνιώτη, Κόκκινη γραμμή, Άγρα, Αθήνα 2023, 88 σελ.

«Η ποίηση είναι πτήση και πτώση μαζί» λέει ο Οκτάβιο Πας σε έναν από τους ευτυχέστερους ορισμούς της ποιητικής τέχνης. Κατά κάποιον τρόπο, βλέπουμε τον ορισμό αυτόν να πραγματώνεται στη λυρική γραφή της Ειρήνης Ρηνιώτη, γραφή ευαίσθητη, ανήσυχη και τολμηρή.

Στ’ αλήθεια, γιατί γράφουμε ποιήματα; Γιατί η περιπέτεια της ποίησης συνεχίζεται μερικές χιλιετίες τώρα, οικουμενικά, πολύγλωσσα και πολύτροπα; Έχουν κατατεθεί πάμπολλες ερμηνευτικές δοκιμές, αλλά εδώ θα θυμίσω μόνο δύο. Του Γιάννη Ρίτσου η μία, στις Χειρονομίες του, πως «οι ποιητές είναι οι απαρηγόρητοι ποιητές του κόσμου», άρα οφείλουν να γράφουν εσαεί, γδέρνοντας την ψυχή τους. Και του Άρη Αλεξάνδρου η άλλη, στο μελαγχολικά παιγνιώδες ποίημα «Συνομιλώ άρα υπάρχω»:

Η ύπαρξη ποιητών πιστοποιεί πως πορευόμαστε ακόμα

όπως το πρώτο κερί 

πιστοποίησε το σκοτάδι.

Προορισμός της ποίησης είναι να επισπεύσει

την τελική κατάργηση των ποιητών... 

Μακάρι. Σίγουρα πάντως οι ποιητές δεν είμαστε πια, δεν θέλουμε να είμαστε ή δεν μπορούμε, ιερείς, σαλοί, μάγοι, προφήτες, παιδαγωγοί, διδάχοι. Δεν είμαστε οι κατεξοχήν «ευαίσθητοι» του κόσμου τούτου, όπως συχνά-πυκνά τ’ ακούμε και το διαβάζουμε, εξαιτίας της κάποιας υμνολογίας που συνοδεύει το σόι της ποίησης, γιατί αυτό το «ευαίσθητοι», που ηχεί σαν τίτλος τιμής, λίγο απέχει στην κοινή αντίληψη από το γλυκερό «αισθηματίες». Και βεβαίως δεν θέλουμε να είμαστε οι Εκλεκτοί, μια ισχνότατη πνευματική μειονότητα ξεχωριστών ικανοτήτων και ιδιοτήτων, που μάλιστα της αξίζει και της πρέπει να τρέφεται πλουσιοπάροχα από κάποιο Πρυτανείο.

 

Η μαγεία και η ερμηνεία

Όπως και να ’χει, το ερώτημα «γιατί γράφουμε ποίηση;», που είναι εντελώς διαφορετικό από το ερώτημα «γιατί διαβάζουμε ποίηση;», αντέχει. Έχω άλλωστε την αίσθηση ότι τη στιγμή που θα βρεθεί ποιήτρια ή ποιητής που θα δώσει οριστική απάντηση και εξήγηση, για τον εαυτό της/του εννοείται, και για κανέναν άλλον, η περιπέτεια θα λήξει. Και όχι μονάχα για τον ίδιο ή την ίδια. Γιατί, το θέλουμε - δεν το θέλουμε, από όλες τις εκδοχές της λογοτεχνίας, η ποίηση είναι εκείνη που διατηρεί ακόμα κάποια νήματα που τη συνδέουν με τη μαγεία, με τις απαρχές του τεχνουργημένου λόγου. Η ερμηνεία θα σκοτώσει τη μαγεία. Και η απομαγευμένη ποίηση δεν θα είναι ακριβώς ποίηση.

Ποια η μαγεία; Ας δούμε πώς την ψηλαφεί η Ειρήνη Ρηνιώτη στο 11ο ποίημα της συλλογής της Η ανθοφορία της σιωπής, που εκδόθηκε από την Άγρα το 2008, αφού είχε μεσολαβήσει η μεγαλύτερη έως τότε, αλλά και έκτοτε, απουσία της από την εκδοτική αγορά: οχτώ χρόνια.

Εμπεριέχουμε ό,τι μας υπερβαίνει.

Εγκυμονούμε τ’ αγαθά του

 

Το ποίημα

επιδιώκει να βρει το μέτρο του

τη δίχως φλυαρία φωνή

την υπεύθυνη να το συγκροτήσει

την ελαστική να το συγκρατεί

 

Ο γράφων επιθυμεί να σωπάσει 

Το ποίημα λαχταρά να εκφραστεί

 

Η σχέση μεταξύ τους καθορίζεται 

από την αποδοχή του γράφοντος

να υποδεχτεί το γραφτό ως φορέας

για να μπορέσει ο λόγος να αρθρωθεί

Εδώ παρατηρούμε καταρχάς κάποια από τα σταθερά γνωρίσματα της ποίησης της Ρηνιώτη: αναζήτηση της αρμονίας εκεί όπου συγκρούονται τα αντίθετα: «επιθυμεί να σωπάσει»/«λαχταρά να εκφραστεί». Επένδυση στη μουσική της παρήχησης («να το συγκροτήσει»/«να το συγκρατεί»). Σύνθεση του ποιήματος ως αθροίσματος στροφών, οι οποίες σε μεγάλο βαθμό διατηρούν την ανεξαρτησία τους και θα μπορούσαν να κατατεθούν αυτόνομα. Σύνθεση κάθε στροφής, και γενικά του ποιήματος, με τη συμπαράθεση στίχων που διεκδικούν και συχνά κατορθώνουν να ηχήσουν ως αφορισμοί, ακόμα και ως μαθηματικά αξιώματα. Η Ρηνιώτη προκρίνει να μην αφηγείται εν εκτάσει αλλά να ανακεφαλαιώσει εν συνόψει και εν εντάσει, περνώντας τελικά στο χαρτί μόνο τις κορυφές από την περιπέτεια της γραφής του ποιήματος. Με τον τρόπο αυτόν οι στίχοι της καταφέρνουν να επιβληθούν στη συναισθηματική θερμότητα, να ελέγξουν τους ψυχικούς κραδασμούς και να καταγράψουν την πνευματική ταραχή με την αυστηρότητα της φωτογραφικής μηχανής.

Στο προαναφερθεν ποίημά της η Ρηνιώνη αυτοϊστορείται σαν «φορέας» του ποιήματος, που οι στίχοι της το εξεικονίζουν ως αυτόβουλο και αυτόνομο, ως μη δεσποζόμενο από τη βούληση γραφής της ποιήτριας: «Ο γράφων επιθυμεί να σωπάσει / Το ποίημα λαχταρά να εκφραστεί». Είμαστε λοιπόν οι ποιητές απλώς διαμεσολαβητές, υποδοχείς, μέντιουμ, εν εκστάσει παραλήπτες του λόγου κάποιων υπέρτερων δυνάμεων, της Μούσας για παράδειγμα, ή των Μουσών, των τριών ή των εννέα, στις οποίες προσεύχονταν οι αρχαίοι ποιητές, ευελπιστώντας ότι θα κινήσουν την έμπνευσή τους;

Δεν νομίζω ότι θέλει να πει κάτι τέτοιο η Ρηνιώτη. Η διαίσθησή μου, και μόνον αυτή, μου λέει ότι εκείνο που «θέλει να πει», για να μνημονεύσω εδώ (προς εξορκισμόν) εκείνο το ψιλοειρωνικό «τι θέλει να πει ο ποιητής», είναι ότι ουδέποτε ξέρουμε τι θα προκύψει στο τέλος όταν ξαφνικά μια λέξη, μια εικόνα, μια μαντλέν γενικότερα, μας ξανασπρώχνει να γράψουμε. Το ποίημα το βρίσκουμε (ή μας βρίσκει) όσο το γράφουμε, όταν οι λέξεις ξεκεφαλώνονται σχεδόν ματωμένες και συχνά-πυκνά αιφνιδιάζουν κι εμάς τους ίδιους. Αλλά και ενεργούμενα αφανών δυνάμεων αν πούμε πως είμαστε, ανακτούμε τον έλεγχο όταν επιχειρούμε να ξαναγράψουμε αυτό που γεννήθηκε σαν πρώτη μορφή, οπότε πια γράφουμε και διά της διαγραφής.

 

Μνήμη, Μελέτη, Αοιδή

Για να επιστρέψω στον Ελικώνα, που κάηκε και αυτός, ελέω επιτελικής παραλυσίας, νιώθω σίγουρος, κρίνοντας από το έργο της, ότι η Ρηνιώτη θα προτιμούσε την παλαιότερη μυθολογική παράδοση για τις Μούσες. Θα προτιμούσε  δηλαδή τις τρεις Μούσες της πρώτης γενιάς, όχι τις μεταγενέστερες εννέα: τη Μνήμη, τη Μελέτη, και την Αοιδή, το τραγούδι. Ότι μελετάει η Ρηνιώτη, και όχι μόνο ποίηση, το φανερώνουν  οι ενδοκειμενικές και οι παρακειμενικές αναφορές της σε αρκετούς λογοτέχνες και καλλιτέχνες, Ελληνες και ξένους -  τεθνεώτες όλοι τους. Κ. Γ. Καρυωτάκης, Γιώργος  Σεφέρης, Αρθούρος Ρεμπώ, Κώστας Παπαγεωργίου, Αλμπέρ Καμύ, Τζόζεφ Κόνραντ, Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, Δομήνικος Θεοτοκόπουλος κ.ά. Η Σαπφώ δεν κατονομάζεται αλλά το «επιχειρώ ν’ αγγίξω ουρανό» της Ρηνιώτη μού θυμίζει έναν σημαδιακό στίχο της κορυφαίας λυρικής ποιήτριας, που τον παραθέτω εδώ μεταφράζοντάς τον: «Αδύνατο λέω πως είναι τον ουρανό ν’ αγγίξω.

Η έγνοια της για την Αοιδή, για τη μουσικότητα δηλαδή των στίχων, την οδηγεί στην καλλιέργεια του ρυθμού των λέξεων. Κι αυτό είτε καταλογάδην παρατίθενται τα ποιήματά της είτε με στιχουργική διάταξη. Χρησιμοποιεί λοιπόν την τεχνική των παρηχήσεων, των επαναλήψεων, των αιφνίδιων λεκτικών συνάψεων: «παραληρεί προσδοκίες» στην Ανθοφορία, με το αμετάβατο ρήμα να γίνεται μεταβατικό, «μισοφέγγαρα χείλη» στο Μια βόλτα μόνο (Άγρα, 2016). Άλλα δύο αμετάβατα ρήματα γίνονται μεταβατικά στο νέο της βιβλίο, του 2023, την Κόκκινη γραμμή, στην «Άγρα» και αυτό: «ο εφησυχασμός άνθιζε έναν κήπο», «λέξεις που σπαρταρούσαν αμφισημία».

Τέλος, η μνήμη έχει καθοριστική παρουσία στο έργο της, έργο λυρικό με καλά ελεγχόμενους τους δραματικούς τόνους, ακόμα κι όταν θίγονται πικρά ζητήματα, όπως «ο κουρνιαχτός της ματαιότητας» (στο ποίημα «Υπέρβαση») ή τα ξυράφια του θανάτου, στο ποίημα «Λυγμός» της Κόκκινης γραμμής, που αφιερώνεται στη μνήμη του Κ.Γ. Παπαγεωργίου. «Από παιδί μεταφέρω χώμα στις τσέπες / για να θυμάμαι από πού έρχομαι / πού τραβώ να θυμάμαι», μας λέει στον Ίλιγγο, του 2011. Τρία «μνημονικά» δείγματα από την Ανθοφορία της σιωπής:  «Τριάντα άγγελοι [...] Απ’ την αυγή ώς το χάραμα φωνάζουνε / θυμήσου». «Θυμάται κάποιος μέσα σου / ταξιδευτής πολλών ονείρων / συνάζει μνήμη με τον καιρό». Και: «Οφείλεις να θυμάσαι / να μάθεις λίγο λίγο την άνοιξη [...] Η μνήμη μόνον των στιγμών / δικό σου κύημα και μόχθος της αγάπης / ως να φανερωθείς έξω απ’ τη σφαίρα / αχαρτογράφητος γυμνός πεπερασμένος / άγγελος παραστάτης της στιγμής». 

Ώσπου τώρα, στην ώριμη Κόκκινη γραμμή, ακούγεται το προς εαυτόν «Δεν θέλω να θυμάμαι», και μάλιστα εις διπλούν. Γιατί άραγε; Μιαν απάντηση παρέχουν οι εξής στίχοι: «Σκιρτά· όπου κι αν την αγγίξεις σκιρτά η μνήμη, σου λέω, γιατί ανένδοτη αντιστέκομαι στο μένος της αρθρώνοντας στίχους παλιούς που επιμένουν, γράφοντας το ίδιο ποίημα διαρκώς».  Εδώ η Ρηνιώτη αναποιεί, ανασκευάζει, αναθεωρεί έναν από τους γνωστότερους στίχους του Γιώργου Σεφέρη, που απαντά στο ποίημα «Μνήμη Α΄» της συλλογής του Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ΄:  και ο οποίος χρησιμοποιείται ως μότο από τη Ρηνιώτη: «Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί». 

Στην Κόκκινη γραμμή ο σεφερικός στίχος ανασυσταίνεται από τη Ρηνιώτη με δύο διαφορές. Μάλλον ανώδυνη η μία, το «να» που γίνεται «αν». Κρίσιμη η δεύτερη, η αντικατάσταση του «πονεί» από το «σκιρτά». Με  διπλή σημασία λεξικογραφείται το ρήμα «σκιρτώ»: την κυριολεκτική (πετάγομαι, τινάζομαι ελαφρά, σαλεύω), και τη μεταφορική: καρδιοχτυπώ, αναστατώνομαι λόγω δυνατών, συνήθως ερωτικών συναισθημάτων (αντλώ τα ερμηνεύματα από το Χρηστικό Λεξικό της Ακαδημίας που συνέταξε και επιμελήθηκε ο Χριστόφορος Χαραλαμπάκης). Την έννοια του ερωτογενούς καρδιοχτυπήματος μάλλον δεν πρέπει να την εικάσουμε ως ισχύουσα εδώ. Εκεί μας οδηγεί και το ίδιο το ποίημα: «Όπου κι αν την αγγίξεις τη μνήμη σκιρτά. Και δεν μιλώ για θάνατο. Μιλώ για αναχωρήσεις, αιφνίδια πετάγματα κι ακούσιους χωρισμούς, γιατί είναι στέρφα πλέον η γη όπου ο εφησυχασμός άνθιζε έναν κήπο».

Η Ρηνιώτη, γενικότερα, συχνάζει στο παιχνίδι της ανασκευής, όπως και στην εμπειρία της μεταμόρφωσης. Στην Κόκκινη γραμμή ανασκευάζει το παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας (σ. 12), την ευαγγελική ιστόρηση του Εσταυρωμένου Χριστού (σ. 29), την αλιευτική πραγματικότητα (σ. 33: «Το αλιευτικό βγήκε στην ακτή κατάφορτο λέξεις»), τον θρύλο της γοργόνας (σ. 41). Στην Βόλτα ανασκευάζει τη εκλογοτεχνισμένη σχέση του βράχου με το κύμα (σ. 29), την πάντα ελκυστική ιστορία της Σαλώμης αλλά και το παιχνίδι της κρεμάλας, στο εξαιρετικό φερώνυμο ποίημα (σ. 36):  

[...] κι αρχίσαμε να ζωγραφίζουμε

το εαυτό μας στην αγχόνη

 

Για κάθε λάθος γράμμα ένα μέλος

Η κάθε λέξη ένας κρεμασμένος

 

Έτσι μάθαμε πώς γράφεται η ποίηση 

Αν η ανασκευή είναι προσφιλής τεχνική μέθοδος της Ρηνιώτη, ο πόθος του κινδύνου και η λαχτάρα των φτερών και της πτήσης  συγκαταλέγονται στα προσφιλέστερα θέματά της. Ή μάλλον, έτσι όπως διαπλέκονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αποτελούν ένα θέμα, που καλλιεργείται επίμονα και αποδοτικά. Σταχυολογώ. Από την Ανθοφορία: «Από το εδώ και το τώρα / ανοίγεις πανιά και ταξιδεύεις προς / το μέρος που για μια στιγμή επιθυμείς / να βρεθείς μεσοπέλαγα να γνωρίσεις / στον κίνδυνο τι σημαίνει ταξίδι». Από τον Ίλιγγο: «Να κινδυνέψουμε! ακούστηκε η φωνή / Να κινδυνέψουμε για να σωθούμε» (σ. 17 αλλά και σ. 22). «Υπήρξα μες στον κίνδυνο / Θυμάμαι» (σ. 20). «Χάσκει το καπέλο στη βροχή / Το πανωφόρι στον άνεμο / Η ψυχή στον κίνδυνο».

Πάλι στον Ίλιγγο, το ζευγάρι πτήση/πτώση μάς εισάγει στο όλο βιβλίο: «Κατακρημνίζεται το λάμδα στων γιώτα τη διάρκεια καταποντίζεται μες στα φαράγγια των γάμα, ώσπου κυκλώνει τ’ όμικρον ο ίλιγγος / απογειώνοντας το σίγμα της πτώσης σε πτήση». Στη σ. 25: «Αξίζει ν’ ανεβείς / να δεις τον κόσμο από ψηλά / Αξίζει». Στη σ. 28: «Σύρριζα στον γκρεμό / στο αναπόφευκτο / ανοίγουν τα φτερά». Στη σ. 30: «Θέλω να πετάξω // Γέρνω /Γερνώ / Γερνώ // με καταπίνει ο ίλιγγος Στη σ. 31: «Στην άκρη του γκρεμού ανοίγουν τα φτερά». Και στη σ. 40:  «Ή μήπως η λαχτάρα του πετάγματος /  με ντύνει ψευδαισθήσεις / πως να ζυγιάζομαι στα νέφη μπορώ;»

Στη Βόλτα: «Δεν ξέρω να ισορροπώ / όμως τολμώ να πέσω για να μάθω / Άλλο αν δεν έμαθα».

Και στην Κόκκινη γραμμή: «Γιατί μονάχα εκεί, μέσα στην πτώση, αναπόφευκτη προϋπόθεση κάθε ανύψωσης, βρισκόμαστε -όσο ποτέ- ο ένας κοντά στον άλλον».

«Η ποίηση είναι πτήση και πτώση μαζί» λέει ο μεξικανός ποιητής Οκτάβιο Πας σε έναν από τους ευτυχέστερους ορισμούς της ποιητικής τέχνης. Κατά κάποιον τρόπο, βλέπουμε τον ορισμό αυτόν να πραγματώνεται στη λυρική γραφή της Ειρήνης Ρηνιώτη, γραφή ευαίσθητη, ανήσυχη και τολμηρή.

Το κείμενο εκφωνήθηκε στη βιβλιοπαρουσίαση της Κόκκινης γραμμής στο βιβλιοπωλείο Επί λέξει, στις 18/9/2023.

Παντελής Μπουκάλας

Συγγραφέας, δημοσιογράφος και μεταφραστής. Πρόσφατα βιβλία του: Το αίμα της αγάπης. Ο πόθος και ο φόνος στη δημοτική ποίηση (2017), Μηλιά μου αμίλητη (2019), η ποιητική συλλογή Ρήματα (2021) και το αφήγημα Το μάγουλο της Παναγίας. Αυτοβιογραφική εικασία του Γεωργίου Καραϊσκάκη (2021). Στη σειρά «Πιάνω γραφή να γράψω: Δοκίμια για το δημοτικό τραγούδι», έχει εκδώσει τρεις τόμους. Ο τέταρτος (διπλός) θα εκδοθεί τον Δεκέμβριο.

Τελευταία άρθρα από τον/την Παντελής Μπουκάλας

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.