Αγαπητέ Γιόζεφ Ροτ, σας έχω γράψει τρεις ή τέσσερις φορές και δεν έχω λάβει απάντηση. Πιστεύω πως η παλιά φιλία μας μου δίνει το δικαίωμα να σας ρωτήσω τι θέλετε να μου δείξετε μ’ αυτή την πεισματική (κι ελπίζω όχι θυμωμένη) σιωπή σας.
Το τελευταίο αυτό ερώτημα του Στέφαν Τσβάιχ θα μείνει αναπάντητο. Λίγους μήνες αργότερα, στις 27 Μαΐου 1939, ο φίλος του Γιόζεφ Ροτ θα πεθάνει, σαράντα τεσσάρων χρονών, σε νοσοκομείο στο Παρίσι, ταλαιπωρημένος από το αλκοόλ, τη σκληρή δουλειά, τα ατέλειωτα χρέη και την πολύ πρόσφατη αυτοκτονία ενός φίλου του. Ο Τσβάιχ δεν θα πάει στην κηδεία του δικού του φίλου, δεν θα δει ποτέ την επιτύμβια πλάκα «Γιόζεφ Ροτ. Αυστριακός συγγραφέας. Πέθανε στο Παρίσι εξόριστος». Τρία χρόνια αργότερα, το 1942, θα αυτοκτονήσει μαζί με τη γυναίκα του στην Πετρόπολη της Βραζιλίας, κοντά στο Ρίο.
Τον φετινό Αύγουστο, μέσα σε δυο εβδομάδες, τέλειωσα ό,τι βιβλίο του Ροτ κυκλοφορούσε στα ελληνικά. Είπα σε μια φίλη πόσο είχα ενθουσιαστεί και ότι τώρα πάσχω από «σύνδρομο στέρησης», περιμένω να νυχτώσει για να χαθώ ξανά μες στις σελίδες του Ροτ, κι όταν νυχτώνει θυμάμαι ότι τα διάβασα όλα. Και καθώς δεν θέλω να διαβάσω τίποτ’ άλλο, ετοιμάζομαι να περάσω και τον υπόλοιπο Αύγουστο ξαναδιαβάζοντάς τα όλα από την αρχή. Με συμβούλεψε να κάνω ένα μικρό διάλειμμα, να πάω να κάνω καμιά βουτιά να ηρεμήσω, και αφού μου άρεσε τόσο ο Ροτ, ας ρίξω και μια ματιά στον φίλο του, Εβραίος κι αυτός, Στέφαν Τσβάιχ. Τον γνώριζα, χωρίς όμως να μπορώ να θυμηθώ αν έχω διαβάσει κάτι δικό του. Ξεκίνησα διστακτικά με τον Φόβο, συνέχισα με Το γράμμα σε μια άγνωστη, τις Εικοσιτέσσερις ώρες από τη ζωή μιας γυναίκας, τη Σύγχυση αισθημάτων, τελειώνοντας σχεδόν κάθε ημέρα και από ένα βιβλίο του. Ένιωσα τυχερός που η αμορφωσιά μου μου φύλαγε τέτοιο δώρο για αυτή την ηλικία. Μου θύμιζα έντονα τον νεότερό μου εαυτό, όταν «συγκλονιζόμουν» από βιβλία, άσχετα εάν ξαναδιαβάζοντάς τα σήμερα συνήθως γελάω, όχι με τα βιβλία, αλλά με τον τότε εαυτό μου.
Η πεζή ειλικρίνεια του λόγου τους
Φοβούμενος μήπως πρόκειται ξανά για μια τέτοια εποχική τρέλα της ζωής μου και έχοντας πια εξαντλήσει ό,τι δικό τους κυκλοφορεί στα ελληνικά, περίμενα τις γιορτές γιατί θα εκδιδόταν από την Άγρα η αλληλογραφία τους. Το πήρα την πρώτη ημέρα που κυκλοφόρησε.
Ροτ: Σεβαστέ μου κύριε Στέφαν Τσβάιχ […] Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα τις πλάτες, τη σιγουριά μιας οικονομικής άνεσης, έναν λογαριασμό, λίγες αποταμιεύσεις, ένα κάτι. Από τα δεκαοκτώ μου χρόνια δεν έχω ζήσει σε σπίτι. Το πολύ καμιά βδομάδα σε σπίτια φίλων. Δικές μου έχω όλες κι όλες τρεις βαλίτσες.
Τσβάιχ: Αγαπητέ Γιόζεφ Ροτ […] Ντρέπομαι λιγάκι που η δική μου ζωή κυλάει τόσο εύκολα, τη στιγμή μάλιστα που όχι μόνο δεν φοβάμαι τους τραγικούς κλονισμούς, αλλά βαθιά μέσα μου τους επιθυμώ μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη και ανεξήγητο […]. Ν’ αργήσετε, ν’ αργήσετε όσο μπορείτε να εγκατασταθείτε μόνιμα και αμετακίνητα οπουδήποτε – ακόμα και στη λογοτεχνία. Καλύτερη η ανωνυμία από την τυποποιημένη φήμη, καλύτερα να ’ναι κάποιος άγνωστος, να τον διαβάζουν λιγότερο, να μην τον ξέρουν καν – αλλά να είναι ελεύθερος!
Αν και ανέκαθεν προτιμούσα να αρκούμαι στο «έργο» και να αποφεύγω επιμελώς να γνωρίζω προσωπικά και τον «δημιουργό» καθώς συνήθως «υπολειπόταν», αυτή τη φορά διαψεύστηκα. Απόλαυσα τη σκληρή «πεζή» ειλικρίνεια του λόγου δυο ανθρώπων των οποίων πριν λίγο είχα θαυμάσει την αφάνταστη λεπτότητα, δεξιοτεχνία, σκέψη, ωριμότητα, ευγένεια και, κυρίως, την εμβάθυνσή τους στους χαρακτήρες. Πολλές φορές με ξάφνιασαν.
Ροτ: […] Με κούρασε ο Ιώβ μου, επειδή γενικά όλα με έχουν κουράσει. Δεν νομίζω ότι το βιβλίο είναι για μένα μεγαλύτερο βάρος από όσο είμαι εγώ ο ίδιος για τον εαυτό μου.
Τσβάιχ: […] Μη σας ανησυχεί, αγαπητέ μου Γιόζεφ Ροτ. Μου φαίνονται ύποπτοι οι καλλιτέχνες, που παρά τις όποιες βαθύτερες αναστατώσεις και ταραχές τους συνεχίζουν ψυχρά και λογικά να παράγουν σαν να μη συμβαίνει τίποτα, […] Εγώ συνειδητά «καταστρέφω» κάποιες «επιτυχίες» μου – μετά τα τελευταία μου διηγήματα όλοι ανυπομονούσαν για τα επόμενα. Τα κράτησα στο συρτάρι μου […]. Μισώ τη δημοσιότητα και μετανοώ για καθετί που έχω δημοσιεύσει με τ’ όνομά μου: Η πραγματική ζωή είναι η διπλή ζωή. Μόνο οι ανώνυμοι βλέπουν στ’ αλήθεια τον κόσμο.
Δεν έχει η «Αλληλογραφία» λογοτεχνικές αρετές. Διαγράφονται όμως καθαρά δυο εντελώς διαφορετικοί χαρακτήρες, οι οποίοι, παρότι βαθιά πάσχοντες, καταφέρνουν σε μια τόσο δύσκολη εποχή να παραμείνουν φίλοι ώς το τραγικό τους τέλος. Εβραίοι μεν και οι δύο, όμως ο ένας πλούσιος και ευγενικός, ο άλλος φτωχός και θυμωμένος. Ο ένας αναγνωρισμένος συγγραφέας και με οικονομική άνεση, ο άλλος παλεύοντας γι’ αυτά με ατέλειωτα δυσβάστακτα χρέη και οικονομικές ευθύνες σε τρίτους να μην τον αφήνουν να πάρει ανάσα. Ο ένας σε ωραία και τακτοποιημένα σπίτια, ο άλλος σε άθλια συνήθως δωμάτια ξενοδοχείων. Παρ’ όλα αυτά, από το 1927 έως το 1938, στην ταραγμένη Ευρώπη όπου ο φασισμός έκαψε και των δύο τα βιβλία και τους εξόρισε, επικοινωνούν γράφοντας ασταμάτητα ο ένας στον άλλο, πολλές φορές μέρα παρά μέρα. Δεν λένε «τα νέα» τους, στην ουσία κραυγάζουν την απελπισία τους για το φασισμό και των δυο άκρων που τους κυκλώνει. Ο ένας πιο διστακτικά, ο άλλος χωρίς φόβο.
Ροτ: […] Επ’ ουδενί λόγω δεν «άλλαξε ο κομμουνισμός ένα μεγάλο μέρος του κόσμου». Σκατά άλλαξε ο κομμουνισμός! Γέννησε το φασισμό και τον εθνικοσοσιαλισμό, γέννησε το μίσος ενάντια στην ελευθερία του πνεύματος. Όποιος επιδοκιμάζει τη Ρωσία επιδοκιμάζει και το Τρίτο Ράιχ […] Πέρα από τις προσωπικές μας ζωές, όλα οδηγούν σ’ έναν νέο πόλεμο. Δεν βλέπω πια ελπίδες σωτηρίας. Τα καταφέραμε: Επιτρέψαμε στη βαρβαρότητα να κυβερνήσει τον κόσμο. Μην τρέφετε ψευδαισθήσεις. […] Το Hotel Foyot το κατεδαφίζουν, με διαταγή του δήμου. Εχτές ήμουν ο τελευταίος πελάτης που έφυγε. Οι συμβολισμοί παραείναι φτηνοί πια.
Τσβάιχ: […] η πατρίδα της επιλογής μου, η Ευρώπη, είναι πια χαμένη για μένα, αφού έχει ριχτεί για δεύτερη φορά σε έναν πόλεμο αυτοκαταστροφικό. […] Η χειρότερη ήττα της λογικής, ο αγριότερος θρίαμβος της βαναυσότητας […]. Ποτέ καμιά άλλη γενιά δεν γνώρισε την ηθική παρακμή και πτώση της δικής μας. […] Εγώ δεν έχω πια τόπο, δεν χωράω πουθενά, παντού είμαι ξένος, στην καλύτερη περίπτωση καλεσμένος.
Ροτ: […] Δεν καταδιώκουν τους Εβραίους επειδή έχουν διαπράξει κάποιο έγκλημα. Τους καταδιώκουν επειδή είναι Εβραίοι. Με την έννοια αυτή τα παιδιά είναι εξίσου ένοχα με τους γονείς τους. […] Ο Γκαίτε δεν είναι λιγότερο πρόγονός μας από τον Αβραάμ. Παρ’ όλα αυτά οι Εβραίοι είναι πολύ βλάκες. Μόνο οι ακόμα πιο βλάκες αντισημίτες μπορούν να πιστέψουν ότι οι Εβραίοι είναι επικίνδυνα έξυπνοι…
Δανεικά
Το συγκινητικό είναι παράλληλα με τα παραπάνω η τραγική οικονομική θέση του Ροτ που τον αναγκάζει σχεδόν σε κάθε γράμμα του να ζητάει χρήματα από το «δάσκαλό» του, τον άνθρωπο που θαυμάζει και εκτιμά απεριόριστα. Και ο Τσβάιχ βέβαια να ανταποκρίνεται, προσπαθώντας μόνο να πείσει το φίλο του να βάλει μια τάξη στη ζωή του, που αυτή του γεννάει τη μόνιμη οικονομική ανασφάλεια. Και πρώτα απ’ όλα να κόψει το ποτό στο οποίο ο Ροτ αναγκάζεται να προσφεύγει όλο και βαθύτερα.
Ροτ: […]Δεν παύω όμως να είμαι άνθρωπος, που έχει ανάγκη να φάει, να κοιμηθεί, να κάνει έρωτα κι όλα αυτά. Δεν μπορώ να βλέπω τον εαυτό μου «ιστορικά». Ούτε είμαι σε θέση να «μεταφέρω» όλην αυτή την προσωπική μου κακουχία σε «λογοτεχνική ζωή», να «μετατρέπω», αν θέλετε, την «πραγματική» μου ζωή σε «λογοτεχνική». Δεν είναι ζωή αυτό, είναι θάνατος. Και πιστέψτε με, κανένας άλλος αλκοολικός δεν σιχαίνεται την κατανάλωση, την «ευχαρίστηση» του αλκοόλ σαν εμένα.
Τσβάιχ: […] Μη σκληραίνετε όμως αντιμέτωπος με τη σκληρότητα της εποχής μας, θα ήταν σαν να την αποδέχεστε, σαν να την ενισχύετε… Καλύτερα να μας λοιδορούν για την αδυναμία μας παρά να αρνηθούμε την αληθινή μας φύση… Κι ας μείνουμε ενωμένοι, εμείς οι λίγοι!
Παρά τη συνειδητοποίηση από τον Ροτ της αυτοκαταστροφής και της αναξιοπρέπειας στην οποία τον φέρνει η οικονομική του κατάσταση, δεν έχει ίχνος τσιγκουνιάς.
Ροτ: […] Ξέρετε, φυσικά, ότι η νουβέλα σας είναι ένα αριστούργημα. […] Είστε βιρτουόζος στην τέχνη αυτή, που μόνο κοντά σας θα μπορούσα να διδαχθώ… Είναι αυτό που θα μπορούσα να ονομάσω Ηθική της Συγγραφής. Ο μεγαλειώδης τρόπος με τον οποίο η ψυχολογία του αφηγητή ταυτίζεται ολοένα και περισσότερο με την ψυχολογία του ήρωα της αφήγησης – και πως έτσι αναδεικνύεται η ηθική του ήρωα ακόμα και για όσους τον βρίσκουν ανήθικο. Ο πλέον πρωτότυπος τρόπος υπεράσπισης ενός εγκληματία: η ταύτιση του πιο ευσυνείδητου προσώπου, του ίδιου του συγγραφέα, με τον εγκληματία. Έτσι υπερασπίζεται τον κατηγορούμενο ένας συγγραφέας. Κι ένας έξυπνος συγγραφέας, όπως εσείς, χρησιμοποιεί με επιδεξιότητα και την ευγένεια της ψυχής του, γνωρίζοντας στην εντέλεια την ψυχολογία όχι μόνο τη δική του και του εγκληματία ήρωά του, αλλά και αυτή του αναγνώστη…
Και συνεχίζει ειλικρινέστατος, με τον Τσβάιχ σίγουρα να απολαμβάνει και την ευθύτητα του φίλου του .
Ροτ: […] Έχω και κάτι μικρό να σας επισημάνω, ωστόσο. Οι δυο τελευταίες σελίδες, η μιάμιση μόνο, χρειάζονται κατά τη γνώμη μου είτε περικοπή είτε επέκταση. Ίσως έκοβα το τέλος, […] Επίσης έχω κάτι να παρατηρήσω και στην αρχή… κ.λπ.
Τσβάιχ: […] πόσο μ’ ευχαριστεί η συντροφιά σας: Παρά την απόσταση που μας χωρίζει, κάθομαι και συζητώ και φλυαρώ, λες και καθόμαστε μαζί, στο ίδιο δωμάτιο. Είθε να το μπορέσουμε στ’ αλήθεια…
Ροτ: […] Αρχές Απριλίου θα είμαι στη Βιέννη. Ίσως μπορέσουμε να ιδωθούμε. Θα απογοητευθείτε όμως, είμαι αμίλητος, αδέξιος, και εκ πρώτης όψεως δυσάρεστος. […] Αθώος, ανυποψίαστος και γενναιόδωρος, όπως είστε, τα παίρνετε όλα πολύ απλά κι εμπιστεύεστε όλον τον κόσμο. […] Όταν σας ζητούν δανεικά, είστε ανίκανος ν’ αρνηθείτε – εγώ όχι… Υπάρχουν στιγμές που αγριεύω και δείχνω σε κάποιους την απόσταση που μας χωρίζει. Μέχρι σημείου να τους προσβάλω. […] Τέτοιους ανθρώπους εγώ τους αντιμετωπίζω με το καμουτσίκι. Δεν έχετε τις δικές μου απότομες και βίαιες αντιδράσεις. Η ευγένειά σας σας εμποδίζει να καταλάβετε τα ένστικτα του θυρωρού και του επιστάτη. […] Δεν μου κρατάτε κακία, έτσι δεν είναι;
Τσβάιχ: […] Αγαπητέ φίλε, ο εκνευρισμός, η βιασύνη και η ταραχή σας περιπλέκουν τα πάντα. […] Χρόνια έχω που σας εξορκίζω να συμβιβαστείτε επιτέλους με το γεγονός ότι ο Γερμανοεβραίος συγγραφέας σήμερα δεν μπορεί να ελπίζει παρά σε μικρά κέρδη, τις λίγες φορές που στέκεται τυχερός. Κι ότι με τη δουλειά του συγγραφέα έτσι κι αλλιώς δεν γίνεται κανείς πλούσιος. […] Για όνομα του Θεού, σας παρακαλώ να κόψετε το ποτό και να ηρεμήσετε. Αφήστε με να τα συζητήσω μαζί τους [εννοεί τους εκδότες] και θα δούμε ποια είναι η καλύτερη λύση. […] Είναι τρέλα αυτό που κάνετε, να παζαρεύετε όχι το επόμενο ή το μεθεπόμενο βιβλίο που θα γράψετε, αλλά το τρίτο στη σειρά. […] Και σας παρακαλώ: μην τρομάζετε τους εκδότες, βάζοντας πάντα πρώτο θέμα τα χρήματα. Κάνετε κακό στον εαυτό σας. Δεν μπορούν να εμπιστευθούν ένα συγγραφέα, όταν τον βλέπουν κυριολεκτικά να καίγεται για τα λεφτά.
Ροτ: […] Πιστέ, σεβαστέ μου φίλε, μήπως έχετε το μυθιστόρημά μου Ο Τσίππερ και ο πατέρας του; Μήπως μπορείτε να μου το βρείτε; Θέλει να το εκδώσει ο κύριος Corticelli και θα με πληρώσει καλά. Είμαι σε απόγνωση, δεν έχω ούτε ένα από τα βιβλία μου […] Είμαι τελείως χαμένος. Πρέπει τουλάχιστον να φάω, να ’χω κάπου να μείνω, σας χρωστώ, τα παρακάτω ποσά – αλλά μπορεί και να κάνω λάθος: 2.000 μάρκα, 4.000 γαλλικά φράγκα. Μπορείτε να μου δανείσετε κάτι ακόμα; Έχετε; Η ερώτησή μου είναι χοντροκομμένη. Αλλά τι να κάνω; Η φτώχεια σε κάνει χοντροκομμένο είτε το θέλεις είτε όχι. Και με αυτό το τρισάθλιο θέμα, το οικονομικό, δεν έχω τη δύναμη για στυλιστικές λεπτότητες και καλαισθησίες. Σκίστε αυτό το γράμμα, σας παρακαλώ! Και μη με παρεξηγήσετε. (Ακόμα και ο πιο αξιοπρεπής άνθρωπος μπορεί να κάνει λάθη).
Ο ναζισμός τους κόβει τα πόδια
Πρόσφυγες πια και οι δύο, παρακολουθούν την αγριότητα της χιτλερικής Γερμανίας που επελαύνει, την κατάντια της χώρας που κάποτε είχαν πιστέψει, προσπαθώντας συγχρόνως να βοηθήσουν ο ένας τον άλλο την ύστατη αυτή ώρα:
Ροτ: Αγαπητέ φίλε, δεν είναι σωστό που θέλετε να μείνετε [εννοεί: στη Γερμανία] ακόμα και σε περίπτωση κινδύνου.[…] Από το σπίτι που καίγεται πρέπει κανείς να βγαίνει τρέχοντας. […] Έτσι είναι αυτός ο λαός. […] Μη διανοηθείτε, σας παρακαλώ, να γράψετε απευθείας σ’ αυτούς τους ανθρώπους – με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Θα το δημοσιεύσουν, αμέσως ή αργότερα. Δεν υπάρχουν καλοί τρόποι γι’ αυτούς τους πιθήκους. Μην τους δώσετε τίποτα στο χέρι. Μη διαμαρτυρηθείτε με κανένα τρόπο: Σωπάστε ή αγωνιστείτε: ό,τι από τα δύο θεωρείτε πιο φρόνιμο. Ο φίλος σας.
Τσβάιχ: Αγαπητέ Ροτ, εσείς οι νέοι που μπορέσατε να φύγετε στο εξωτερικό μαζί με τον εκδότη σας δεν έχετε ιδέα για τους δεσμούς που καθηλώνουν τον Τόμας Μαν κι εμένα. Είναι δεσμοί που δεν διαλύονται σε μια νύχτα μέσα. […] Μη με θεωρήσετε τόσο γάιδαρο ή τόσο δειλό: Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να έχω και να ελέγχω το σύνολο του έργου μου, και να μην αναγκαστώ να τρέχω στα δικαστήρια – δεν έχω τα νεύρα και το σθένος για να το κάνω. Μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει, όπως το ονειρεύεστε εσείς: διαμιάς. Δώστε μερικές εβδομάδες πίστωση σε κάποιον που ξέρετε χρόνια. Μη βιάζεστε να φωνάξετε «Προδοσία», όπου δεν καταλαβαίνετε. Με τις διαμαρτυρίες και τις φωνές δεν μπορείτε να εξαφανίσετε από προσώπου γης τα εβδομήντα εκατομμύρια των Γερμανών. […] Πρέπει να είμαστε έτοιμοι και για άλλες απογοητεύσεις, και είναι τρέλα τέτοιες ώρες να τσακωνόμαστε μεταξύ μας! Ο φίλος σας.
Αλληλογραφία με τα συνεχή σκαμπανεβάσματα μιας σχέσης στα πρόθυρα του πολέμου, με εντάσεις, πίκρες, απρόοπτα, και μαζί η αγωνία της οικονομικής αλλά και της λογοτεχνικής επιβίωσης δυο εξόριστων φίλων. Μια σχέση που δεν θα μπορούσε να εκφράσει καλύτερα άλλος από τον ίδιο τον Γιόζεφ Ροτ:
Μπορείτε να είστε βέβαιος ότι μένω πιστός σ’ εσάς, πιο πιστός από οποιονδήποτε άλλο. Ναι, η φιλία είναι η πραγματική πατρίδα.
ΥΓ. Χρωστάμε περισσότερα από πολλά στις έξοχες δημιουργικές μεταφράσεις της Μαρίας Αγγελίδου. Τις εκτίμησα ακόμη περισσότερο όταν, ψάχνοντας απελπισμένος για Ροτ και Τσβάιχ, ό,τι δικό τους κυκλοφορεί μεταφρασμένο από άλλους, πολλές φορές δεν μπορούσα να πιστέψω ότι αυτά που διάβαζα είχαν γραφτεί από τον Ροτ και τον Τσβάιχ. Μόνο όταν δεν τα πέταξα και κατάφερα με κόπο να φτάσω κάποια στο τέλος τους και να διαβάσω στα επίμετρα τις «προοδευτικές» απόψεις μεταφραστριών να εγκαλούν, τρόπον τινά, τον Στέφαν Τσβάιχ γιατί π.χ. ήταν «αστός», ηρέμησα!