Όποιοι και αν ήταν όμως οι κίνδυνοι εκ της τόλμης του μεγάλου Κρητικού, είναι γεγονός πως η αντιβενιζελική παράταξη, από φόβο ίσως των ηγετών της μήπως θεωρηθούν ήσσονες και όχι κρείσσονες αυτού, πάντως λιγότερο πατριώτες ή λιγότερο ικανοί να προσφέρουν εθνωφελές έργο, συνέχισαν την πολιτική του. Μάλιστα τροφοδότησαν το εκστρατευτικό σώμα με πρόσκληση υπό τα όπλα πλήθους άλλων κλάσεων, και δη με εφαρμογή του νόμου περί ληστείας για τους φυγόστρατους. Μολονότι ήταν μια πολιτική στην οποία είναι αμφίβολο αν πίστευαν. Κυρίως, όμως, τη συνέχισαν με αφέλεια ίσως και ευτέλεια –εν πολλοίς υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους– υπό πολύ δυσμενέστερα διεθνοπολιτικά δεδομένα. Με Ιταλούς, Σοβιετικούς, ακόμη και Αμερικανούς να στηρίζουν ξεκάθαρα τον Κεμάλ, τους δε Γάλλους, υπό τη νέα κυβέρνηση του Μιλεράν, να έχουν ολοσχερώς μεταστραφεί και να ακολουθούν πλέον κραυγαλέα τουρκόφιλη πολιτική. Αυτό, λόγω γεγονότων και καταστάσεων που δεν διαθέτω χώρο να αναπτύξω, μπορώ ωστόσο επιγραμματικά να αναφέρω την έγνοια της τότε νέας πολιτικής ηγεσίας της Γαλλίας να μη δυσαρεστήσει κι άλλο τους μουσουλμάνους υπηκόους της χώρας, την αντιγαλλική εξέγερση του Φεϋζάλ στη Συρία, τη ρωσοκεμαλική προσέγγιση, κυρίως όμως την απροθυμία τους να στηρίξουν μια πολιτική που έβλεπαν ως προέκταση –μέσω αντιπροσώπου– της παραδοσιακής βρετανικής αντιπαράθεσης προς τη Ρωσία, ενώ αυτοί είχαν πια συγκρουστεί με τη Γηραία Αλβιώνα, και επειδή δεν δέχτηκε να εγγυηθεί την εδαφική τους ακεραιότητα αλλά και λόγω αποκλινουσών εκτιμήσεων για τη σκοπιμότητα επαναβιομηχανοποίησης της ηττημένης Γερμανίας.
Βέβαια στην εθελότυφλη αυτή πολιτική των αντιβενιζελικών, με μια πλειοδοσία εθνικιστικού μαξιμαλισμού, ίσως γιατί οι μεγάλες βλακείες γίνονται ομόφωνα, συνέπραττε και το αντιπολιτευτικό βενιζελικό κόμμα των Φιλελευθέρων. Η δε ελληνική Βουλή, στις διάφορες απόπειρες των Συμμάχων να διαμεσολαβήσουν συμβιβαστικά μεταξύ των εμπολέμων, απαντούσε παμψηφεί πως «η Συνθήκη των Σεβρών αποτελεί το ελάχιστον των εθνικών δικαίων». Αυτό, μολονότι από το εξωτερικό ατομικά ο Βενιζέλος, από το 1921, τόνιζε την εις βάρος μας μεταβολή των διεθνοπολιτικών δεδομένων και συνιστούσε συμβιβαστική μετριοπάθεια. Με αποτέλεσμα, τότε, η Καθημερινή του Βλάχου να εξαίρει την «εθνική υπευθυνότητα» του κοινοβουλευτικού ηγέτη των Φιλελευθέρων, Παν. Δαγκλή, αντιδιαστέλλοντάς την προς την «ηττοπάθεια» και την «ενδοτικότητα» του ιστορικού ηγέτη αυτού του χώρου.
Ο φόβος του πολιτικού κόστους
Όποιος όμως και αν υπήρξε ο ρόλος της πλειοδοτούσης στον μαξιμαλισμό βενιζελικής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης, όπως και του Τύπου, αλλά και της δημόσιας γνώμης της εποχής, ουδεμία αμφιβολία επιτρέπεται πως η πολιτική ευθύνη για την αδιανόητη καταστροφή βαρύνει πρωτίστως τους τότε υπεύθυνους κυβερνήτες της χώρας. Οι οποίοι αποδείχτηκαν κατώτεροι των περιστάσεων, μοιραίοι και άβουλοι, διότι υπήρξαν περιδεείς μπροστά στο πολιτικό κόστος, φοβούμενοι την κρίση της κοινωνίας και τη σύγκριση της Ιστορίας.
Έφτανε, όμως, η όποια πολιτική ανεπάρκεια ή η δειλία τους για να κριθούν ως εθνικοί προδότες, οι οποίοι – κατά το κατηγορητήριο που συνέταξε η υπό τον στρατηγό Πάγκαλο τριμελής ανακριτική επιτροπή– «εκουσίως και εκ προθέσεως υποστήριξαν την εισβολήν ξένων στρατευμάτων, ήτοι του τουρκικού εθνικιστικού στρατού, εις την επικράτειαν του Βασιλείου»;
Θα πω ευθαρσώς πως η Δίκη των Έξι συνιστούσε πολιτική δίωξη αντιπάλων και, ακόμη περισσότερο, δικαστικό κανιβαλισμό! Για πολλούς νομικούς, ιστορικούς, πολιτικούς και άλλους λόγους. Τι να πρωτοκαταγράψει κανείς; Πως τότε επετράπη σε εν ενεργεία στρατιωτικούς να πολιτεύονται και πως οι στρατοδίκες της έδρας –κάποιοι εκ των οποίων έγιναν βενιζελικοί υπουργοί αργότερα– ήθελαν να δώσουν ικανοποίηση στους βασανισμένους και με τιμωρητική διάθεση πρόσφυγες, ώστε να αποκτήσουν οι ένστολοι αυριανοί πολιτικοί της παράταξης εκλογική πελατεία; Ότι ο πρόεδρος του στρατοδικείου Οθωναίος πετούσε εύκολα εκτός αίθουσας κατηγορούμενους «δι’ ασέβειαν προς το δικαστήριον»; Ότι οι κατηγορούμενοι εμποδίστηκαν να χρησιμοποιήσουν προς υπεράσπισή τους διπλωματικά έγγραφα «ίνα μη έλθωσιν εις το φως απόρρητα του κράτους»; Ότι όλες οι δικονομικές ενστάσεις απορρίπτονταν χωρίς εξέταση του βασίμου τους, επειδή η λεγόμενη «Επανάστασις» είχε αποφασίσει αυτές να κρίνονται με βάση της ιδέα της ουσιαστικής Δικαιοσύνης; Ότι, κατά το κατηγορητήριο, οι υπόδικοι δεν φρόντισαν να πάρουν από τους Ιταλούς τα Δωδεκάνησα, τα οποία ωστόσο η Ιταλία δεν απέκτησε τότε –ώστε να μπορεί να μας τα παραχωρήσει– αφού δεν επικυρώθηκε από κανέναν η Συνθήκη των Σεβρών; Το ότι δεν φρόντισαν να πάρουν τη Βόρειο Ήπειρο, την προσπάθεια για στρατιωτική κατάληψη της οποίας είχε επισήμως εγκαταλείψει ήδη από τις αρχές του 1920 η κυβέρνηση Βενιζέλου; Ή το ότι δεν επέδειξαν, όταν όφειλαν σύμφωνα με το κατηγορητήριο, συμβιβαστική διάθεση, μολονότι την αδιαλλαξία και τον μαξιμαλισμό τα υποστήριζε ολόκληρη η ελληνική Βουλή; Σε ένα θα σταθώ.
Το βασικότερο σημείο το κατηγορητηρίου δεν ήταν πως οι τότε κατηγορούμενοι αποφάσισαν –σύμφωνα με την προεκλογική τους δέσμευση– τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για επαναφορά στον θρόνο του του δημοφιλούς, λαολάτρευτου κατά το κατηγορητήριο, πλην γερμανόφιλου βασιλιά Κωνσταντίνου. Είναι ότι δεν αποφάσισαν τη ματαίωση του δημοψηφίσματος, που είχε προκηρυχθεί για την 22α Νοεμβρίου 1920, μολονότι 36 ώρες νωρίτερα, το βράδυ της 20ής Νοεμβρίου, οι πρέσβεις των νικητριών του πολέμου δυνάμεων υπέβαλαν στην ελληνική κυβέρνηση Ράλλη νότα, σύμφωνα προς την οποία η παλινόρθωση του γερμανόφιλου άνακτα θα έστρεφε κατά της Ελλάδας τις χώρες τους. Αυτό που είναι σήμερα, ωστόσο, ελάχιστα γνωστό είναι πως εκ των οκτώ κατηγορουμένων –γιατί η λεγόμενη Δίκη των Έξι ήταν δίκη των οκτώ, απλώς δύο καταδικάστηκαν σε ισόβια– οι επτά δεν ήταν μέλη της κυβέρνησης η οποία αρνήθηκε, προς εθνική βλάβη κατά το κατηγορητήριο, να συμμορφωθεί με της αξίωση των Δυνάμεων. Πλην όμως, σύμφωνα με τον συνταγματάρχη Καλογερά, μέλος της υπό τον Πάγκαλο τριμελούς ανακριτικής επιτροπής που συνέταξε το κατηγορητήριο, η εκ των υστέρων ανάληψη υπουργικών καθηκόντων σε άλλες κυβερνήσεις και υπό άλλους πρωθυπουργούς, καθιστούσε τους υπόδικους –αυτός ήταν ο νομικός κανιβαλισμός– αναδρομικά υπεύθυνους για την επιλογή αυτής της κυβέρνησης, στην οποία δεν μετείχαν.
Πάγκαλος και Παπούλας
Να προσθέσω και δύο ακόμη στοιχεία, της μικρής μεν ιστορίας, πλην χαρακτηριστικά του συντελεσθέντος δικαστικού φόνου:
Πρώτον, είναι πασίγνωστο πως ο βασικός παράγων που οδήγησε στις εκτελέσεις υπήρξε ο στρατηγός Πάγκαλος. Θεσμικά, ως πρόεδρος της ανακριτικής επιτροπής που συνέταξε το κατηγορητήριο (το οποίο περιελάμβανε και ύβρεις κατά των κατηγορουμένων) και εξωθεσμικά διά ισχυρότατων παρασκηνιακών πιέσεων, τόσο προς την ηγεσία της «Επανάστασης» όσο και προς τα μέλη του στρατοδικείου. Ωστόσο, ο Πάγκαλος είχε ισχυρούς προσωπικούς λόγους να μισεί τον αρχιστράτηγο Χατζηανέστη. Ο τελευταίος, δέκα χρόνια νωρίτερα, στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο, είχε ζητήσει δύο φορές τη δίωξη του νεαρού τότε υπολοχαγού, μια διότι συγκάλυψε βιασμούς μουσουλμανίδων από έλληνες στρατιώτες αλλά κυρίως μια άλλη, ως εγκληματία πολέμου, διότι φρόντισε για την εκτέλεση όλων των συλληφθέντων τουρκαλβανών χωρικών που με γκράδες και άλλα πρωτόγονα όπλα είχαν αντισταθεί στον προελαύνοντα ελληνικό στρατό. Και τους είχε εκτελέσει με το ίδιο ακριβώς σκεπτικό με το οποίο, το 1941, οι Γερμανοί εκτέλεσαν στην Κρήτη, πρωτίστως στην Κάνδανο, τους Έλληνες που αντιστάθηκαν κατά των εισβολέων: πως το Δίκαιο του Πολέμου δεν επιτρέπει τη συμμετοχή αμάχων στις εχθροπραξίες μεταξύ εμπόλεμων κρατών.
Αλλά και ο πρώτος μάρτυρας κατηγορίας, στρατηγός Παπούλας, είχε προσωπικά με τον πρωθυπουργό Γούναρη, γιατί ο στρατηγός Βίκτωρ Δούσμανης του είχε μεταφέρει τους ακραία απαξιωτικούς και προσβλητικούς χαρακτηρισμούς με τους οποίους ο τότε πρωθυπουργός «έλουζε» τον τότε αρχιστράτηγο στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, προφανώς και δεν εκπλήσσει το ανεξίτηλο πολιτικό αποτύπωμα που άφησε στη δημόσια ζωή της χώρας αυτός ο δικαστικός φόνος. Όλες οι αναθερμάνσεις του Εθνικού Διχασμού στον Μεσοπόλεμο συνδέονταν με κάποια αναφορά στη Δίκη των Έξι ή με κάποιον πρωταγωνιστή ή παράγοντά της. Κυρίως όμως η δίκη αυτή οδήγησε, 13 ολόκληρα χρόνια αργότερα, σε έναν αντίρροπο δικαστικό φόνο, από την αντιβενιζελική παράταξη αυτή τη φορά, η οποία οδήγησε στο εκτελεστικό απόσπασμα στρατηγούς που είχαν συμβάλει με τις καταθέσεις τους στην καταδίκη των πολιτικών ηγετών της περιόδου 1920-22, καθώς και του τελευταίου αρχιστράτηγου της ήττας. Ο κύκλος του αίματος ήταν πολύ δύσκολο να κλείσει, όπως συνέβη και στη μετά το 1944 πολιτική περίοδο του τόπου.
Από όλο αυτό το πολιτικοδικαστικό δράμα που προσπάθησα να προσεγγίσω, τι συνάγεται (πέραν της ανάγκης αναστοχασμού, κριτικής και αυτοκριτικής θεώρησης του παρελθόντος μας); Νομίζω, πρώτον, η ανάγκη να τιθασευτεί και να περιοριστεί ο φανατισμός στην εσωτερική πολιτική ζωή της χώρας, οι αλλόγνωμοι, οι φορείς άλλων απόψεων, άλλων εκτιμήσεων για την επιδίωξη του εθνικά ωφέλιμου ή και άλλων συμφερόντων ακόμη, να μην προσεγγίζονται ως ξενοκίνητοι πολιτικοί προδότες, όπως δυστυχώς και το 2012 κάποιοι έκαναν. Και δεύτερον, στην εξωτερική πολιτική ο πραγματισμός, ο συμβιβασμός με τα άκαμπτα δεδομένα της γεωγραφίας και η λελογισμένη μετριοπάθεια να μην επιτρέπουν να κατισχύει ο αυτοτροφοδοτούμενος μαξιμαλισμός, ο οποίος και η δική μας ιστορία και αυτή άλλων χωρών, περισσότερο ή λιγότερο γειτονικών μας, έχει δείξει πως δεν αποκλείεται να παραγάγει αποτελέσματα αντίθετα των επιδιωκομένων.
Η κουλτούρα της εθνικής συνοχής και αμοιβαίας ανοχής, όποιες και αν είναι οι θεμιτές διαφωνίες μας, πρέπει να κατισχύει, για να μη ζήσουμε και άλλες περιόδους παρατεταμένων εμφυλίων πολέμων, έστω και χαμηλής σχετικά έντασης όπως ο Εθνικός Διχασμός. Και κυρίως, οι θεσμοί του κράτους πρέπει να λειτουργούν απροκατάληπτα, νηφάλια και ουδέποτε με διωκτική νοοτροπία για τους πολιτικούς αντίπαλους.
Κλείνοντας, παραθέτω αυτό που ο Ουίνστον Τσώρτσιλ κατέγραψε στα πολεμικά απομνημονεύματά του, ότι «είναι απορίας άξιο πώς οι Έλληνες επιβίωσαν με όσα τους έκαναν και [κυρίως] με όσα οι ίδιοι έκαναν στους εαυτούς τους».
*To κείμενο αυτό του καθηγητή Θανάση Διαμαντόπουλου είναι επανεπεξεργασμένη μορφή της ομιλίας του στην ημερίδα της Πολεμικής Αεροπορίας για το δραματικό 1922, που οργανώθηκε στις 8 Ιουνίου υπό την αιγίδα του αρχηγού ΓΕΑ. Μεταξύ άλλων, μίλησαν ο Πέτρος Ευθυμίου και οι καθηγητές Θανάσης Διαμαντόπουλος, Άγγελος Συρίγος και Ευάνθης Χατζηβασιλείου.