Ένα βιβλίο ημερολογίου της γερμανικής επανένωσης γράφεται από έναν εκ των πρωταγωνιστών της διαπραγμάτευσης, το 1991, ένα χρόνο μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών. Εξαιτίας της απίστευτης –για τα μέτρα της εποχής– ειλικρίνειας του συντάκτη, οι 329 μέρες του Χορστ Τέλτσικ, συμβούλου του καγκελάριου Χέλμουτ Κολ, θεωρείται ότι έχουν συμπεριλάβει την «αλήθεια ώς την τελευταία λέξη». Τριάντα τρία χρόνια μετά, ο καθηγητής Μίχαελ Γκέλερ πείθει τον Τέλτσικ να εκδώσουν ολόκληρο το ημερολόγιό του – που το 1991 είχε κυκλοφορήσει με περικοπές. Το εγχείρημα χρηματοδοτείται από το Ίδρυμα Χέλμουτ Κολ. Αλλά η νέα έκδοση του ημερολογίου των 329 ημερών από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου 1989, ώς τη γερμανική επανένωση στις 3 Οκτωβρίου 1990, δείχνει ότι «το μηχανοστάσιο της επανένωσης» ήταν μια γερμανική μηχανή εξουσίας. Μια τέτοια μηχανή αποδεικνύεται η καγκελαρία και όχι απλά το λογισμικό ενός δρόμου στρωμένου με καλές προθέσεις προς ένα πανευρωπαϊκό καθεστώς ειρήνης και συνεργασίας.
Μια γερμανική μηχανή εξουσίας: με υπολογισμούς για τις εσωτερικές πολιτικές ισορροπίες, με πολύ χρήμα διαθέσιμο για τις κυβερνήσεις της Ανατολικής Ευρώπης και την ΕΣΣΔ και με εμμονή να μην εξισωθεί η επανένωση με συνθήκη ειρήνης (κάτι που αν συνέβαινε θα σήμαινε την ανάγκη μεγάλων ποσών για πληρωμές σε πολεμικές αποζημιώσεις).
Το λουρί θα κοπεί
«Το 1988, ο Γκορμπατσώφ είχε καταλήξει πλέον στο συμπέρασμα ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αποτελούσαν ένα ρίσκο και όχι ένα κεφάλαιο για την περεστρόικα», γράφει ο καθηγητής Βλάντισλαβ Ζούμποκ στο μνημειώδες έργο, Κατάρρευση: Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, την πρώτη εργασία ο συντάκτης της οποίας, βασιζόμενος σε εσωτερικά έγγραφα της σοβιετικής γραφειοκρατίας, καταπιάνεται με τους οικονομικούς μηχανισμούς που οδήγησαν στην κατάρρευση της ΕΣΣΔ. Τον Οκτώβριο του 1988, ο Γκεόργκι Σαχναζάροφ, ένας άνθρωπος που έμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του πλάι στον Γκορμπατσόφ, προειδοποίησε τον σοβιετικό ηγέτη ότι «οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης είχαν γίνει απόλυτα εξαρτημένες από τις τράπεζες της Δύσης και τα πολιτικά καθεστώτα τους βρίσκονταν στο κατώφλι μιας αλλαγής». «Μια αλυσιδωτή κρίση χρέους στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και αλλού βρισκόταν επί θύραις. Μερικές από αυτές τις χώρες βρίσκονταν στο χείλος της στάσης πληρωμών»[1]. O Σαχναζάροφ, με τον, επίσης μυστικοσύμβουλο του Γκορμπατσόφ, Τσερνάγιεφ, χαρακτήριζαν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης «παράσιτα» στο σώμα της Σοβιετικής Ένωσης.
Τέσσερις μήνες αργότερα ,τον Φεβρουάριο του 1989, ο Αλεξάντρ Γιάκοβλεφ, μέλος του Π.Γ. του ΚΚΣΕ, αφού στράφηκε σε ακαδημαϊκούς και μίλησε μαζί τους. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα καθεστώτα στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης θα επιβίωναν μόνο σε συνεργασία με την αντιπολίτευση. Γράφει ο Ζούμποκ:
Σε ό,τι αφορά την οικονομική σφαίρα, η έκθεση Γιάκοβλεφ σοφά κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ούτε μπορούσε ούτε ήταν σε θέση να εμποδίσει τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης να στραφούν στη Δύση. [...] Ο Γκορμπατσόφ εκμυστηρεύθηκε στο Πολιτμπιρό ότι η ΕΣΣΔ δεν είχε χρόνο. Το καθεστώς της Ανατολικής Ευρώπης έχει διαρκέσει τόσο πολύ διότι κάποιοι μέσα στο [ανατολικό] μπλοκ δεν ξέρουν πώς θα αντιδράσει η ΕΣΣΔ στην αργή διάλυση της σφαίρας επιρροής της. Και [ο Γκορμπατσόφ] κατέληξε: «Δεν ξέρουν ακόμα ότι, αν τραβήξουν με δύναμη, το λουρί αυτό θα κοπεί».[2]

Bundesbildstelle / Presseund Informationsamt der Bundesregierung
15 Ιουλίου 1990, Μόσχα, Ρωσία. Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ συζητά για τη γερμανική ενοποίηση με τον υπουργό Εξωτερικών της Γερμανίας Χανς-Ντίτριχ Γκένσερ και τον καγκελάριο Χέλμουτ Κολ. Η φωτογραφία αυτή δημοσιεύτηκε και στο εξώφυλλο της έκδοσης του 1993 του βιβλίου του Χορστ Τέλτσικ.
Στο μάτι του κυκλώνα
Η προσέγγιση των οικονομιών της Ανατολικής Ευρώπης στο χείλος της στάσης πληρωμών συνέπιπτε με την εθνική αφύπνιση ιδιαίτερα των μικρότερων εθνοτήτων της ΕΣΣΔ στις χώρες της Βαλτικής αλλά και με την αδυναμία του κεντρικού σχεδιασμού στην ίδια την ΕΣΣΔ να ανταποκριθεί στοιχειωδώς στις ανάγκες ζήτησης του πληθυσμού για προϊόντα, μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας από το κρατικό κέντρο εργοστασίων και μεγάλων αγροτικών μονάδων την οποία είχε ευνοήσει η πολιτική του Γκορμπατσόφ. Οι πρώτες εθνικιστικές διαδηλώσεις φοιτητών είχαν γίνει στο Καζακστάν ήδη το 1986. Τον Οκτώβριο του 1988 φούντωσε η αντιπαράθεση Αζέρων και Αρμενίων για το Ναγκόρνο Καραμπάχ. Ήδη το 1988, τα κομμουνιστικά κόμματα στη Λιθουανία και στη Λετονία παραμέρισαν την «παλιά φρουρά» και ανέδειξαν στην τοπική εξουσία στελέχη με λιθουανική και λετονική εθνική συνείδηση. Όταν, τον Νοέμβριο του 1988, κάποια συντηρητικά στελέχη του ΚΚΣΕ επισκέφθηκαν τις Βαλτικές Χώρες, γύρισαν στη Μόσχα τρομοκρατημένα. Ο τότε επικεφαλής της KGB, Βίκτορ Τσεμπρικόφ, έβγαλε το συμπέρασμα ότι οι εκπρόσωποι των βαλτικών δημοκρατιών δεν θα ήταν ικανοποιημένοι με «οποιαδήποτε συμβιβαστική πρόταση». Παρ’ όλα αυτά, όταν το μέλος του ΠΓ του ΚΚΣΕ, Ανατόλι Λουκιάνοφ, πρότεινε την αναθεώρηση του Συντάγματος ώστε να μην είναι καμία δημοκρατία σε θέση να αποχωρήσει από την Ένωση, ο Γκορμπατσόφ και οι σύμβουλοί του εναντιώθηκαν στην ιδέα. Στα τέλη του 1988, οι συνεργάτες του Γκορμπατσόφ ανέθεσαν σε δύο ειδικούς να ετοιμάσουν ιδέες για μια συνταγματική αναθεώρηση. Η ιδέα τους ήταν ότι η νέα Ένωση θα μπορούσε να γίνει Ομοσπονδία αν ενισχυόταν το κέντρο. Οι δύο ακαδημαϊκοί κλήθηκαν στην παλιά πλατεία της Μόσχας, στα γραφεία του κόμματος, για να εξηγήσουν την ιδέα τους. Ένας εκπρόσωπος της ηγεσίας τους είπε ότι το σχέδιό τους ήταν αντίθετο στην κομματική γραμμή: «χρειαζόμαστε ισχυρό κέντρο αλλά και ισχυρές δημοκρατίες», διευκρίνισε. Οι δύο ειδικοί απάντησαν ότι το ένα αποκλείει το άλλο. Ισχυρότερες δημοκρατίες θα σήμαιναν συνομοσπονδία και διάλυση. Έφυγαν από τα γραφεία του κόμματος κουνώντας το κεφάλι τους: «Δεν καταλαβαίνουν τίποτα»[3].
Στην τελευταία σύνοδο της ΚΟΜΕΚΟΝ στο Βουκουρέστι, ο Γκορμπατσόφ κάνει σαφές στους συντρόφους του ηγέτες των άλλων χωρών-μελών του ανατολικού συνασπισμού ότι ο καθένας όφειλε να αναλάβει το βάρος που του αναλογεί επειδή η Μόσχα είχε αρκετά δικά της προβλήματα να λύσει ώστε να ασχοληθεί και με τις παραπαίουσες οικονομίες της Ανατολικής Ευρώπης.
Εσωτερικά, όπως γράφει ο Ζούμποφ, ο Γκορμπατσόφ είχε εξηγήσει στα μέλη του Π.Γ. ότι «την Ανατολική Ευρώπη θα την αναλάβει η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα». Έτσι και έγινε.
Η Ουγγαρία
Και στις δύο εκδόσεις του ημερολογίου του, ο Τέλτσικ δείχνει χωρίς περιστροφές ότι η πρώτη χώρα που πλησίασε τη Βόννη για οικονομική βοήθεια ήταν η Ουγγαρία. Η ουγγρική ηγεσία είχε πολύ καλή εσωτερική πληροφόρηση για την πραγματική κατάσταση της ΛΔ της Γερμανίας ήδη από το 1985, όταν το μέλος του Π.Γ. Κόνι Νάουμαν είχε προσπαθήσει να ανατρέψει τον Χόνεκερ χωρίς επιτυχία[4].
Στις 329 ημέρες που είχαν κυκλοφορήσει το 1991, ο Τέλτσικ σκιαγραφεί μια πολύ εμπιστευτική σχέση του με τον τότε πρωθυπουργό της Ουγγαρίας, Μίκλος Νέμεθ (αργότερα η Βόννη τον βοήθησε να γίνει αντιπρόεδρος της Τράπεζας για την Ανατολική Ευρώπη), και τον υπουργό Εξωτερικών, Γκιούλα Χορν. Η σχέση αυτή, τον Αύγουστο του 1989, καταλήγει στο άνοιγμα των συνόρων με την Αυστρία, έπειτα από μια κατασκήνωση που οργάνωσε για να διευκολύνει τη φυγή των Ανατολικογερμανών προς την Αυστρία ο Ίμρε Πόζγκαϊ, ο τρίτος, μετά τους Νέμεθ και Χορν, της μεταρρυθμιστικής παρέας της Βουδαπέστης. Ο μεταρρυθμιστής πρωθυπουργό Μίκλος Νέμεθ είχε ενημερώσει προηγουμένως για την απόφαση αυτή τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, που δεν φάνηκε να διαφωνεί.
«Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 ήταν φανερό ότι, απ’ όλες τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, μπορούσαμε πιο εύκολα να μιλήσουμε με τους Ούγγρους», λέει ο Τέλτσικ σε μια συνομιλία του με τον Γκέλερ, στο τέταρτο και τελευταίο μέρος της νέας έκδοσης του ημερολογίου των 329 ημερών. «Το πρόβλημα της Ουγγαρίας ήταν το πρόβλημα όλων των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας: ήταν χρεοκοπημένη. [Οι ηγέτες της] χρειάζονταν επειγόντως δανεικά. Από τον Γκορμπατσόφ, τα χρήματα είχαν κοπεί. Τους το είχε πει καθαρά και ξάστερα. Υπήρχε λοιπόν η προσδοκία ότι θα βοηθούσε η πλούσια Δύση»[5]
Οι σχέσεις του Κολ με την Ουγγαρία χρονολογούνται αμέσως μετά την άνοδό του στην εξουσία, το 1985, ενώ ο Γιάννος Κάνταρ είναι ακόμα γενικός γραμματέας του Ουγγρικού Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος (δηλαδή του κομμουνιστικού κόμματος). Ο Κάνταρ έφυγε το 1988, ένα χρόνο πριν πεθάνει, και την πρώτη επίσκεψη στο διάδοχό του έκαναν ο Τέλτσικ και ο εκπρόσωπος της Ντόιτσε Μπανκ, Άλφρεντ Χερενχάουζεν. «Από τότε, η Ουγγαρία ήταν πάντα πρόθυμη να μας παράσχει ανταλλάγματα έναντι της δικής μας οικονομικής βοήθειας», λέει ο Τέλτσικ σε μια συνέντευξή του στον Γκέλερ, στο τελευταίο μέρος της νέας εκδοχής του ημερολογίου του. Πριν ανοίξει η Ουγγαρία τα σύνορά της με την Αυστρία, είχε δεσμευθεί ότι δεν θα παρέδιδε τους Γερμανούς που κατέφευγαν κατά εκατοντάδες στη δυτικογερμανική πρεσβεία της Βουδαπέστης. Λίγους μήνες πιο πριν, η Ουγγαρία είχε υπογράψει ως μόνο μέλος του συμφώνου της Βαρσοβίας τη συνθήκη της Γενεύης για την προστασία όσων ζητούσαν άσυλο.
Το 1991, όταν είχε κυκλοφορήσει η πρώτη εκδοχή των 329 ημερών, ο Τέλτσικ έκρινε ότι δεν ήταν σκόπιμο να αναφερθεί σε αυτές τις λεπτομέρειες. Αργότερα, αμέσως μετά το άνοιγμα των συνόρων με την Αυστρία, η Βόννη έδωσε στους μεταρρυθμιστές της Βουδαπέστης δάνειο 1 δισ. γερμανικών μάρκων, ενώ, στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων 2+4 για τη διαμόρφωση των διεθνών πτυχών της γερμανικής επανένωσης, η Ουγγαρία έδινε σταθερά πληροφορίες στη δυτικογερμανική κυβέρνηση για το πώς εξελίσσονταν οι συζητήσεις στον ανατολικοευρωπαϊκό κόσμο ως προς το γερμανικό πρόβλημα.
Tα εσωτερικά προβλήματα του κυβερνητικού συνασπισμού
Ο μεγαλύτερος αντίπαλος του Τέλτσικ δεν ήταν άλλος από τον πανίσχυρο υπουργό Εξωτερικών του Κολ, Χανς Ντίτριχ Γκένσερ. Ο Γκένσερ είχε δικές του απόψεις και για την ανάγκη γρήγορης δέσμευσης απέναντι στην Πολωνία για την αναγνώριση των συνόρων στη γραμμή Όντερ - Νάισε και για την ανάγκη να μείνει η Ανατολική Γερμανία εκτός ΝΑΤΟ. Ο Κολ δεν συζητούσε κάτι από τα δύο. Έτσι, αποφάσισε να στείλει τον Τέλτσικ να συμφωνήσει με τους Αμερικανούς πίσω από την πλάτη του Γκένσερ και να καθυστερήσει επί μήνες την αναγνώριση των γερμανοπολωνικών συνόρων για να μη δυσαρεστήσει τις οργανώσεις των Γερμανών της Πολωνίας, που είχαν καταφύγει στη Γερμανία μετά το 1945 και υποστήριζαν το κόμμα του, τους χριστιανοδημοκράτες. Στη νέα εκδοχή του βιβλίου του, ο Τέλτσικ εκμυστηρεύεται ότι ένας από τους σημαντικότερους λόγους για τους οποίους ο Κολ παρουσίασε το Πρόγραμμα των «10 σημείων» για τη Γερμανική Επανένωση ήταν και το συνέδριο του κόμματός του, όπου μια πανίσχυρη τετράδα συνεργατών του σχεδίαζε να τον ανατρέψει. Ο λόγος με τα «10 σημεία» οδήγησε τον Κολ σε κοινοβουλευτικό θρίαμβο. Ο Βίλι Μπραντ και άλλοι σοσιαλδημοκράτες επικρότησαν την ιδέα μιας γρήγορης διαδικασίας ενοποίησης των δύο Γερμανιών, μάλιστα εναντίον της γραμμής του κόμματός τους, και οι χριστιανοδημοκράτες που πριν ο Κολ παρουσιάσει το σχέδιο των «10 σημείων» προετοίμαζαν την αποκαθήλωσή του, απλώς αποσύρθηκαν από τη σκηνή. Ακόμα και στενοί τους συνεργάτες, μάλιστα, όπως ο υπουργός Καγκελαρίας Ρούντι Ζάιτερς, ζήτησαν από τον Τέλτσικ να απαλείψει την τελευταία στιγμή την πρόνοια για συνομοσπονδία των δύο γερμανικών κρατών που, κατά το σχέδιο, θα οδηγούσε αργότερα στη γερμανική επανένωση, για να εισπράξει την απάντηση ότι όλη η ουσία του σχεδίου συνίσταται σε αυτό το σημείο, στη συνομοσπονδία. Ούτε ο Γκένσερ, που στο σημείο αυτό είχε αντιρρήσεις, βρήκε κάτι να πει μετά την παρουσίασή του: ο Κολ «είχε αρπάξει την ιστορία από το παλτό της», όπως συνήθιζε να λέει επαναλαμβάνοντας την αγαπημένη φράση του Μπίσμαρκ.
Η σχέση με την ΕΣΣΔ
Οι πιο δραματικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις δύο εκδοχές του ημερολογίου του Χορστ Τέλτσικ εμφανίζονται στην περιγραφή της διαπραγμάτευσης της ομάδας Κολ με την τότε σοβιετική ηγεσία, σε σχέση με τα όρια της δικαιοδοσίας της βορειοατλαντικής συμμαχίας, με τη δυνατότητα εγκατάστασης πυρηνικών όπλων στα εδάφη της πρώην Ανατολικής Γερμανίας και με τα οικονομικά ανταλλάγματα που πήρε η σοβιετική ηγεσία για να στηρίξει την παραπαίουσα οικονομία της, προκειμένου να μην προβάλει βέτο στα γερμανικά αιτήματα. Και σ’ αυτή την περίπτωση, η Γερμανία ακολούθησε όσα είχε ήδη δοκιμάσει στην περίπτωση της ΛΔ της Γερμανίας, που ζούσε με δυτικογερμανικά δάνεια ολόκληρη τη δεκαετία του 1980, αλλά και της ΛΔ της Ουγγαρίας.
Η κρίσιμη ημερομηνία ήταν η 13η Μαΐου 1990. Ένα εξάμηνο μετά την πτώση του Τείχους, ο Τέλτσικ είχε δύο ασυνήθιστους συνταξιδιώτες καθ’ οδόν προς τη Μόσχα: τον επικεφαλής της Ντρέσντερ Μπανκ, Μάνφρεντ Ρέλερ, και τον επικεφαλής της Ντόιτσε Μπανκ, Χίλμαρ Κόπερ. Μέσω του πρέσβη της, Κβιτσίνσκι, στη Βόννη, η ΕΣΣΔ είχε ζητήσει οικονομική βοήθεια για να μη χρεοκοπήσει. Ο Κόπερ είχε υπολογίσει πριν από το ταξίδι ότι το 40% του εξωτερικού χρέους της ΕΣΣΔ (52 δισ. δολάρια) έπρεπε να πληρωθεί την επόμενη διετία. Τα συναλλαγματικά διαθέσιμα της χώρας ήταν 15 δισ. δολάρια. Πριν από το ταξίδι, οι δύο τραπεζίτες είχαν ζητήσει από τους Σοβιετικούς όλες τις λεπτομέρειες για τη δομή του χρέους τους και για το χρόνο ωρίμανσής του, καθώς και το σύνολο της αξίας των εξαγωγών και των εισαγωγών σε σκληρό νόμισμα. Οι λεπτομέρειες αυτές, 7-8 γραμμές κειμένου, λείπουν από την πρώτη έκδοση των 329 ημερών. Υπάρχει όμως η επισήμανση ότι η Μόσχα ζητούσε, μέσω του υπουργού Εξωτερικών Έντβαρντ Σεβαρντνάντζε, ένα «επείγον δάνειο ύψους 20 δισ. δολαρίων»[6].
Μόλις ο Τέλτσικ στη Μόσχα, μαζί με τους δύο τραπεζίτες, συναντά τον πρωθυπουργό της ΕΣΣΔ, Ριζκόφ. Είναι 14 Μαΐου 1990. Το ταξίδι έχει γίνει με κυβερνητικό αεροπλάνο από το στρατιωτικό αεροδρόμιο της Κολωνίας για να κρατηθεί μυστικό. Η συνομιλία των απεσταλμένων του Κολ με τον Ριζκόφ είναι δραματική. Στο πρώτο βιβλίο περιγράφεται σε γενικές, πολύ γενικές γραμμές. Ο Ριζκόφ μιλάει στους Γερμανούς για τις συναλλαγματικές δυσκολίες της ΕΣΣΔ. Η κυβέρνησή της έχει λαμβάνειν από επιχειρήσεις και δημοκρατίες 82 δισ. δολάρια, αλλά δεν ξέρει πότε και αν θα τα εισπράξει. Γι’ αυτό «σκοτώνει» πουλώντας φτηνά τις εξαγωγές της (πετρέλαιο, αέριο) ώστε να μπορέσει να διατηρηθεί πάνω από το νερό και να μην πνιγεί στα χρέη. Ενόψει κατάρρευσης της διεύθυνσης των κρατικών αγροκτημάτων, η χώρα πρέπει να αγοράσει σιτηρά από το εξωτερικό αξίας 4 δισ. ρουβλίων (4 δισ. μάρκων ή περίπου 2 δισ. ευρώ). Οι σοβιετικοί ηγέτες, προειδοποιεί ο Ριζκόφ, πρέπει να κάνουν πίσω στις μεταρρυθμίσεις και να γυρίσουν στο σύστημα του 1985, κρατώντας με μαζικές εισαγωγές αγαθών το βιοτικό επίπεδο. Στη συνέχεια, ο σοβιετικός πρωθυπουργός «βγάζει τη γάτα απ’ το σάκο»: «Χρειαζόμαστε ένα δάνειο χωρίς όρους ύψους 1,5 δισ. ρουβλίων, καθώς και ένα μακροχρόνιο δάνειο από 1 έως 15 δισ. ρούβλια με ευνοϊκούς όρους, 10ετή ώς 15ετή περίοδο αποπληρωμής και 10ετή περίοδο χάριτος»[7].
H συζήτηση διευρύνεται με τη συμμετοχή και άλλων σοβιετικών αξιωματούχων (Σιταριάν και Μοσκόβσκι), που διαβεβαιώνουν τους Γερμανούς ότι θα τιμήσουν τις υποχρεώσεις τους προς τις ξένες τράπεζες παραμελώντας τον ανεφοδιασμό της αγοράς με είδη πρώτης ανάγκης, ότι δηλαδή θα πληρώσουν τις τράπεζες που τους έχουν δανείσει εις βάρος των αναγκών του πληθυσμού. Ο Μοσκόβσκι παραδέχεται ότι βρίσκονται σε έναν φαύλο κύκλο. Πριν από την επίσκεψη των τριών γερμανών συνομιλητών του στη Μόσχα, η ΕΣΣΔ είχε καταφέρει να πάρει ένα δάνειο από το Κουβέιτ, που το ξόδεψε σε ένα μήνα σε εισαγωγές ειδών πρώτης ανάγκης. Ο Μοσκόβσκι δεσμεύεται ότι με το δάνειο που θα πάρουν από τους Γερμανούς, οι Σοβιετικοί θα πληρώσουν κατά προτεραιότητα γερμανούς προμηθευτές.
Οι δύο τραπεζίτες ζητάνε να δουν τον κατάλογο των πιστωτών της ΕΣΣΔ. Στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας με 6 δισ. δολάρια, ακολουθεί η Ιαπωνία με 5,2 δισ., στην τρίτη θέση είναι η Ιταλία με 4,3 δισ., τέταρτη είναι η Γαλλία με 3,1 δισ., Πέμπτη είναι η Αυστρία με 2,6 δισ. και έβδομη η Μεγάλη Βρετανία με 1,5 δισ. Οι Γερμανοί έχουν πάρει τα στοιχεία που ήθελαν. Είναι η ώρα να δουν τον Γκορμπατσόφ.
Στη διάρκεια αυτής της συζήτησης που ακολουθεί με τον σοβιετικό ηγέτη, ο Τέλτσικ προτείνει μια συνάντηση Κολ - Γκορμπατσόφ στον Καύκασο, προκειμένου οι δύο χώρες να συνάψουν μια συμφωνία συνεργασίας και μη επίθεσης. Ο Γκορμπατσόφ δέχεται με χαρά και βυθίζεται στην κουβέντα με τους δύο τραπεζίτες. Την επόμενη μέρα εγκρίνεται από το υπουργικό συμβούλιο η νομισματική ένωση των δύο Γερμανιών και η εισαγωγή, από την 1η/7/1990, του γερμανικού μάρκου στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Μετά το υπουργικό συμβούλιο, ο Κολ, αφού ενημερωθεί για τις συνομιλίες της Μόσχας, δίνει εντολή να ετοιμαστεί ένα δάνειο 5 δισ. για τις ανάγκες της ΕΣΣΔ. Στις 17 Μαΐου, ο Τέλτσικ ενημερώνει την αμερικανική ηγεσία, τον (πατέρα) Τζορτζ Μπους. O αμερικανός Πρόεδρος δεν επιθυμεί «να βάλει το χέρι στην τσέπη» εξαιτίας των γεγονότων στη Λιθουανία. Ο Κολ του απαντά ότι «οι Λιθουανοί απολαμβάνουν της συμπάθειάς του, αλλά δεν μπορούν να καθορίζουν την πολιτική της Δύσης». Οι δύο ηγέτες συμφωνούν ότι είναι «δικαίωμα της κάθε χώρας να επιλέγει τη συμμαχία στην οποία θα ανήκει», απορρίπτοντας την ιδέα κάποιων στη Μόσχα να εκμεταλλευτούν την περίσταση, ωθώντας τη Γερμανία προς την ουδετερότητα.
Στις 15 Ιουλίου 1990, ο Κολ επισκέπτεται για τελευταία φορά πριν από την επανένωση τη Μόσχα (και μετά πηγαίνει στον Καύκασο). Στη διάρκεια της επίσκεψης αυτής, ο Γκορμπατσόφ συμφωνεί με τη γερμανική επανένωση και δεν προβάλλει προσκόμματα στη γερμανική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, με την προϋπόθεση ότι, όσο σταθμεύουν σοβιετικά στρατεύματα στη ΛΔ της Γερμανίας, μονάδες του γερμανικού στρατού που είναι ενσωματωμένες στη δομή της συμμαχίας δεν θα εγκατασταθούν στο έδαφος της Ανατολικής Γερμανίας. Τα σοβιετικά στρατεύματα θα παραμείνουν 3-4 χρόνια ακόμα στο έδαφος της ΛΔ της Γερμανίας. Αργότερα, ο Γκένσερ, παρουσία του Γκορμπατσόφ, διευκρινίζει ότι, μετά την αποχώρηση των σοβιετικών στρατευμάτων από τη ΛΔ της Γερμανίας, τα ΝΑΤΟϊκά στρατεύματα θα μπορέσουν να αναπτυχθούν σε αυτή. Ο Γκορμπατσόφ κουνάει το κεφάλι του καταφατικά. Προσθέτει ωστόσο ότι οι δυνάμεις αυτές δεν θα είναι σε θέση να χρησιμοποιούν πυρηνικά όπλα. Συνομολογείται συμφωνία κατά την οποία η Γερμανία θα έχει στρατό 370.000 άνδρες «Η Γερμανία», λέει, «αποκτά την κυριαρχία της και το σε ποια συμμαχία θα επιλέξει να ανήκει είναι μέρος αυτής της κυριαρχίας».
Μερικές σκέψεις
Το σύνολο των ανθρώπων που δούλεψαν στο «μηχανοστάσιο της εξουσίας» της κυβέρνησης του Χέλμουτ Κολ και ενεπλάκησαν στις συνομιλίες με τους Σοβιετικούς για το μέλλον της Γερμανίας, πήραν θέση κατά της δυτικής (δηλαδή της αμερικανικής) πολιτικής υποστήριξης της Ουκρανίας, μετά την κατάληψη της Κριμαίας και του Ντονμπάς το 2014. Ο Φρανκ Έλμπε, δεξί χέρι του Γκένσερ, ο διευθυντής του γραφείου του δηλαδή που είχε χαρακτηρισθεί ο διπλωμάτης κλειδί «για τη γερμανική επανένωση», το 2016 υπερασπίστηκε τη ρωσική πολιτική που είχε ώς το 2014 το Βερολίνο, προειδοποιώντας ότι «οι Ηνωμένες πολιτείες δεν είναι φίλος της Ευρώπης». Ο Έλμπε, όπως και ο Τέλτσικ, διαφώνησαν με την πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την κατάληψη της Κριμαίας και του Ντονμπάς – και τα επιχειρήματά τους δεν ήταν καθόλου ιδεολογικά: μια χώρα στη μέση της Ευρώπης πρέπει να κρατάει τις αποστάσεις και προς τις δύο πλευρές του τριγώνου που σχηματίζει με την Ανατολή και τη Δύση. Ο Έλμπε προέβλεψε μια πυρηνική αναμέτρηση μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας στην Ευρώπη και πρότεινε να αντιπαρατεθούν οι Ευρωπαίοι με τους Αμερικανούς όσο το δυνατόν πιο νωρίς για την ακολουθητέα πολιτική στα ανατολικά τους[8].
Η πολιτική αυτή θέση, την οποία υιοθέτησε και ο Τέλτσικ προσπαθώντας να μεσολαβήσει μεταξύ Πούτιν και Μέρκελ, δείχνει πόσο δύσκολη ήταν η μετάβαση από την περίφημη Ostpolitik –την πολιτική της προσέγγισης με το σοβιετικό καθεστώς αρχικά για να λυθεί το γερμανικό πρόβλημα και για να αμβλυνθεί η αντιπαράθεση του Ψυχρού Πολέμου– σε μια νέα πολιτική της ενωμένης πλέον Γερμανίας για την Ανατολική Ευρώπη. Ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό είχε μάθει να συναλλάσσεται «αγοράζοντας» σταδιακά κυριαρχία, χάρη στο τεράστιο ταμείο που διέθετε, διαμορφώνοντας έτσι τη νέα πραγματικότητα στην ευρωπαϊκή Ανατολή.
Αλλά, πλέον, αυτό δεν αρκεί όπως έχει διαμορφωθεί ο κόσμος τον 21ο αιώνα.
[1] Πολωνία, Ουγγαρία, Βουλγαρία, Βιετνάμ, Κούβα και Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας: βλ. Vladislav M. Zubok, Collapse, the Fall of the Soviet Union, Yale University Press, 2022, σ. 48-49.
[2] Ό.π., σ. 50.
[3] Ό.π., σ. 58-59.
[4] Σκάνδαλο στο Πολιτικό Γραφείο: https://www.youtube.com/watch?v=_5oTVv4oJHQ&t=1025s.
[5] Horst Teltschik, Die 329 Tage zur deutschen Einigung: Das vollständige Tagebuch mit Nachbetrachtungen, Rückblenden und Ausblicken, Vandenhoeck & Ruprecht, 2024, σ. 609.
[6] Horst Teltschik, 329 Tage. Innenansichten der Einigung, Siedler Verlag, 1993, σ. 230.
[7] Horst Teltschik, Die 329 Tage zur deutschen Einigung: Das vollständige Tagebuch mit Nachbetrachtungen, Rückblenden und Ausblicken, Vandenhoeck & Ruprecht, 2024, σ. 329.
[8] https://www.cicero.de/aussenpolitik/saebelrasseln-gegen-russland-herr-steinmeier-danke-fuer-dieses-klare-wort