Ο τίτλος, Σωρείτης, παραπέμπει στο αρχαίο παράδοξο του Ευβουλίδη από τη Μίλητο, σύμφωνα με το οποίο είναι αδύνατον να εντοπίσουμε τον κρίσιμο εκείνο κόκκο άμμου που θα μετέτρεπε τους μεμονωμένους κόκκους σε «σωρό». Πολύ αργότερα, ο Νεόφυτος Δούκας όριζε τον «σωρείτη» ως «ἔφοδο συλλογιστικὴ»: μία επέλαση συλλογισμών που ο ένας γεννά τον επόμενο, σε αναζήτηση μιας αλήθειας που αποδεικνύεται απρόσιτη για τη λογική. Και ο Σωρείτης του Φ.Κ.Β. συνιστά, με τη σειρά του, ένα μεταμοντέρνο παράδοξο, καθώς ισορροπεί «μεταξύ θεατρικής πρόζας, πεζού λόγου, ακόμη και πεζολογίας και ποιητικής έκφρασης» (όπως εξηγεί το σημείωμα που συνοδεύει την έκδοση) ή επίσης τρέπεται σε εξομολόγηση, αυτοβιογραφία ή μαρτυρία, χωρίς όμως να κατακτά μια σταθερή λογοτεχνική ταυτότητα. Και είναι εξίσου μία «έφοδος» συλλογισμών – ο εσωτερικός μονόλογος ενός αφηγητή, του «Φίλιππου» (σελ. ιδ΄, ν., νθ΄) που «μιλάει μονάχος» «τώρα τελευταία» (σελ. ριδ’), έρμαιο μίας ροής σκέψεων και αναμνήσεων που διαδέχονται συνειρμικά η μία την άλλη, που σωρεύονται η μία πάνω στην άλλη, χωρίς κέντρο και χωρίς τέλος, ώς την ακροτελεύτια ένδειξη του βιβλίου: «συνεχίζεται».
Και το κατεξοχήν παράδοξο: είναι ένας μονόλογος κρυπτικός και, κυρίως, πολυφωνικός. Παρά την αυστηρή αρχιτεκτονική του βιβλίου που χωρίζεται σε τρεις «στάσεις» αριθμημένες από το ια΄ ώς το ρδ΄, και παρά τις σκηνικές οδηγίες που τοποθετούν εξ αρχής τη δράση σε ένα «ημιορεινό αρκαδικό χωριό (στα σύνορα κάπου με τη Μεσσηνία)», σε ένα «άλλο σπίτι», σε «μια κωμόπολη» και στη μεταπολιτευτική «Αθήνα», η αφήγηση είναι γεμάτη άλματα στο χώρο και το χρόνο ενώ ενσωματώνει μία πληθώρα φωνών: εξιστορήσεις, στιχομυθίες και αναπολήσεις, όπως εξηγεί ο συγγραφέας, της «γιαγιάς, της μητέρας […], του άλλου παππού, […] των θείων, άλλων». Οι φωνές ανήκουν σε ζωντανούς και νεκρούς και μιλούν για τη σκληρή βιοτή στο μετεμφυλιακό επαρχιακό τοπίο σαν να εκφέρουν χρησμούς ή να ανταλλάσσουν μυστικά γύρω από βαριά οικογενειακά πένθη που μεταφέρονται από γενιά σε γενιά, όπως τον «αργό θάνατο (του πατέρα)» ή τον «πνιγμό του θείου (ναυάγιο)». Οι ψίθυροι, οι διάλογοι, οι παρεκβάσεις του ίδιου του Φ.Κ.Β. συγκροτούν ενότητες ελάχιστων γραμμών, λυρικές ή πεζολογικές, που η καθεμία μπορεί να διαβαστεί αυτόνομα σαν ένα αινιγματικό επίγραμμα, ένα ολοκληρωμένο θραύσμα. Στον Σωρείτη, μόλις μια σκέψη ή μια ανάμνηση τείνει να αποκτήσει λογική συνοχή, η στίξη παρεμβαίνει και η φράση διακόπτεται, μένει μετέωρη. Ο αφηγητής βρίσκεται διαρκώς στη θέση ενός παιδιού που αφουγκράζεται πίσω από κλειστές πόρτες τις κουβέντες των μεγάλων, θηρεύοντας μισόλογα που δεν μπορεί να κατανοήσει. Κάποτε ξεσπά σε χειμαρρώδεις διαμαρτυρίες, με μία ιερή αγανάκτηση για τον παραλογισμό της ζωής, ή καταφεύγει στο χιούμορ και την ειρωνεία. Άλλες φορές, απροειδοποίητα, διακόπτει την αφήγηση με την ένδειξη: «(γέλια)», σαν να αυτοσαρκάζεται ή να απομαγνητοφωνεί το γέλιο ενός αόρατου ακροατηρίου όπως στα σίτκομ – «γέλια» τόσο ανοίκεια όσο τα ασυγχρόνιστα γέλια που συνοδεύουν την καθημερινότητα των ανθρωπόμορφων Κουνελιών στη διαδικτυακή σειρά Rabbits του Ντέιβιντ Λιντς – τα παράδοξα εκείνα πλάσματα που περιμένουν σε ένα μικροαστικό καθαρτήριο μία μεταθανάτια δικαίωση.
Τι είναι ο εαυτός
Εντέλει ο Σωρείτης είναι η «πολυφωνική συλλογική αυτοβιογραφία» του αφηγητή (σελ. ρβ΄) αλλά και ένα Βildungsroman, το χρονικό της συναισθηματικής και υπαρξιακής διαμόρφωσής του, της ωρίμανσης και της ενήλικης συνειδητοποίησης ότι ο εαυτός δεν είναι παρά ένας σωρός από θραύσματα χωρίς λογική συνοχή ή ενότητα – ότι στον εαυτό κατοικούν οι φωνές των άλλων, των προγόνων, των εσωτερικών μας αντικειμένων, και η ζωή είναι μία ατελέσφορη προσπάθεια να τις αποκρυπτογραφήσουμε. Και ενώ οι φωνές αυτές διατηρούν στο βιβλίο το αρκαδικό ιδίωμά τους, ακόμα και την προφορά τους, δεν έχουμε, όπως στον Βαλτινό, τον Σινόπουλο ή τον Δημητρίου, τον ποιητικό ρεαλισμό και την επιστροφή στη μητρική ρίζα, στην ακατέργαστη κοινή λαλιά. Όσο πιο αυθεντική είναι η ντοπιολαλιά του Σωρείτη, τόσο πιο αποξενωμένη από τη ζωή ακούγεται, σαν μοντερνιστικό πείραμα. Και επίσης είναι ενταγμένη σε μία γραφή υψηλής απαρτίωσης, για αναγνώστες μεγάλης αντοχής, που κλυδωνίζονται ανάμεσα σε κύματα άγριας διακειμενικότητας – σε αντηχήσεις της Βίβλου, του «Ινδικού τραγουδιού», του Σεφέρη, του Σολωμού, του Τρακλ, του Καρυωτάκη, του Σαββόπουλου, του Σαχτούρη, του Γκίνσμπεργκ.
Και εφόσον ο Φ.Κ.Β. αναφέρεται στον Ρολάν Μπαρτ (σελ. μδ΄), μπορούμε να χαρακτηρίσουμε το βιβλίο του όχι απλώς «αναγνώσιμο» (lisible) αλλά «εγγράψιμο» (scriptible) – κατά τόπους αδιάβατο και με υπέρογκες απαιτήσεις από τον αναγνώστη, τον οποίο βάζει στη θέση του παιδιού που υπήρξε κάποτε ο αφηγητής, ώστε να νιώσουν και να αντέξουν μαζί τη μοναξιά και τον παραλογισμό της ορφάνιας, το θυμό που φέρνουν τα μυστικά και οι εκλογικεύσεις, και ίσως να λύσουν τους γρίφους του παρελθόντος, να μοιραστούν την εξορία και το πένθος σαν το κοινό τους πεπρωμένο.