Σύνδεση συνδρομητών

Μια επιθεώρηση για το 1821

Παρασκευή, 02 Ιουλίου 2021 20:33
Ο Δημήτρης Καραντζάς (αριστερά) και ο Φοίβος Δεληβοριάς, οι βασικοί συντελεστές της παράστασης «The 1821 - Η επιθεώρηση».
Γκέλυ Καλαμπάκα
Ο Δημήτρης Καραντζάς (αριστερά) και ο Φοίβος Δεληβοριάς, οι βασικοί συντελεστές της παράστασης «The 1821 - Η επιθεώρηση».

The 1821 - Η Επιθεώρηση, Επιθεώρηση των Φοίβου Δεληβοριά, Δημήτρη Καραντζά. Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς. Ερμηνεύουν: Μ. Παπακωνσταντίνου, Ελ. Κοκκίδου, Ν. Καραθάνος, Γ. Γάλλος, Γ. Χατζηπασχάλη, Γ. Νιάρρος, Μ. Οικονόμου, Γ. Κουκουράκης, Γ. Κλίνης, Β. Καβαλιεράτου, Π. Παπαδόπουλος. Συμμετέχουν: Λ. Φωτοπούλου, Μ. Καβογιάννη, Μ. Φριντζήλα, Χρ. Λούλης. Σκην.: Μ. Πανουργιά, Μ. Λάμπρου. Guest stars: Χρ. Λούλης (2-4/7), Μ. Φριντζήλα (9-11/7). Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη. Μουσική: Φ. Δεληβοριάς. Φωτ.: Αλ. Αναστασίου. Κατάλληλο με γονική συναίνεση για κάτω των 15 ετών. Διάρκεια: 140 λεπτά.

Μια επιθεώρηση για το 1821 από τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Δημήτρη Καραντζά. Ανανεωτική της θεατρικής φόρμας, παρεμβατική ως προς την αποτίμηση της δημιουργίας και της εξέλιξης του ελληνικού κράτους αλλά και, συχνά, παραδομένη στα κλισέ του λαϊκισμού. [ΤΒJ]

Η  επιθεώρηση είναι ένα  ελληνικό  θεατρικό είδος το  οποίο, από το δεύτερο μισό του 19ου  αιώνα έως σήμερα, με αρκετές διακυμάνσεις βέβαια, δεν λείπει από την εγχώρια σκηνή. Η  επιθεώρηση, που δημιουργήθηκε  και αναπτύχθηκε  εξαρχής  ως λαϊκό  είδος, συνδυάζει  και συναρμολογεί  στοιχεία  και χαρακτηριστικά άλλων θεατρικών  η εν γένει  καλλιτεχνικών παραστάσεων όπως  η παρλάτα, η σάτιρα, ο χορός και το τραγούδι για να συνθέσει και, τελικά, να συγκροτήσει ένα νέο υβριδικό θεατρικό δημιούργημα. Αποτελείται συνήθως από  αυτόνομα θεατρικά επεισόδια και σκετς, τα  οποία διαδέχονται το ένα το άλλο και διακόπτονται από τραγούδια που  εισάγουν το θεατή στις θεματικές τους, ή τις σχολιάζουν. Συμπεριλαμβάνει ακόμα χορογραφικές εκτελέσεις που επιχειρούν να προσδώσουν κάποια φαντασμαγορία στην όλη παράσταση. Τα  λεγόμενα «νούμερα» είναι είτε διαλογικά επεισόδια είτε παρλάτες   και, με το περιεχόμενό τους, σατιρίζουν την τρέχουσα πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα - τα τελευταία χρόνια και  την τηλεοπτική.

Η  επιθεώρηση ήταν για δεκαετίες ένα πεδίο κοινωνικής και πολιτικής κριτικής, φανερής είτε υπαινικτικής όταν απαγορευόταν η ελεύθερη έκφραση. Το είδος είχε μεγάλη υποδοχή και αποδοχή τον Μεσοπόλεμο αλλά και μεταπολεμικά. Προϊόντος του χρόνου και με την  εμφάνιση και την ανάπτυξη  άλλων τρόπων μαζικής λαϊκής   ψυχαγωγίας, η επιθεώρηση άρχισε να παρακμάζει, ξεπέφτοντας σε μια ρουτινιάρικη φαρσική και βωμολοχική μανιέρα. Όμως, κατά καιρούς, έγιναν σημαντικές απόπειρες αναβίωσης του είδους, συνάμα κριτικής και μετασχηματιστικής του, με κυριότερη προσπάθεια αυτή του Ελεύθερου Θεάτρου, η οποία και έγινε ο οδηγός για κάθε νεότερο σχετικό εγχείρημα που δεν ήταν επιφανειακό. 

Η παράσταση The 1821 - Η Επιθεώρηση, των Φοίβου  Δεληβοριά  - Δημήτρη  Καραντζά,  εγγράφεται  με σαφήνεια  στην τάση επανανάγνωσης, αναβίωσης και προσαρμογής του είδους στις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες. Προφανώς, αφορμή για τη δημιουργία της παράστασης ήταν η επέτειος των διακοσίων χρόνων από την Επανάσταση  του 1821. Οι  δύο συντελεστές της και οι αρκετοί κειμενογράφοι της, κάτω από την ομπρέλα της σημαντικής αυτής  επετείου, επιχείρησαν να θέσουν μια σειρά από θέματα και ζητήματα που γεννά το ίδιο το γεγονός του 1821, αλλά και η  σχετικά μακρά ιστορική διάρκεια  της ελληνικής κοινωνίας  μέχρι σήμερα. Με  τους τρόπους της επιθεώρησης, τα σατιρικά νούμερα, την υπερβολή συχνά, με τα βιτριολικά κείμενα και τις αντίστοιχες αναπαραστάσεις (όπως της «εθνικής Γιάννας»), με τις φαρσικές  καταστάσεις, με τις ευθείες ή και τις υπαινικτικές αναφορές, συνθέτουν ένα  σχετικά συμπαγές θεατρικό αφηγηματικό σύνολο το οποίο, παρότι μερικές φορές πλατειάζει, γίνεται εύκολα αποδεκτό και κατανοητό από το κοινό. Αναδεικνύεται  δε και προκύπτει άμεσα μια σχετικά ενιαία αντίληψη κριτικής  και αποδόμησης της  κυρίαρχης «εθνικής» αφήγησης για το 1821 και  τους  γιορτασμούς της επετείου των διακοσίων   χρόνων. Με την επιγραφή «Διακόσια χρόνια επιτυχίες», που δεσπόζει στην κεντρική  είσοδο στη σκηνή, δηλώνεται όχι μόνον η ειρωνική  και υπονομευτική  αντιμετώπιση της επετείου αλλά υποδηλώνεται και η πολυεπίπεδη αποτυχία της  χώρας και της κοινωνίας. Η αντίληψη αυτή ενισχύεται από το πολυχρησιμοποιημένο εύρημα των σπασμένων αρχαιοελληνικών κιόνων που κείτονται στο λιτό, ούτως ή άλλως, σκηνικό.

Η κριτική αποδόμηση, όμως, της «εθνικής» στερεοτυπικής αφήγησης  για την Επανάσταση του 1821 και την επακόλουθη συγκρότηση και ίδρυση του νεοελληνικού κράτους γίνεται με τη χρήση άλλων στερεοτύπων που αναπτύχθηκαν και εγχαράχθηκαν στην ιστορική διαχρονία στα λαϊκά, αλλά και στα διανοούμενα, εγχώρια κοινωνικά  στρώματα. Έτσι είναι  διάχυτη  στην παράσταση μια λαϊκιστική μιζεραμπιλιστική αντίληψη  για το 1821 και τα όσα επακολούθησαν και μια γενικευμένη αίσθηση, ότι η πορεία της χώρας είναι αποτυχημένη. Αλλά και μόνο το γεγονός  ότι το ελληνικό έθνος, χαμένο στα ερέβη της ιστορίας, κατόρθωσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να συγκροτηθεί σε ελεύθερο και αυτόνομο κράτος, να επεκτείνει τα όριά του μέχρι τα μέσα του προηγούμενου αιώνα και, σήμερα, με τους θριάμβους του, αλλά και τα λάθη, τις καταστροφές, τις  χρεοκοπίες και τις παθογένειές του, να βρίσκεται ενταγμένο  στους πιο ανεπτυγμένους πολιτικούς και οικονομικούς μηχανισμούς της Ευρώπης και να έχει ένα σχετικά υψηλό βιοτικό και κοινωνικό επίπεδο, συνιστά μια τεράστια επιτυχία.

Αναπαράγεται μάλιστα η λαϊκή απλοϊκή και  αντιπολιτική  άποψη  για τις τρεις οικογένειες που δήθεν διαφεντεύουν  και καταστρέφουν την Ελλάδα, ενώ ο Τσίπρας «που ήταν ένας από μας», όπως λέγεται σε μια παρλάτα, που ήταν δηλαδή εκτός του  οικογενειοκρατικού κατεστημένου, τελικά «μας πρόδωσε» και αυτός κάνοντας το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος ΝΑΙ. Μας πρόδωσε δηλαδή γιατί δεν ολοκλήρωσε την άφρονα δημαγωγική του πολιτική.

Συμπλέκονται έτσι αρμονικά ο λαϊκός αντισυστημισμός, το αίσθημα διαρκούς προδοσίας του λαού από τις διάφορες ελίτ και, βέβαια, προκύπτει  η κατασκευή  της  αυτοεικόνας  μιας θυματοποιημένης κοινωνίας. Μαζί προκύπτει και η εντυπωσιακή αντοχή αυτών των «αντισυστημικών» λαϊκιστικών ερμηνειών της πολιτικής και της κοινωνίας, ακόμα  και σε διανοούμενα στρώματα, που υποτίθεται ότι επιχειρούν να εκπέμψουν έναν κριτικό λόγο. Και αυτό, παρά την εκκωφαντική διάψευσή τους από την πραγματικότητα.

Η  επιβίωση αυτής της λαϊκιστικής αντισυστημικής αντίληψης φαίνεται και στο σχολιασμό και στη σάτιρα που επιχειρείται για τις παροντικές καταστάσεις και  συμπεριφορές. Υπάρχει καταγγελία, π.χ., για το κλείσιμο  των θεάτρων και των καλλιτεχνικών χώρων την περίοδο της πανδημίας, που εμφανίζεται να έγινε είτε χωρίς λόγο είτε με απώτερο στόχο τη φίμωση του κριτικού λόγου της τέχνης. Ο εγκλεισμός ακόμα λόγω της πανδημίας, κυρίως των  νέων, αντιμετωπίζεται  μέσα από το πρίσμα ενός κυρίαρχου σε πολλούς πολιτικούς και ιδεολογικούς κύκλους   νεολαγνικού  αντισυστημικού λαϊκισμού, που αποθεώνει  και αποδέχεται οποιαδήποτε νεολαιίστικη  συμπεριφορά, χωρίς να αναγνωρίζεται καμία υποχρέωση της συγκεκριμένης  αυτής ηλικιακής και κοινωνικής κατηγορίας. Επιπλέον, ο  απλοϊκός  αντισυστημισμός απογειώνεται  στις αναφορές που γίνονται στους  αστυνομικούς. Τα  σώματα  ασφαλείας δεν είναι όργανα κατασταλτικών μηχανισμών του δημοκρατικού  σύγχρονου κράτους που ελέγχονται για τη συμπεριφορά τους και τις όποιες παρεκτροπές τους, αλλά κατά όσα ακούγονται στην παράσταση αποτελούνται από  σχεδόν ψυχοπαθολογικά άτομα με σαδιστικές συμπεριφορές. Χαρακτηριστική είναι η παρλάτα για ένα παιδί που «είχε μικρό πουλί και πατέρα ναζί» και, φυσικά, έγινε «μπάτσος». Με αυτόν τον τρόπο, η πολιτική και κοινωνική  σύγκρουση στη σύγχρονη μητρόπολη εκπίπτει  σε ένα φαντασιακό γουέστερν με αντιπάλους ψυχοπαθολογικούς καουμπόυδες  και  ανυπότακτους ινδιάνους. 

Δεν μπορούσαν βέβαια να λείπουν από την παράσταση  και  οι υπαινικτικές  αναφορές  στο  εγχώριο  #metoo , όπως εκδηλώθηκε  πρόσφατα, και μαζί η  άσκηση μιας queer σάτιρας ακόμα και των ηρωικών καπεταναίων και των παλικαριών, κόντρα στη λαϊκή πρόσληψη της ιστορίας του 1821. Τίθενται μάλιστα και τα ζητήματα της  εθνικής ταυτότητας  με  ανάδειξη της πολυπλοκότητάς της και, πλέον, της σχετικής δυσκολίας προσδιορισμού της στη γρήγορα μεταλλασσόμενη ελληνική κοινωνία. Εξαιρετικό και έντονα κριτικό στην κυρίαρχη αντιφατική μικροαστική κουλτούρα είναι το  νούμερο-παρωδία  μιας  συγκεκριμένης τηλεοπτικής εκπομπής τραγουδιού, η οποία περιέχει το αφιέρωμα σε κάποιον υποτιθέμενο, αλλά με αναγνωρίσιμα χαρακτηριστικά, συνθέτη, «βάρδο» της λαϊκής απελπισίας και  της αυτολύπησης, που όμως καταλήγει σε ένα σχεδόν διονυσιακό όργιο.

Το τελικό αποτέλεσμα είναι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παράσταση, με ηθοποιούς που υποστηρίζουν τα κείμενα και τους ρόλους τους, με ένα λιτό σκηνικό, με τη μουσική να ακολουθεί και να σχολιάζει  τα δρώμενα και με μια προσέγγιση της θεματικής της, αντιφατική  μεν, αλλά και με πρόκληση για συζήτηση.

Προσθήκη σχολίου

Όλα τα πεδία είναι υποχρεωτικά. Ο κώδικας HTML δεν επιτρέπεται.