Υπουργείο Εσωτερικών
Τα τελικά αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιουνίου 2023.
Ως προς τα αποτελέσματα καθαυτά, καταρχάς επιβεβαιώθηκε η πλήρης πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη και της ομάδας του, τόσο στο εσωτερικό της συντηρητικής παράταξης, όσο και συνολικά στην ελληνική κοινωνία. Ο πολιτικός και ιδεολογικός λόγος του Κυριάκου Μητσοτάκη συνιστά ένα νέο, για τα εγχώρια δεδομένα, παράδειγμα αστικού λόγου, με ό,τι σημαίνει αυτό, σε ρήξη μάλιστα με την εγχώρια δεξιά παραδοσιοκρατία, παρά τις κάποιες προεκλογικές παλινωδίες του, όπως η σκόπιμη εμπλοκή της μουσουλμανικής μειονότητας στην εκλογική διαμάχη. Το γεγονός αυτό η αντιπολίτευση, και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν το κατάλαβε και αντέταξε έναν αντιδεξιό ρετρό πολιτικό λόγο της δεκαετίας του 1980. Και όχι μόνο αυτό. Κατασκεύασε μια δική της άκρως δυστοπική, πολιτικά και οικονομικά, εικόνα της χώρας, η οποία βέβαια ήταν σε πλήρη αναντιστοιχία με την πραγματικότητα. Η ψευδής αυτή κατασκευή συμπαρέσυρε και τα πολλά υπαρκτά προβλήματα, ακόμα και την κραυγαλέα εκτροπή των υποκλοπών, και κατέστησε αναξιόπιστο και αναποτελεσματικό το λόγο της αντιπολίτευσης. Η συνεχής δε, στα όρια της πολιτικής ακρισίας, καταγγελία της Νέας Δημοκρατίας ως κόμματος της άκρας Δεξιάς σχετικοποίησε την έννοια και την ουσία της πραγματικής Ακροδεξιάς, η οποία, έτσι, ανεπαίσθητα και αθόρυβα, εισήλθε, σε διάφορες εκδοχές της και διαβαθμίσεις, στο Κοινοβούλιο.
Η περαιτέρω μείωση του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ, τον οποίο κάποιοι ευφάνταστοι αναλυτές έβλεπαν ως κόμμα εν κινήσει ενώ τελικά ήταν ένα κόμμα σε πτώση, εκτός των παραπάνω, οφείλεται και σ’ ένα παράδοξο. Ενώ υπήρξε για χρόνια κόμμα κυβερνητικής διαχείρισης αλλά και αξιωματικής αντιπολίτευσης, δεν αγκυρώθηκε ποτέ στην κοινωνία και τα πεδία της, όπως για παράδειγμα στην τοπική αυτοδιοίκηση ή στα συνδικάτα, αλλά αντίθετα παρέμεινε ένα κόμμα που λειτουργούσε και δρούσε σχεδόν μόνο στο πολιτικό επίπεδο. Η απουσία μιας τέτοιας οργανικής σχέσης με την κοινωνία προφανώς συνέτεινε στην εκλογική απομείωσή του.
Η είσοδος στη Βουλή των ακροδεξιών κομμάτων και το συνολικό ποσοστό τους δεν πρέπει να ξαφνιάζουν. Όλον τον 20ό αιώνα υπήρχε στην ελληνική κοινωνία ένα «καταραμένο» αντιδραστικό ακροδεξιό απόθεμα. Ο εθνικισμός, ο εκκλησιαστικός αντιδυτικισμός, ο κοινωνικός συντηρητισμός, ο βίαιος κατασταλτικός αντικομμουνισμός, η εθνική θυματοποίηση και άλλα πολλά ήταν τα συστατικά του. Μετά τη γελοιοποίησή του και τη συνολική του ήττα την πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, δεν εξαλείφθηκε αλλά παρέμεινε εν υπνώσει. Με την πρώτη σοβαρή ευκαιρία, την περίοδο του δημαγωγικού ανορθολογικού «αντιμνημονιακού αγώνα», και με την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος, η Ακροδεξιά, μάλιστα στην πιο ακραία της μορφή, έλαβε σημαντικά ποσοστά εισερχόμενη και τότε στη Βουλή. Ενώ η πρόσφατη πανδημία του κορωνοϊού, με τη διατύπωση απίθανων συνωμοσιολογικών θεωριών για την εκδήλωσή της και την ανάπτυξη ενός ανορθολογικού αντιεμβολιαστικού κινήματος, έδωσε πάλι την ευκαιρία για την ανάδυση της εγχώριας Ακροδεξιάς και τη διασύνδεσή της με τα φαινόμενα αυτά. Η γενικευμένη και πάντα παρούσα ακόμα οικονομική και κοινωνική κρίση και οι πολλαπλές συνέπειές της, όπως η συλλογική και η ατομική ανασφάλεια, η περιθωριοποίηση και ο αποκλεισμός, η διάλυση και η υπολειτουργία των θεσμών του κοινωνικού κράτους, η απουσία προσδοκιών, συνεπικουρεί στην ακροδεξιά ένταξη και στράτευση, όταν μάλιστα η πολιτική και ιδεολογική αυτή περιοχή ήταν η μόνη ουσιαστικά εκτός του μεταπολιτευτικού πολιτικού συστήματος και φαντάζει ως η μοναδική πραγματική αντισυστημική επιλογή. Η υιοθέτηση δε από την ηγετική ομάδα της Νέας Δημοκρατίας μιας πιο φιλελεύθερης προσέγγισης διαφόρων κοινωνικών και ταυτοτικών ζητημάτων άφησε επιπλέον χώρο και πολιτισμικά για την ανάπτυξη της Ακροδεξιάς. Η αντιμετώπισή της, πάντως, δεν πρέπει να είναι νομικοκατασταλτική, αλλά πολιτική και ιδεολογική – πρωτίστως και κυρίως με την ανασύσταση των θεσμών του κράτους πρόνοιας .
Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, μετά και τις εκλογές της 25ης Ιουνίου, σταθεροποίησε και επιβεβαίωσε τη θέση που είχε καταλάβει την 21η Μαΐου. Αλλά, παρότι έπειτα από πολλά χρόνια ξέφυγε από το μονοψήφιο ποσοστό, φαίνεται να προσκρούει σε κάποια όρια ως προς την αύξηση της επιρροής και της εκλογικής του απήχησης. Αυτό μάλιστα συμβαίνει όταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ο αντίπαλός του στον ίδιο πολιτικό και κοινωνικό χώρο, κατακρημνίζεται και φυλλοροεί με γοργούς ρυθμούς. Οι αιτίες για την αργή αύξηση των δυνάμεων του ΠΑΣΟΚ, η οποία ήταν αμελητέα στις δεύτερες εκλογές, οφείλεται σε πολλές αιτίες, διαφορετικές αλλά και συμπλεκόμενες. Η πρώτη απ’ αυτές είναι το τεράστιο χάσμα ανάμεσα στην εκλογική επιρροή του κόμματος στην περιφέρεια και στα αστικά κέντρα της Αττικής και της Θεσσαλονίκης. Ενώ στην περιφέρεια το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ φαίνεται να ανασυντάσσεται, μάλιστα σε δέκα νομούς είναι ήδη το δεύτερο κόμμα μετά τη Νέα Δημοκρατία, με τα ποσοστά του να κυμαίνονται από 14,50% έως και 25%, στην Αττική και στη Θεσσαλονίκη υστερεί σημαντικά στις επιδόσεις του και απέχει αρκετά από διψήφιο ποσοστό. Η χαμηλή αυτή επιρροή είναι μάλιστα ίδια, εκτός από τις περιοχές των μεσοαστικών και των αστικών στρωμάτων, και στις λαϊκές και τις εργατικές συνοικίες. Επιβεβαιώνεται έτσι ότι η ρήξη των σχέσεων εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων από το ΠΑΣΟΚ, η οποία υπήρχε για δεκαετίες μέχρι το 2012, παραμένει σε ισχύ. Φαίνεται δε ότι δύσκολα θα αποκατασταθεί αφού, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα των εκλογών, έχει παγιωθεί. Είναι ενδεικτικό ότι οι πολίτες που ήταν ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ και τον εγκατέλειψαν στράφηκαν στη Νέα Δημοκρατία, στο ΚΚΕ και στα ακροδεξιά σχήματα, και ελάχιστοι στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ. Είναι προφανής η δυσκολία ανοικοδόμησης της σχέσης εκπροσώπησης των λαϊκών αυτών στρωμάτων με το ΠΑΣΟΚ. Χρειάζονται αρκετός χρόνος, αρκετή πολιτική και ιδεολογική δουλειά και, κυρίως και πρωτίστως, η υπεράσπιση των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων και η ανάδειξη της συλλογικής και ατομικής αξιοπρέπειας των ανθρώπων αυτών. Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ όμως, εκτός από τα λαϊκά στρώματα τα οποία κάποτε εξέφραζε, πρέπει να συνομιλήσει και με τις νέες κοινωνικές και ηλικιακές κατηγορίες που συγκροτούνται και κινούνται στα πολλαπλά πεδία της μετανεωτερικής πραγματικότητας. Οι νέες αυτές κοινωνικές κατηγορίες, πέρα από τα μορφωτικά, τα εργασιακά και τα βιοτικά τους εν γένει αιτήματα, θέτουν και διεκδικούν και πολλά «μεταϋλιστικά» δικαιώματα, όπως τα πολλαπλά ταυτοτικά ή η κατάργηση των ποικίλων πατριαρχικών δομών και των διακρίσεων εις βάρος των γυναικών και εις βάρος των πολιτών άλλου χρώματος και εθνοτικής καταγωγής.
Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, χωρίς να υποστείλει τη σημαία του κοινωνικού κράτους και με τον κόσμο της εργασίας πρωτεύοντα πάντα στην οπτική του, πρέπει να ενσωματώσει και να εντάξει στην πολιτική του στρατηγική τα νέα μεταϋλιστικά αιτήματα που θέτει η μετανεωτερική σημερινή εποχή. Για να γίνει όμως αυτό, το οποίο εν πολλοίς θα κρίνει την ηγεμονία στο χώρο της Κεντροαριστεράς τη νέα πολιτική και ιστορική περίοδο που ανοίγει, απαιτείται αναπροσαρμογή του θεωρητικού και πολιτικού του λόγου. Δεν αρκεί πλέον η αναδρομή στα ιστορικά κυβερνητικά επιτεύγματα του ΠΑΣΟΚ, ούτε o απλοϊκός καταγγελτικός λόγος, ούτε βέβαια ο αναμηρυκασμός της αντιδεξιάς ρητορικής της δεκαετίας του 1980. Προφανώς και είναι αναγκαία η υπόμνηση των ριζωμάτων του ΠΑΣΟΚ, αλλά προέχει η συγκρότηση ενός σύγχρονου σοσιαλδημοκρατικού σχεδίου για τον εκσυγχρονισμό της χώρας. Πρέπει δηλαδή το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, η Κεντροαριστερά, να ξαναγίνει ο φορέας του εκσυγχρονισμού της χώρας – εκσυγχρονισμού που οφείλει να είναι και κοινωνικός, όχι μεροληπτικά αστικά ταξικός.