Δεν έχω υπόψη μου κάτι ανάλογο και κυρίως δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτή η μέθοδος μπορεί να εξεταστεί σοβαρά υπό ένα θεωρητικό πλαίσιο επιχειρηματολογίας. Δεν νομίζω όμως ότι κάνω λάθος όταν σκέπτομαι ότι τα προφανή πολιτισμικά όρια έχουν παραβιαστεί. Όλα είναι υπό αναθεώρηση. Πριν από την αλλαγή του αιώνα, κανείς δεν μπορούσε να διανοηθεί έναν αμερικανό πρόεδρο με τα χαρακτηριστικά του Τραμπ ή έναν έλληνα πρωθυπουργό που να δηλώνει «φεύγω από τη Λέσβο και πάω στη Μυτιλήνη». Ήταν κάτι το αδιανόητο. Σήμερα δεν είναι, γιατί εξέπεσε το προφανές του οποίου θεματοφύλακας ήταν η κοινωνία.
Έτσι είναι καθ’ όλα αποδεκτός ως αρχηγός κόμματος του Κοινοβουλίου ένας τύπος δίχως μαλλιά που πουλά φάρμακο για τη φαλάκρα μαζί με επιστολές του Ιησού και πληροφορίες για μυστικά φορτία με ξυλόλιο που προορίζεται για μυστικές αποστολές του ΝΑΤΟ. Ο άνθρωπος αυτός τελικά μπορεί να πουλήσει ψεκασμένο αέρα κοπανιστό σε συσκευασία οξυγόνου καθώς του το επιτρέπει η ίδια η κοινωνία, η οποία εξισώνει το λόγο του καφενείου για το πώς μπορεί να κυβερνηθεί η ανθρωπότητα με τον κοινοβουλευτικό λόγο. Δεν υπάρχει πια τίποτα προφανές. Όλα επιτρέπονται. Ακόμα και τα πιο εξωφρενικά σενάρια συζητιούνται δημόσια και ζητούν απαντήσεις – πόσο μάλλον όταν διεγείρουν τα πλούσια και θυελλώδη συναισθηματικά αποθέματα που μας πνίγουν, όπως ακριβώς μας πνίγει το δίκιο...
Η πραγματικότητα αναθεωρείται καθώς συντάσσονται νέοι κανονισμοί. Τίποτα δεν είναι προφανές και όλα είναι ανοικτά σε ένα παιχνίδι όπου η μια πλευρά έχει κανόνες και η άλλη δικαιώματα. Έτσι είναι το φυσιολογικότερο πράγμα στο κόσμο να αποκαλέσεις στο Κοινοβούλιο –άνευ καμιάς υποχρεώσεως και ευθύνης– τον πρωθυπουργό δολοφόνο και απολύτως καταδικαστέο να πεις σε μια γυναίκα πολιτικό «κάνε κανένα παιδί». Η μια χυδαιότητα δεν αναιρεί την άλλη ούτε συμψηφίζονται. Συμβαίνει, ωστόσο, το εξής καταπληκτικό: ο πρωθυπουργός, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ο Μητσοτάκης, είναι άνθρωπος των κανόνων και των αρχών, η δε γυναίκα πολιτικός, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η Κωνσταντοπούλου, είναι άνθρωπος εκτός πλαισίου και άναρχος. Δεν δέχεται ούτε συγγνώμες, δεν αναγνωρίζει τίποτα παρά μόνο τη δική της φωνή. Σε μια κοινωνία που έχει αποφασίσει να καταργήσει το προφανές και έχει παραχωρήσει ασυμμάζευτο χώρο στην αυθαιρεσία, η Κωνσταντόπουλου επιτίθεται πάνοπλη και ανεξέλεγκτη με πυρηνικά και ο πρωθυπουργός αμύνεται με σαΐτα.
Πριν ο Τραμπ αποσύρει την αμερικανική βοήθεια στην Ουκρανία ανοίγοντας τις πύλες της κολάσεως, η κοινωνία τού είχε παραχωρήσει το δικαίωμα στην ασυναρτησία που δεν την έκρυψε ποτέ – είχε συνυπογράψει όλη την γκάμα των ιδιαιτεροτήτων του παραδίδοντάς του ανεξέλεγκτη εξουσία. «Όποιος σώζει την πατρίδα, δεν παραβιάζει κανένα νόμο», διατρανώνει πλέον ο Τραμπ. Παρόμοια δήλωση είχε κάνει και παλαιότερα για να υπερασπιστεί τους εισβολείς στο Καπιτώλιο. Κανείς δεν αντέδρασε, όπως και σήμερα. Τόσο στη μικροκλίμακα της καθημερινότητάς μας όσο και στην οικουμενική της επέκταση ακούγονται εξίσου κραυγαλέες παραδοξότητες που δεν αντιμετωπίζονται γιατί δεν απαντώνται.
Ας περιοριστούμε στα καθ’ ημάς. Από την εποχή ακόμα που αναπτύσσονταν τα δικαιώματα στην Ελλάδα, ταυτόχρονα με την ελευθερία της έκφρασης και το δικαίωμα στην άποψη, το χειρουργείο του Ανδρέα Παπανδρέου στην καρδιά του μετέτρεψε μια πλειονότητα σε εξειδικευμένους χειρουργούς. Το φαινόμενο αρχικά προκάλεσε θυμηδία, επειδή κανείς δεν φανταζόταν ότι η κοινωνία έπαιρνε μια πολύ επικίνδυνη στροφή με πολλές παγίδες και γκρεμούς. Έτσι, σιγά σιγά, η δημοκρατία εντυπωνόταν ως άποψη και δικαίωμα. Το πρώτο τράκο ήρθε με το χρηματιστήριο, όπου ο λαός σύσσωμος αποφάσισε ότι είναι επαγγελματίας χρηματιστής. Αίφνης ο λαός ξυπνούσε και κοιμόταν έχοντας έγνοια για τον Γενικό Δείκτη και οι χρηματιστηριακές σελίδες των εφημερίδων διαβάζονταν πιο πολύ κι από τα αθλητικά. Ό,τι βρισκόταν στην επικαιρότητα ενέπνεε το λαϊκό αισθητήριο, τη λαϊκή κριτική και άποψη. Σεισμοί, λιμοί, καταποντισμοί, διεθνείς εξελίξεις, γεωπολιτικά παιχνίδια, πετρελαϊκές κρίσεις, καλλιτεχνικές διαμάχες, καβγάδες για το πέτσινο πέναλτι, εξωτερική πολιτική της χώρας, ο λαός ήταν στις επάλξεις της ετυμηγορίας.
Το σημείο μηδέν της έναρξης για την σύνταξη νέων κανονισμών υπήρξε, κατά την γνώμη μου, η δολοφονία του Γρηγορόπουλου.
Η αμετροεπής αντίδραση της κοινωνίας υπό την χειριστική ικανότητα της Αριστεράς και τη μνημειώδη δεξιοτεχνία της στη διοργάνωση αψεγάδιαστων μνημοσύνων, άνοιξε το δρόμο στην εδραίωση των δραστηριοτήτων της στην εκμετάλλευση του πένθους. Εδώ η οδύνη έλαβε πάνδημο χαρακτήρα. Όλα λειτούργησαν υπέρ της: το θύμα ήταν παιδί, πράγμα που σάρωσε κάθε αντανακλαστικό λογικής της κοινωνίας απελευθερώνοντας χειμάρρους λυτρωτικού συναισθήματος. Ήταν μια καλή στιγμή απενοχοποίησής της όπου της δινόταν η δωρεάν ευκαιρία να επιβεβαιώσει την ευαισθησία της και να ξεπλύνει τη δόλια υποκρισία της: ο θύτης ήταν «μπάτσος» των δυνάμεων καταστολής και ο κατεξοχήν φορέας της κρατικής βίας.
Πραγματικά, δεν υπήρχε αντίπαλος ούτε αντίλογος. Έτσι κι αλλιώς, η Αριστερά το μόνο που χρειαζόταν ήταν η πολιτιστική διαχείριση και η διαχείριση των ενοχών, του πένθους και των αγιοποιήσεων. Το ψωμοτύρι της, δηλαδή. Κανένας δεν θα τολμούσε να «ασεβήσει» στη μνήμη ενός παιδιού. Η ευκαιρία ήταν ουρανοκατέβατη. Τα αποτελέσματα φάνηκαν μόλις τέσσερα χρόνια μετά, όταν ένα ανυπόστατο περιφερικό κομματίδιο το οποίο λειτουργούσε με τσάι και συμπάθεια έγινε κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και, τρία χρόνια αργότερα, κυβέρνηση, κάνοντας πρωταγωνιστές τον πάτο της τροφικής αλυσίδας της ελληνικής κοινωνίας.
Ακολούθησε το φρικτό έγκλημα εκ προμελέτης της Μαρφίν, ωστόσο η κοινωνία, διατελούσα υπό καθεστώς ιεράς αγανάκτησης, απαιτούσε κάθαρση στο όνομα της οποίας παραμέλησε τη μνήμη τριών νέων ανθρώπων – μια εκ των οποίων ήταν έγκυος. Εκτός αυτού, δεν υπήρχε εύκαιρο εκείνη την περίοδο γραφείο διαχείρισης του πένθους. Το εγχώριο συναίσθημα δεν ξόδεψε δάκρυ, ενώ όλοι γνώριζαν και γνωρίζουν από πού προήλθαν οι δολοφόνοι, κυρίως όμως έδειξαν βαθύτατη πολιτισμική αδιαφορία για την οικουμενική ιερότητα που απολαμβάνει η εγκυμοσύνη...
Με τα Τέμπη επιχειρείται μια εμφανής επαναφορά της προ-αγανακτισμένης περιόδου. Εδώ, το νέο έγκλημα που επιχειρείται στοχεύει σε κάτι ακόμα πιο διεστραμμένο: στην επικράτηση των ασήμαντων!