Εν Δράμα, 2 Μαρτίου του ’43. Ξαφνικά, δύο ώρες μετά τα μεσάνυχτα, Βούλγαροι στρατιώτες μπουκάρουν στα εβραϊκά σπίτια και μαζεύουν επτακόσιες ενενήντα αλαφιασμένες ψυχές. Τρεις μέρες σάς κρατάνε στην καπναποθήκη της Αγίας Βαρβάρας κοντά στην λίμνη. Με στοιχειώδες φαγητό και νερό. Εκεί σας κουρεύουν και σας γδύνουν (ψαχουλεύουν ακόμη και στα απόκρυφά σας). Γεμίζουν κουβάδες με τιμαλφή για τους ημέτερους. Κυριακή, 7 Μαρτίου, σας στριμώχνουν σαν ζώα σε εμπορικά τρένα (προοικονομία του επικείμενου ζόφου;). Φτάνετε ώς το Σιδηρόκαστρο. Όρθια πτώματα περπατάτε ώς το Πετρίτσι. Όποιος δεν αντέχει τον αναμένει ανηλεές ξύλο. Σας σκορπίζουν σε κοντινά στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Βουλγαρία. Σιμιτλί, Ντούμπνιστ, Γκούρνα και Τζουμαγιά. Τρεις μέρες μετά, σας φορτώνουν σε μαούνες από το λιμάνι του Λομ. Υποτίθεται ότι σας προορίζουν για Βιέννη. Στους τελικούς εξολοθρευτές σας. Στα ανοιχτά του Δούναβη βυθίζουν πολλές μαούνες. Γατόψαρα, άγριοι κυπρίνοι, μουρούνες, μπακαλιάροι, νεροχελώνες χορταίνουν με την πικρή σάρκα σας. Όσους τελικώς φτάνουν στην Βιέννη οι ναζί τούς προωθούν με τρένα στην Τρεμπλίνκα. Ο Δούναβης αυτών λέγεται Ζyclon B.
Θείε, μου λείπεις. Αγαπημένε αδερφέ του πατέρα μου, μου λείπεις. Επειδή σε γνώρισα μόνο από φωτογραφίες, από σιωπές, μισόλογα, από μαύρα παραμύθια, μου λείπεις ακόμη περισσότερο. Επειδή σηκώνω το κοσμικό και εβραϊκό όνομά σου (מיכאל*), μου λείπεις αδιανόητα. Αν και αγνωστικιστής, αποσυνάγωγος, αν και αποσυνδεδεμένος, φοράω άσπρο κιπά και προφέρω τ’ όνομά μας. Au revoir. Αμήν.
*Ποιος είναι σαν τον Θεό / Συνδεδεμένος με τον Θεό.
Ο σκληρός Μάρτης του ’43. Στο σχέδιο της «τελικής λύσης» των ναζί, περισσότεροι από 4.000 Έλληνες Εβραίοι της βουλγαροκρατούμενης ζώνης χάθηκαν κυρίως στο στρατόπεδο της Τρεμπλίνκα την άνοιξη του 1943, νωρίτερα από όλη την υπόλοιπη Ελλάδα.