Και έχουν τα δίκια τους σύμφωνα με τη διαδεδομένη αυταπάτη ότι η πολιτική είναι κάτι σαν «απόκρυφη επιστήμη». Η γνώση της οποίας δεν είναι προσιτή στον καθένα, διότι κατέχεται από το ιερατείο του κόμματος, το οποίο τη «διανέμει» όπως αυτό κρίνει.
(Ο Λένιν, για να μην τον τρομάξει ο λαός, μέχρι και τη «δοσολογία» διανομής της αλήθειας σ’ αυτόν από το κομματικό ιερατείο καθόριζε. Και στη θέση της αλήθειας που δεν αποκαλυπτόταν υποδείκνυε ένα δόλωμα: την υιοθέτηση όλων των αιτημάτων του λαού, ώστε ο λαός, μαζί με το δόλωμα, να καταπιεί και τη γραμμή του κόμματος).
Άρα, χωρίς την ευλογία του ιερατείου, η οποία απονέμεται στους επιλεγμένους «στρατιώτες» του κόμματος που κρίνονται άξιοι για την επιφοίτηση της «γνώσης», ουδείς άλλος νομιμοποιείται να ζητάει τα κλειδιά του κόμματος επιδιώκοντας την αρχηγία.
Έλα όμως που η πολιτική δεν ανήκει στο χώρο της επιστήμης αλλά της «δόξης», της γνώμης. Διότι δεν είναι εφαρμογή κάποιων νόμων της ιστορίας, της βιολογίας ή του Θεού, αλλά κάτι πολύ ταπεινό και ταυτόχρονα σοβαρό και υπεύθυνο: είναι επιλογές. Για τις οποίες δεν υπάρχει καμία εκ των προτέρων επιστημονική απόδειξη ή εγγύηση ορθότητας. Αφού στα ανθρώπινα «δεν υπάρχει επιστήμη των μελλόντων και των ενδεχομένων» (Κορνήλιος Καστοριάδης, Μπροστά στον πόλεμο, που μόλις επανεκδόθηκε).
Και δεν μπορεί αντικειμενικά να υπάρξει τέτοια επιστήμη των «μελλόντων και των ενδεχομένων», αφού όλα αυτά είναι αποτελέσματα της ανθρώπινης πράξης, η οποία είναι πάντα απρόβλεπτη. (Μόνο σε στρατόπεδα συγκέντρωσης καθεστώτων τρόμου, όπου καταλύεται η ανθρώπινη αυθορμησία, επιχειρήθηκε να γίνουν τα πάντα «προβλέψιμα»).
Γι’ αυτό «αν ήταν δυνατή μία σίγουρη και ολική γνώση (επιστήμη) του ανθρώπινου πεδίου, η πολιτική θα έπαιρνε αμέσως τέλος και η δημοκρατία θα ήταν αμέσως αδύνατη και παράλογη. Διότι η δημοκρατία υποθέτει ότι όλοι οι πολίτες έχουν τη δυνατότητα να φτάσουν σε μία ορθή “δόξα” [σ.σ. γνώμη] και ότι κανείς δεν κατέχει μια επιστήμη των πολιτικών πραγμάτων» (Καστοριάδης, Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της Δημοκρατίας).
Για τον ίδιο λόγο είναι αυταπάτη, ή και σκέτη απάτη, η εκδοχή ότι το Κόμμα τροφοδοτεί τα μέλη του με «πολιτική γνώση». Διότι, το μόνο που «μαθαίνεται» στο κόμμα είναι η αντιπολιτική. Δηλαδή η περιφρόνηση της πραγματικότητας μπροστά στην ιδεολογία που οδηγεί στην εξουσία.
Γι’ αυτό και η μόνη τέχνη που διδάσκεται στο κόμμα είναι η τέχνη της προσωπικής αναρρίχησης στην εξουσία, ανεξάρτητα από την ικανότητα διακυβέρνησης ή διαχείρισης των κοινών.
Το συλλογικό μας «μάθημα» από έναν πρώην πρωθυπουργό ο οποίος αναρριχήθηκε στην κομματική ιεραρχία ως κομματικό υβρίδιο, με μοναδική εμπειρία ζωής τον τρόπο κατάληψης σχολείων και ηθική συγκρότηση το ατιμώρητο που ακολουθούσε, υπήρξε οδυνηρό και δαπανηρό.
Ένα παράδειγμα αρκεί: μόλις η χώρα βρέθηκε με τεράστιο πρωτογενές έλλειμμα, που δεν της επέτρεπε να πληρώσει ούτε μισθούς και συντάξεις χωρίς νέα δάνεια, πρότεινε 100.000 ακόμη διορισμούς για να βρεθούν τα χρήματα!
Δεν είναι τυχαία η τάση για εξαφάνιση του κόμματος του οποίου ηγήθηκε.
Η οποία θα είχε συντελεστεί αν στο ανταγωνιστικό του κόμμα (ΠΑΣΟΚ), με το οποίο απευθύνονται στους ίδιους ψηφοφόρους, δεν είχε εκλεγεί αρχηγός ένα επίσης προϊόν του κομματικού σωλήνα, με τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά και με μέσον επικοινωνίας την αποκρουστική κομματική γλώσσα του 1980, έτσι ώστε να μην αποτελεί εναλλακτική λύση απέναντι σε οποιαδήποτε δυστοπία.
Ώσπου προέκυψε σαν «κεραυνός εν αιθρία» –κάτι σαν τους κεραυνούς της ξηρής καταιγίδας που καίνε δάση– ο Στέφανος Κασσελάκης. Ο οποίος δήλωσε άνθρωπος της «πραγματικής ζωής» και αμέσως τάραξε τα νερά.
Τι όμως αποδεικνύεται από τα λόγια του και τις πράξεις του; Ότι, με όρους φτηνής εμπορικής διαφήμισης, επιδίδεται σε μία έξαλλη «πορνογραφία» λαϊκισμού, επενδυμένη με ψέματα, παραλογισμούς και φτηνή αυτοπροβολή.
Μέχρι που, με «ωριμότητα» μαθητή δημοτικού, διαφημίζει ότι ξέρει αγγλικά! Ότι δηλαδή είναι ένας Τσίπρας με αγγλικά και –θα προσθέταμε– με ναρκισσισμό Βαρουφάκη και άρωμα Κοσκωτά (βλ.: δάνεια με «προσωπική εγγύηση»). Μια παρωδία, με άλλα λόγια, της πραγματικής ζωής, που σημαίνει χλεύη της πολιτικής.
Γι’ αυτό άλλωστε η πρώτη σκέψη που προκάλεσε ήταν ότι πρόκειται για αχυράνθρωπο του Τσίπρα, με σκοπό να γελοιοποιηθεί η εκλογική διαδικασία, ώστε ο τελευταίος να γυρίσει σαν σωτήρας. (Δεν αντέχεται τέτοια πτώση, που αποδεικνύει ότι προηγήθηκε ανέβασμα φελλού).
Παρ’ όλα αυτά, από το ενδιαφέρον που προκάλεσε η εμφάνιση Κασσελάκη, φαίνεται πως η κοινωνία, μετά την πενταετία Τσίπρα, απαιτεί παρατεταμένη κανονικότητα. Για να αναθέτει τη διαχείριση των κοινών σε κανονικούς ανθρώπους, που διατηρούν επαφή με την πραγματική ζωή.
Σε ανθρώπους δηλαδή οι οποίοι, μέσα στο χάος των αντικρουόμενων πληροφοριών, των συνωμοσιολογικών παραληρημάτων και των «μαγικών» λύσεων, θα έχουν την ικανότητα να αντιλαμβάνονται, κάθε φορά, περί τίνος πρόκειται.
Και ένας τέτοιος δεν είναι ο Κασσελάκης.