Στο Κυριακάτικο Βήμα, o φίλος Άγγελος Κωβαίος θέτει ένα πάρα πολύ σημαντικό ζήτημα, που θα παίξει σε όλα τα επίπεδα, φανερά και αφανή, αυτή τη βδομάδα: το αν και πώς θα συνδεθεί το θέμα των Οκτώ με την πολιτική της κυβέρνησης στο Κυπριακό και τα ελληνοτουρκικά, την αφανή διπλωματία, τις αφανείς σκέψεις, τους αφανείς χειρισμούς, και τις αφανείς παρεμβάσεις.
Ορθότατα επισημαίνει ο Κωβαίος ότι προβληματίζει έντονα η επιλογή της 23ης Ιανουαρίου ως ημερομηνίας της ανακοίνωσης της απόφασης και των τριών δικών του Αρείου Πάγου για τους Οκτώ, που ανακοινώθηκε ήδη στο τέλος της πρώτης, στις 10 Ιανουαρίου. Η υπόθεση, νομικά, είναι απλούστατη, όπως τόνισαν και οι τρεις Εισαγγελείς αυτή τη βδομάδα. Γιατί λοιπόν ο Άρειος Πάγος θέλει δέκα μέρες για να βγάλει απόφαση; Μήπως απλώς για να έχει μεσολαβήσει ο δεύτερος κύκλος συζητήσεων για το Κυπριακό, στις 18; Όσο αγαθός και να ’σαι, η υποψία σού περνάει από το νου.
Καπνός χωρίς φωτιά δεν υπάρχει, και τη φωτιά νομίζω την εντοπίζει σωστά ο Κωβαίος στο άρθρο του. Το ζήτημα εδώ είναι η φωτιά να σβήσει μέσα στις επόμενες μέρες, να πρυτανεύσει η λογική στην κυβέρνηση και, τελικά, να δοθεί η καλύτερη λύση για όλους, δηλαδή και την κυβέρνηση και την Ελλάδα: να αποσυνδεθεί η απόφαση για τους Οκτώ από την κυβέρνηση. Να αποσυνδεθεί ουσιαστικά, όχι στα λόγια.
Δεν προσποιούμαι ότι με νοιάζει το καλό της κυβέρνησης (δεν με νοιάζει) αλλά με νοιάζει πολύ το καλό της χώρας και νομίζω ότι εδώ τυχαίνει τα δυο να ταυτίζονται απόλυτα. Κατά συνέπεια, δεν με πειράζει καθόλου που υπερασπιζόμενος το δεύτερο υπερασπίζομαι και το πρώτο.
Αν στο Μαξίμου καταλάβουν ότι η υπόθεση των Οκτώ πρέπει να αποσυνδεθεί πλήρως από την πολιτική και τη διπλωματία, θα προσφέρουν τη μέγιστη υπηρεσία στον εαυτό τους.
Θα το πω και θα το ξαναπώ και θα το ξαναπώ αυτή τη βδομάδα, με κάθε τρόπο, ελπίζοντας να το καταλάβουν αυτοί που πρέπει: 1) Ο Ερντογάν δεν θα αποκτήσει «καλές σχέσεις με την Ελλάδα» αν εκδώσουμε τους Οκτώ. 2) Δεν θα μας κάνει γι᾽ αυτό καμία χάρη, στο Κυπριακό ή αλλού, εκτός από μια κατά τη γνώμη μου ατιμωτική ευχαριστία στο «φίλο του τον Αλέξη». 3) O Ερντογάν, στη σημερινή του πια φάση, θέλει ΜΟΝΟ τη μακροημέρευση και την παντοδυναμία του, τίποτε άλλο. 4) Στο πλαίσιο αυτό, θέλει την έκδοση των Οκτώ αφ᾽ ενός για να θρέψει με αίμα τον εθνικιστικό μύθο (οι «προδότες» που πήγαν στην Ελλάδα τιμωρούνται όπως τους αξίζει), αφ’ ετέρου για να κερδίσει ένα παιχνίδι εξουσίας με την ελληνική κυβέρνηση, να δείξει ποιος είναι εδώ ο ισχυρός, να κερδίσει μια νίκη ΕΝΑΝΤΙΟΝ μας, τελικά να μας ατιμάσει.
Από εκεί και πέρα, εμείς, ως σοβαρή δημοκρατική χώρα, τι πρέπει να κάνουμε; Για μένα είναι φανερό. Αν –και MONOΝ ΑΝ– το θέμα το λύσει οριστικά και αμετάκλητα ο Άρειος Πάγος, κι έτσι δεν αφήσει στην κυβέρνηση κανένα περιθώριο χειρισμών ή επιλογών, ο πρωθυπουργός θα μπορέσει να βγάλει το πρόβλημα των Οκτώ από πάνω του. Σε αντίθετη περίπτωση, θα το χρεωθεί εκείνος. Ατόφιο.
Στην Ελλάδα έχουμε, βάσει του Συντάγματος και των αρχών της δημοκρατίας και της διάκρισης των εξουσιών, ανεξάρτητη Δικαιοσύνη. Αν λοιπόν οι αρχές αυτές πρυτανεύσουν, και αφεθεί η Δικαιοσύνη να λύσει το πρόβλημα μόνη της, στην κατεύθυνση που ήδη έδειξαν οι τρεις εισαγγελείς του Αρείου Πάγου, με πλήρη νομική τεκμηρίωση, λύνεται αυτόματα και το πρόβλημα της κυβέρνησης ως προς τους Οκτώ: απεμπλέκεται.
Το διατυπώνω όσο πιο απλά γίνεται:
Aν το πρόβλημα το λύσει οριστικά ο Άρειος Πάγος, η κυβέρνηση θα αποφύγει την πολιτική ευθύνη για τους Οκτώ: θα μπορεί να πει και να το εννοεί «είμαστε δημοκρατία και λειτούργησαν οι θεσμοί». Κι αν ο Ερντογάν δεν το καταλαβαίνει αυτό, πρόβλημά του. Η κυβέρνηση θα έχει στηρίξει τους θεσμούς, τις ανθρωπιστικές αρχές, και τον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό. Θα έχει κερδίσει πολλαπλή νίκη, εσωτερική και εξωτερική, και θα έχει ισχυροποιήσει τη θέση της χώρας. Και βέβαια η Ελλάδα θα έχει κάνει επιτέλους μια πραγματικά αξιοπρεπή και περήφανη πράξη.
Αν, αντίθετα, πιεζόμενος με όποιον τρόπο, έμμεσο ή άμεσο, ο Άρειος Πάγος, αποφασίσει να εκδώσει τους Οκτώ, το πρόβλημα περνάει ατόφιο στην κυβέρνηση που έχει την τελική ευθύνη να επικυρώσει την έκδοση. (Οι δικαστές που θα την έχουν ψηφίσει, θα έχουν ήδη αναλάβει το ηθικό βάρος της πράξης τους.) Τι θα επιλέξει να κάνει λοιπόν η κυβέρνηση, αναλαμβάνοντας αυτό το βάρος;
Αν, μέσω του τυπικά αρμόδιου υπουργού Δικαιοσύνης, η κυβέρνηση ασκήσει το βέτο που δικαιούται να ασκήσει στην έκδοση, και σώσει τους Οκτώ, θα έρθει σε κατ’ ευθείαν πολιτική αντιπαράθεση με τον Ερντογάν. Θα έχει προκαλέσει ευθέως, με πράξη της, την οργή του. (Τις συνέπειες θα τις δούμε, αλλά δεν νομίζω να είναι ευχάριστες.) Αν από την άλλη δεν ασκήσει το βέτο και επικυρώσει την έκδοση των Οκτώ, πιστεύω ότι οι συνέπειες της ατίμωσης που θα υποστεί, εσωτερικές και εξωτερικές, θα είναι τεράστιες – αυτό ας αρχίσουν πια να το καταλαβαίνουν στο Μαξίμου, δεν είναι και τόσο δύσκολο δα! Και αν από εκεί και πέρα, πράγμα που απεύχομαι με όλη μου την καρδιά, αλλά που δυστυχώς είναι πάρα πολύ πιθανό, έστω και ένας από τους Οκτώ, εκδιδόμενος στην Τουρκία, σακατευτεί ή ακόμη περισσότερο πεθάνει, το βάρος του αίματος θα το φέρει αποκλειστικά πια η κυβέρνηση.
Το αίμα που χύθηκε ως αποτέλεσμα δυο δικών, των Έξι, το 1922, και του Μπελογιάννη και των τριών συντρόφων του, το 1952, έβαψε με ανεξίτηλο τρόπο την ελληνική ιστορία για δεκαετίες – με κάποιο τρόπο ακόμη και σήμερα το αίμα αυτό το πληρώνουμε. Οι υποθέσεις που συζητήθηκαν αυτή την εβδομάδα στον Άρειο Πάγο, αν δεν αφεθούν να κριθούν οριστικά από τους δικαστές, και ως συνέπεια αυτού οδηγήσουν στο θάνατο κάποιους τουλάχιστον από τους Οκτώ –ενδεχόμενο με υψηλότατη πιθανότητα– θα έχουν βάψει με αίμα όχι μόνο τα χέρια των υπαιτίων της έκδοσης, αλλά και θα έχουν δυναμιτίσει τη βάση της δημοκρατίας μας. Κι όσο για το ότι το αίμα θα είναι τουρκικό και όχι ελληνικό, δεν θα έχει καμία σημασία: έλληνες θα έχουν αποφασίσει να χυθεί, όχι στο πεδίο της μάχης αλλά στο σφαγείο μιας τυραννίας.
Καταλάβετέ το, πια, καλοί μου άνθρωποι, στην κυβέρνηση, είναι τόσο μα τόσο απλό να αποφύγετε την καταστροφή: απλώς αφήστε τη Δικαιοσύνη να κάνει ανενόχλητη τη δουλειά της. Αφήστε την να τερματίσει εκείνη, όχι εσείς, την υπόθεση των Οκτώ.