Όσο περισσότερο κοιτάς μια εικόνα, τόσο περισσότερο σταματάς να τη βλέπεις. Η διαδικασία θέασης παράγεται ως μονότονη επανάληψη, σχεδόν μηχανική. Το βλέμμα έχει αγκυλωθεί στα σημεία και αδυνατεί να φανταστεί μια άλλη δομή των πραγμάτων. Το παιχνιδιάρικο πέρα-δώθε του βλέμματος, αιτία και σπινθήρας κάθε αλλαγής, έχει αδρανήσει υπνωτισμένο από την αφόρητα ίδια αναπαράσταση. Κάπως έτσι και στους πίνακες και τα ραβδογράμματα των δημοσκοπήσεων. Εξοικειώθηκαν πολιτικοί και αναλυτές με την ακρινή μπάρα η οποία μετρά τις διαστάσεις αδιαφορίας του εκλογικού σώματος.
Το πολιτικό σύστημα πορεύεται με την ίδια μονοδιάστατη ανάλυση, που έχει αποδεχθεί και εσωτερικεύσει την πολιτική αποξένωση ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας. Μάθαμε λοιπόν, με πίνακες και αριθμούς, να μη σκεφτόμαστε. Το αφήγημα μετά από κάθε δημοσκόπηση λέει πως η Νέα Δημοκρατία συσπειρώνει δυνάμεις από τον μεσαίο χώρο, έχει εξασφαλίσει την πρωτιά και όταν γίνουν εκλογές θα είναι πρώτο κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ καταρρέει δημοσκοπικά (και κοινωνικά) με αποτέλεσμα η διαφορά του πρώτου από τον δεύτερο να μεγαλώνει. Η Κεντροαριστερά, τοποθετημένη και ακλόνητη στο ίδιο σημείο, σαν να μην μπορείς να φανταστείς την εικόνα χωρίς την μπάρα του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού να αντιπαλεύουν στα χαμηλά. Ένα κεντροαριστερό ντεκόρ, μια μάχη για την παραμονή στην κατηγορία του μετρήσιμου.
Αν η μπάρα της Κεντροαριστεράς μεγαλώσει, θα μικρύνει η μπάρα της ΝΔ. Αν μικρύνει η μπάρα της ΝΔ, το ύψος του Τσίπρα θα φτάσει πάλι το ανάστημα του Κυριάκου. Ας αλλάξουμε όμως ελαφρώς την οπτική γωνία και ας σκεφτούμε λίγο διαφορετικά. Αν θα μεγάλωνε η μπάρα της Κεντροαριστεράς, ίσως να χαμήλωνε ακόμα πιο πολύ η μπάρα του ΣΥΡΙΖΑ. Αν ανασυγκροτούσαμε νοερά τη ράβδο, ίσως να αποκλιμακωνόταν η δυναμική της ράβδου αδιαφορίας που στέκει δυναμικά στο δεξί άκρο της εικόνας, άοκνο εμπόδιο επικοινωνίας του πολιτικού πίνακα με το έξω από αυτόν.
Η κοινωνία χαμηλών προσδοκιών είναι που βρίσκεται έξω από το θεσμικό πολιτικό σκηνικό. Αν δεν αναδιατάξουμε τα δεδομένα στον πίνακα δεν θα αλλάξουν ποτέ τα δεδομένα στον κόσμο. Τα ποσοστά των αντιδραστικών κομμάτων, σε συνδυασμό με το κόμμα των αυτοεξόριστων από το πολιτικό σύστημα, λειτουργούν ως ανάχωμα και διαρκές εμπόδιο στην όποια πιθανή μεταρρύθμιση και αλλαγή.
Η λογική σειρά, όμως, πάει αντίστροφα. Αν δεν αλλάξει η Κεντροαριστερά δεν θα συνεγείρει πλήθη που θέλουν να εκφραστούν σε αυτόν τον ιδεολογικό χώρο. Τα προσωπικά καπρίτσια των εκφραστών της ανασυγκρότησης δημιουργούν πρόβλημα στο ευρύτερο πολιτικό σύστημα και όχι μόνο στα του οίκου τους. Απόντος δυναμικού εκφραστή της πολιτικής αυτής ιδεολογίας καταφέρνει ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκρατεί αιχμάλωτους ψηφοφόρους ελλείψει εναλλακτικής δυνατότητας. Με άλλα λόγια, η αποτυχία να ανασυγκροτηθεί η μπάρα της Κεντροαριστεράς καθηλώνει τον πολιτικό πίνακα σε ακινησία.
Και αυτή είναι μια μόνο διαφορετική εκδοχή της εικόνας. Μια άλλη παραλλαγή θα ήταν η συμπόρευση της μπάρας του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού με τη ΝΔ, προκειμένου να υπερκεράσει τον αντίζηλο, δημιουργώντας ρεύμα εθνικής συναίνεσης, άθροισης δυνάμεων και ραγδαίων αλλαγών.
Δεν ξέρω ποια διαφορετική δομή του πίνακα είναι η καλύτερη. Πάντως χρειάζεται ρίσκο για να αλλάξουν τα δεδομένα και να ανασυνταχθεί η ελληνική κοινωνία. Προεχόντως η ελληνική κοινωνία.