Την επιστολή αυτή δεν τη γράφω με ευκολία. Αλλά τη γράφω με πλήρη επίγνωση. Επιλέγω να μιλήσω δημόσια για μια εμπειρία που αγγίζει πλέον τα όρια της επαγγελματικής, ακαδημαϊκής και ανθρώπινης απαξίωσης. Και επιλέγω να μιλήσω όχι μόνο για μένα, αλλά για κάθε γυναίκα, κάθε ιστορικό, κάθε ελεύθερη φωνή που δέχεται πιέσεις, υπαινιγμούς ή απειλές όταν δεν συμμορφώνεται με το «πρέπει» των καιρών.
Τους τελευταίους μήνες, ετοιμάζω με αποκλειστικά δική μου πρωτοβουλία, χωρίς θεσμική υποστήριξη ή χρηματοδότηση, έναν συλλογικό τόμο για τον σύγχρονο αντισημιτισμό στην Ελλάδα, με αφορμή τα γεγονότα της 7ης Οκτωβρίου. Το κάλεσμα συμμετοχής απευθύνθηκε ισότιμα σε συναδέλφους, ιστορικούς, κοινωνικούς επιστήμονες, νομικούς, καλλιτέχνες — και η ανταπόκριση υπήρξε εντυπωσιακή: περίπου τριάντα σοβαρές, τεκμηριωμένες συμμετοχές, από ανθρώπους που επιθυμούν να αναστοχαστούν με ευθύνη και επιστημονική δεοντολογία ένα φαινόμενο το οποίο, ιδίως σήμερα, συγκαλύπτεται, σχετικοποιείται ή ενσωματώνεται σε πολιτικούς συμψηφισμούς.
Η πρωτοβουλία αυτή, καθαρά επιστημονική, προκάλεσε συντονισμένες και χυδαίες αντιδράσεις — κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εμφανίστηκαν υβριστικά, απειλητικά και ενίοτε ρατσιστικά σχόλια, πολλά από τα οποία φιλοξενήθηκαν ή δεν καταδικάστηκαν σε δημόσιες αναρτήσεις πανεπιστημιακών δασκάλων, μεταξύ των οποίων και ο καθηγητής Γιώργος Μαργαρίτης. Απέναντι σ’ αυτόν τον οργανωμένο όχλο, αναγκάστηκα ήδη να απευθυνθώ σε νομική σύμβουλο.
Το πιο σοβαρό πλήγμα, ωστόσο, δεν ήταν το διαδικτυακό λιντσάρισμα. Ήταν η αιφνιδιαστική διακοπή της συνεργασίας μου με ελληνικό πανεπιστήμιο, από καθηγητή με τον οποίο συνεργαζόμουν για τη διδασκαλία και την εν γένει ακαδημαϊκή παρουσία μου στο Τμήμα. Μετά από έναν κύκλο μαθημάτων, στον οποίο δούλεψα με συνέπεια και σοβαρότητα, μου γνωστοποιήθηκε, με επιθετικό και απαξιωτικό τρόπο, ότι η συνεργασία μας τερματίζεται. Όχι λόγω αξιολόγησης του έργου ή της διδασκαλίας μου. Αλλά λόγω της επιλογής μου να ασχοληθώ δημόσια με το ζήτημα του αντισημιτισμού.
Μου απευθύνθηκαν ερωτήσεις και υποδείξεις όπως: «Ποια αλήθεια να αποκατασταθεί Άννα Μαρία; Ότι δεν διαπράττει το Ισραήλ γενοκτονία;», «Η ακαδημαϊκή ελευθερία σου έκανε μέρος του προβλήματος ένα ολόκληρο Τμήμα. Ποιος σου έδωσε το δικαίωμα;». Καμία συζήτηση επί της ουσίας, καμία πρόθεση για διάλογο. Μόνο καταγγελτικός τόνος, αυθαίρετη απόδοση προθέσεων και τελικά απομάκρυνση.
Αυτό που αμφισβητήθηκε δεν ήταν η επιστημονική επάρκεια ή η ποιότητα του έργου μου, αλλά η ίδια η ελευθερία μου να επιλέξω αντικείμενο έρευνας. Να γράψω, να μιλήσω, να ανοίξω έναν διάλογο γύρω από το φαινόμενο του αντισημιτισμού — φαινόμενο που ερευνώ εδώ και πολλά χρόνια, μέσα από το έργο μου για τις εβραϊκές κοινότητες, τη μνήμη του Ολοκαυτώματος, τον μεταπολεμικό δημόσιο λόγο.
Η θέση μου είναι σαφής:
Δεν υποστηρίζω την πολιτική της κυβέρνησης του Ισραήλ. Καταδικάζω απερίφραστα τα εγκλήματα που συντελούνται στη Γάζα.
Αλλά ως ιστορικός υπερασπίζομαι το δικαίωμα να ερευνώ, να διδάσκω και να παρεμβαίνω δημόσια για κάθε μορφή μίσους — χωρίς εξαιρέσεις.
Από την 7η Οκτωβρίου 2023 και εξής, σε παγκόσμιο επίπεδο, καταγράφεται πρωτοφανής αύξηση κρουσμάτων αντισημιτισμού — φραστικού, συμβολικού και φυσικού. Στις ΗΠΑ, σύμφωνα με την Anti-Defamation League, τα περιστατικά αυξήθηκαν κατά 400% μέσα σε λίγες εβδομάδες. Στη Γαλλία, μέσα σε δύο μήνες, η αστυνομία κατέγραψε πάνω από 1.500 περιστατικά ρητορικής μίσους, βανδαλισμών και επιθέσεων με καθαρά αντισημιτικό πρόσημο. Στη Γερμανία, το Jüdisches Forum für Demokratie und gegen Antisemitismus (JFDA) κάνει λόγο για αύξηση πάνω από 300% σε περιστατικά στοχοποίησης Εβραίων ή εβραϊκών θεσμών. Στην Ελλάδα, καταγγέλθηκαν περιστατικά βανδαλισμού σε εβραϊκά νεκροταφεία, συνθήματα μίσους σε σχολεία, αλλά και δημόσιες παρεμβάσεις που αγγίζουν τα όρια του ρητορικού εκτοπισμού των Εβραίων από τον δημόσιο χώρο.
Σε πολλές περιπτώσεις, η ρητορική μίσους μεταμφιέζεται ως «αντισιωνιστική κριτική» ή ως «πολιτική θέση για τη Γάζα». Ωστόσο, η μετάβαση από την κριτική σε ένα κράτος στην επίθεση κατά ενός λαού είναι σαφής — και επικίνδυνη. Οι Εβραίοι πολίτες σήμερα βρίσκονται στο στόχαστρο όχι για τις απόψεις τους, αλλά για την καταγωγή και την ταυτότητά τους. Φοιτητές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, καθηγητές — βρίσκονται συχνά σε συνθήκες φόβου, αυτολογοκρισίας, ή δημόσιας απομόνωσης.
Οι εβραϊκές κοινότητες στην Ευρώπη –μικρές, συχνά απομονωμένες– νιώθουν και πάλι ότι δεν είναι ασφαλείς. Ότι δεν είναι ορατές. Ότι δεν έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν για την Ιστορία τους, χωρίς να αντιμετωπίζουν την κατηγορία της «συνενοχής».
Η δαιμονοποίηση των Εβραίων ως συλλογικότητας, η απαξίωση της μνήμης του Ολοκαυτώματος, η αμφισβήτηση της ανάγκης για έρευνα και εκπαίδευση γύρω από τον αντισημιτισμό είναι φαινόμενα που επανεμφανίζονται, με νέα ένδυση αλλά την ίδια βία.
Και όταν αυτά συμβαίνουν μέσα σε πανεπιστημιακούς χώρους, με τη σιωπηρή συνενοχή ή ακόμη και την ενεργή συμμετοχή μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, τότε δεν μιλάμε για ακραία μεμονωμένα περιστατικά. Μιλάμε για ένα κλίμα.
Και αυτό το κλίμα πρέπει να καταγραφεί. Πρέπει να αναλυθεί. Πρέπει να αντισταθούμε στον εκφοβισμό που προσπαθεί να το καταστήσει αόρατο.
Η ιστορία μας δείχνει πώς ξεκινούν αυτά τα φαινόμενα. Μας έχει ήδη προειδοποιήσει. Δεν έχουμε το άλλοθι της άγνοιας.
Αρνούμαι να δεχτώ ότι για να σταθείς απέναντι στον πόλεμο πρέπει να σιωπήσεις απέναντι στον αντισημιτισμό.
Αρνούμαι να αποδεχτώ ότι η ιστορική έρευνα επιτρέπεται μόνο όταν δεν ενοχλεί.
Γύρισα στην Ελλάδα για να μείνω. Για να συμβάλω με τις γνώσεις και την εμπειρία μου σε έναν διάλογο ανοιχτό, δημοκρατικό και απαιτητικό. Αν τελικά χρειαστεί να φύγω ξανά, θα φύγω με ήσυχη συνείδηση. Είμαι αυτή που είμαι. Δεν θα απολογηθώ. Δεν θα σωπάσω. Δεν θα προσαρμοστώ για να γίνω ανεκτή.
Αυτό που ζω είναι μια προσπάθεια φίμωσης. Μια μορφή έμμεσης λογοκρισίας, που στρέφεται όχι μόνο κατά του προσώπου μου, αλλά κατά της ίδιας της ιδέας της ακαδημαϊκής ελευθερίας. Και την καταγγέλλω όχι ως παράπονο, αλλά ως μαρτυρία και χρέος.