Σύνδεση συνδρομητών

Ημερολόγιο Γεφύρας

Όταν δεν έχω γράψει το κομμάτι αποβραδίς, κοιμάμαι άσχημα και ξυπνώ με άγχος: άραγε θα βρω γρήγορα θέμα, και φυσικά τέτοιο που να μην έχει απασχολήσει τους συναδέλφους (είναι και πολλοί…), ώστε να γράψω μπαμ-μπαμ και να ανεβάσω το Ημερολόγιο Γεφύρας πριν τις εννιά, για να στρωθώ στη δουλειά αμέσως μετά; (Στη δουλειά μας, οι πρωινές ώρες έχουν διπλάσια αξία από τις απογευματινές, και όσο νυχτώνει τόσο πέφτει η απόδοσή σου: κι αυτός είναι ένας κανόνας αβάσταχτος). Σήμερα, με το που σηκώθηκα, και πριν καν βγάλω τον Αρσέν βόλτα που λέει ο λόγος, έπεσα πάνω στην Απαντητική Επιστολή Παπανδρέου προς Γεννηματά. Το πρώτο που έκανα, ως παλαιός των ημερών, ήταν να μετρήσω πόσες φορές χωράει η λέξη προοδευτικός σε μία τέτοια επιστολή: χωράει δώδεκα (αριθμός: 12). Έτσι χαρακτηρίζει, καθώς ξέρουμε, ο Παπανδρέου τονΧώρο του — προοδευτικό. Και το λέει δώδεκα φορές σ’ αυτό το γράμμα, ούτε μία, ούτε δύο. (Υπάρχει και μία αναφορά σε δημοκράτες και άλλη μία σε δημοκρατικό σοσιαλισμό, ασαφείς όμως αμφότερες και φλου, και, όπως προείπα, άπαξ ευρισκόμενες). Μου είναι αδιανόητα εύκολο να κάνω μικρά-μικρά κομφετί την επιστολή ΓΑΠ και τις δώδεκα φορές που απαντά η λέξη προοδευτικός μέσα στις φτωχές αράδες της, και θα γελούσαμε κιόλας, αλλά είμαι σίγουρος πως στο ωραίο αυτό άθλημα θα έχει επιδοθεί όλο το Twitter από εχθές ήδη. Καθώς, δε, η παρούσα στήλη θέλει να πρωτοτυπεί πάνω και πέρα από όλα τα άλλα, δεν θα κανιβαλίσω την επιστολή. Ούτε το προοδευτικός. Δεν χτυπάμε πεσμένους, επίσης, καθώς έτσι μάθαμε από την ωραία λαϊκή γειτονιά της Χαριλάου όπου είχαμε την ατυχή τιμή να μεγαλώσουμε. (Βέβαια, θα επισημάνω —δεν κρατιέμαι— για τους υποστηρικτές και χορηγούς της στήλης το απίθανο: «[Υ]πονόμευσε τους δημιουργικούς Έλληνες, τις δημιουργικές Ελληνίδες», που είναι το χάιλαϊτ της επιστολής και βγάζει πολύ γέλιο. Δεν μπορώ να κάνω αλλιώς, γιατί έχουμε εδώ ένα κορυφαίο και σπάνιο απαύγασμα σεξιστικού λόγου. Δηλαδή… προοδευτικού). Οπότε: επειδή θα κλέβαμε εκκλησία και επειδή η ώρα πήγε εννιά-και κι έχω τρομερή δουλειά, απλώς δεν θα γράψω τη στήλη σήμερα. Day off.

19 Μαρτίου 2016

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να δεις ένα ματς της ομάδας σου από το γήπεδο. Μπορείς να πας στο πέταλο, ή μάλλον στα πέταλα, είτε στο ένα των σκληροπυρηνικών, είτε στο άλλο των επίσης ορκισμένων αλλά πιο λάιτ και πιο πάτσγουορκ. Μπορείς να πας στη μεγάλη θύρα που προτιμούν οι μπαλαδόφατσες, οι προπονητές της κερκίδας και οι οικογενειάρχες: αυτήν που δείχνει η κάμερα. Μπορείς να πας, φυσικά, στα Επίσημα, απέναντι από την κερκίδα που δείχνει η κάμερα, πολύ κοντά συνήθως στον πάγκο των φιλοξενουμένων (για να τον βαράς και να τους τρομάζεις), που είναι και στεγασμένη, οπότε δεν βρέχεσαι. Κάποιοι, πάλι, επιλέγουν τις σουίτες. Γιατί μπορούν. Και κάποιοι άλλοι παρακολουθούν τον αγών από το μπαρ με τις τηλεοράσεις. Μη σας ξενίζει: αν πας σε δυο-τρία ματς και κάτσεις στο μπαρ, παρακολουθώντας με το ένα μάτι τα ριπλέι στις μεγάλες οθόνες και με το άλλο τη ζωντανή δράση στο γήπεδο από κάτω σου (έστω και με ένα-δύο δευτερόλεπτα χρονοκαθυστέρηση), δεν σου πολυκάνει καρδιά για λίγο καιρό να ξαναβγείς στην κερκίδα. Κάθεσαι στο πάσο, στο ωραίο σκαμπό σου, με το ουίσκι σου, σε άψογη θερμοκρασία, τσιμπολογάς και κάτι, βρίζεις εξίσου και μάλιστα σε κλειστό χώρο, κάτι που μόνο στα όνειρά του κάνει κανείς, βλέπεις καθαρά τις αμφισβητούμενες φάσεις στην τηλεόραση, έχεις και τις τουαλέτες δικές σου και με χωρίς ουρά έτσι και επιλέξεις μπίρες αντί για ποτό. Κάπως έτσι πάει και με την πολιτική, φυσικά. Μπορείς να είσαι στο πέταλο των οργανωμένων, να πανηγυρίζεις ό,τι και να γίνει, χάνεις-κερδίζεις, να ζεις από και για την ομάδα, να πέφτεις κατηγορίες και να μη σε μέλλει, να βγάζεις τη φανέλα σου και να ανεβαίνεις στα κάγκελα υπό βροχήν ακόμα κι όταν ο αντίπαλος σε έχει κατατροπώσει: ΣΥΡΙΖΑ, Ρόζα, συνιστώσες, τέτοιοι. Παίρνεις και το χαρτζιλίκι σου από τον πρόεδρο. Μια χαρά. Μπορείς να τη βγάλεις στο απέναντι πέταλο, όρθιος πάνω στο καρεκλάκι σου, πάλι ελαφρώς μεθυσμένος, να τραγουδάς ό,τι και να γίνεται στο χόρτο, αλλά έχοντας και μια κόντρα με την ΠΑΕ και τη Διοίκησή της, στηρίζοντας μεν αλλά κρατώντας και μια άλφα απόσταση, μη σε πουν και κολλητό του προέδρου όπως τους απέναντι, ενώ μπορείς επίσης να συγχρωτιστείς και με ομάδες (λίγο παράκεντρα αυτές) παλιών οπαδών που πάνε στα ματς πιο πολύ από συνήθεια, βαριεστημένοι και μη συμμετέχοντες, κριτικοί και είρωνες, μουτρωμένοι και βαρείς: ΑΝΕΛ οι μεν και ΚΚΕ οι δε, σαν να λέμε, και κάποιες φράξιες ΑΝΤΑΡΣΥΑ και μ-λ, κάποιοι αχαχούχα Οικολόγοι, τέτοιοι. Στη μεγάλη κλιν κερκίδα, αυτήν που βλέπει η κάμερα, κάθεται και κριτικάρει και ψειρίζει όλες τις φάσεις (και μάλιστα κάνοντας σε όλες λάθος ανάγνωση) η μεγάλη πλειοψηφία, η Κοινή Γνώμη, οι μετακινούμενες μάζες ψηφοφόρων που σήμερα ψηφίζουν ομοθυμαδόν ΠΑΣΟΚ, αύριο ΣΥΡΙΖΑ, κάποιοι θα το ρίξουν στις επόμενες στον Λεβέντη ή στα ζώα τους Χρυσαυγίτες γιατί «όλοι ίδιοι είναι» και τέτοια: αυτοί που επηρεάζουν όλες τις ψηφοφορίες και ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, οι απολιτίκ — αυτοί για τους οποίους γράφονται οι πρωτοσέλιδοι τίτλοι, γίνονται τα τοκ-σόου, χρηματοδοτούνται οι δημοσκοπήσεις κλπ. Αυτοί που δεν θέλουν να πληρώσουν ΕΝΦΙΑ γιατί έτσι. Στα Επίσημα είναι οι πολιτικοποιημένοι και σίγουροι, από ΚΚΕ Εσωτερικού μέχρι Λαϊκή Δεξιά, όλα μέσα, ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Σταύρος, τα πάντα, ανακατεμένοι αναμετάξυ τους, σε παρέες-παρέες με ομαδικά Διαρκείας, δίπλα, μάλιστα, στα Δημοσιογραφικά, από τα οποία και παίρνουν πληροφορίες κλπ., αντίπαλοι με τον αντίπαλο και αντίπαλοι μεταξύ τους και αντίπαλοι και με τα πέταλα, αν και μερικοί λαχταράνε να πάνε εκεί, ειδικά όταν οι πιτσιρικάδες ανάβουν φιτίλια και καπνογόνα και κάνουν καλή φασαρία. Στις σουίτες μά τον Θεό δεν ξέρω ποιοι είναι, δεν τους έχω δει, τίποτε καναλάρχες και εκδότες και φραγκάτοι, υποθέτω, μπορεί και παπάδες, που ενισχύουν την εκάστοτε κυβέρνηση (οι σουίτες είναι ακριβές) γιατί θέλουν να μπουν στη Διοίκηση στην επόμενη σεζόν και να κάνουν το δικό τους παιχνίδι. Εγώ πάλι, αν με ρωτήσεις, θα ’θελα να ’βλεπα τα ματς από το μπαρ: δηλαδή από το εξωτερικό. Κατά προτίμηση από τη Νέα Υόρκη, ή άντε από καμιά Τσεχία. Αλλά όχι πια από το γήπεδο. Βαρέθηκα, κουράστηκα, σιχάθηκα. [§] Αλλά ώς τότε θα παραμείνω στα Επίσημα, κι ό,τι γίνει.

17 Μαρτίου 2016

Αν τα social media δίνουν πράγματι μια κάποια εικόνα αυτού που συμβαίνει στην κοινωνία γενικώς, τότε είναι ηλίου φαεινότερον πως τα τελευταία εικοσιτετράωρα η Ειδομένη δεν υπάρχει: οι πρόσφυγες έφυγαν, πέρασαν τον χείμαρρο, συνελήφθησαν από τις Αρχές των απέναντι μη κατονομαζομένων, επαναπροωθήθηκαν σε μας, εμείς δεν τους είδαμε, δεν τους ξέραμε, μας πίεσαν να τους πάρουμε πίσω, δεν τους δεχτήκαμε, δεν μάθαμε ακριβώς τι έγινε με δαύτους — εν πάση περιπτώσει, αυτοί οι άνθρωποι χάθηκαν, κι εδώ που τα λέμε ίσως να μην υπήρξαν και ποτέ. (Και ήταν σαφώς και ενοχλητικοί. Και βάρος: δεν μας πλήρωσαν για να τους συντρέξουμε). Οι πρόσφυγες υπάρχουν μόνο όταν τους βλέπουμε μέσω του φακού της κάμερας, φέρ’ ειπείν όταν βγάζουν σέλφι με ειδικούς απεσταλμένους τού ΟΗΕ ή της UNESCO. Ποτέ άλλοτε. Δεν υπάρχει ξεριζωμός, δεν υπάρχουν ανάγκες, δεν υπάρχουν προσωπικές ιστορίες: υπάρχει μόνο μία είδηση για τους πρόσφυγες, όχι οι πρόσφυγες καθαυτοί. Όλα καλά, βέβαια — ζούσαμε και πριν από τους πρόσφυγες με προβλήματα, δεν χρειαζόμασταν και τα δικά τους. Τώρα δα μάλιστα το περιβάλλον άλλαξε άρδην, όλοι συζητάμε για το Μακεδονικό και για την κυβερνητική σκακιέρα: τι ντοκουμέντα κρατά ο Καμμένος; είναι αλήθεια πως τους βαστάει; θα μπουν στην κυβέρνηση, και με ποιους όρους, η Φώφη και ο Σταύρος; μήπως ήρθε και η ώρα του Λεβέντη να πάρει κανένα υπουργείο; θα γίνει το Σαββατοκύριακο ένας απλός ανασχηματισμός και όλα θα συνεχίσουν την πορεία τους κανονικά; και, εν πάση περιπτώσει, γιατί να τη λέμε έτσι και όχι αλλιώς την πΓΔΜ; τι άνθρωποι κι αυτοί, ε; σλαβικός αλυτρωτισμός: μη σου τύχει — άσε δε που παραχαράσσουν την ιστορία, οι φυλές αυτές ήρθαν χίλια χρόνια μετά στην περιοχή, ρε συ, ποιο Μεγαλέξανδρο θέλουν να οικειοποιηθούν, χαζοί είναι; [§] Εν πάση περιπτώσει, δεν υπάρχουν πρόσφυγες. Υπάρχουν συναντήσεις με αρμοδίους. Όλα πάνε καλά. Όλα πάνε καλά στη χώρα που την κυβερνά η Πλατεία, και που είναι μια Πλατεία όλη. Ο Μιχαλολιάκος έρχεται.

17 Μαρτίου 2016

«Είμαστε Έλληνες αριστεροί. Μαρξιστές-λενινιστές. Σαφή πολιτικό στόχο έχουμε την ανατροπή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των αντιλαϊκών κυβερνήσεων και του κεφάλαιου σε ΕΕ, Λατινική Αμερική, Ασία, Άπω Ανατολή και αλλού, με άξονα και πυρήνα την Ελλάδα του αγώνα και της θυσίας — την κατάργηση των  καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και των αντιδραστικών πυρήνων παντού, με μπροστάρη τον αδούλωτο ελληνικό Λαό — την ήττα και την ανατροπή της άρχουσας τάξης και του διεθνοκαπιταλιστικοϊμπεριαλιστικού μπλοκ σαν διαρκή επιδίωξη αξιοπρέπειας του ελληνικού Έθνους, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια κοινωνία όπου ο πλούτος και η εξουσία θα είναι σταθερά στα χέρια του μετώπου των εργαζομένων και του λαϊκού αγωνιστικού κινήματος και θα μοιράζονται στον καθένα ανάλογα με τις υπηρεσίες του και τη δουλιά του. Όπλα μας, ό,τι διαθέτει το απλόχερο σήμερα. Η πίεση της Χώρας στην ΕΕ είναι βέλος στη φαρέτρα μας και θα τη σφυροκοπάμε με αυτό όπου τη βρούμε. Κανείς Ευρωπαίος ηγέτης, κανείς Ευρωπαίος καπιταλιστής κανένας δανειστής και κανένα τσιράκι τους δεν πρέπει να κοιμάται ήσυχος. Η αίσθηση των κλειστών συνόρων που θα τους οδηγεί σε γαλήνιο ύπνο είναι έξω από τις στοχεύσεις της Ελληνικής Κυβέρνησης. Κανείς δεν θα κοιμάται αμέριμνος όσο πολεμάμε τον καπιταλισμό με κάθε μέσο, με αρχική στόχευση την αξιολόγηση από τους θεσμούς. Η ταλαιπωρία των αθώων στα στρατόπεδα του εχθρού, στις Ειδομένες του καημού, λίπασμα στον αγώνα όπου διατηρούμαστε στοχοπροσηλωμένοι. Κι αν έχουμε και νεκρούς πρόσφυγες στην πορεία του αγώνα, στ’ αρχίδια μας».

15 Μαρτίου 2016

Δύο ιστορίες με τον Αρσέν, η μία με κάποιους Έλληνες, η άλλη με μια ξένη. [§] Στη Σελίδα του, που απευθύνεται κυρίως σε παιδιά, σε γονείς μικρών παιδιών και σε ανθρώπους που αγαπούν τα κατοικίδια, 6.000 άνθρωποι που διασκεδάζουν και γελάνε με τα καμώματά του —και που έχουν συστήσει, πάρα πολλοί από αυτούς, και μία μεγάλη παρέα, πράγμα καταπληκτικό— αφήνουν, άλλος λίγο άλλος πολύ, ωραία σχόλια κάτω από τα στάτους, χιουμοριστικά, πνευματώδη ή απλώς αγαπησιάρικα. Ένα κι ένα. Κατά καιρούς υπάρχουν και εξαιρέσεις, μάλλον γραφικές, από ανθρώπους με λίγο σκοτεινές ψυχοσυνθέσεις, που πετάνε ακατανόητα πράγματα περί φιλοζώων κλπ., αλλά δεν πειράζει. Αλλά εχθές, όταν ο Αρσέν ανέβασε μία φωτογραφία αγκαλιά με τον Μπουτάρη, που τυχαίνει να είναι και γείτονας, είχαμε μπαράζ επιθέσεων και (κλασικής) κοπρολαλίας. Φαντάζεται κανείς το περιεχόμενο του βόθρου: «αυτος δεν είνε δημαρχος τουρκοσπορος είνε μπεκρης ουστ ρουφα τα ουισκια σου σκατα στο ταφω σου αλήτη μπινέ βρωμοεβρεε» και πολλά τέτοια. Πολλά τέτοια, σε μία παιδική Σελίδα, στο Facebook. Που, αν μη τι άλλο, εμφανίζεται στην timelineσου αν της έχεις κάνει like, αν επέλεξες να τη βλέπεις — πράγμα που μας θυμίζει ότι το να είσαι φιλόζωος δεν αποκλείει το να είσαι και ζώον. Εν πάση περιπτώσει, καθόμασταν από πάνω όλη τη μέρα, λες και δεν είχαμε δουλειά άλλη, για να εντοπίζουμε και να σβήνουμε τις πυώδεις ασυναρτησίες των ανθυποκάφρων, να μην τις βλέπουν οι φυσιολογικοί φίλοι της Σελίδας και στενοχωριούνται. Αυτή είναι η μία ιστορία. Κι αυτή είναι η άλλη: [§] Ο Αρσέν δεν είναι πολύ κοινωνικός, αν και ενδεχομένως θέλει να γίνει. Είναι λιγάκι δειλός, και πολύ ντροπαλός, και προσπαθούμε όσο γίνεται να βλέπει άλλα σκυλιά, να μυρίζονται κλπ., μπας και κοινωνικοποιηθεί κι αυτός κάποια φορά, πράγμα λογικά καλό για τον ίδιο. Έτσι, όποιο σκυλί βλέπουμε, και απέναντι να είναι, περνάμε τον δρόμο και το πλησιάζουμε. Αν γαβγίσει, ο Αρσέν υποχωρεί και συνεχίζει τον δρόμο του, δήθεν ότι δεν συνέβη και τίποτα, όλα καλά, οπότε συνεχίζουμε αμέριμνοι την περιπολία μας στη γειτονιά να ελέγξουμε εάν όλα βαίνουν καλώς. Αν τυχόν, πάλι, του «επιτεθεί» με αγάπη και με όρεξη για παιχνίδια, ο Αρσέν πάλι υποχωρεί — δεν του αρέσουν οι διαχύσεις, προτιμά την ψιλή κουβέντα. Και φοβάται μη φάει καμία από καμιά χοντρή πατούσα. Αν πάλι είναι και ο άλλος φοβητσιάρης, ανταλλάσσουν για λίγο τους φόβους και την αμηχανία τους, κυρίως κολλώντας —για μερικά δευτερόλεπτα, και πολύ λέω— τις μύτες τους. Είδαμε λοιπόν χθες ένα καινούριο σκυλί στη γειτονιά, ένα από αυτά τα κοντοστούπικα με τα πολλά μαλλιά — δεν ξέρω τις ράτσες. Χαριτωμένο ήταν. Το έβγαζε βόλτα μία γυναίκα γύρω στα εξήντα με εξήντα πέντε, ωραία πολύ και χαμογελαστή, καλοκαμωμένη και με όρεξη. Το μαλλιαρό σκυλί αποδείχτηκε φοβητσιάρικο, οπότε ταίριαξαν τα χνότα του με τον Αρσέν. Με ρώτησε πώς τον λένε, και είχε ξενική προφορά, βαριά κάπως και περίεργη. Μόνο τότε πρόσεξα και τα χαρακτηριστικά της, που έδειχναν Ανατολή — δεν ξέρω ποια Ανατολή βέβαια, αλλά μέσα μου σχηματίστηκε η (παλιά, δυστυχώς) λέξη Περσία. «Αρσέν», της είπα. «Α!» έκανε. «Αρσέν Λουπέν;» «Ε ναι», είπα, «ναι, επιτέλους! Οι περισσότεροι νομίζουν πως τον λένε “Αρσένη”, και δεν καταλαβαίνουν τι τους λέω ακόμη και όταν τούς διορθώνω. Συνεχίζουν να τον φωνάζουν “Αρσένη”. Για όνομα του Θεού». Η Περσίδα γέλασε. Δεν φορούσε ωραία ρούχα, πρόσεξα τότε, αλλά τα φορούσε πολύ ωραία. «Κι όμως ήταν πολύ καλός λαϊκός συγγραφέας ο Leblanc», μου είπε, διαλέγοντας αργά-αργά και προσεκτικά τις λέξεις, και καταχάρηκα. «Ναι», της είπα, «ωραίες εποχές. Το δικό σας; Πώς το λένε;» Εκείνη τη στιγμή τα δυο δειλά σκυλάκια ξεκολλούσαν τις μύτες τους και οπισθοχωρούσαν το καθένα στα πόδια μας. «Maya», μου είπε η κομψή κυρία. «Μάγια! Ωραίο! Από τη Μάγια τη Μέλισσα;» «Από τη Maya Angelou».

15 Μαρτίου 2016

Εννιά με δέκα χιλιάδες το κεφάλι παζαρεύει να τσεπώσει η χυδαία Ελλάς από τους διαχειριστές των ανθρωπιστικών κρίσεων. Ας πάρει και εκατό χιλιάδες ανά πρόσφυγα. Ας πάρει όσα μπορούν να δοθούν. Ας πάρει τα πάντα. Αρκεί να μην πάει από αυτή τη βοήθεια ούτε σεντς στην κεντρική κυβέρνηση: αν τυχόν το πάρει, θα καταφέρει να βρομίσει ακόμη κι αυτό το ιερό σεντς, πριν το γλιστρήσει στις τσέπες τού κάθε Καρανίκα και του κάθε ακροδεξιού Χωνιού. Ας γίνει για πρώτη φορά στα ελληνικά χρονικά χρηστή διαχείριση των χρημάτων, για τη δημιουργία και τη λειτουργία, όχι για σήμερα αλλά σε βάθος χρόνου, κλειστών δομών πραγματικής φιλοξενίας, όπου ο κόσμος θα ζει υπό μη νεολιθικές, βάρβαρες, τύπου γκουλάγκ συνθήκες, αλλά σαν άνθρωποι. Και, πάνω απ’ όλα: ας δοθούν τα χρήματα, ναι, να δοθούν αύριο κιόλας, κι ας έρθουν ξένοι να διευθύνουν αυτά τα κέντρα — από οποιαδήποτε χώρα του πλανήτη, υπάρχουν περί τις διακόσιες. Ας επιλεγούν δυο-τρεις με κλήρο. [§] (Στο μεταξύ, τα κοράκια πετούν ανεχόρταγα πάνω από την Ειδομένη. Κι έχουν όλα τους ονοματεπώνυμο. Και το πιο γελαστό, κι αυτό που μαζί κλαίει και πιο καλά, όλοι έχουν μάθει και το φωνάζουν Αλέξη).

14 Μαρτίου 2016

Έξω από τη φρίκη του καταυλισμού των 15.000 ξεριζωμένων της Ειδομένης, που, εξαιτίας της ιδεολογίας αρπακτικού τού ΣΥΡΙΖΑ, ζουν και δεν έχουν γίνει ακόμη έρμαια μιας αστραπιαίας επιδημίας χάρη και μόνο στις ΜΚΟ, στους εθελοντές και στη βροχή (η ζέστη θα τους αποδεκάτιζε), ψάχνοντας στο ίδιο το χωριό καμιά παρέα ντόπιους για να συζητήσουμε μαζί τους και να τους ακούσουμε, αλλά μη βρίσκοντας τελικώς κανέναν, είδαμε μετά από μια στροφή μία διαφορετική οικογένεια προσφύγων. Κάθονταν —πατέρας, μητέρα, παιδί— κάτω από ένα υπόστεγο, ο ένας κολλητά στον άλλο, με τα χέρια στα γόνατα, όπως πόζαραν πολύ παλιά οι άνθρωποι για να βγουν φωτογραφία. Ήταν μόνοι, μακριά από τις σκηνές και τις φωτιές με τα τηγάνια, μακριά από τις ουρές και τα σάντουιτς που μοίραζαν χαμογελαστοί χιλιοταλαιπωρημένοι συνταξιούχοι από διάφορες μεριές της γης, μακριά από τα αυτοσχέδια μικροσκοπικά παζάρια και τις περικυλωμένες από λάσπη τουαλέτες, μακριά από την οχλοβοή, τη φασαρία, τις συζητήσεις, τις ζυμώσεις, τα κλάματα και τις πνιγμένες διαμαρτυρίες. Απλώς κάθονταν, αμίλητοι, μόνοι τους στο χωριό, κάτω από το στενό μπαλκόνι ή ό,τι ήταν, σε κάτι σαν πεζούλι, με τα χέρια πάνω στα γόνατα. Μπροστά τους και γύρω τους ψιχάλιζε. Περάσαμε από μπροστά τους με το αυτοκίνητο και μας κοίταξαν στα μάτια και οι τρεις (αργότερα θα επιμέναμε πως κοίταζαν τον καθένα μας ξεχωριστά, εμάς μόνο και όχι τους υπόλοιπους), κι αμέσως κατεβάσαμε τις μηχανές και τα κινητά, και πήραμε ακόμα και το βλέμμα μας από πάνω τους και στραφήκαμε όλοι μπροστά, σαν να είχαμε δει κάτι πολύ ιδιωτικό, ή πολύ ιερό. Ο Η. είπε, «Είναι και άνθρωποι που δεν αντέχουν τον συνωστισμό, δεν μπορούν το πλήθος, ασφυκτιούν». Και είχε δίκιο. Δεν ξέρω —πού να ξέρω— τι θα απογίνει αυτή η οικογένεια που κρατιόταν μακριά και μόνη, δεν ξέρω αν θα επαναπατριστούν (τι λέξη…) ή αν θα μπουν σε ένα κέντρο κράτησης, δεν ξέρω αν θα αποδράσουν ποτέ από την Ελλάδα, δεν ξέρω αν θα στεριώσουν κάποτε σε μια καινούρια πατρίδα, δεν ξέρω αν θα ξαναασχοληθούν με τα επαγγέλματά τους (ήταν μουσικοί; μπακάληδες; λογιστές;), δεν ξέρω τι ελπίδες έχουν, αν έχουν καμιά. Ξέρω μόνο αυτό που είδα, και ξέρω πως είναι παγωμένο και πως το λένε Πίκρα.

12 Μαρτίου 2016

Ένας άγνωστός μου (δεν είμαστε Φίλοι στο Facebook) σχολίασε πριν καναδυό ώρες σε μία ανάρτησή μου σχετική με τον διορισμό —στο κυβερνητικό πανηγύρι παραδοξοτήτων— του πυώδους εκδότη ενός φασιστικού εντύπου: «Αχ, μακάρι να μπορούσα να έφευγα!» Χθες, έξω από το φροντιστήριο αγγλικών του γιου του, τα ίδια μού έλεγε ένας καλός φίλος και γείτονας («Αχ, μακάρι να μπορούσα να έφευγα!»), σηκώνοντας τους ώμους εντελώς ανήμπορος: πώς να τα αφήσει όλα αυτά, είναι στην ηλικία μου κι έχει δυο παιδιά. Μια τρίτη φίλη, πάλι χθες, μου έγραφε στα μηνύματα πως πασχίζει εδώ και ένα χρόνο να βρει σπίτι στη Γερμανία, μα όλο κάτι συμβαίνει, κάποιο πρόσκομμα, και δεν τα καταφέρνει — και έχει καταβληθεί. «Αχ, μακάρι να μπορούσα να έφευγα!» μου έγραψε. Μπορώ να παραθέσω δεκάδες παρόμοιες περιπτώσεις. Δεκάδες, χωρίς να μπω σε κόπο. Δεν κάνουμε και τίποτε άλλο όταν βρισκόμαστε μεταξύ μας και όταν αλληλογραφούμε. Δεκάδες, δεκάδες περιπτώσεις. Υπολογίζω πως ένα πολύ χαμηλό ποσοστό τα καταφέρνει εντέλει να αποδράσει, πολύ κάτω από το 10%, ίσως ένα 5% όλο κι όλο, μπορεί και πολύ λιγότεροι. Δεν είναι εύκολο να μεταναστεύσεις όταν δεν έχεις (κυρίως) χρήματα: έπρεπε να είχες αρχίσει να το μεθοδεύεις πριν τις εκλογές τού ’15, κάπου στα μέσα τού ’14. Από πρόπερσι τα Χριστούγεννα, όλα άλλαξαν άρδην — άρχισε να υψώνεται ένα τείχος γύρω μας, γύρω από τη χώρα, που θα κρατήσει μέσα του τους φτωχούς, τους δειλούς, τους αργούς και τους τεμπέληδες. Θα μείνουμε μια σκάρτη ομάδα όταν χαθούν μία-μία οι κατηγορίες κάτω από τα πόδια μας, για να πασχίσουμε —κάποια στιγμή— να ξανανέβουμε στην πρώτη εθνική. Μα βέβαια θ’ αρχίσουνε, και τότε, να πέφτουνε τα τέρματα βροχή. Και θα ηττηθούμε.

12 Μαρτίου 2016

Είναι ανέκδοτο; Μπορεί. Μπορεί και όχι. Από την άλλη, ζούμε όλοι σαν κομπάρσοι ενός κακά αφηγημένου ανεκδότου, που ούτε γέλιο προκαλεί, ούτε καν ένα ανασήκωμα των ώμων. Δεν προκαλεί τίποτε. Ούτε καν οργή. Τίποτα. Για να εξηγηθώ: Ανακοινώθηκε εχθές η πρωτοβουλία της Chipita να προσφέρει κρουασάν Moltoστους πρόσφυγες μέσω του Ερυθρού Σταυρού και ομάδων εθελοντών. Πολλά κρουασάν: ένα εκατομμύριο. (Η λιανική αξία ενός τεμαχίου κυμαίνεται από 0,84 έως 0,96 ευρώ — πρόκειται για κολοσσιαία προσφορά). Πολλοί, υποθέτω, διακινήσαμε την είδηση. Εγώ, και άλλοι που γνωρίζω, το κάναμε. Και είχαμε πολλές και ποικίλες αντιδράσεις. Θετικές ως επί το πλείστον. Αλλά και πολλές αρνητικές. Ναι! Θα σταθώ σε μερικές μόνο από αυτές τις τελευταίες: «Η φιλανθρωπία θέλει γεμάτες τσέπες». «Θα αυξηθεί, επομένως, η τιμή του κρουασάν στα σουπερμάρκετ». «Αφού δεν έχουνε ψωμί, ας χορτάσουν με κρουασάν». «Ο Θεοδωρόπουλος το κάνει για να γλιτώσει ΦΠΑ». Και πολλά τέτοια παρόμοια. Πολλά.Όμως διάβασα κι αυτό, επίσης σαν σχόλιο στη Σελίδα μου: «Ελεγχόμενη η ημερομηνία λήξης;» Κι εκεί πραγματικά έμεινα. Ενεός. Σέκος. Ανίκανος να αντιδράσω. Πάγωσα. Μυρμήγκιασα. Δηλαδή, κάποιος πιστεύει στ’ αλήθεια πως η Chipita έχει ένα εκατομμύριο κρουασάν στα κελάρια της, παλιά, μαραγκιασμένα, σαφρακιασμένα, και δεν ξέρει τι να τα κάνει, και της πιάνουν τον τόπο, και αποφάσισε να τα ξεφορτωθεί πασάροντάς τα στους πρόσφυγες. Το ξαναλέω: κάποιος πιστεύει πως η Chipita έχει μια αποθήκη που χωράει ένα στόλο νταλίκες, γεμάτη με ένα εκατομμύριο ληγμένα κρουασάν! [§] Δεν είμαστε καν κακό ανέκδοτο. Είμαστε τα εθνίκια που πάνε να τα πουν στους κακούς ξένους στη Eurovision. Είμαστε αυτό το κοπριταριό. Τετέλεσται.

11 Μαρτίου 2016

Γύρω από το Προσφυγικό μπορούμε να συζητάμε επί ώρες, επί ημέρες, για όλη μας τη ζωή: είναι άλλωστε ένα θέμα που μόλις τώρα καταλάβαμε (κάπως: τόσο δα) ότι υφίσταται. Μάλιστα, δεν έχουμε καταλάβει ακόμη, και θα αργήσουμε πολύ ακόμη να συνειδητοποιήσουμε, ότι είναι ένα θέμα με το οποίο θα ζουν οι δυτικές κοινωνίες από τώρα και στο εξής διαρκώς. Η νέα μεγάλη Εποχή των Μεταναστεύσεων (η προσφυγιά, θυμίζω είναι κι αυτή μετανάστευση) έχει ελάχιστο καιρό που άρχισε — και δεν θα τελειώσει πριν από δυο-τρεις γενιές. Μπορούμε λοιπόν να συζητάμε γι’ αυτήν όσο θέλουμε, όπως επίσης (και κυρίως) μπορούμε να λυπόμαστε γι’ αυτήν, ειδικά αν είμαστε αριστεροί, γιατί οι αριστεροί λυπούνται καλύτερα από κάθε άλλον, πιο αποτελεσματικά και με πιο πικρά δάκρυα: για τους ανθρώπους που ξεριζώθηκαν και που κοιμούνται αγκαλιασμένοι με τις λάσπες. Ειδικά δε αν είμαστε αριστεροί, κι έχουμε πιο πικρά δάκρυα να χύσουμε στα μάγουλά μας και να στάζουν από το πιγούνι μας πάνω στις λάσπες, μπορούμε να ζούμε μ’ αυτό — να ζούμε με τη δυστυχία και διά της δυστυχίας. Είναι ωραία τα δάκρυά μας, και είναι ωραία η λάσπη της Ειδομένης. Όσο πιο πολλή η λάσπη, τόσο πιο καλά, τόσο πιο καυτά, τόσο πιο όμορφα τα δάκρυά μας. Και τόσο πιο μεγάλη  η οργή μας για το Κακό Σύστημα. [§] Η εγκληματική κυβέρνηση των αγραμμάτων και ανεχόρταγων κομισαρίων πρέπει να γκρεμιστεί, όχι μόνο για να μπουν σε μια ανθρωπιστική τροχιά τα θέματα που καίνε Έλληνες και μη, αλλά μπας και σωθούν, επίσης, κάποια προσχήματα για τις επόμενες φουρνιές αριστερών που, βεβαίως, θα θέλουν κι αυτοί να κλάψουν στην ώρα τους.

10 Μαρτίου 2016

Επειδή δεν είναι απαραίτητο, είναι λούσο, το βιβλίο ήταν πάντα μια καλή πυξίδα της Κρίσης. Περί τα δέκα χρόνια από σήμερα, είχε ήδη πάρει να ματώνει και να κατρακυλάει: μέσα στην έξαρση, και λίγο πριν το τέλος, μιας άφρονος περιόδου πολύ χαμηλού επιπέδου καταναλωτισμού, κανείς δεν ενδιαφερόταν για τα βιβλία, πέρα από μια δράκα γραφικούς — τα τιράζ μειώθηκαν μέσα σε δυο-τρεις σεζόν από τις 2.000 και τις 3.000 και τις 4.000 σε 500 αντίτυπα το πολύ, μία πτώση που δεν θα τη δεις σε κανένα άλλο καταναλωτικό προϊόν ποτέ, όσο και να ψάξεις. Παράλληλα, στην Ελλάδα χάσαμε όλες τις παιδικές-εφηβικές κατηγορίες αναγνωστών. Το βλέπαμε να συμβαίνει μπροστά στα μάτια μας και δεν το πιστεύαμε, ήταν τρομακτικό — σαν να ζεις μέσα σε ένα σπλάτερ φιλμ. Και, ξαναθυμίζω, μιλώ για μια εποχή κατά την οποία υπήρχαν πολλά λεφτά στις τσέπες όλων. Μας αρέσει δεν μας αρέσει, το θεωρούμε ή όχι γλυκουλιά, έτσι είναι: η οιονομική κρίση ήταν στην αρχή της «αξιακή». Έτσι άρχισαν όλα. Εν πάση περιπτώσει, και παρά τις όποιες απώλειες, η αγορά εντέλει δεν κατέρρευσε, αν και οι άνθρωποι που δουλεύουν στις εκδόσεις έχασαν πάνω από το 50% των εισοδημάτων τους την τελευταία πενταετία. (Το ’χω ξαναπεί: έλαβα, μαζί με όλους τους άλλους παραλήπτες, το κοινό μέιλ ενός πολύ μεγάλου εκδοτικού που πολύ ευγενικά, και φυσικά ψυχρά, ζητούσε να μάθει εάν δεχόμασταν να μειώσουμε τις αποδοχές μας κατά το εν τρίτον, στις 10:15 ένα πρωί — η μονολεκτική απάντησή μου είχε την ίδια ακριβώς ώρα αποστολής: 10:15. Δεν υπήρχε περιθώριο διαπραγμάτευσης, δεν σε έπαιρνε να το σκεφτείς ή να το διαπραγματευτείς, έτσι και ήθελες να συνεχίσεις να δουλεύεις στον τομέα). Η αγορά στηρίχτηκε από όλους μας, και, παραδόξως θα έλεγε κάποιος, εξακολουθούν σήμερα να εκδίδονται πολλά (για τα δεδομένα μιας χρεοκοπημένης χώρας) και καλά βιβλία, σε μία απέλπιδα προσπάθεια των εκδοτών να παίξουν το τελευταίο τους χαρτί (όλοι έχουν χρέη, και από κάπου πρέπει να πιαστούν). Θα πιάσει όλο αυτό; Όχι, δεν θα πιάσει. Η αγορά θα εξακολουθεί να φθίνει και να συρρικνώνεται, και πολλά μεγάλα μαγαζιά θα κλείσουν. Αν, δε, φτάσουμε τον Ιούνιο να μιλάμε πάλι για Grexit (και όλα δείχνουν πως δεν θα το αποφύγουμε), όλο το κινηματογραφικό σκηνικό των ελληνικών εκδόσεων θα καταρρεύσει μέσα σε μία ημέρα. Χθες μόλις, για να κλείσω αυτό το σημείωμα, έμεινα έντρομος να κοιτώ τον τοίχο επί ώρα (το κάνω όλο και πιο συχνά αυτό: είναι ο τρόπος μου για να μη γίνομαι βίαιος), όταν ένας πολύ γνωστός εκδότης μού ανακοίνωσε ότι έπαψε να κάνει «δωροθεσίες» στις εκπομπές του ραδιοφώνου (μέχρι νεωτέρας, ή: «Για όλο το 2016», όπως μού είπε χαρακτηριστικά). Οι δωροθεσίες είναι το πιο φτηνό προωθητικό μέσο για το βιβλίο (μαζί με την αποστολή, κοστίζει στον εκδότη κάπου 10 ευρώ μάξιμουμ ανά τίτλο, και πολλά λέω), και μάλιστα αυτό που φέρνει πολλαπλάσια τα λεφτά του: αποδίδει όσο τίποτε άλλο! Και όμως. Δεν υπάρχουν αυτά τα 10 ευρώ για διαφήμιση. Και, ξαναλέω, μιλώ για ένα μεγάλο εκδότη, που τα βιβλία του δεν λείπουν ποτέ από τις λίστες των ευπωλήτων. [§] Δεν ξέρω αν γίνομαι σαφής.

09 Μαρτίου 2016

Η μια γιαγιά μου, η Μαρία, έμεινε σαράντα χρόνια στη Γερμανία, δούλευε εκεί και ζύμωνε και έψηνε τυρόπιτες κουρού, άνοιγε φύλλο κάθε μέρα, πολλά φύλλα δηλαδή, όλη μέρα ήταν μες στο αλεύρι, και προσπαθούσε να κλέψει και λίγο στη φέτα για να φτουρήσει, καναδυό τυρόπιτες δεν είχαν τη σωστή γέμιση μέσα, έμεινε πολύ μικρή χήρα και δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ, η μαμά της ήταν Βουλγάρα και είχε πολύ λευκό δέρμα, σλάβικο, το πρόσωπό της ήταν άσπρο κάτασπρο σαν το πανί και φορούσε πάντα μαύρες ρόμπες και μαύρα φουστάνια και τσεμπέρι, και τα καλοκαίρια γκρίζα ρούχα, δροσερά, για τη ζέστη. Τη βλέπαμε όταν έρχονταν από το Λούντενσαϊντ με τους θείους μου, δύο χιλιάδες χιλιόμετρα με το Ford, για τα μπάνια, και όλη μέρα μάς μαγείρευε, πατάτες τηγανητές και καλαμαράκια τηγανητά και ρυζόπιτες. Η ρυζόπιτα είναι στριφογυριστή πίτα, σαν σαλιγκάρι, και στο τέλος την περιχύνεις με σιρόπι. [§] Η άλλη γιαγιά μου, η Βέτα, είχε έρθει επίσης από τη Θράκη, μελαχρινή όμως αυτή, νοίκιαζε στις Συκιές, στο Τσινάρι, και ο ένας τοίχος του σπιτιού, στην κουζίνα, ήτανε Κάστρο, και η γιαγιά έκρυβε την υγρασία και τα νερά που τρέχανε εκεί, αρχαία νερά, με μια πάντα, και είχε και μια παγονιέρα, και ένα φανάρι, και ένα μεγάλο ράδιο Telefunken που έγραφε τις μεγάλες πρωτεύουσες του κόσμου στην μπάρα με τις συχνότητες: Istanbul, London, Paris, Berlin, Athens, New York, Cairo. Ήταν της εκκλησίας, θυμόταν καλά τα τουρκικά και τα γαλλικά της, είχε διδάξει μικρή στο σχολαρχείο αλλά ήταν καπνεργάτρια κυρίως, και μου ’μαθε να λέω το φλιτζάνι. Μου άρεσε να πηγαίνω στο σπίτι της, είχε και μια αυλή, και καπνίζαμε μαζί χωρίς να μιλάμε, και μόλο που δεν έπινα τον καφέ μου με ζάχαρη, μου τον έκανε πάντα σιρόπι τον τούρκικο και μου άρεζε. 

08 Μαρτίου 2016
Σελίδα 2 από 30