Ατόφιο χρυσάφι ήταν ο Δομάζος που, πριν απ’ όλα, το βάρος του το ζύγιζαν οι αντίπαλοι. Τι κι αν έγινε μεγάλη προσπάθεια με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και τις τεχνικές καινοτομίες που το ακολούθησαν να αποδυναμωθούν οι μεγάλες προσωπικότητες προς χάρη του συνόλου, να αποφεύγονται οι περιττές ενέργειες που χαρίζουν τη μαγεία στο ποδόσφαιρο (ότι όλα μπορούν να συμβούν!) υπέρ της μακιαβελικής σκοπιμότητας, τι κι αν ενοχοποιήθηκαν οι ντρίμπλες και τα τακουνάκια, ο στραβοκάνης μάγος πάντα έβρισκε τον τρόπο να αυθαιρετήσει σ’ έναν εκπαιδευμένο τακτικό στρατό.
Στα πόδια του μπαλαδόρου η μπάλα γίνεται ατόφια χαρά, ένα θεϊκό άγγιγμα στην ψυχή. Είναι εκείνο το κάτι άλλο που δεν ψευτίζει, δεν υποκρίνεται, δεν είναι κίβδηλο. Ακόμα και τα λάθη του είναι γοητευτικά κι η ακινησία του χορευτική, όλα πάνω του ασκούν μιαν ακαταμάχητη έλξη που απλά τη νιώθεις να κυλά στις φλέβες σου. Το μόνο που επιθυμείς είναι να την ξαναζήσεις το επόμενο κυριακάτικο απόγευμα, για να αντέξεις άλλη μια εβδομάδα πραγματικότητα.
Γι’ αυτό θεωρούμε τον Δομάζο δικό μας άνθρωπο, δική μας οικογένεια, αίμα μας, γι’ αυτό νιώθουμε σαν να χάθηκε ένα δικό μας κομμάτι ζωής με το χαμό του, μια απουσία με την απώλειά του.
Έτσι ήταν στα χρόνια του Δομάζου το ποδόσφαιρο, έτσι ήταν ο Δομάζος για μας: ο δικός μας άνθρωπος, ο σταθερός συγγενής που επισκεπτόμαστε κάθε Κυριακή, ο ήρωας που διαλέγαμε να παίξει για μας, για τα δάκρυά μας και τα χαμόγελα, που κάθε Κυριακή εξομολογούσε τις ζωές μας, μας ξαναγεννούσε από εβδομάδα σ’ εβδομάδα. Ήταν η στρατηγική αναφορά της ανέμελης πλευράς της ζωής μας.
Στρατηγέ, τι ζητάς στον Αχέροντα, εσύ, ο αθάνατος της Λεωφόρου Αλεξάνδρας;