Η χολέρα του 1854
Ενέσκηψε δε κατ’ αρχάς εις Πειραιά, απαραλλάκτως όπως και ο επί Περικλέους λοιμός, αψαμένη πρώτων των ξένων στρατιωτών καί τινων άλλων, ύστερον δε αναβάσα και εις το άστυ. Βεβαίως, αν οι ξένοι επέτρεπον την υγειονομικήν κάθαρσιν, θ’ απεκρούετο το νόσημα· διότι και πρότερον, δις ή τρις μετακομισθέν εις διαφόρους λιμένας της Ελλάδος, απεσοβήθη διά του τρόπου τούτου. Σήμερον όμως ενέπεσεν ακωλύτως μέγα και φοβερόν και ανεπτύχθη εν Αθήναις, αν κι οι πλείοι των κατοίκων φθάντες διεξήλθον της πόλεως και πολλή κατεβλήθη φροντίς περί προλήψεως του κακού. Εμάστισε δε την πρωτεύουσαν περί τους πέντε μήνας, ων ολεθριώτατος υπήρξεν ο Νοέμβριος, ως αποθανόντων εντός αυτού οκτακοσίων τουλάχιστον, και απέστειλεν εις Άδου τρεις χιλιάδες εκ των τριών μυριάδων κατοίκων αυτής.
Και κατά πρώτον μεν συνέβη έν μόνον κρούσμα προς την μεσημβρινήν εσχατιάν του τετάρτου τμήματος· είτα, εισβαλούσα η νόσος βίαια εις το δεύτερον και το τρίτον, ώρμησεν εις το πρώτον, και, πατάξασα αμείλικτος αυτό, επανήλθε ραγδαία εις το τέταρτον, εις ο περιέφερεν ανηλεές το δρέπανον, θερίσασα προ πάντων το πλήθος των εκεί σεσωρευμένων ενδεών προσφύγων, των νεωστί διωχθέντων από της Τουρκίας διά την διακοπήν των σχέσεων[i].
Οικτρόν δε θέαμα παρίστα τας ημέρας εκείνας η πόλις της Αθηνάς, καθ’ όσον, διά το καινοφανές της νόσου και την πρόδρομον αυτής τρομεράν φήμην, μέγας αριθμός έφυγον εκ της πρωτευούσης, τινές δε και τους φιλτάτους των οικείων παλαίοντας προς τον θάνατον εγκατέλιπον άνευ παραμυθίας, ίνα ζητήσωσι δι’ εαυτούς ζωήν, ως αν η ζωή ην αθάνατος. Και κατ’ αρχάς μεν άλλο δεν έβλεπες ει μη οχήματα και υποζύγια μετακομίζοντα εις τους λιμένας και τους αγρούς σωρούς ανδρών, γυναικών και παιδίων· και άλλο δεν ήκουες ει μη κατακύλισμα τροχών και ίππων ποδοβολητόν και υλακάς κυνών και ολοφυρμούς μενόντων. Μετ’ ολίγον δε αι οδοί μετεβλήθησαν εις ερήμους, τα εργαστήρια εκλείσθησαν, εντός των οικιών εξέψυξε πάσα φωνή και η πόλις από άκρου εις άκρον εσίγησεν ως απέραντον πολυάνδριον[ii]· μόνος ο ήχος των ιδίων σου βημάτων ανέβαινεν εις τας ακοάς σου και εξήγειρε τον τρόμον σου. Που και που απήντας άνθρωπον βραδυπατούντα μόνον, το πρόσωπον έχοντα άπορον και πελιδνόν και το βλέμμα στρέφοντα βαρυαλγές προς σε, ως ει εζήτει παρηγορίαν και βοήθειαν· που και που διαβαίνων προ θύρας ανοικτής, ήκουες οιμωγήν ημιθνήτος, ήτις ουδέ το κατώφλιον θα υπερέβαινεν άλλοτε, διά την ασθένειαν αυτής, ή έβλεπες ψυχορραγούντας άλλους επ’ άλλων και παραδίδοντας εν σπαραγμοίς το πνεύμα. Εγώ δε και μητέρα κειμένην εν τινι γωνία καταγωγίου είδον, αγωνιζομένην να κυλισθή προς το απέναντι ασπαίρον θυγάτριον. Της ταλαιπώρου μητρός το εσβεσμένον βλέμμα εφάνη αναζωογονούμενον ότε με είδε εισελθόντα· υπεμειδίασε σιωπηλή ως προς προστάτην του φιλτάτου καρπού των σπλάγχνων αυτής και ην το μειδίαμα εκείνο το τελευταίον. Απέθανε, και αυτό εφαίνετο πλανώμενον έτι εις τα κατεψυγμένα χείλη της φιλοστόργου νεκράς.
Πάντα ήσαν φρικαλέα· και η σιωπή και των ποδών σου ο κρότος ανώρθουν τας τρίχας σου· ως και του ουρανού το φως περιεχύτο ωχρόν και αλαμπές εις την γην. Την πρωΐαν μόνον, ενίοτε δε και την εσπέραν, προσέβαλεν τας ακοάς, ως γόος βαθύς, ο πένθιμος τριγμός των φορείων, άτινα, βαρέως και βραδέως ελαυνόμενα, μετεκόμιζον σωρούς ασαβανώτων, πολλάκις δε και ολογύμνων νεκρών προς λάκκους, εις ους ρίπτοντες τα σώματα οι νεκροθάπται, ως λίθους αργούς, κατεκάλυπτον δι’ ασβέστου ως διά σινδόνης νεκρικής. Ενίοτε δε έβλεπες και ρακενδύτην γέροντα ιερέα, όστις, κρατών σταυρόν και μόλις κινών τα χείλη, επορεύετο μακράν προ του φορείου. Νόμους, αστυνομίαν, νοσοκομεία, ιατρούς, πάντα και πάντας είχον παραλύσει ο φόβος και ο θάνατος, υπουργοί δε και νομάρχης και πολλοί των δημοσίων λειτουργών, καταλιπόντες αυτογνωμόνως τας θέσεις, κατέφυγον εις όρη και νήσους, αμειφθέντες μάλιστα επί τη παραβάσει του καθήκοντος διά παρασήμων υπό προσωποληπτούσης εξουσίας· ουδ’ ο θάνατος αφοπλίζει τα πάθη! Οι ιεροί ποιμένες κατελείφθησαν άνευ ποιμνίων και τα πνευματικά ποίμνια άνευ ποιμένων. Εις την μεγάλην αγοράν[iii] του Αγίου Παντελεήμονος, εις την Ερμαιόλειον συμβολήν, όπου προ μικρού έθαλλεν η ζωή, ουδέ πνοή ηκούετο· ο βόμβος μόνος των μυιών και άλλων εντόμων έπληττε τας ακοάς του μονήρους διαβάτου· και μόνοι οι βασιλείς, ως και δύο εταίρων τής επί των χολεριώντων δεκαπενταμελούς επιτροπής, διασχίζοντες καθ’ εκάστην την πόλιν, παρεμυθούντο και ενεθάρρυνον τους δυσέλπιδας[iv].
[i] Οι διπλωματικές σχέσεις με την Οθωμανική Αυτοκρατορία διακόπηκαν, όταν συγκροτήθηκαν στην Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία σώματα ελλήνων εθελοντών για την απελευθέρωση των περιοχών αυτών. Ακολούθησαν διωγμοί ελλήνων πολιτών που κατέφυγαν στην ελληνική επικράτεια.
[ii] Αρχαιολογικός όρος για τον ομαδικό τάφο.
[iii] Η παλιά αγορά της Αθήνας, από τους οθωμανικούς ακόμη χρόνους, λειτουργούσε σε παράγκες κοντά στην αρχαία αγορά, στο τέρμα της σημερινής οδού Αιόλου, ενώ κάηκε τον Αύγουστο του 1884.
[iv] Κρατήθηκαν το συντακτικό, οι γραμματικοί τύποι και η ορθογραφία του κειμένου αλλά μεταφέρθηκε στο μονοτονικό.