Ας εξετάσουμε τη λογική αυτής της πρότασης που εννοεί τη «συναίνεση» αποκλείοντας το δικαίωμα της πλειοψηφικής πρότασης. Από πότε η άποψη της πλειοψηφίας θεωρείται διχαστική; Από πότε η μειοψηφία εγγυάται τη συναίνεση σε αντίθεση με την πλειοψηφία; Πόσο δημοκρατικό, θεσμικά ορθό και ιστορικά τεκμηριωμένο είναι να ταυτίζεται η Δεξιά με το αντιδραστικό και διχαστικό και η Αριστερά με το προοδευτικό συνενωτικό πρόσημο;
Ας στρέψουμε λοιπόν το βλέμμα μας στο Κοινοβούλιο. Από τη μια έχουμε την κυβερνητική πρόταση της πλειοψηφίας που είναι «διχαστική», από την άλλη τη θέση του ΚΚΕ το οποίο αρνείται a priori τη διαδικασία όπως αυτή ορίζεται από το Σύνταγμα και τον τρόπο λειτουργίας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Εδώ δεν τίθεται θέμα ευθείας και ιταμής αρνήσεως του δημοκρατικού μας πολιτεύματος;
Ας πούμε ότι το παραβλέπουμε αυτό και προχωράμε επί του πρακτέου. Εδώ η κυβέρνηση στην ουσία καλείται στο όνομα της (δήθεν) «υπερκομματικής υποψηφιότητας» να καταλύσει το πολίτευμα και να εγκαθιδρύσει λαϊκή δημοκρατία σοβιετικού τύπου. Κάθε άλλη λύση δεν γίνεται αποδεκτή.
Πάμε τώρα στα υπόλοιπα... σοβαρά κόμματα του δημοκρατικού τόξου, της προοδευτικής παράταξης.
Παραβλέποντας το αυτονόητο ότι τη συναίνεση την εκφράζει το ίδιο το δημοκρατικό μας πολίτευμα, ερχόμαστε στο ΠΑΣΟΚ, την κορωνίδα των προοδευτικών δυνάμεων, που ανακάλυψε το τρομερό επιχείρημα το οποίο επικαλέσθηκε σε όλους τους τόνους: αυτό της δήθεν άτυπης παράδοσης της Μεταπολίτευσης στην οποία είθισται ο Πρόεδρος να προέρχεται από την αντίθετη παράταξη. Αυτή η έμπνευση του ΠΑΣΟΚ προφανώς, εκτός από ψευδής, είναι εντυπωσιακά ανόητη. Προφανώς κάτι τέτοιο δεν ισχύει και για του λόγου το αληθές ας δούμε πώς εξελέγησαν οι Πρόεδροι:
1975-1980: Κωνσταντίνος Τσάτσος (νεοδημοκράτης, από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, ιδρυτή της ΝΔ)
1985-1990: Χρήστος Σαρτζετάκης (σύμβολο της αυτοαποκαλούμενης δημοκρατικής παράταξης λόγω του ρόλου του στην εξιχνίαση της δολοφονίας Λαμπράκη, από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ)
1990-1995: Κωνσταντίνος Καραμανλής (από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, με τη «συνεισφορά» του βουλευτή της ΔΗΑΝΑ που προσχώρησε στη ΝΔ, Θ. Κατσίκη – και δύο μειονοτικών βουλευτών της Θράκης)
2010-2015: Κάρολος Παπούλιας (από τον Γιώργο Παπανδρέου).
Εδώ, αντί άλλου, έχει ενδιαφέρον να υπενθυμίσουμε ότι ο νυν πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, ως βουλευτής της ΝΔ, δεν ψήφισε τον Προκόπη Παυλόπουλο, σε αντίθεση με την κομματική γραμμή, επειδή θεωρούσε ότι η επιλογή του κόμματός του στη συγκεκριμένη δραματική συγκυρία δεν πληρούσε τις απαραίτητες εθνικές και πατριωτικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις. Υποθέτω ότι όλοι μας θυμόμαστε τις τραγικές συνέπειες αυτής της προοδευτικής συνενωτικής «παράδοσης», την οποία επικαλείται ο Νίκος Ανδρουλάκης.
Συμπερασματικά: ο Μητσοτάκης, που στοχοποιείται από όλο το προοδευτικό τόξο και το ακροδεξιό μέτωπο, έχει αποδείξει εμπράκτως ότι η συναίνεση δεν είναι κομματική υπόθεση. Αντίθετα με αυτό που έπραξε (ή... δεν έπραξε) ο Ανδρουλάκης. Ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα μπορούσε κάλλιστα, αν ήταν αυτός ο καημός του, να προτείνει / υποδείξει ένα πρόσωπο δικής του επιλογής που θα πληρούσε εκείνες τις προϋποθέσεις τις οποίες ζητούσε από τον Μητσοτάκη. Δεν το έπραξε. Μάλιστα, λίγες ώρες πριν ο πρωθυπουργός ανακοινώσει την υποψηφιότητα Τασούλα, έσπευσε ο Ανδρουλάκης τελείως άκαιρα να δηλώσει ότι δεν υπάρχει καμιά περίπτωση μετεκλογικής συνεργασίας με τη ΝΔ. Αναρωτιέται και προβληματίζεται κανείς για τη σκοπιμότητα αυτής της εκτός τόπου, εκτός χρόνου και εκτός συγκυρίας τοποθέτηση.
Όπως και να έχει, αφού δεν βγήκαν οι κομματικές σκοπιμότητες που απεργαζόταν, το ΠΑΣΟΚ πρότεινε εκ των ύστερων την «υπερκομματική» υποψηφιότητα του σεβαστού και απολύτως αποδεκτού Τάσου Γιαννίτση, δικαιώνοντας έτσι την «κομματική» επιλογή του Μητσοτάκη.
***
Μέρες μετά την ανακοίνωση της πρότασης Μητσοτάκη, η αντιπολίτευση επιμένει να κάνει λόγο για την αόρατη παράδοση της δήθεν εκλογής Προέδρου που να μην ανήκει στην κυβερνητική πλειοψηφία. Αλλά επειδή όπως είδαμε δεν υπάρχει οποιαδήποτε τέτοια παράδοση, γιατί η αντιπολίτευση να μην το προχωρήσει; Γιατί δεν ζητάει να παγιωθεί η πρόταση Προέδρου της Δημοκρατίας αποκλειστικά από την αντιπολίτευση, ώστε να γλιτώνουμε τα παραλειπόμενα;
Από όποια πλευρά πάντως και να το δει κανείς, είναι κάπως προβληματικό να θεωρείται ότι ένας πολιτικός της Δεξιάς δεν μπορεί να εγγυηθεί τη «συναίνεση», ενώ μπορεί να την εγγυηθεί ένας κεντροαριστερός ή ένας, γενικώς, «προοδευτικός». Ήδη μάθαμε (επιτέλους) ότι προοδευτική επιλογή συνεργασιών είναι, κατά τον Παύλο Γερουλάνο και άλλους, ακόμα και ο Βαρουφάκης. Ιδού μια υποψηφιότητα σοβαρή και τεκμηριωμένη «προοδευτικά», σε αντίθεση με την «αντιδραστική» του Κωνσταντίνου Τασούλα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, για τις δικές του κομματικές σκοπιμότητες, στοχεύοντας στο χώρο της αριστερής, πολυφωνικής πλέον, οικολογικής και πάντα προοδευτικής πολυκατοικίας, πρότεινε τη Λούκα Κατσέλη και αναμένει τις ψηφοφορίες.
Το προοδευτικό κοινοβουλευτικό τόξο συμπληρώνει τις προτάσεις για την Προεδρία με εκείνη της Ζωής Κωνσταντόπουλου, η οποία επιφυλάσσει την πλέον ρηξικέλευθη, προοδευτική, εναλλακτική, αξιοκρατική, εναντίον της απεχθούς οικογενειοκρατίας, υποψηφιότητα του πατέρα της!
Εν ολίγοις, το λεγόμενο προοδευτικό τόξο όσο στοχεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη τόσο απομακρύνεται από το στόχο του.