Το ουκρανικό και το ισπανικό σύνταγμα δεν επιτρέπουν την απόσχιση επαρχιών, όπως της Κριμαίας και της Καταλωνίας εν προκειμένω. Η Ισπανία και η Ουκρανία δεν είναι Ομοσπονδίες ή Ενώσεις, όπως η πρώην ένωση μεταξύ Σουηδίας και Νορβηγίας, η οποία διαλύθηκε το 1905, η πρώην Τσεχοσλοβακία, η οποία διαλύθηκε το 1993, η πρώην Σοβιετική Ένωση, το σύνταγμα της οποίας προέβλεπε το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης στις δημοκρατίες που την αποτελούσαν, ή το σημερινό Ηνωμένο Βασίλειο που λειτουργεί χωρίς ενιαίο γραπτό Σύνταγμα. Η απουσία νομιμότητας και στα δύο δημοψηφίσματα είναι το σημαντικότερο σημείο σύγκρισης μεταξύ των περιπτώσεων Καταλωνίας και Κριμαίας. Και στις δύο περιπτώσεις, τα δημοψηφίσματα ήταν αντισυνταγματικά, καθώς η Ισπανία και η Ουκρανία είναι ενιαία κράτη οι οποιεσδήποτε εδαφικές αλλαγές των οποίων μπορούν να αποφασιστούν μόνο σε εθνικό δημοψήφισμα.
Η φτωχή Κριμαία ήταν μέρος της σοβιετικής Ουκρανίας από το 1954. Η πλούσια Καταλωνία είναι μέρος της Ισπανίας για αιώνες. Παρ’ όλα αυτά, οι ορέξεις των αυτονομιστών Καταλανών άνοιξαν περισσότερο μετά την «επιτυχία» του δημοψηφίσματος στην Κριμαία. Ο δεξιός καταλανός πολιτικός Ενρίκ Ραβέλο, ο οποίος ήταν παρατηρητής στο δημοψήφισμα της Κριμαίας, δήλωσε στους NewYorkTimes ότι «η Κριμαία είναι παράδειγμα για εμάς στην Καταλωνία, είναι αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε».
Οι Καταλανοί όμως δεν υπολόγισαν σωστά.
Η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες. Στην Κριμαία, το 95,6% των ψηφοφόρων στήριξαν την ενσωμάτωση της ουκρανικής περιφέρειας στη Ρωσία. Στην Καταλωνία, το ποσοστό ήταν 90%. Στην Κριμαία, το επίσημο ποσοστό συμμετοχής ανερχόταν στο 83%, ενώ στην Καταλωνία δεν έφτασε καν στο μισό. Τόσο στην Κριμαία όσο και στην Καταλωνία, εκείνοι που υποστήριζαν την απόσχιση προσήλθαν με άγριο ενθουσιασμό στις κάλπες, ενώ όσοι επιθυμούσαν την συνέχιση της νόμιμης κατάστασης δεν είχαν λόγους να συμμετάσχουν σε αυτά τα δημοψηφίσματα-παρωδία.
Μια άλλη ομοιότητα ήταν ότι η κεντρική ουκρανική κυβέρνηση δεν διέθεσε στην παράνομη, φιλορωσική, τοπική κυβέρνηση της Κριμαίας τους επίσημους εκλογικούς καταλόγους. Έτσι η Κριμαία χρησιμοποίησε παλιούς μη έγκυρους καταλόγους. Αν κάποιος δεν βρισκόταν την λίστα, απλώς έγραφε το όνομά του και ψήφιζε, με αποτέλεσμα πολλοί να δηλώνουν διαφορετικά ονόματα και να ψηφίζουν πολλές φορές. Η ισπανική κυβέρνηση, επίσης, αρνήθηκε στους Καταλανούς την πρόσβαση στους εκλογικούς καταλόγους. Έτσι οι αυτονομιστές καταλανοί αξιωματούχοι ζήτησαν από τους ψηφοφόρους να εκτυπώσουν τα ψηφοδέλτια στο σπίτι τους και να τα ρίξουν οπουδήποτε μπορούσαν. Ψηφοδέλτια μοιράστηκαν ακόμη και σε συγκεντρώσεις πριν από το δημοψήφισμα. Αυτή είναι άλλη μια σημαντική ομοιότητα μεταξύ των δύο δημοψηφισμάτων. Για αυτούς που τα διοργάνωσαν δεν είχε σημασία ο τρόπος που θα διαμορφωνόταν η κοινή γνώμη. Σημασία είχε μόνο ο σκοπός τους, και οποιοσδήποτε τρόπος επίτευξής του ήταν ευπρόσδεκτος. Στην περίπτωση της Κριμαίας, οι τρόποι αυτοί περιελάμβαναν ακραίες δημόσιες εκδηλώσεις ρωσικού «πατριωτισμού», με ανθρώπους να καλύπτουν ακόμα και σημαίες της Ουκρανίας στις πινακίδες αυτοκινήτων με ρωσικές. Στην Καταλωνία, κύρια θέματα ήταν η «ηρωική-δημοκρατική» αντίσταση στις ισπανικές απόπειρες απαγόρευσης της ψηφοφορίας και η προβολή κάθε περίπτωσης βίας από τις ισπανικές αρχές ως φασιστικής παρέμβασης σε μια δημοκρατική διαδικασία.
Τι συνέβη όμως και, ενώ υπήρχαν τόσες ομοιότητες μεταξύ των δημοψηφισμάτων, μόνο η Κριμαία κατάφερε να αποσχιστεί από την Ουκρανία;
Η κύρια διαφορά μεταξύ Ισπανίας-2017 και Ουκρανίας-2014, είναι ότι η ουκρανική κυβέρνηση δεν ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να επιβάλει τους νόμους της στην Κριμαία. Τον Μάρτιο του 2014, η χερσόνησος της Κριμαίας είχε καταληφθεί από ρωσικά στρατεύματα, ένστολους και μη. Το δε τοπικό Κοινοβούλιο της Κριμαίας είχε καταληφθεί από ρώσους στρατιώτες, χωρίς διακριτικά, οι οποίοι διέλυσαν την κυβέρνηση του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς και την αντικατέστησαν με μια φιλορωσική. Μεταγενέστερες απόπειρες του Κιέβου να συγκρατήσει με τη βία τις ανατολικές περιοχές της χώρας υπό ουκρανικό έλεγχο επιβεβαίωσαν ότι η Ουκρανία δεν θα μπορούσε να αποτρέψει την απόσχιση της Κριμαίας.
Στην Ισπανία, μπορεί ο πρωθυπουργός Μαριάνο Ραχόι να ηγείται μιας μειοψηφικής κυβέρνησης, αλλά η Ισπανία δεν είναι μια αδύναμη μετ-επαναστατική χώρα ούτε κυβερνάται από ένα βιαστικά συγκροτημένο υπουργικό συμβούλιο. Η ισπανική κυβέρνηση έχει τον έλεγχο των εργαλείων επιβολής του νόμου και του στρατού και υποστηρίζεται, για το ζήτημα της Καταλωνίας, από τους κορυφαίους πολιτικούς της αντιπάλους καθώς και από τον ισπανό βασιλιά. Ήταν αρκετά ισχυρή ώστε να παρέμβει δυναμικά εναντίον του αποσχιστικού δημοψηφίσματος και να διαταράξει την «ψηφοφορία» και θα είναι αρκετά ισχυρή να κυνηγήσει τους αυτονομιστές ηγέτες αν προχωρήσουν σε δήλωση ανεξαρτησίας.
Επίσης, η Ουκρανία απαιτεί την επιστροφή της Κριμαίας υπό την κυριαρχία της, απαίτηση που όλος ο κόσμος αναγνωρίζει ως δικαίωμά της. Η Καταλωνία δεν έχει αυτή τη διεθνή υποστήριξη. Στην πραγματικότητα, η ρωσική στρατιωτική παρουσία στην Κριμαία ήταν αυτή που έκανε πρακτικά υλοποιήσιμη την απόσχισή της. Η απειλή της βίας, και όχι το δημοψήφισμα, ήταν εκείνο που εξασφάλισε ότι η Κριμαία υπάρχει σήμερα ως defactoτμήμα της Ρωσίας. Αντίθετα, ο καταλανός πρωθυπουργός Πουτζντεμόν είναι μόνος, χωρίς ικανή δύναμη για να αποσχίσει την Καταλωνία από την Ισπανία.
Το μόνο που έχει το δικαίωμα να κάνει είναι να ξεκινήσει μια μακροχρόνια εκστρατεία για να αλλάξει το ισπανικό σύνταγμα και να μετατραπεί η χώρα σε ομοσπονδία, ώστε, τελικά, να συζητηθεί το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης.