Σύνδεση συνδρομητών

Τεύχος 114

Εμφάνιση άρθρων Books' Journal βάσει ετικέτας

«Είμαι ο Άλφρεντ Χίτσκοκ»

Κωνσταντίνος Μπλάθρας

Μια (αυτο)βιογραφία με ταινίες

25 Δεκεμβρίου 2021

Ρητορική και ηθική

Χλόη Μπάλλα

Πλάτωνος, Γοργίας, εισαγωγή - μετάφραση – σχόλια: Παύλος Καλλιγάς, στιγμή, Αθήνα 2020, 338 σελ.

Είναι ο Γοργίας μια πραγματεία περί ρητορικής; «Ήδη κατά την αρχαιότητα», σημειώνει ο καθηγητής και ο υπεύθυνος για την πρώτη άρτια μεταφορά του πλατωνικού διαλόγου στη νεοελληνική Παύλος Καλλιγάς, «είχε γίνει αντιληπτό ότι οι βλέψεις και η στόχευση του Γοργία εκτείνονται πολύ πέραν του θέματος της ρητορικής, η φύση της οποίας αποτελεί απλώς το έναυσμα που οδηγεί στην πραγμάτευση των βασικών προβλημάτων που απασχολούσαν τον συγγραφέα, και που δεν είναι άλλα από την ηθική θεμελίωση της πολιτικής πρακτικής και η με βάση αυτήν συγκρότηση του τρόπου ζωής του ατόμου έτσι ώστε τούτη να συνεισφέρει στην αληθινή του ευτυχία».

07 Ιουνίου 2021

Τα όνειρα παράγουν την ιστορία

Ανδρέας Πανταζόπουλος

Στέλιου Ράμφου, Η Ελλάδα των Ονείρων. Σπουδή στο συλλογικό μας φαντασιακό, Αρμός, Αθήνα 2020, 560 σελ.

Ένα έργο αναφοράς του φιλόσοφου και συγγραφέα Στέλιου Ράμφου για την άχρονη νεοελληνική ταυτότητα. Αναδημοσίευση από το τεύχος #114, Δεκέμβριος 2020, του Books' Journal 

22 Μαϊος 2021

Γιάννης Σταυρακάκης, Λαϊκισμός: Μύθοι, στερεότυπα και αναπροσανατολισμοί, Εκδόσεις ΕΑΠ, Αθήνα 2019, 108 σελ.

Στο βιβλίο αναπτύσσεται η άποψη ότι ο λαϊκισμός είναι ένα σύνθετο φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να ιδωθεί μόνο από τη σκοπιά του αντιλαϊκισμού που του δίνει a priori αρνητικό πρόσημο. Σύμφωνα με τον καθηγητή πολιτικών επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Γιάννη Σταυρακάκη, ο λαϊκισμός είναι αναπόφευκτη συνιστώσα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας και σχετίζεται με την ανάγκη αποκατάστασης της λαϊκής κυριαρχίας και της υπεράσπισης των συμφερόντων του λαού, οπότε per se δεν είναι ούτε κακός ούτε καλός. Ωστόσο, παραλείπεται να γίνει αναφορά σε ένα βασικό χαρακτηριστικό του λαϊκισμού, την απλούστευση που οδηγεί στη χειραγώγηση και όχι την ανύψωση του λαού. Η απλουστευτική αυτή λογική γίνεται φανερή από διάφορες γλωσσικές επιλογές που απαντούν συχνά στο λαϊκιστικό λόγο.

10 Μαϊος 2021

Μanuel Vilas, Ορδέσα. Μυθιστόρημα, μετάφραση από τα ισπανικά: Αχιλλέας Κυριακίδης, Ίκαρος 2020, 467 σελ.

Ο ισπανός συγγραφέας Μανουέλ Βίλας δίνει φωνή στους χαμένους αγαπημένους του – στους γονείς τους και σε πολλούς ακόμα που συνάντησε στη ζωή του και τον επηρέασαν. Στην Ισπανία, το αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα δεν είναι συνηθισμένο λογοτεχνικό είδος – και όποιος το επιχειρεί σπάει ένα λογοτεχνικό ταμπού. Αλλά για τον Μανουέλ Βίλας, που παραιτήθηκε στα 50 από την εκπαίδευση για να έχει χρόνο για γράψιμο, τίποτα στη συγγραφή δεν είναι ταμπού. Ο συγγραφέας, όπως έδειξε το παράδειγμα του Θερβάντες, οφείλει να ανοίγει δρόμους μέσω της λογοτεχνικής συγκίνησης. Μιλήσαμε μαζί του. Αναδημοσίευση από το Books' Journal #114, Δεκέμβριος 2020. [ΤΒJ]

Συνέντευξη στη Μαρίλια Παπαθανασίου

04 Μαρτίου 2021

Κώστας Ταχτσής, Το Τρίτο Στεφάνι. Μυθιστόρημα, πρόλογος: Μικέλα Χαρτουλάρη, Ψυχογιός, Αθήνα 2020, 352 σελ.

Το Τρίτο Στεφάνι είναι μυθιστόρημα που πρέπει να διαβάσει κάποιος δύο ή τρεις φορές στη ζωή του. Οι περισσότεροι διαβάζουν τέτοια μυθιστορήματα όταν είναι έφηβοι, όταν ακόμα είναι ευσυγκίνητοι και εντυπωσιάζονται εύκολα. Μολοντούτο, το ίδιο βιβλίο μιλάει διαφορετικά σε όσους έχουν πιάσει τα σαράντα και αρχίζουν να πλήττουν από την ίδια τους τη ζωή, ενώ είναι μοιραίο όταν διαβαστεί από όσους έχουν περάσει τα εξήντα. Μόνο όταν κάποιος νιώσει τον χρόνο να επιβραδύνεται στο σώμα του μπορεί να κατανοήσει τη μοναδική ποιότητα της αφηγηματικής φωνής στο μυθιστόρημα αυτό, που αγωνίζεται, κάτω από τις περιπέτειες της ιστορίας, να απομνημειώσει την ασήμαντη λεπτομέρεια, να διασώσει τα φαινόμενα από τη λήθη και να τα κατονομάσει με κάθε τρόπο, εφόσον οι λέξεις είναι οι μόνες γέφυρες που μπορούν να χτιστούν πάνω από την ακατάπαυστη ροή του χρόνου.

03 Μαρτίου 2021

Νίκολας Α. Χρηστάκης, Το βέλος του Απόλλωνα. Οι βαθιές και μακροχρόνιες επιπτώσεις της πρόσφατης πανδημίας στον τρόπο που ζούμε, μετάφραση από τα αγγλικά: Γιώργος Προεστός, Κάκτος, Αθήνα 2020, 368 σελ.

 Συχνά, μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, οι κοινωνικές επιστήμες δεν στάθηκαν στο ύψος της αποστολής τους. Οι αναλύσεις για τις υποτιθέμενες αλλαγές που αυτή θα επιφέρει στην καθημερινότητά μας, προάγγελος μιας γενικευμένης τάσης προς τον αυταρχισμό, είτε το στερεότυπο περί ενός Μεγάλου Αδελφού που θα μας ελέγχει τροφοδότησαν ένα νέο ρεύμα θεωριών συνωμοσίας και απείθειας στα υγειονομικά μέτρα των κρατών. Τι αλλαγές, όμως, επιφέρει πραγματικά η πανδημία; Ο ελληνοαμερικανός καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Yale, Νίκολας Χρηστάκης, επικαλείται τις πραγματικές συνέπειες του κορωνοϊού και, χρησιμοποιώντας τα στοιχεία που διατίθενται, τις περιγράφει – θέτοντας ταυτόχρονα τους κανόνες της δεοντολογικής υποχρέωσης των κοινωνικών επιστημών απέναντι στην πραγματικότητα. [TBJ]

 

Σχεδόν όλοι όσοι ασχολούνται με τις κοινωνικές επιστήμες βλέπουν την περίοδο της πανδημίας ως μια αναπάντεχα τραγική αλλά ταυτόχρονα σημαντική ευκαιρία να καταλάβουν καλύτερα αυτό που κατά βάση τους απασχολεί: τη σχέση κοινωνίας-ατόμου, τις σταθερές και τις μεταβλητές που διέπουν τη δημόσια και την ιδιωτική ζωή. Με το ξέσπασμα της πανδημίας, πολλοί διανοούμενοι και κοινωνικοί επιστήμονες έσπευσαν να καταθέσουν τις απόψεις τους κυρίως για το τι συνέπειες θα έχει αυτή στον σύγχρονο κόσμο. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα διατυπώθηκαν πολύ δυσοίωνες προφητείες που, με λίγα λόγια, περιέγραφαν το έκτακτο γεγονός και τις αλλαγές που επιφέρει στην καθημερινότητά μας ως προάγγελο μιας γενικευμένης τάσης προς τον αυταρχισμό, που είτε είναι ενδημικός στον καπιταλισμό και τη «βιοεξουσία» είτε τώρα βρίσκει μια νέα μορφή του. Ο Μεγάλος Αδελφός ή η κινεζοποίηση της Δύσης έγιναν πιο απειλητικές προβολές από τον ίδιο τον κορωνοϊό και τον μαζικό θάνατο που επανέφερε σε μια εποχή που τον είχε ξεχάσει. Μεταξύ των άλλων, αυτό συνέβη επειδή οι κοινωνικές επιστήμες αγνοούν τα προβλήματα που έχουν να κάνουν με τη φύση και τη βιολογία της ανθρώπινης ζωής, μέσα στον σκληρό κοινωνιολογισμό που συνήθως τις χαρακτηρίζει, οπότε δεν είχαν καν τη δυνατότητα να περιγράψουν σωστά αυτό που συμβαίνει τώρα.

Έτσι, την ώρα που η ιατρική και η βιολογία δίνουν ένα μεγάλο αγώνα για την επιβίωση της ανθρωπότητας, οι κοινωνικές επιστήμες στέκουν είτε αμήχανες αναμένοντας τις εξελίξεις είτε προτρέχουν να ερμηνεύσουν το αβέβαιο παρόν και μέλλον, συνήθως με τα ερμηνευτικά (συχνά και ιδεολογικά) γυαλιά του παρελθόντος. Το γεγονός ότι δεν μπορεί να συγκροτηθεί ένα σαφές επεξηγηματικό αφήγημα του πώς και γιατί προκύπτει πανδημία εν έτει 2020 και ποιες είναι οι βασικές επιδράσεις της στον ατομικό και στον κοινωνικό μας βίο αφήνει ελεύθερο πεδίο για ανάπτυξη θεωριών συνωμοσίας, αριστερών και δεξιών αποχρώσεων, που μετατοπίζουν το πρόβλημα σε ένα φανταστικό, μεταφυσικό ή απλά παρελθοντικό πλαίσιο ερμηνειών.

 

Ένα διεπιστημονικό αφήγημα

Ένα από τα πρώτα βιβλία στη διεθνή βιβλιογραφία που εκδίδονται με σκοπό να καλύψουν αυτό το κενό είναι Το βέλος του Απόλλωνα του Νίκολας Χριστάκη, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Yale, που εκδίδεται και στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεύτερης φάσης της πανδημίας, στην οποία και η ελληνική κοινωνία γνωρίζει καθημερινά εκατοντάδες θύματα, βγαίνοντας από το καθεστώς της «ασφάλειας» που είχε δημιουργήσει η έγκαιρη κινητοποίηση πολιτείας και πολιτών στην πρώτη φάση, την περασμένη άνοιξη. Κατ’ αυτή την έννοια, το βιβλίο του Χρηστάκη έρχεται σαν αναγνωστικό «φάρμακο» σε μια περίοδο που η πανδημία δείχνει τα πολύ σκληρά της δόντια παντού και όλοι μπαίνουμε σε μια ιδιόμορφα πένθιμη εξοικείωση μαζί της.

Το πολύ σημαντικό στοιχείο του βιβλίου οφείλεται στην πολυπρισματική ταυτότητα του ίδιου του συγγραφέα. Είναι η διεπιστημονικότητα του αφηγήματος που το κάνει πλούσιο όχι μόνο σε στοιχεία αλλά και σε τρόπους προσέγγισης και κατανόησης.  Ο συνδυασμός ιατρικών, ιστορικών και κοινωνιολογικών γνώσεων και πληροφοριών, η σχολαστική παράθεση μεμονωμένων περιπτώσεων αλλά και μεγάλων δεδομένων αποτελούν τον καμβά πάνω στον οποίο ο Χρηστάκης επιχειρεί να κάνει κατανοητή μια εκ των πραγμάτων πολύ σύνθετη και ρευστή κατάσταση. Το μέχρι τώρα έργο του, άλλωστε, συνδυάζοντας αυτά τα δύο πρίσματα (ιατρικό και ιστορικοκοινωνιολογικό)  έχει ήδη συμβάλει πολύ στο να καταλάβουμε πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι κοινωνικές σχέσεις και οι δυνατότητες «συνδεσιμότητας» που έχουμε με τους συνανθρώπους μας όχι μόνο για ζητήματα που αφορούν τη σύγχρονη δημόσια και ιδιωτική σφαίρα αλλά και τον ίδιο τον βιολογικό μας οργανισμό, την ατομική και δημόσια υγεία μας. Κατ’ αυτή την έννοια, ήταν αναμενόμενο ότι ο Χρηστάκης, αργά ή γρήγορα, θα μας έδινε μια ενδιαφέρουσα κάτοψη της, πανδημικής πια, παγκόσμιας κοινωνίας με τα εννοιολογικά και μεθοδολογικά εργαλεία που ήδη έχει αναπτύξει.

 

Η παραγνώριση της βιολογίας

Το βιβλίο αυτό ουσιαστικά γράφεται λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και η ίδια η δομή του εκπέμπει όχι τόσο επιστημονική σχολαστικότητα/αντικειμενικότητα αλλά πρόθεση επιστημονικής παρέμβασης. Κι αυτό το κάνει πολλαπλά χρήσιμο. Το ύφος του είναι ταυτόχρονα α) δημοσιογραφικό, ειδικά εκεί όπου καταγράφει μεθοδικά τα γεγονότα του ξεσπάσματος της πανδημίας στην Κίνα και ΗΠΑ,  β) μακροσκοπικό, στο βαθμό που μας περιγράφει τις πανδημίες ως ένα διαχρονικό φαινόμενο της ανθρώπινης ιστορίας των τελευταίων 3.000 χρόνων και γ) μικροσκοπικό, στα σημεία που διεισδύει σε μεμονωμένες ενδεικτικές περιπτώσεις της σημερινής πανδημίας και σε σύγχρονα δεδομένα για να κατανοήσουμε την πολυπλοκότητά της, είτε στα βιολογικά είτε στα κοινωνικά της χαρακτηριστικά.

Το κάπως δοκιμιακό  ύφος του Χρηστάκη σε όρους επιστημονικής πειθαρχίας καθιστά κάπως δύσκολη την ανάδειξη του κεντρικού του επιχειρήματος. Κάθε αναγνώστης μπορεί να μεπι στο βιβλίο για διαφορετικούς λόγους – και ήδη η πληθώρα στοιχείων και επεξηγήσεων που παρατίθενται είναι δελεαστική. Από την πλευρά, όμως, των κοινωνικών επιστημών και των πολιτικών διαστάσεων του θέματος, ένα ζήτημα εγείρεται με πολύ ενδιαφέροντα, αν και όχι κεντρικό, τρόπο. Ο Χρηστάκης, αν και έχοντας πάντοτε στο επεξηγηματικό του οπλοστάσιο την κομβικότητα των κοινωνικών σχέσεων, φαίνεται να στρέφεται σαφώς ενάντια σε αυτό που ονομάζεται κοινωνικός κονστρουκτιβισμός και στον συνεπαγόμενο πολιτικό βολονταρισμό του.  Με τα δικά του λόγια ( σ. 172):

Υπάρχουν πολλοί, και όχι μόνο εκείνοι που κατέχουν αξιώματα, που έπεισαν τον εαυτό τους πως η αλήθεια είναι «κοινωνικό κατασκεύασμα» – πως δεν υπάρχει αντικειμενική πραγματικότητα, παρά μόνο αυτή που εμείς ορίζουμε, χρησιμοποιώντας τις ανθρώπινες ικανότητές μας. Αυτό είναι μια πολύ ενδιαφέρουσα φιλοσοφική άποψη. Ωστόσο, μας οδηγεί στην πεποίθηση πως μπορούμε να αλλάξουμε την πραγματικότητα παρεμβαίνοντας σε λόγια ή εικόνες: αν αποκαλέσουμε κάτι με διαφορετικό όνομα, γίνεται όντως διαφορετικό. Κάτι τέτοιο ισχύει μόνο εν μέρει. Ο ιός είναι πραγματικός και δεν ενδιαφέρεται για το πώς θα τον δούμε ή τι θα πούμε γι’ αυτόν.

Πάνω σε αυτή την παραγνώριση της «σκληρής» πραγματικότητας αναπτύχθηκαν, κατά τον Χρηστάκη, όλοι οι λανθασμένοι χειρισμοί από ισχυρές ηγεσίες και κοινωνίες ώς την άνοιξη του 2020, που οδήγησαν σε ολέθρια αποτελέσματα. Ανεξάρτητα από ιδεολογικές αφετηρίες (Δεξιά - Αριστερά), σημειώθηκε σε όλο τον κόσμο –και κυρίως στις ΗΠΑ, όπου το βιβλίο επικεντρώνει τη μεγαλύτερη προσοχή του– μια μοιραία υποτίμηση του πραγματικού προβλήματος, είτε ως ανύπαρκτου, είτε ως ελεγχόμενου, είτε ως παροδικού. Αν και στην Ελλάδα είχαμε την τύχη, αυτή τη φορά, να μην παραγνωρίσουμε τη δυναμική του Covid-19  βλέποντας τη θανατηφόρο επέλασή του στη γειτονική και συγγενική σε κοινωνικούς όρους Ιταλία, μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε σε τι πρόβλημα αναφέρεται ο συγγραφέας.

Αναφέρεται σε αυτή την ηθελημένη πλάνη που η ελληνική κοινωνία βίωσε την πρώτη περίοδο της οικονομικής κρίσης, όταν ένα πολύ μεγάλο μέρος του εγχώριου πολιτικού και μιντιακού κόσμου θεώρησε τη χρεοκοπία του ελληνικού κράτους fake news ή στημένο σενάριο για την ποδηγέτηση του ελληνικού λαού από ξένες –φανερές ή αφανέρωτες– δυνάμεις με τη συνέργεια ντόπιων «προδοτών». Ίσως ένας από τους λόγους που η ελληνική κοινωνία και το πολιτικό σύστημα στο σύνολό του αντέδρασε στην πρώτη φάση της πανδημίας με ωριμότητα να οφείλεται ακριβώς στο ανομολόγητο σφάλμα που διαπράχθηκε συλλογικά την περίοδο 2010-15 και πληρώθηκε στη συνέχεια τόσο με σκληρές οικονομικές συνέπειες όσο και με την άνοδο του πολιτικού εξτρεμισμού.

 

Η πολιτικοποίηση της πανδημίας

Η καχυποψία, που εκφράστηκε πολλαπλώς απέναντι στην επιστήμη, απασχολεί ιδιαιτέρως τον Χρηστάκη, γιατί σε αυτή βλέπει τη βασική αιτία που γέννησε την υποβάθμιση του πανδημικού προβλήματος και μια σειρά λανθασμένων πολιτικών επιλογών - δηλώσεων - παρεμβάσεων. Κατά το συγγραφέα, η ιατρική επιστήμη, αν και χαίρει γενικής εκτίμησης, συναντά σημαντικά εμπόδια όταν τα βάζει με παγιωμένες συμπεριφορές και αντιλήψεις. Η περιγραφή των σφαλμάτων του καθεστώτος Τραμπ στην αντιμετώπιση της πανδημίας είναι αρκετά σχολαστική και δημιουργεί εφιαλτικές εντυπώσεις για το πόσο μια χώρα ισχυρή και προηγμένη μπορεί να φανεί τόσο κατώτερη μιας πολύ δύσκολης συνθήκης, εξαιτίας της αδυναμίας ή της άρνησης της ηγεσίας της να κατανοήσει τα επιστημονικά δεδομένα και τις ανάλογες προτάσεις. Η αποσταθεροποιημένη άσκηση εξουσίας για την προστασία μεγάλου μέρους του πληθυσμού στις ΗΠΑ οδήγησε τον πρόεδρο Τραμπ όχι μόνο στην επιθεωρησιακή ανακάλυψη θαυματουργών φαρμάκων, αλλά και στην πολιτικοποιημένη διαπραγμάτευση όλων των μη φαρμακευτικών μέτρων αντιμετώπισης που προτάθηκαν από τους ειδικούς για την αντιμετώπιση της πανδημίας, είτε αυτά αφορούσαν την καραντίνα είτε τη χρήση της μάσκας.

Η αντιμετώπιση της πανδημίας, που επιδείνωσε και οδήγησε σε σκηνές πρωτοφανείς για τον προηγμένο κόσμο, τουλάχιστον σε πρώτη ανάγνωση, κανονικά δεν σηκώνει ιδιαίτερες διαφωνίες: ομαδικοί τάφοι, ιατρικός υπολογισμός του ποιος θα πεθάνει και ποιος όχι λόγω της αδυναμίας των νοσοκομειακών δομών να αντεπεξέλθουν, αδυναμία πένθους. Ο Χρηστάκης επιμένει ειδικά στην αδυναμία πένθους, αφού είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο τον τελευταίο αιώνα να πεθαίνει κανείς μακριά από φίλους και συγγενείς, γεγονός τραυματικό όχι μόνο για τον θανόντα αλλά και για τον περίγυρό του.

Η μελέτη μιας ρέουσας και δυναμικής συνθήκης που επιχειρεί ο Χρηστάκης δείχνει με τον πιο παραδειγματικό τρόπο ότι οι σημερινές κρίσεις, οι σημερινές πολύπλοκες συνθήκες και τα μεγάλα προβλήματά τους είναι αδύνατο να κατανοηθούν χωρίς να λάβουμε υπόψη έναν μεγάλο συνδυασμό παραγόντων, και στην ερμηνεία τού γιατί συμβαίνει το «κακό» και στους τρόπους αντιμετώπισής του. Η κοινωνιοβιολογική προσέγγιση του συγγραφέα αποδεικνύεται πολύτιμη, μια εποχή κατά την οποία τείνουν εκ νέου να κυριαρχήσουν και στον επιστημονικό χώρο μονοδιάστατες ερμηνείες. Στις κοινωνικές επιστήμες, ο κοινωνικός δαρβινισμός έχει δημιουργήσει μια μεγάλη παράδοση απώθησης της βιολογικής υπόστασης του ανθρώπινου σώματος, δίνοντας προτεραιότητα σε μια σειρά από άλλες μορφές θέσμισής του: οικονομικής, κοινωνικής, πολιτισμικής. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς έχει υποτιμηθεί ο ρόλος του βιολογικού φύλου, επειδή η οποιαδήποτε αναφορά σε αυτό υποτίθεται ότι φέρνει πατριαρχικές, σεξιστικές ή άλλες εξουσιαστικές συνδηλώσεις. Αφού το σώμα είναι μια κοινωνική κατασκευή, η πράξη χειραφέτησης συνεπάγεται να το ορίζει ο καθένας όπως θέλει (αφού μάλιστα η επιστήμη το επιτρέπει). Μακάρι όμως να ήταν τόσο απλά τα πράγματα και να ήμαστε τόσο ανεξάρτητοι από τη βιολογική μας υπόσταση.

Η πανδημία, η θανατηφόρα αρρώστεια που δεν γνωρίζει κανέναν κοινωνικό ορισμό και φραγμό, έρχεται σε μια εποχή θεωρούμενης παντοδυναμίας του ανθρώπου και των δικών του «κατασκευών», την εποχή της αποθέωσης του αυτοπροσδιορισμού της ταυτότητας, να θυμίσει ότι υπάρχουμε όχι μόνο επειδή σκεφτόμαστε ότι υπάρχουμε (όπως θέλει ένας αφελής καρτεσιανισμός) αλλά, βασικά, επειδή συν-υπάρχουμε με μια σειρά από ορατές και αόρατες φυσικές δυνάμεις χωρίς πάντα να το γνωρίζουμε. Ευτυχώς, σε πολλούς τομείς των κοινωνικών επιστημών, αυτή η παλιά επιφύλαξη απέναντι σε αμαρτίες του παρελθόντος του κοινωνικού βιολογισμού τείνει να αρθεί και ίσως από αυτούς να δούμε τις πιο ενδιαφέρουσες μελλοντικές έρευνες.

 

Νέες και παλιές κοινωνικές ανισότητες

Το πιο απλό παράδειγμα για το πώς ο σύγχρονος κοινωνιοβιολογισμός δεν έχει να κάνει με καμία αναζήτηση ή εξιδανίκευση αριστοκρατικών/ρατσιστικών χαρακτηριστικών φαίνεται και στο νέο βιβλίο του Χρηστάκη που, σε μεγάλο μέρος του, αναζητεί να καταγράψει τις κοινωνικές ανισότητες που επηρεάζει ή γεννά η πανδημία. Η τελευταία τόνισε και αύξησε μακροχρόνιες κοινωνικές ανισότητες οικονομικού, έμφυλου, γεωγραφικού ή φυλετικού χαρακτήρα. Οι πολυπληθείς διαμαρτυρίες για τις φυλετικές διακρίσεις, άλλωστε, στις ΗΠΑ έγιναν το όχημα μέσω του οποίου εκφράστηκε δημόσια η γενικότερη δυσαρέσκεια μεγάλου μέρους της αμερικανικής κοινωνίας απέναντι στο σύστημα διακυβέρνησης Τραμπ. Άρχισαν όμως να διαμορφώνονται και νέες διακρίσεις, που δεν ήταν τόσο αισθητές πριν από την πανδημία. Η ηλικιακή διάκριση νέου και ηλικιωμένου πήρε καινούργιες διαστάσεις, ειδικά μετά τη συνειδητοποίηση ότι ο Covid-19 δεν είναι το ίδιο θανατηφόρος στους νεότερους. Η ανοιχτή ή κρυφή συζήτηση για το εάν υπάρχει ένας αριθμός θανάτων τους οποίους δύναται να ανεχτεί μια κοινωνία, ανάλογα με την ηλικία των θυμάτων μιας πανδημίας, υπήρξε κάτι καινούργιο – και σίγουρα καθόλου ευχάριστο. Η διερώτηση που έβαλε η πανδημία, εάν η διασκέδαση μπορεί να θεωρηθεί σήμερα αναφαίρετο δικαίωμα των νεότερων ή όχι, αποτέλεσε την εμπράγματη αμφισβήτηση ενός από τα πιο ισχυρά ταμπού των μετανεωτερικών χρόνων.

Οι φτωχότεροι και πιο πυκνοκατοικημένοι πληθυσμοί των πόλεων υπήρξαν αυτοί που είχαν τα περισσότερα θύματα, μαζί με χώρους στους οποίους ο ιός απλά θέρισε ευάλωτους πληθυσμούς (π.χ. γηροκομεία). Συγκλονίζει η πληροφορία που καταθέτει ο Χρηστάκης, ότι περίπου 15% της αμερικανικής κοινωνίας δεν μπορεί να πληρώσει τους βασικούς λογαριασμούς και, άρα, δεν μπορεί να έχει πρόσβαση στο νερό! Επίσης ανατριχιαστικό είναι το ότι πολλές επιχειρήσεις στην Αμερική ωθούσαν τους εργαζομένους τους στην εργασία παρότι ασθενούσαν, επαναφέροντας το βάρβαρο καπιταλιστικό ήθος του 19ου αιώνα. Η πανδημία ανέδειξε με δραματικό τρόπο την κοινωνική ευαλωτότητα που βρίσκεται ανάμεσά μας, δίπλα μας, και που ώς χτες υποτιμούσαμε τη σημασία της. Η κοινωνική και η επαγγελματική θέση του καθενός παίζουν ρόλο ακόμη και στο πώς βιώνεται η καραντίνα, στο πώς κατανοείται η πανδημία. Άλλοι πρέπει να μείνουν κλεισμένοι επ’ αόριστον σε λίγα τετραγωνικά μέτρα κι άλλοι έχουν τη δυνατότητα να διαφύγουν σε εξοχικά σπίτια. Άλλοι έχουν τη δυνατότητα της εξ αποστάσεως εργασίας, για άλλους η εργασία συνεχίζει να συνεπάγεται κοινωνική επαφή και έκθεση στον κίνδυνο. Μια ακόμη διάκριση που σωστά σημειώνει ο Χρηστάκης είναι ανάμεσα σε αυτούς που τηρούν τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και φορούν τη μάσκα και σε εκείνους που είτε αδιαφορούν είτε αρνούνται να το κάνουν. Μια διάκριση που συχνά ιδεολογικοποιήθηκε με ένα λόγο περί δικαιωμάτων και δημιούργησε μεγάλες εντάσεις στον δημόσιο χώρο. Ο εορτασμός του Πολυτεχνείου ανέδειξε κι εδώ ένα άτυπο πολιτικό κίνημα άρνησης των περιοριστικών κανόνων που επιβάλλει η πανδημία, επαναφέροντας τις γνωστές φαντασιώσεις για κράτος καταστολής και χούντες που ακόμη δεν τελείωσαν...

Μια από τις πιο κρίσιμες επισημάνσεις του ελληνοαμερικανού καθηγητή του Yale είναι αυτή που αφορά την ιδιαιτερότητα της πανδημίας του Covid-19 σε σχέση με προηγούμενες. Πέρα από τον μεγάλο βαθμό μεταδοτικότητας που συνεπάγεται, γράφει ο Χρηστάκης, συνιστά και μια αόρατη απειλή (κάτι που δεν συνέβη π.χ. με την πανώλη, τον έμπολα κ.λπ.). Σε έναν κόσμο που έχει καταστήσει το οπτικό νεύρο κυρίαρχο για την καταγραφή και την κατανόηση οποιασδήποτε κατάστασης, το φαινόμενο της ασυμπτωματικής μετάδοσης του παθογόνου αυτού ιού υπήρξε η τέλεια συνθήκη για την υποτίμησή του. Ό,τι δεν φαίνεται δεν υπάρχει – και σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να είναι σημαντικό για τις σύγχρονες κοινωνίες του Ιnstagram. Το χαοτικό πρόβλημα στο οποίο μας έβαλε η επέλαση του κορωνοϊού, του μικροσκοπικού αυτού εχθρού, έχει βασικό χαρακτηριστικό τη μη εύκολη εμφάνισή του. Ακόμη και οι εκατοντάδες χιλιάδες νεκροί πεθαίνουν μόνοι, ακόμη και οι κηδείες τους γίνονται στο παρασκήνιο.

Η μη εύκολη ορατότητα του προβλήματος έβαλε, κατά τον Χρηστάκη, νερό στο αυλάκι του αντιεπιστημονικού ανορθολογισμού και της συνωμοσιολογίας. Με το πέρασμα του χρόνου, βεβαίως, η ασθένεια έγινε ορατή – το βλέπουμε πια και στην Ελλάδα, αφού πλέον σχεδόν όλοι έχουμε κάποιον γνωστό που αρρώστησε ήπια ή σοβαρά. Αλλ’ οι εχθροί της επιστημονικής αλήθειας, οι κακόβουλοι παράγοντες του βαθέος διαδικτύου, μπόρεσαν και επωφελήθηκαν σημαντικά από τη μη εύκολη οπτική αντίληψη του προβλήματος. Ο Χρηστάκης καταγράφει πολλές περιπτώσεις παραπληροφόρησης που έγιναν στην πρώτη φάση της πανδημίας, είτε μέσα στο γενικό καθεστώς της αφέλειας και της καχυποψίας είτε κινητοποιημένες από αγύρτες καιροσκόπους και από δυνάμεις που θέλουν να υποσκάψουν τις δυτικές δημοκρατίες (Κίνα, Ρωσία). Κι ο ρόλος των νέων και των παλιών μέσων επικοινωνίας υπήρξε προβληματικός ιδίως σε χώρες όπως οι ΗΠΑ.

  

Το φάρμακο: ο αθροιστικός πολιτισμός

Παρά τα πολλά θέματα που καταγράφει με ήπια κριτικό βλέμμα ο Χρηστάκης, το βιβλίο του είναι αισιόδοξο. Όχι μόνο γιατί πιστεύει ότι η επιστήμη θα δώσει αργά ή γρήγορα αποφασιστική λύση (εμβόλια, γρήγορα τεστ, φάρμακα), όσο γιατί κατανοεί ότι η αιτία του προβλήματος και της εξάπλωσής του είναι και αυτή που μπορεί να επιφέρει το καίριο πλήγμα εναντίον του. Ο σύγχρονος παγκοσμιοποιημένος τρόπος ζωής επέτρεψε σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση και την ταχεία εξάπλωση της πανδημίας. Είναι όμως ο ίδιος τρόπος που μπορεί να εφεύρει όχι μόνο φαρμακευτικές αλλά και κοινωνικές λύσεις αντιμετώπισής της. Έχει αποδειχτεί και στο παρελθόν η δυνατότητα της ανθρωπότητας να ξεπερνά μεγάλες δυσκολίες σαν αυτή, με μεγαλύτερες ή μικρότερες απώλειες. Ο «αθροιστικός πολιτισμός», όπως τον ονομάζει ο Χρηστάκης, είναι το βασικό όπλο που έχει η ανθρώπινη κοινωνία απέναντι σε κάθε φυσική απειλή: ο συνδυασμός τεχνολογίας και συσσωρευμένης επιστημονικής γνώσης, αλλά και η δυνατότητα προσαρμογής των κοινωνικών σχέσεων σε νέα μοτίβα και σε νέες μορφές. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπάρξουν μεγάλες οικονομικές αναταράξεις και σημαντικές αλλαγές στη μικροκλίμακα και στη μακροκλίμακα των κοινωνικών σχέσεων, αλλά αυτές είτε μπορεί να αποδειχτούν προσωρινές ώς το πέρας της πανδημικής κρίσης (ο συγγραφέας τοποθετεί το οριστικό τέλος της στο 2024) είτε μπορεί να οδηγήσουν σε νέες επαγγελματικές, εκπαιδευτικές, πολιτισμικές οριοθετήσεις που κάθε άλλο παρά θα φέρουν εμπόδια στο δημοκρατικό και φιλελεύθερο πλαίσιο της σημερινής ζωής.

Το διαχρονικό δίδαγμα των πανδημιών είναι η ανάδειξη των καλύτερων και των χειρότερων πτυχών των κοινωνιών μας, επισημαίνει ο Νίκολας Χρηστάκης. Η Ελλάδα (που δεν αποτελεί πεδίο ερευνητικού ενδιαφέροντός του) ίσως αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Η πρώτη φάση της πανδημίας σφραγίστηκε από μια πρωτόγνωρη υπευθυνότητα σε επίπεδο θεσμών αλλά και πολιτών. Ο φόβος του άγνωστου ή η υπενθύμιση μιας πολύ σοβαρής κρίσης (που πρόσφατα ζήσαμε) οδήγησε στην πειθαρχία του κοινωνικού σώματος με τους επιστημονικούς κανόνες, στην έγκυρη αν και περιοριστική μέριμνα της πολιτείας, εντέλει σε ένα εθνικό σχέδιο επιτυχίας που σφυρηλάτησε προσωρινούς δεσμούς εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης που μέχρι πρότινος φαίνονταν σε αποδρομή. Η δεύτερη φάση της πανδημίας, όταν για διάφορους λόγους ο μεγάλος φόβος παρήλθε ή περιορίστηκε μόνο στους άμεσα κινδυνεύοντες, έβγαλε πολλά γνώριμα χαρακτηριστικά απάθειας, αρρυθμίας και έλλειψης συνοχής της ελληνικής κοινωνίας που για μικρό διάστημα είχαν μείνει στο περιθώριο.

Ποτέ δεν είναι γνωστό αν θα επικρατήσουν οι δυνάμεις της κοινωνικής υπευθυνότητας ή της ανευθυνότητας, σε καμία χώρα, σε καμία εποχή. Κανείς δεν μπορεί να το εγγυηθεί. Οι εθνικές ιδιαιτερότητες αποδείχτηκαν ασήμαντες σε μεγάλες κρίσεις όπως αυτή που ζούμε. Το «παγκόσμιο χωριό» έχει τις ίδιες ασθένειες, είτε αυτές αφορούν το βιολογικό είτε το κοινωνικό σώμα. Κάποιοι τομείς της σύγχρονης παγκοσμιότητας θα πληγούν μόνιμα ή παροδικά (π.χ. μετακινήσεις, τουρισμός, διασκέδαση). Κάποιες θα εξελιχθούν προς νέες μορφές κοινωνικής και πολιτισμικής πρακτικής (εξ αποστάσεως εργασία, εκπαίδευση, εμπόριο). Η εποχή της διαρκούς διακινδύνευσης στην οποία έχουμε εισέλθει επιτάσσει νέα εργαλεία κατανόησης και αντιμετώπισης των μεγάλων απειλών. Αρκεί να χρησιμοποιήσουμε το συγκριτικό μας βιολογικό πλεονέκτημα σωστά: τον κοινωνικό μας νου που δεν είναι πάντοτε κοινός.

 

03 Μαρτίου 2021

Ο νέος είναι ωραίος, αλλά...

Γιώργος Λαμπράκος

To φετινό βραβείο Booker και η λατρεία της νεότητας. Αναδημοσίευση από το Books' Journal, τχ. 114, Δεκέμβριος 2021.

 

Μια φίλη ποιήτρια μου περιέγραψε πρόσφατα την εμπειρία της σε μια συγκέντρωση για ανάγνωση ποιημάτων. Διαπίστωσε, με ένα μείγμα εκνευρισμού και απογοήτευσης, πως το ενδιαφέρον ήταν ανάλογο με τη νεότητα και αντιστρόφως ανάλογο με την ποιότητα: τα μεν πρωτόλεια των νέων ποιητών και ποιητριών ασκούσαν ιδιαίτερη έλξη, οι δε μεγαλύτεροι κι εμπειρότεροι λάμβαναν τα λιγότερα, και λιγότερο ένθερμα, σχόλια. Τι σημαίνει αυτή η εμμονή στο φρέσκο, στο πρωτοεμφανιζόμενο; Υπήρχε ανέκαθεν ή είναι φρούτο της εποχής μας;   

Τούτη την αποκαλυπτική συνθήκη θυμήθηκα όταν διάβασα ότι το διεθνούς κύρους βραβείο Booker απονεμήθηκε φέτος σε ένα σχεδιαστή μόδας, τον Ντάγκλας Στιούαρτ, για το πρώτο του βιβλίο. Η υποψήφια λίστα για το Booker έχει διευρυνθεί εδώ και λίγα χρόνια για να συμπεριλαμβάνει, πέραν των μυθιστορημάτων από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, οποιοδήποτε αγγλόγλωσσο μυθιστόρημα, εισάγοντας έτσι στον σκληρό ανταγωνισμό και την τεράστια αγορά των ΗΠΑ. Μάλιστα, η φετινή βραχεία λίστα περιελάμβανε άλλους τρεις πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους, οπότε 4 στα 6 μυθιστορήματα ήταν ντεμπούτα! Δεν έχω διαβάσει το βιβλίο του Στιούαρτ κι έτσι δεν μπορώ να το κρίνω, αλλά δεν αμφιβάλλω πως θα είναι καλό, και σίγουρα θα το διαβάσω, λόγω και του «αλκοολικού» θέματός του. Ωστόσο αναρωτιέμαι: κανένας ώριμος, φτασμένος αγγλόφωνος πεζογράφος δεν έγραψε την ίδια χρονιά καλύτερο βιβλίο; Ή μήπως –κι εφεξής δεν θα αναφέρομαι στο φετινό Booker, αλλά θα μιλώ γενικότερα– υπάρχει μια άλλοτε μεθοδευμένη, άλλοτε υποσυνείδητη τάση διεθνώς για βράβευση όλο και πιο νέων δημιουργών;   

Το Νόμπελ Λογοτεχνίας απονέμεται με επίσημο κριτήριο τη συνολική πορεία ενός συγγραφέα: μπορεί μεν να τονιστεί η αξία ενός συγκεκριμένου έργου του, αλλά ουσιαστικά βραβεύεται το πρόσωπο. Μήπως έρχεται μια εποχή όπου το Νόμπελ θα δίνεται σε εικοσάρηδες και τριαντάρηδες για το πρώτο κιόλας βιβλίο τους; Για να έρθω στο διά ταύτα: πώς μπορεί κανείς μετά την αποδοχή ενός τόσο «prestigious», όπως λέγεται, βραβείου (Νόμπελ, Booker, κ.λπ.) να συνεχίσει απερίσπαστος να γράφει καλά; Ο Μπέκετ αναφώνησε «Καταστροφή!» όταν ανακοινώθηκε η βράβευσή του με το Νόμπελ και κρύφτηκε στο καβούκι του, στέλνοντας τον εκδότη να το παραλάβει. Κάποιοι νομπελίστες είχαν το θάρρος να ομολογήσουν πως, μετά τη βράβευσή τους, δεν κατάφεραν να φτάσουν στο πρότερο συγγραφικό τους επίπεδο – παρεμπιπτόντως, δεν είχαμε ανάγκη την ομολογία τους, το διαπιστώνουμε μόλις διαβάσουμε το έργο τους πριν και μετά. Ο Ελύτης δήλωνε σε απανωτές συνεντεύξεις του πόσο μεγάλη πίεση δεχόταν για καιρό μετά τη βράβευση: «Όλο αυτόν τον χρόνο δεν πρόφτασα ούτε μια στιγμή να σκεφτώ ποιητικά, να σημειώσω έναν στίχο. Το Νόμπελ με έκανε να χάσω χρόνο. […] Έγινε η ζωή μου άνω κάτω. […] Στην αρχή είπα: Θα βάλω τα δυνατά μου να τα βγάλω πέρα, έως ότου γίνει η επίσημη απονομή. Κι ύστερα θα ησυχάσω. Πού να ‘ξερα ότι το μεγάλο κακό θα συνεχιζότανε ύστερα» (Συν τοις άλλοις, Ύψιλον). Όταν κοτζάμ Ελύτης στα εβδομήντα του δυσκολεύεται να συγκεντρωθεί για να γράψει, πώς θα καταφέρει ένας πρωτοεμφανιζόμενος, που εν μία νυκτί έγινε γνωστός και περιζήτητος, να μη γίνει… πρωτοεξαφανιζόμενος;  

Σε αντίθεση με τη μουσική, τα μαθηματικά και το σκάκι, στη λογοτεχνία και τις εικαστικές τέχνες τα παιδιά-θαύματα σπανίζουν: είναι απίθανο το πρώτο βιβλίο ή ο πρώτος πίνακας ζωγραφικής ή η πρώτη κινηματογραφική ταινία να αποτελεί το σπουδαιότερο έργο ενός δημιουργού. Ο καλλιτέχνης –ακόμα και το παιδί-θαύμα– κατά κανόνα βελτιώνεται προϊόντος του χρόνου, κορυφώνοντας τον δημιουργικό του οίστρο και πρωτοτυπώντας, χονδρικά, μετά τα τριάντα και συνήθως μεταξύ σαράντα και εξήντα ετών. Με την εξαίρεση να γεννηθεί κανείς Ρεμπώ ή να είναι ο «συγγραφέας τού ενός μεγάλου βιβλίου», η λογοτεχνία δεν είναι κατοστάρι, αλλά υπερμαραθώνιος στιπλ (ανύπαρκτο άθλημα, αλλά το επινόησα μόλις τώρα για να γίνω πιο παραστατικός). Αν θέλουμε μια άλλη παρομοίωση της τέχνης με ένα άθλημα, αυτό δεν θα ήταν τόσο, π.χ., το άλμα εις μήκος (όπου μπορεί να πηδήξεις μία φορά δέκα μέτρα και να γίνεις θρύλος χωρίς να χρειαστεί να αγωνιστείς ποτέ ξανά), όσο η πυγμαχία και τα παρεμφερή αγωνίσματα: όσοι τα παρακολουθούμε, γνωρίζουμε πως κανένας δεν θεωρείται μεγάλος επειδή κέρδισε έναν δύο αγώνες, αλλά επειδή στη συνολική καριέρα του είχε ένα συντριπτικό ποσοστό επιτυχιών. Όταν ο Μπλουμ τοποθετεί τον Σαίξπηρ στην κορυφή της νεωτερικής λογοτεχνίας, θέτει και ένα ποσοτικό κριτήριο: ποιος άλλος έγραψε «24 αριστουργήματα»;      

Η σημασία της σοφίας, της πείρας, της εξέλιξης, της αντοχής είναι τεράστια, αλλά η εποχή μας δείχνει να την παραγκωνίζει – θα έφτανα στο σημείο να πω ότι αυτές οι αρετές συχνά εκλαμβάνονται ακόμα και ως αρνητικά στοιχεία. Όταν μετέφραζα τις επιστολές του Μπουκόβσκι, μια επιστολή του σχετική με το θέμα μας μου είχε προξενήσει ιδιαίτερη εντύπωση:

Κι αν εμφανιζόταν ένα νέο ταλέντο, ήταν μονάχα μια λάμψη, μερικά ποιήματα, ένα φτενό βιβλίο και ύστερα αυτός ή αυτή γινόταν ένα με την άμμο, χανόταν στο ήρεμο τίποτα. Το ταλέντο χωρίς την αντοχή είναι ένα καταραμένο έγκλημα. Σημαίνει ότι έπεσαν στην παγίδα, σημαίνει ότι πίστεψαν στο εγκώμιο, σημαίνει ότι έβαλαν τον πήχη χαμηλά. Ένας συγγραφέας δεν είναι συγγραφέας επειδή έχει γράψει κάποια βιβλία. Ένας συγγραφέας δεν είναι συγγραφέας επειδή διδάσκει λογοτεχνία. Ένας συγγραφέας είναι συγγραφέας μόνο όταν μπορεί να γράψει τώρα, απόψε, αυτό το λεπτό. Έχουμε πολλούς πρώην συγγραφείς που δακτυλογραφούν. Τα βιβλία πέφτουν από το χέρι μου στο πάτωμα (Για τη γραφή, Πατάκη).

Ο Μπουκόβσκι άργησε να ξεκινήσει να γράφει ποίηση, αλλά μέχρι το τέλος της ζωής του έγραψε κάπου 5.000 ποιήματα σε πάνω από 30 συλλογές και έγινε από τους πιο αγαπητούς ποιητές στον κόσμο. Επέδειξε, πέραν του ταλέντου, αξιοθαύμαστη αντοχή. Και δικαιώθηκε.    

Τα βραβεία φέρνουν μεν ικανοποίηση, αφού ο καλλιτέχνης επιθυμεί την αναγνώριση σαν μικρό παιδί, αλλά, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουν πολλοί, δεν φέρνουν ώθηση: κανένας μεγάλος συγγραφέας δεν συνέχισε να γράφει επειδή βραβεύτηκε, και άλλωστε, από ιστορική και στατιστική άποψη, οι περισσότεροι δεν βραβεύτηκαν ποτέ. Η ώθηση είναι σχεδόν πάντα εσωτερική, η τέχνη μια ατομική τρέλα που φλέγεται από το πυρ το εσώτερον – αυτό ισχύει για όλους, βραβευμένους και μη. Θεωρώ πως τα βραβεία είναι ωραία, ευπρόσδεκτα δώρα και πως αξίζει να έρχονται ως επιστέγασμα μιας μακράς δημιουργικής πορείας – αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι πρέπει να περιμένουμε να γίνει ο συγγραφέας ραμολί μέχρι να βραβευτεί. Φοβάμαι όμως πως οδεύουμε προς μια εποχή, ή μπορεί να τη ζούμε ήδη, όπου άνθρωποι με 50 και βάλε χρόνια θαυμαστής δημιουργικότητας στις πλάτες τους (Πίντσον, Άτγουντ, ΜακΚάρθι, ΝτεΛίλο, Κούντερα, Αντούνες, κ.ά., για να περιοριστώ σε μερικούς ζώντες πεζογράφους) θα υποσκελίζονται από συμβούλια που βραβεύουν τριαντάρηδες και σαραντάρηδες· όπου τα κριτήρια της σπουδαίας τέχνης θα είναι, όπως γράφει ο Ουελμπέκ με το αμίμητο σαρκαστικό ύφος του αναφερόμενος στον έρωτα, «Νιάτα, ομορφιά, δύναμη: τα κριτήρια […] του ναζισμού» (Η δυνατότητα ενός νησιού, μτφρ. Λ. Σιπητάνου, Εστία)· όπου το βραβείο θα συνιστά τη φωτογραφία ενός πυροτεχνήματος, που μένει απλώς να δούμε για πόσο ακόμα θα φωτίζει τον ουρανό μας.    

Τι σηματοδοτεί η πρεμούρα για πρόωρη καταξίωση, η νεολατρία που επιζητά να εξαφανίσει την (όχι λιγότερο προβληματική) γεροντοκρατία; Η βούληση για ανανέωση, ακόμα και για αθανασία, είναι αρχέγονη, αλλά στην ταχύτατη μεταμοντέρνα εποχή μας η νεότητα σε όλα τα πράγματα δεσπόζει ως απόλυτο πρότυπο μπροστά στον τρόμο της φθοράς – ακόμα και η απόκτηση νέου κινητού ή αυτοκινήτου κάθε λίγο και λιγάκι υπεραναπληρώνει για πολλούς τα χρόνια που περνάνε. Συνάμα, το καταναγκαστικό κυνήγι της έκπληξης και του πρωτόφαντου υποκρύπτει τον μεγάλο φόβο ότι οι λογοτεχνικές μεγαλοφυΐες μάς τελείωσαν, καθώς και τον ακόμα μεγαλύτερο φόβο ότι τέτοιες δεν πρόκειται να ξαναγεννηθούν. Εξ ου οι εκδοτικοί οίκοι, μπροστά στην άνοδο της ασημαντότητας και στην απειλή της μετριότητας, βαφτίζουν «αριστούργημα» ό,τι νέο εκδίδουν και παλεύουν να το πουλήσουν σε ένα εν πολλοίς αδιάφορο κοινό που περί άλλα τυρβάζει.  

Κλείνω με ένα ποίημα του Ρόμπινσον Τζέφερς (σε μετάφρασή μου) από τα μέσα του περασμένου αιώνα, ενός ποιητή που θα άξιζε το Νόμπελ αλλά, στα ήσυχα βουνά της Καλιφόρνιας όπου πέρασε όλη του τη ζωή, μια τέτοια βράβευση θα ήταν το λιγότερο που θα τον ένοιαζε:

 

ΑΦΗΣΤΕ ΤΟΥΣ ΗΣΥΧΟΥΣ

Αν ο Θεός ήταν αρκετά καλός για να σας χαρίσει έναν ποιητή,

Τότε ακούστε τον. Μα, για όνομα του Θεού, αφήστε τον ήσυχο μέχρι να

          πεθάνει: όχι βραβεία, όχι τελετές,

Αυτά σκοτώνουν τον άνθρωπο. Ποιητής είναι αυτός που ακούει

Τη φύση και την καρδιά του· κι αν η τύρβη του κόσμου ενταθεί γύρω του,

          κι αν είναι αρκετά ανθεκτικός,

Μπορεί να αποτινάξει τους εχθρούς του, μα όχι τους φίλους του.

Αυτό έφθειρε τον Γουόρτζγουορθ και φίμωσε τον Τέννυσον, και θα είχε

          σκοτώσει τον Κητς. Αυτό κάνει  

Τον Χέμινγουεϊ να σαχλαμαρίζει και τον Φώκνερ να ξεχνά την τέχνη του.

 

 

27 Φεβρουαρίου 2021

Ζώα σαν άνθρωποι

Κίμων Χατζημπίρος

Η στάση του ανθρώπου προς τα ζώα επηρεάζεται περισσότερο από συναίσθημα παρά από λογική. Η θεωρητικοποίηση της συναισθηματικής ροπής διαμορφώνει διάφορες φιλοσοφικές τάσεις που προτείνουν δικαιώματα για τα ζώα. Σε ποιο βαθμό όμως διαθέτουν στέρεη λογική και επιστημονική βάση; Τα ζώα, ως δυνητικοί κάτοχοι δικαιωμάτων, είναι δυνατόν να αναλάβουν ηθικές και νομικές υποχρεώσεις; Πολλοί ηθολόγοι, ανθρωπολόγοι και φιλόσοφοι επισημαίνουν την έλλειψη μέτρου των σχετικών προτάσεων. Η απονομή δικαιωμάτων στα ζώα ωθεί πράγματι την πρόοδο ή υποσκάπτει την ηθική υπόσταση του ανθρώπου, όπως έχει διαμορφωθεί από τον ανθρωποκεντρισμό του Διαφωτισμού; 

 

Το ζήτημα των σχέσεων του ανθρώπου με τα ζώα έρχεται, με διάφορες μορφές, όλο και περισσότερο στην επικαιρότητα. Τα MME προσφέρουν κάθε είδους εντυπώσεις που καταναλώνει με ικανοποίηση το κοινό, από πληροφορίες για την άγρια ζωή, την εκτροφή ζώων, τη χρήση τους για πειράματα, διασκέδαση ή συντροφιά, μέχρι αποκαλύψεις για την κακομεταχείρισή τους. Οι κλάδοι της ζωολογίας τεκμηριώνουν με αυξανόμενη ακρίβεια τις ικανότητες ορισμένων ζώων να μαθαίνουν, να αισθάνονται συγκινήσεις, να χρησιμοποιούν εργαλεία, να πραγματοποιούν σχεδιασμούς και καινοτομίες, να εμφανίζουν ικανότητες προβολής στο μέλλον κ.λπ., άρα τα όρια ανθρώπου-ζώου γίνονται λιγότερο σαφή. Οι γνώσεις αυτές τροφοδοτούν κοινωνικές ανησυχίες για τις ηθικές ευθύνες του ανθρώπου και το νομικό καθεστώς των ζώων. Ορισμένες ηθικές προσεγγίσεις κρίνουν τις πράξεις προς τα ζώα με όρους δικαίου. Θεωρίες που δίνουν κυρίαρχη θέση στο συναίσθημα αρνούνται να αποδεχθούν τις καθαρά ορθολογικές προσεγγίσεις του ζητήματος.   

Ένα βασικό πρόβλημα είναι να ορισθεί ποια ζώα θα πρέπει, ενδεχομένως, να έχουν δικαιώματα. Η ζωολογία διακρίνει δεκάδες εκατομμύρια διαφορετικά είδη, ενώ η έννοια του ζώου δεν είναι ακριβής στην καθημερινή γλώσσα, π.χ. η φράση «συναντήσαμε πολλά ζώα και πουλιά» δείχνει ότι ταυτίζουμε τα ζώα με τα θηλαστικά.

 

Μεταχείριση και δικαιώματα

Το καθεστώς και η αντιμετώπιση των ζώων έχουν γίνει ευαίσθητα θέματα, όπου το πάθος υπερτερεί του λόγου, συσκοτίζοντας τα προβλήματα αντί να τα φωτίζει. Είναι γεγονός ότι, σε πολλές περιπτώσεις, οι συνθήκες εκτροφής πουλερικών, χοίρων κ.λπ. είναι απαράδεκτες. Μερικές φορές ασκείται ανώφελη βία κατά τη μεταφορά ή πριν από τη σφαγή τους. Η περιφρονητική μεταχείριση των εκτρεφόμενων ζώων δεν είναι άσχετη με το γεγονός ότι θεωρούνται αναλώσιμα αντικείμενα που πρέπει να αποδίδουν το μέγιστο κέρδος. Βία ασκείται επίσης εναντίον αδέσποτων ζώων. Η σοβαρή κακομεταχείριση των ζώων ενισχύει απόψεις που ζητούν να καταργηθούν η κτηνοτροφία, η χρήση πειραματόζωων ή η εκμετάλλευση ζώων για ψυχαγωγία.

Η οργάνωση Farm Animal Welfare Council πρόβαλε το 1993 πέντε βασικές προϋποθέσεις ευεξίας των ζώων: απουσία πείνας, δίψας και κακής διατροφής, ύπαρξη κατάλληλου καταφυγίου, απουσία ασθένειας και τραυμάτων, απουσία φόβου ή αγωνίας και δυνατότητα έκφρασης συμπεριφορών του είδους τους. Προφανώς, αυτά αφορούν κυρίως οικιακά και εκτρεφόμενα ζώα. Η ευεξία των ζώων συντροφιάς μερικές φορές εξανθρωπίζεται σε ακραίο βαθμό, με σχετικά κομμωτήρια, ξενοδοχεία, νεκροταφεία και επισκέψεις σε ψυχολόγους.

Από νομική άποψη, τα ζώα είναι αντικείμενα, αλλά με ειδικά καθεστώτα. Διεθνείς συμβάσεις προστατεύουν τα άγρια ζώα, ως στοιχεία βιοποικιλότητας. Η ΕΕ έχει επιβάλει κανόνες για την αποφυγή ωμοτήτων έναντι των ζώων. Μερικές χώρες έχουν καθιερώσει ειδική συνταγματική προστασία για τα ζώα ως άτομα. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις ότι ορισμένα ζώα έχουν αυτοσυνειδησία, πεποιθήσεις και επιθυμίες, οδήγησαν φιλοζωικούς κύκλους να προτείνουν να γίνουν τα ζώα νομικά πρόσωπα, όπως οι άνθρωποι ή οι εταιρείες, να τους αποδοθούν ηθικά δικαιώματα ή, τουλάχιστον, να αναγνωρίζονται ως «πρόσωπα μη ανθρώπινα», επομένως να μη θανατώνονται, να μη βασανίζονται και να μη στερούνται την ελευθερία τους.  

Η «Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων» υιοθετήθηκε από διεθνείς οργανώσεις στο πλαίσιο συνάντησης στο Λονδίνο το 1977 και υπογράφηκε στο Παρίσι το 1978. Αναφέρει μεταξύ άλλων: Όλα τα ζώα γεννιούνται με ίσα δικαιώματα. Ο άνθρωπος ανήκει στο ζωικό βασίλειο και δεν μπορεί να εξοντώνει ή να εκμεταλλεύεται τα άλλα ζωικά είδη. Κάθε ζώο δικαιούται φροντίδα, προσοχή και προστασία από τον άνθρωπο. Κανένα ζώο δεν πρέπει να υποβάλλεται σε κακομεταχείριση ή σε απάνθρωπη συμπεριφορά. Τα ζώα που εκτρέφονται για ανθρώπινη διατροφή πρέπει να στεγάζονται, να τρέφονται, να μετακινούνται ή να θανατώνονται χωρίς πρόκληση πόνου και αγωνίας. Απαγορεύεται η εκμετάλλευση των ζώων για διασκέδαση των ανθρώπων. Σκηνές βίας με θύματα ζώα στην τηλεόραση ή στον κινηματογράφο να απαγορεύονται, να επιτρέπονται μόνο σκηνές ενημερωτικές για τα δικαιώματα των ζώων.

Δεν εξηγείται στη Διακήρυξη ποια ακριβώς θεωρούνται «ζώα», γιατί αποκλείονται τα φυτά ή πώς απαγορεύεται η εκμετάλλευση των ζώων αφού επιτρέπεται η διατροφή με κρέας.

 

Βιοκεντρισμός και χορτοφαγία

Μια βαθύτερη βιοκεντρική στάση, εμφανιζόμενη ως προέκταση της κοινωνικής ισότητας, αναγνωρίζει την προσδοκία ευτυχίας για όλες τις μη ανθρώπινες μορφές ζωής. Δέχεται ότι κάποια αγαθά δεν έχουν σχέση με ανθρώπινη ύπαρξη, υπήρχαν πριν από την εμφάνιση του ανθρώπου και θα επιβιώσουν μετά απ’ αυτόν. Επομένως, ο ζωντανός κόσμος έχει τη δική του εγγενή αξία. Η διατροφική και η ιατρική βιομηχανία αναπτύχθηκαν για να υπηρετήσουν τον άνθρωπο εις βάρος των άλλων ειδών.

Πολλές φιλοζωικές οργανώσεις απορρίπτουν απόλυτα το κυνήγι, που κρίνεται απαράδεκτη πράξη, ακόμα και αν διεξάγεται με επιστημονικούς κανόνες. Μικρότερη είναι η αντίθεση στο ψάρεμα. Στην εποχή μας γίνονται της μόδας κινήματα που καταδικάζουν την κρεατοφαγία, επειδή τα εκτρεφόμενα ζώα υποφέρουν. Έτσι, φιλοσοφικές θέσεις για τα δικαιώματα των ζώων καταλήγουν στη διατροφή χωρίς κρέας (vegetarian). Η αυστηρή χορτοφαγική διατροφή (vegan) υπερακοντίζει, προβάλλοντας τρόπους ζωής που αποκλείουν κάθε μορφή εκμετάλλευσης ζώων για φαγητό, ρουχισμό ή άλλο σκοπό. Αποκλείεται οποιοδήποτε προϊόν παράγεται από ζώα, όπως μέλι, αυγά ή δέρματα. Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η τάση είναι ανοδική. Στις ΗΠΑ δήλωναν αυστηρά χορτοφάγοι το 1% του πληθυσμού το 2014 και το 6% το 2017. Οι διαδικτυακές αναζητήσεις του όρου «vegan» έχουν επταπλασιασθεί μέσα σε λίγα χρόνια.

Η χορτοφαγική επιλογή γίνεται για λόγους ιδεολογικούς, υγείας ή περιβαλλοντικούς. Η αποφυγή κατανάλωσης κρέατος πιθανόν ωφελεί την ανθρώπινη υγεία, μειώνοντας τους κινδύνους από χοληστερόλη, αρτηριακή πίεση, διαβήτη, ίσως και από κάποιους τύπους καρκίνου. Ωστόσο, η αποκλειστικά χορτοφαγική διατροφή ίσως προκαλεί μικρές ή και σοβαρές βλάβες στην υγεία, οι οποίες συχνά περνούν απαρατήρητες. Στο ζωικό βασίλειο, η ζωή επιβιώνει τρεφόμενη από τη ζωή. Οι άνθρωποι έτρωγαν άλλα ζώα πριν από την εμφάνιση του Homo sapiens, το σώμα τους εξελίχθηκε έτσι ώστε να χρειάζεται ζωική και φυτική τροφή. Ως προς το περιβάλλον, σημαντική ρύπανση προκαλεί η εντατική κτηνοτροφία, όπως και η εντατική γεωργία. Πάντως, αν οι άνθρωποι κατανάλωναν λιγότερο κρέας και περισσότερα φυτικά προϊόντα που σήμερα χρησιμοποιούνται για την εκτροφή των ζώων, η υπάρχουσα φυτική παραγωγή θα μπορούσε να διαθρέψει περισσότερους ανθρώπους.

Κατά κανόνα, η αυστηρή χορτοφαγία συνδέεται με πεποιθήσεις ισχυρότερες από τον υγιεινό τρόπο ζωής. Ξεκινά από μια διάθεση συμπάθειας και φθάνει σε επιθυμία για έναν τρόπο ζωής απ’ όπου θα απουσιάζει κάθε μορφής εκμετάλλευση.

Μια οικοκεντρική ελευθεριακή σκέψη αναγνωρίζει μη ανθρωπογενή αξία και δικαιώματα όχι μόνο στα όντα που αισθάνονται, αλλά σε όλα τα όντα, όπως φυτά, μικρόβια και ιοί, ακόμα και βράχια, ποτάμια ή μορφές της Γης. Ο άνθρωπος, εκμεταλλευόμενος μη ανθρώπινες μορφές, αρνείται την ηθική θεώρηση της εγγενούς αξίας τους. Ούτε οι μηχανές ενός εργοστασίου πρέπει να ταλαιπωρούνται υπέρμετρα.

 

Ανθρωποκεντρισμός και Διαφωτισμός

Ο ανθρωποκεντρισμός βλέπει το ανθρώπινο είδος ως το σημαντικότερο συστατικό του κόσμου. Η επιχειρηματολογία ξεκινά από τον Αριστοτέλη και συνεχίζει με τον Καρτέσιο και τον Καντ, που προσεγγίζουν τα ζώα μέσα από την ωφελιμότητα για τον άνθρωπο. Η σκέψη του Διαφωτισμού αναπτύσσει μια αντίληψη για την ανθρώπινη πρόοδο που περιλαμβάνει την εκμετάλλευση φυσικών πόρων, άρα και των ζώων, αλλά παράλληλα μια ανθρωποκεντρική ευαισθησία για την καλή μεταχείρισή τους.

Ο ανθρωποκεντρισμός είναι συμβατός με τον γενικότερο ειδισμό (speciesism),  το φυσικό φαινόμενο όπου όλα τα βιολογικά είδη μεταχειρίζονται διαφορετικά τα άτομα ενός άλλου είδους. Μερικοί τον παρομοιάζουν με τον ρατσισμό και τον σεξισμό. Ο ρατσιστής είναι προκατειλημμένος υπέρ των μελών της φυλής του, ο σεξιστής υπέρ των μελών του φύλου του, ο ειδιστής υπέρ του είδους. Ωστόσο, οι διαφορές μεταξύ φυλών ή φύλων είναι αμελητέες, ενώ είναι σημαντικές μεταξύ ειδών, ειδικότερα μεταξύ ανθρώπων και ζώων. Οι περισσότεροι άνθρωποι θα εμπόδιζαν κάποιον που επιχειρεί να απαγάγει ένα παιδί, αλλά όχι το γεράκι που αρπάζει ένα ποντίκι. Η νεωτερική ηθική είναι ανθρώπινη κατασκευή, έχει νόημα μόνο εντός των ανθρώπινων σχέσεων.

Κάποιοι προτείνουν ως κριτήριο για το δικαίωμα ευεξίας των ζώων την ικανότητα του αισθάνεσθαι (sentience) πόνο ή ευχαρίστηση. Όμως, οι ακτιβιστές χορτοφάγοι αποδέχονται να φάνε φυτά, αν και αυτά εμφανίζουν αποκρίσεις σε ερεθίσματα. Τί έχει ένα ζώο παραπάνω από ένα φυτό; Πόσο περισσότερο αισθάνεται ένα μύδι από ένα καρότο; Πολλά ζώα, όπως σπόγγοι, μέδουσες, αστερίες δεν διαθέτουν νευρικό σύστημα ή έχουν τόσο στοιχειώδες που δεν αισθάνονται σχεδόν τίποτα. Αναμφισβήτητα, υπάρχει κλιμάκωση της ικανότητας του αισθάνεσθαι, κάποια όντα είναι πιο ευαίσθητα από άλλα, ωστόσο η έννοια δεν ορίζεται σαφώς ούτε από τη φιλοσοφία ούτε από τη νευροεπιστήμη. Αν δεχτούμε την ικανότητα του αισθάνεσθαι ως κριτήριο για την ηθική αξία των όντων, τότε όσα έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία, όπως οι άνθρωποι, αξίζουν περισσότερο. Ο  ειδισμός είναι λογικά αναπόφευκτος.

Η καλή μεταχείριση των ζώων απέχει από τις θέσεις περί δικαιωμάτων. Αν τα ζώα είχαν δικαιώματα, τότε έπρεπε να είχαν και καθήκοντα, που αναπόφευκτα θα παραβίαζαν. Κανένας σκύλος δεν θα σταματούσε το ενοχλητικό γαύγισμά του τις ώρες κοινής ησυχίας. Η πολιτισμένη κοινωνία, με βάση την ανθρώπινη και όχι τη ζωική αξιοπρέπεια, αντιτίθεται στην ωμότητα προς τα ζώα ή στην ταλαιπωρία των φυτών, όχι επειδή κατέχουν δικαιώματα αλλά επειδή ο άνθρωπος, ως ανώτερο ον, έχει ευθύνη για τον κόσμο. Τα ζώα συχνά υποφέρουν και πονούν μέσα στη φύση. Η υπεροχή του ανθρώπινου είδους προέρχεται από διαδικασίες εξέλιξης εκατομμυρίων ετών. Η δίκαιη σχέση του ανθρώπου με τα ζώα και τα φυτά βασίζεται σε ανθρώπινους κανόνες, που καθορίζουν τη δυνατότητα να τα εκτρέφει και να τα χρησιμοποιεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, για λόγους που σχετίζονται με την υγεία, το περιβάλλον και την οικονομία. Προφανώς, η μεταχείρισή τους διαφέρει, ο σκύλος, το ποντίκι και η μύγα δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο. Ειδική σημασία δίνεται σε ζώα υψηλής νοημοσύνης, όπως οι πίθηκοι ή τα δελφίνια.

Η ιδεαλιστική θέση των ακτιβιστών που εξομοιώνουν τα δικαιώματα ανθρώπων και ζώων λογικά εγκυμονεί ακόμα και έγκλημα. Εφόσον ένας άνθρωπος έχει την ίδια αξία με ένα ζώο, τότε αξίζει να καταστραφούν λίγες ανθρώπινες ζωές προκειμένου να σωθούν πολλά ζώα, όπως, αντίστοιχα, αξίζει η εξόντωση ενός δολοφόνου, αν έτσι σωθούν τα θύματά του.

Όταν ένας σκύλος έχει τσιμπούρια, είναι ηθικά ορθό να τα σκοτώσουμε, δηλαδή να θυσιάσουμε κάποια ζώα για την άνεση ενός άλλου; Σύμφωνα με τις θέσεις περί δικαιωμάτων των ζώων, μόνη ηθικά ορθή πράξη είναι να αφήσουμε τα τσιμπούρια πάνω στον σκύλο. Εφόσον παρέμβουμε, έχουμε κρίνει ότι ο σκύλος είναι ανώτερος από το τσιμπούρι, δηλαδή αποδεχόμαστε τον ειδισμό.

Ο αντι-ειδισμός (anti-speciesism) και η αυστηρή χορτοφαγία (veganism) εμφανίζονται ενίοτε ως προγράμματα για την κοινωνία. Πολιτικά κόμματα οικοδομούνται ιδεολογικοποιώντας τα ζητήματα απερίσκεπτα. Η απομάκρυνση από τη λογική και η αποδοχή μιας μη ανθρώπινης ηθικής ενισχύουν ορισμένες τάσεις της μόδας, που αντιβαίνουν στην ουσία του Διαφωτισμού και υπονομεύουν τη νεωτερική πορεία. Η ανθρωπότητα αυτοκαθορίζεται εφόσον οι άνθρωποι και μόνον αυτοί έχουν ίσα δικαιώματα.

 

Για να μάθετε περισσότερα:

Jean-Baptiste Jeangène Vilmer (2008). Éthique animale, ed. PUF

Τεύχος με 3 άρθρα (2018). La Recherche, 537-538, σ. 112-118

https://en.wikipedia.org/wiki/Animal_Rights_Without_Liberation

https://link.springer.com/article/10.1007/s10806-018-9711-1

https://speakingofresearch.com/2014/03/20/speciesism-is-unavoidable/

 

27 Φεβρουαρίου 2021

Τεύχος 114

The Books' Journal

Κυκλοφόρησε το νέο τεύχος #114, Δεκέμβριος 2020, του Books' Journal. Τα αναλυτικά περιεχόμενα:

17 Δεκεμβρίου 2020