Η νικήτρια του βραβείου Νόμπελ το 2013, η συγγραφέας που θεωρείται από τις σημαντικότερες πεζογράφους του καιρού μας, μάλλον δεν ανταποκρίνεται στον ιδεότυπο του σημαντικού συγγραφέα που τα εγκαταλείπει όλα για να αφοσιωθεί στο έργο του. Στην πιεστική επιθυμία της να γράφει, η οποία τη συνόδευε από την εφηβική ηλικία της, ανταποκρίθηκε διαμορφώνοντας το πρόγραμμά της σύμφωνα με τις ανάγκες, τις επιθυμίες και τα ωράρια των άλλων.
Η Άλις Μονρό δείχνει εξαιρετικά οικεία, ένας πραγματικός, σχεδόν συνηθισμένος άνθρωπος. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι, σε αντίθεση με τους προβεβλημένους συγγραφείς του καιρού μας, που ενδιαφέρονται για τις μεγάλες συνθέσεις με στόχο την αναβίωση της αίγλης και του κύρους τους, η Μονρό ακολούθησε έναν άλλο δρόμο ανακαλύπτοντας τον δικό της ζωτικό και δημιουργικό χώρο όχι μόνο στη μικρή φόρμα αλλά και στα «μικρά» θέματα, αποδεικνύοντας τις δυνατότητες, την καθαρότητα και τον πλούτο τους.
Πώς τα κατάφερε να φτάσει μέχρι την ύψιστη λογοτεχνική διάκριση, αποφεύγοντας τη δημοσιότητα και μένοντας εκτός του λογοτεχνικού σταρ σύστεμ; Η πορεία της προς το Νόμπελ δεν ήταν εύκολη, έγραψε η διακεκριμένη συμπατριώτισσα της Μάργκαρετ Άτγουντ σε ένα άρθρο που της αφιέρωσε. Ήταν δύσκολη για πολλούς λόγους, κι ανάμεσα σε αυτούς το ότι έγραψε αποκλειστικά διηγήματα. Αλλά αυτό δεν την έκανε λιγότερο σημαντική συγγραφέα. Το αντίθετο ακριβώς. Μέσα στις ιστορίες της κατάφερε να δημιουργήσει κόσμους πλήρεις και χαρακτήρες ολοκληρωμένους και εξαιρετικά σύνθετους. Η Μονρό γράφει για το σοκ της ενηλικίωσης, την απώλεια, τον έρωτα και την απιστία, τη ματαίωση, την παρατήρηση και την αντίληψη του κόσμου ύστερα από ένα τραύμα. Γράφει για την οικογένεια, τη σχέση των γονέων με τα παιδιά τους, τη σχέση ανδρών και γυναικών. Παρατηρεί με σπάνια οξυδέρκεια αυτό που λέμε «ζευγάρι», το προσεγγίζει με σπάνια τόλμη και ευθύτητα, θέτοντας δύσκολα, μερικές φορές αμείλικτα ερωτήματα, καθώς εξετάζει τα στοιχεία που μπορούν να φέρουν κοντά δυο ανθρώπους και εκείνα που τους χωρίζουν, σπανίως χωρίς οδύνη. Οι ιστορίες που πλάθει είναι πρωτότυπες και αποπνέουν την αίσθηση μιας χαμένης ισορροπίας και τη θλίψη μιας χαμένης ευκαιρίας για γαλήνη, πληρότητα και ευτυχία. Μοιάζει να συνομιλεί συνεχώς με την πραγματικότητα των μικρών τόπων, αφουγκράζεται τις ανθρώπινες ιστορίες, δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τη σκοτεινή πλευρά που δημιουργείται από τις αντιφάσεις της ζωής.
Το Οντάριο του Καναδά, στο οποίο γεννήθηκε το 1931, αποτελεί έναν από τους σταθερούς τόπους δράσης των διηγημάτων της. Σχεδόν σε όλο το έργο της, οι ήρωες της κινούνται σε άδειες εκτάσεις που χαρακτηρίζουν τις αραιοκατοικημένες περιοχές, σε επαρχιακά εστιατόρια, σε μελαγχολικά καταστήματα και σε σιωπηλά σπίτια μέσα στα οποία μπορεί να βρίσκονται σε εξέλιξη δυνατά δράματα.
Στους περισσότερους έχει συμβεί κάτι σοβαρό, κάτι που ήρθε να ανατρέψει την πορεία της ζωής τους ή τους ακολουθούσε από το παρελθόν, ένα τραύμα που δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν. Οι ιστορίες της Μονρό έχουν έντονα το δραματικό στοιχείο. Αυτό της επιτρέπει να διαμορφώσει έναν κόσμο λεπτών αποχρώσεων, εξαιρετικής ευαισθησίας. Για να το επιτύχει χρησιμοποιεί πολλών ειδών τεχνικές, οι οποίες μάλιστα είχαν μια εντυπωσιακή εξέλιξη μέσα στο χρόνο. Η Μονρό αγαπάει τις αναδρομικές αφηγήσεις, αγαπά να αποκαλύπτει σταδιακά τα δεδομένα στη ζωή των κεντρικών χαρακτήρων της, να εξερευνά τι τους ώθησε στην οδύνη, αγαπάει τον υπαινιγμό. Παρά την οικονομία του ύφους της, αποφεύγει να παρασύρει άμεσα τον αναγνώστη της στον σκοτεινό και θολό βυθό των ιστοριών που έχει να αφηγηθεί. Προτιμά να «χτίσει» τη συνθήκη, επιλέγει την σταδιακή εξοικείωση. Ίσως γι’ αυτό αρκετοί κάνουν λόγο για διηγήματα που μοιάζουν με μικρά μυθιστορήματα.
Η Μονρό διαλέγει συνήθως να αφηγηθεί από την πλευρά των γυναικών. Οι ηρωίδες της, παρά τις ματαιωμένες ελπίδες και τις ακυρωμένες επιθυμίες, ακόμη κι αν έχουν να αντιμετωπίσουν κάτι τρομερό ή έχουν γνωρίσει αδιανόητες απώλειες, αρνούνται να γίνουν έρμαια στις διαθέσεις άλλων, δεν αφήνονται στην μιζέρια, δεν καταλήγουν στην έλλειψη αυτοεκτίμησης. Είναι συνήθως γενναίες, ανεξάρτητες και αποφασισμένες να δώσουν τη μάχη για την επιβίωση με όποιον τρόπο μπορούν.
Η Άλις Μονρό στα ελληνικά
Από τα δεκατέσσερα βιβλία της μόνο δύο κυκλοφορούσαν σε ελληνική μετάφραση όταν πήρε το Νόμπελ (αργότερα, κυκλοφόρησαν κι άλλα, από το Μεταίχμιο), που συγκαταλέγονται στα ωριμότερα και πληρέστερα έργα της.
Το Μ’ αγαπάει, δεν μ’ αγαπάει είναι το είδος της συλλογής που δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό «θηλυκός Τσέχωφ», ο οποίος την ακολουθεί από τότε που η φήμη της εδραιώθηκε, με την κυκλοφορία δηλαδή του πέμπτου βιβλίου της. Η συλλογή ανοίγει με το ομώνυμο διήγημα, που πάλλεται από εσωτερική ένταση. Η συγγραφέας αφηγείται με δεξιοτεχνία την ιστορία μιας γυναίκας περασμένης ηλικίας, που εργάζεται ολόκληρη ζωή ως οικιακή βοηθός και πέφτει θύμα ενός σκληρού αστείου.
Το διήγημα που κλείνει τη συλλογή, «Πέρασε η αρκούδα το βουνό», και μεταφέρθηκε στο κινηματογράφο από τη Σάρα Πόλεϊ, απηχεί το στοχασμό της Μονρό στην έννοια του ζευγαριού, της αγάπης και της απώλειας. Με συγκινητικό τρόπο διηγείται τις προσπάθειες ενός συζύγου, άπιστου μια ζωή, να βοηθήσει τη γυναίκα που βυθίζεται στο Αλτσχάιμερ, ώστε να ζήσει τον έρωτά της με έναν τρόφιμο στο ίδρυμα όπου νοσηλεύεται.
Η συλλογή Πάρα πολλή ευτυχία περιλαμβάνει τα ωριμότερα διηγήματα της Μονρό, στα οποία ανανεώνει τις τεχνικές της και επιχειρεί να δοκιμάσει καινούργιες, με αποτέλεσμα κάθε αφήγηση να έχει τη δική της θερμοκρασία, να λειτουργεί αυτόνομα μέσα στον τόμο, να διαφέρει από την προηγούμενη.
Οι «Διαστάσεις», αν και δεν είναι το αρτιότερο διήγημα της συλλογής, αναστατώνουν τους αναγνώστες κυρίως εξ αιτίας του θέματος. Μια γυναίκα βρίσκεται στο λεωφορείο, στη διαδρομή προς τη φυλακή όπου βρίσκεται ο σύζυγός της. Ο αναγνώστης θα μάθει ότι βρίσκεται εκεί επειδή έχει σκοτώσει τα τρία παιδιά τους μόνο όταν φτάσει στη μέση της αφήγησης. Η Μονρό πηγαίνει όμως ακόμη βαθύτερα, παρουσιάζοντας μια γυναίκα που εξακολουθεί να είναι δεμένη μαζί του, καθώς ο φυλακισμένος είναι ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μοιράζεται την ανείπωτη οδύνη της απώλειας.
Στο «Πεζό», η συγγραφέας ανατέμνει τη σχέση ενός ζευγαριού: εκείνος, που κάποτε, στο σχολείο, είχε τον υψηλότερο δείκτη νοημοσύνης έζησε καιρό παντρεμένος με εκείνη που είχε τον δεύτερο υψηλότερο, ώσπου να την εγκαταλείψει γιατί ερωτεύτηκε μια πολύ νεότερη, περιθωριακή και λιγότερο έξυπνη γυναίκα.
Στο «Πρόσωπο» επιλέγει για κεντρικό χαρακτήρα ένα αγόρι. Το φρικτό εκ γενετής σημάδι στο μάγουλό του λειτουργεί διαλυτικά στη σχέση των γονιών του και του στερεί για πάντα την πατρική αγάπη.
Το «Για παιχνίδι», ένα διήγημα εξαιρετικά λεπτών αποχρώσεων και χειρισμών, διακρίνεται από μια δεξιοτεχνικά διαμορφωμένη ατμόσφαιρα απειλής.
Στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής, το «Πάρα πολλή ευτυχία», η Μονρό ανοίγει τη θεματική της βεντάλια και διαφοροποιεί την τεχνική, για να διηγηθεί την ιστορία της Σοφίας Κοβαλέσκι, της πρώτης γυναίκας που κατέκτησε έδρα σε πανεπιστημιακό ίδρυμα.