Μια αντιποιητική δεξίωση της ιστορίας είναι η έδρα του νεοελληνικού φαντασιακού, της εθνικής ταυτότητας, που διασώζει τα παραδοσιακά, τα άχρονα στοιχεία σε βάρος της νεωτερικής κίνησης, μεταμφιέζοντάς τα ενίοτε σε σύγχρονα. Εδώ, το όνειρο, στον ύπνο ή στο ξύπνο, λειτουργεί ως φαντασιωτικό σύμβολο απωθώντας την πραγματικότητα. Αν το υλικό του είναι ψηφίδες της πραγματικότητας, το συνταίριασμά τους, μεσιτευμένο από συναισθήματα, την «αισθηματοποιούν» εκβάλλοντας σε φορμαλιστικές εικόνες και συνοψίζουν έναν παγιωμένο κώδικα ερμηνείας αλλά και συμπεριφοράς. Εικόνες ψυχικές, αυτοαναφορικές, ταυτοτικές, που δεν δίνουν περιθώριο στον απεγκλωβισμό του υποκειμένου γιατί είναι η θερμοκρασία της πίστης (ακριβέστερα: μιας ορισμένης θρησκεύουσας πίστης, «η χριστιανική πίστι είναι σαν όνειρο στο ξύπνο», θα γράψει ο Ράμφος) στην αέναη επανάληψη των διαιωνιζόμενων τύπων αυτή που το ορίζει, εγκλωβίζοντάς το στο συλλογικό αίσθημα. Ματαιωμένη εκκοσμίκευση, παγιδευμένη πολύ νωρίς από την προσαρμοστική διαιώνιση ενός βυζαντινού σύμπαντος που νοερά αναλώθηκε στην θαυματοποιητική του βίου των αγίων, της μουσικής που περιθωριοποίησε τον γραπτό λόγο, της παιδαγωγικής λειτουργίας της εικόνας πάνω απ’ όλα, αλλά και του «φυλαχτού» (της λατρείας των αγίων λειψάνων). Αν τα όνειρα «αισθηματοποιούν» μια μύχια δεξίωση της πραγματικότητας, μπορούμε και οφείλουμε να τα διαβάσουμε, ακριβώς, ως «μυθόνειρα», τυπολειτουργικές, μυθικές αναπαραστάσεις του πραγματικού που στόχο έχουν, αναπλάθοντάς το, να το παραμορφώσουν, αποκλείοντας την ενοχλητική επέμβαση ενός σε κίνηση περιβάλλοντος κόσμου. Η κάθετη σχέση με τον ουρανό, με το θείο, αποτρέπει, εδώ, την οριζοντιότητα της αγαπητικής σχέσης, το μαστόρεμα του εαυτού προκύπτει αποκαλυπτικά και γίνεται πέτρωμα, όχι σχέση με το άλλο.
Αυτή τη σχέση, τη σχέση ονειρικής χειραγώγησης της νεο-ελληνικής πραγματικότητας, ιχνηλατεί η πρωτότυπη συμβολή του φιλόσοφου και συγγραφέα Στέλιου Ράμφου. Όνειρα ατομικά αλλά και συλλογικά, θρησκευτικά κυρίως, επενδυόμενα σε εθνικές αγωνίες, στερεοτυπικές επαναλήψεις, ασάλευτα τυπικά, παγωμένες φόρμες, ακίνητος χρόνος ενός παρελθόντος που δεν λέει να παρέλθει, αυτό είναι το πρωτογενές υλικό του φιλόσοφου-συγγραφέα που προκρίνει, ακριβώς, το φαντασιακό ως «βάση» (και όχι ως «εποικοδόμημα») για την κατανόηση της ελληνικής ταυτότητας.
Η χάρις, η φύσις, η γνώσις
Η ελπίδα της θεραπείας από ασθένεια αναμένει το θαύμα του Αγίου, όπως στην περίπτωση των ονειρικών θαυμάτων του Αγίου Αρτεμίου, που γράφτηκαν κάπου μεταξύ 658-668 μ.Χ. Κάποιος με το όνομα Γεώργιος, που πάσχει από κήλη των όρχεων, αρνούμενος κάθε ιατρική φροντίδα, θα προσέλθει ικέτης και θα εγκατασταθεί στο ναό του Προδρόμου όπου φυλασσόταν το λείψανο του Αγίου Αρτεμίου, αναμένοντας το θαύμα της ίασής του. Κάποιο βράδυ θα δει στο όνειρό του τον άγιο μεταμορφωμένο σε χασάπη που θα του βγάλει τα εντόσθια, θα τα πλύνει και θα τα τοποθετήσει εκ νέου στη θέση τους. Όταν ξύπνησε, περιφέρθηκε έντρομος τον χώρο, αναζητώντας ματαίως τα εργαλεία της «εγχείρησής» του, ξυπνώντας άλλους παρευρισκόμενους ικέτες που τον ρωτούσαν τι του συμβαίνει. Έκπληκτοι αυτοί, που τον είδαν να κινείται πλέον άνετα, να έχει γίνει καλά, του ζήτησαν να «κάνει το σταυρό του» για το θαύμα που είχε γίνει. Όλοι μαζί, κλαίγοντας και πεσμένοι κατάχαμα, θα ευχαριστήσουν τον Θεό και τον άγιο, και ο Γεώργιος θα ειρωνευθεί, απορρίπτοντάς την, την ιατρική αυθεντία που ηττήθηκε από τον Θεό «που έπιασε στο αγκίστρι του τον δράκοντα, έκανε τον όσιό του θαυμαστό με το χάρισμα των ιαμάτων». Η εναπόθεση της ελπίδας στην πίστη και όχι στην επιστήμη, η αμεσίτευτη σχέση (του ασθενούς) με τον Θεό, φαινόμενο που αγκαλιάζει το σύνολο της τότε κοινωνίας, «υποστηρίζει “εμπειρικά”», θα επισημάνει ο Στέλιος Ράμφος, «την ανωτερότητα του κόσμου της Χάριτος έναντι του κόσμου της φύσεως και της γνώσεως που στηρίζεται στον ανθρώπινο λόγο. Κατ’ ουσίαν, η στάσι που καλεί τον πιστό να αρνηθή τον στενό δεσμό της υπάρξεως με τον κόσμο, αν δεν διευκολύνει την μαγεία, ανοίγει το δρόμο στο θαύμα».
Το συλλογικό φαντασιακό της εποχής καθιστά την εμπιστοσύνη αφηρημένη προσδοκία, τροφοδοτώντας βεβαιότητες ενός «υποκειμένου» χωρίς ταυτότητα. Πραγματικότητα γίνεται πλέον η εικόνα του νου και το θαύμα, ακριβώς ως κάτι που προέρχεται έξω από το άτομο και τον κοινωνικό κόσμο, δεν επηρεάζει τις συνθήκες της ζωής, ακόμα και όταν τροποποιεί μια κοινωνική σύμβαση. Αυτό ακριβώς φαίνεται να είναι το όριο της θαυματοπολιτικής, της μυθοπολιτικής: η εγγενής παρανοϊκή της κλίση έχει εξαρχής υποθηκεύσει την οποιαδήποτε κριτική της λειτουργία σε μια υπερχρονική εξουσία, γιατί το υποκείμενο που κατασκευάζει, διατηρεί, με την αποφασιστική συμβολή του αισθήματος, της δογματικής πίστης, όλα τα χαρακτηριστικά της ανηλικίωσης. Μια τέτοια πίστη καταλαμβάνει πλέον το χώρο της (προαποφασισμένης) αλήθειας, εχθρός κάθε έλλογου γνωσιακού διαβήματος. Τούτη η ονειρική απόταξη του κόσμου τροφοδοτείται επιπλέον από τα νοηματικά κενά, τις αγωνίες μιας μεταβατικής περιόδου κρίσης.
Είμαστε σε μια εποχή όπου το Βυζάντιο αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας από το αραβικό ισλάμ. Όπου, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, «η ελπίδα προηγείται της ελλόγου γνώσεως, το έσχατο κατακλύζει το νυν», όπου μια «παθολογία του ανδρισμού» (κήλη των όρχεων) μπορεί να αναπαριστά την αδυναμία του μέσου Βυζαντινού έναντι της προδιαγραφόμενης εξωτερικής απειλής. Όπως θα το συνοψίσει ο Ράμφος: «Στα θαύματα του Αγίου Αρτεμίου πιθανώτατα παρουσιάζεται με συμβολικές προεκτάσεις η αιτιολογία και η θεραπευτική ενός “ανδρισμού” ο οποίος δοκιμάζεται εκ των πραγμάτων άσχημα».
Η αδυναμία ιστορικοποίησης των γεγονότων και ανανοηματοδότησής τους είναι ο κοινός τόπος των βυζαντινών αλλά και μεταβυζαντινών ονείρων, όλων των θρησκευτικών θρύλων γενικότερα, που αναχαιτίζει, ακριβώς, τον αναστοχασμό. Ο Ράμφος έχει σταθεί, προηγουμένως, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις των Γρηγορίου Νύσσης και Γρηγορίου Ναζιανζηνού, τα όνειρα των οποίων αποτρέπουν την ιερουργική αναζωογόνηση της ζωής, καθ’ ότι την προσδοκία που μεταφέρουν την προσαρτούν στην εσχατολογική δικαίωση-αποκατάσταση όλων. Καμία διεύρυνση της εσωτερικής ατομικότητας, κανένας χώρος για την ατομική δράση συνεπώς. Αντιθέτως, υποθήκευσή τους σε ένα αναστάσιμο, λυτρωτικό για όλους «τέλος», αξεπέραστος εσχατολογικός ορίζοντας που, εκθειάζοντας την παρθενία της ψυχής, εχθρεύεται την υλικότητα του ατομικού εαυτού μέσα στον ενδοκόσμιο βίο. Τα πάντα κρίνονται από τη μοίρα του τέλους, όχι από την ανάληψη ατομικής ευθύνης για τη διαδρομή. Γιατί, αν πιστεύουμε ότι στο «τέλος» θα σωθούμε όλοι («καθολική θρησκευτική παλιγγενεσία»), ποιος ο λόγος να προσπαθήσουμε στον «ενδιάμεσο» χρόνο, που είναι ο χρόνος της πραγματικής ιστορίας, να ανιχνεύσουμε ενεργητική σχέση με τον άλλον και δι’ αυτού με τον ίδιο μας τον εαυτό; Γιατί, με άλλα λόγια, να ενγχρονισθεί η ανθρωπινότητα του Χριστού μέσω μιας ποιητικής της καθημερινότητας, όπως συνέβη στη Δύση (με την μέριμνα για τον άλλον, που αναγκαστικά ανοίγει τον εαυτό), όταν η προσμονή των εσχάτων έχει ακριβώς προοικονομήσει τα πάντα υποθηκεύοντάς τα στο ανακουφιστικό και φαταλιστικό κριτήριο της παθητικής πίστης; Που το πολύ πολύ να εκβάλει σε μια συμπαθητική της συμπόνιας, όταν βέβαια δεν στοιχειώνει μνησίκακα φαντάσματα, εν ονόματι της «δικαιοσύνης». Από την ασώματη ψυχή (Νύσσης, Ναζιανζηνός), από ένα σώμα που αλληγορεί το πνεύμα, θα παρατηρήσει ο Ράμφος, περνάμε στο αντικειμενοποιημένο, εξωκοσμικό, άψυχο σώμα (Άγιος Αρτέμιος), τούτη η ονειρική εικόνα, «αχρονία του ασυνείδητου» που χωρίς αντιφάσεις «αντιστοιχεί εικόνες με πράγματα», παράγει, σε όλες τις περιπτώσεις, ιστορία, πραγματική ιστορία, εκείνη την ασώματη ιστορία η οποία ελπίζει στη σωτηρία που θα έλθει απ’ έξω, ως εκ θαύματος: η ονειρική ιστορία του θαύματος, που προϋπάρχει κάθε ανθρώπινης πράξης, γίνεται η πραγματική ιστορία ενός συλλογικού ανθρώπου που ταυτίζει πίστη και αλήθεια, υποκαθιστά τη δεύτερη από την πρώτη. «Πρωτότυπο των εικόνων», θα συνοψίσει ο συγγραφέας, «θα είναι στο εξής η αγιότης των εικονιζομένων και όχι η φυσικότης των. Με την αναγνώρισι της τελευταίας θα βγούμε από τον δυτικό Μεσαίωνα στην Αναγέννησι και θα πιστέψουμε στα μάτια μας. Αυτό ατυχώς δεν συνετελέσθη ακόμη οργανικά στη χριστιανική Ανατολή. Το όφελος ήταν ένα πλούσιο συναίσθημα∙ το τίμημα, μια συχνή εκτροπή του σε παράνοια». Η ιστορικοποίηση της αγιότητας έχει ήδη ματαιωθεί.
Το φαντασιακό, ας πούμε οι ψυχικές εικόνες, ενός παραδειγματικού «ουρανοπολίτη» χριστιανού, με τις μυστικές αφετηρίες του και τις μυθοποιημένες προσδοκίες του, καθίσταται εδώ κυρίαρχος μοχλός της αποξενωμένης ιστορίας (του). Ιδού ποιος είναι ο ψυχοπολιτικός μηχανισμός της ανηλικίωσης, η εσχατολογική ελπίδα του «προπτωτικού εαυτού», ιδού η εμμένουσα προνεωτερική ρίζα του κοινωνικού δεσμού, που τα πολλά πρόσωπα ενός σχετικιστικού ιστορικισμού, καταστατικά εκτός πεδιάδος, χαμένα, ιδιαίτερα σήμερα, σε οικονομετρικές υποθέσεις, κοινωνιολογικές ακροβασίες και προκαταλήψεις επιβεβαίωσης της αρχικής τους βεβαιότητας (των «καλών τους προθέσεων», όπως θα τις αποκαλέσει ο Ράμφος σε σχετική διάλεξη παρουσίασης του βιβλίου του), αδυνατούν εγγενώς να τη συλλάβουν και να την εννοιολογήσουν, ταξινομώντας τη στην κατηγορία του «μύθου», αυτής της βασικής, «μαγεμένης» δεσπόζουσας της ελληνικής ανατολικής κουλτούρας.
Αρκετούς αιώνες αργότερα, ο θρύλος του «Μαρμαρωμένου Βασιλιά», του τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα που θα παραμείνει μαρμαρωμένος μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης για να αφυπνισθεί την κατάλληλη στιγμή και να διώξει τους Τούρκους μέχρι την Κόκκινη Μηλιά, θα συγχρονίσει, αλλά δεν θα «εκσυγχρονίσει», τον αναστάσιμο ανατολ-ελληνικό μύθο εντάσσοντάς τον στην αναγκαιότητα της συγκρότησης εθνικής συνείδησης. Εδώ, η μυθική αντίληψη του χρόνου διαδραματίζει, ακόμα μια φορά, αποφασιστικό ρόλο. Ο χρόνος είναι μαρμαρωμένος, παγωμένος, αναμάρτητος. Η εμβίωση του άμεσου παρόντος αναστέλλεται προς όφελος μιας άχρονης αιωνιότητας. Η μεταξύ τους σχέση, παραγωγός ιστορίας, υποθηκεύεται σε κάτι σαν αυτοεκπληρούμενη προφητεία της αναστάσιμης προσμονής. Σύμφωνα με τον συγγραφέα: «Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς—και να μην αστοχή—για βαφή του χρόνου με ανταύγειες αιωνιότητος, βαφή η οποία κρατεί ατροφικό το Εγώ και παραλύει τον δυναμισμό της θελήσεως». Τι είδους ελπίδα, θα αναρωτηθεί ο Ράμφος, είναι αυτή που, αναστέλλοντας το χρόνο, στηρίζεται στην παρελθοντική ταξινόμηση του μέλλοντος, ησυχάζοντας στο παρελθόν σε βάρος μιας υπερβατικής θεώρησης του μέλλοντος; «Πόσο αλλάζει τα τραυματικά αισθήματα της ήττας μια εξανάστασι της οποίας το μεταφυσικό υποστήριγμα κλείνεται παθητικά στον εαυτό του;» Αυτή η συναισθηματικά τροφοδοτούμενη παλινόρθωση του παρελθόντος που θεμελιώνεται σε άχρονη, παθητική αναμονή της προφητείας ως «τέλους» (της ιστορίας) και όχι του μέλλοντος,
υπήρξε και υπάρχει κρίσιμη για την ταραχώδη διαδρομή της Νεώτερης Ελλάδος. Στον χρόνο συγκροτείται η ταυτότητα και στον χρόνο κλονίζεται. Με την ιστορία να αντιμετωπίζεται σαν ανακυκλούμενο φυσικό φαινόμενο, η ανάγκη του τέλους απέβη εις βάρος της δημιουργίας ιστορικής συνειδήσεως. Μιλούμε για προκαταβολική εναντίωσι στην αναπόδραστη ιστορικότητα του νεοελληνικού κράτους. Αντ’ αυτής επεβίωσε κυριαρχικά μαζί με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά το βυζαντινό παρελθόν, ορθώνοντας εμπόδια στο πνεύμα του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, τον οποίον δεξιώθηκε αμφιθυμικά στα παραδόσιμα κοινωνικά πλαίσια χωρίς ειλικρινή διάθεσι να προχωρήσει σε ειλικρινή σύνθεσι.
Μωάμεθ και Πάπας ως Αντίχριστος
Ένα τέτοιο προδιαγεγραμμένο «τέλος» θα απεικονισθεί αργότερα σε καθαρά αποκαλυπτικές μορφές, μέσα από διπολικές, ανταγωνιστικές φαντασιωτικές εικόνες της ενσάρκωσης του καλού και του κακού, ενός ορθόδοξου καλού ομαδισμού έναντι του δικέφαλου κακού που αναπαριστούν οι φιγούρες του Μωάμεθ και του Πάπα, οι οποίες ενσαρκώνουν τον «Αντίχριστο». Ο δεύτερος μάλιστα εκπροσωπεί σοβαρότερη απειλή για τους υπόδουλους ορθοδόξους από τον πρώτο, γιατί αιχμαλωτίζει τις ψυχές, ενώ ο πρώτος μόνον τα σώματα. Έτσι διαβάζεται η «Αποκάλυψη» του Ιωάννη από τον μαχητικό ιεροκήρυκα Αναστάσιο Γόρδιο, στο Περί Μωάμεθ και κατά Λατίνων που γράφτηκε στις αρχές του 18ου αιώνα (κείμενο που, σύμφωνα με τον Ράμφο, ίσως διαβάσθηκε περισσότερο από κάθε άλλο μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα), όπου η αναμονή της «συντέλειας» θα σταματήσει με μαγικό τρόπο το διωγμό της Εκκλησίας από τον Αντίχριστο. Η αναμονή έλευσης της συντέλειας πετρώνει το χρόνο και μαγεύει το χώρο, δένει τον άνθρωπο στη γεωγραφία «του», συγκροτεί κοινότητα χωρίς ιστορικότητα. Τούτη η μεσαιωνική αποκαλυπτική σωτηριολογία επιβιώνει με διαφόρους τρόπους ώς σήμερα εμποδίζοντας, ενίοτε με δαιμονολογικό και συνωμοσιολογικό τρόπο, και με την προφητική αγκύλωση του χρόνου, το ελεύθερο άνοιγμα μιας κοινωνίας στον κόσμο και, εξ αυτού, τη διεύρυνση της αυτο-συνείδησής της. Ο Ράμφος, χωρίς βέβαια να αρνείται την αποφασιστική συνδρομή της θεσμικής θρησκείας, της Εκκλησίας, στον αγώνα κατά της τουρκοκρατίας («χωρίς την Εκκλησία βεβαίως και δεν θα υπήρχαμε σήμερα»), θα εντοπίσει με σαφήνεια τη διαιώνιση τέτοιου τύπου ψυχικών εκβλαστήσεων της βυζαντινής κοινωνίας που σφραγίζουν ανεξίτηλα τη διαμόρφωση της νεοελληνικής ταυτοτικής παθολογίας, «με χρονικό σημείο καμπής το 843 μ.Χ., οπότε τελειώνει η Εικονομαχία, και καθοριστικό κείμενο το “Συνοδικόν της Ορθοδοξίας” (787 μ.Χ.)».
Μία τέτοια εμμονική ταυτότητα επαληθεύεται στις μέρες μας. Το τελευταίο «όνειρο» που παραθέτει και αναλύει ο συγγραφέας είναι ένα άλλο εξαιρετικό παράδειγμα προσανατολισμού του βλέμματος από τα επίγεια στα ουράνια, στο οποίο ενσωματώνεται ο καημός των χαμένων πατρίδων. Επίκεντρο είναι μiα τοπική κοινωνία, η κοινότητα της Θερμής Λέσβου, το 1959, όπου κάποιοι κάτοικοί της βλέπουν με παραλλαγές το ίδιο όνειρο, τα θαύματα του Αγίου Ραφαήλ. Η επιθυμία ενός ζευγαριού να κτίσει ένα μικρό ναό στο κτήμα του, στο σημείο που υπήρχε ένα ρημαγμένο εκκλησάκι της Παναγίας με τη θεωρούμενη από κατοίκους θαυματουργή εικόνα της, θα αποκαλύψει, στη διάρκεια των εκσκαφών, ταφική πλάκα κάτω από την οποία θα βρεθεί ανθρώπινος σκελετός (του Αγίου Ραφαήλ, που για έναν ορισμένο αριθμό πιστών ήταν αξιωματικός του βυζαντινού στρατού, αλλά και μοναχός, που αργότερα, στα όνειρα πάντα κάποιων πιστών, «έγινε» αρχιμανδρίτης, αλλά και χιλίαρχος). Το γεγονός θα σταθεί αφορμή για μiα μυθική-ταυτοτική αφήγηση του παρελθόντος, όπου ένας καταιγισμός από συγκαιρινά ιαματικά θαύματα θα επενδυθούν με τον αντάρτικο θρύλο κάποιων kαλογήρων που σφαγιάσθηκαν εκεί από τους Τούρκους κατά την oθωμανική κυριαρχία. Ιερείς, πιστοί, που δεν ήταν παρά μικρασιάτες πρόσφυγες, θρησκευτικές αρχές βρίσκουν διέξοδο στην πίστη και στο έθιμο για να επανεπιβεβαιώσουν, διαμέσου των αλλεπάλληλων αποκαλυπτικών ονείρων, τα οποία στην αφήγηση ανάγονται σε «αποδείξεις» που κατασκευάζουν μiα αλήθεια ομόλογη της διάχυτης συναισθηματικής βούλησης, μια κακοπαθημένη ταυτότητα. Πρωταγωνιστές και ακροατήριο, με κυρίαρχο το προσφυγικό φαντασιακό («η ιστορία των προσφύγων μας μορφοδοτεί σε αγιομαρτυρικό επίπεδο την αντιστοιχία Χριστού-Έθνους», θα παρατηρήσει ο Ράμφος) επαληθεύονται στο φαντασιακό παρελθόν τους, υπάρχουν μέσα από τον συλλογικό πλέον μύθο μιας εθνικο-αυτοθυματικής εγκαρτέρησης θρησκευτικά προσδιορισμένης, που δεν αφήνει την παραμικρή χαραμάδα μιας «μεταϊστορικής» ερμηνείας, μιας αυτόκεντρης, αδέσμευτης αυτοκατανόησης και πρωτόβουλης δράσης του συλλογικού εαυτού εγκλωβισμένου μέσα στην ανελευθερία της μορφής του. «Μιλούμε για τη δυνατότητα των τυποπαραστάσεων να προβάλλουν και να συντηρούν τελετουργικά ένα μυθόνειρο ως ιστορία είδους χιλιαστικού χωρίς ανάγκη επαληθεύσεως».
Θαύμα και νεωτερικότητα
Μια κουλτούρα που πιστεύει στο θαύμα μπορεί να είναι νεωτερική; Αυτό είναι ένα βασικό ερώτημα που προκύπτει από την «ονειρική» ανάλυση του Ράμφου και στο οποίο νομίζουμε ότι ουσιαστικά δίνει ο ίδιος αρνητική απάντηση. Μια ταυτότητα η οποία δεν έχει γνωρίσει ρήξεις αλλά μόνο «μεταβάσεις» που δεν διασαλεύουν τη χρονική συνέχεια, που έχουν μάλιστα μπολιάσει νοοτροπίες καθηλώνοντας έτσι το χρόνο στο χώρο, στην εντοπιότητα, δεν μπορεί παρά να είναι αναχρονιστική και ανακουφιστική με παραπομπή στα λυτρωτικά έσχατα. Ακόμα και αν εμφανίζεται σε ορισμένες περιπτώσεις να πληρώνει ένα κενό νοήματος μέσα σε συμφραζόμενα κρίσης, η τυπολειτουργία του ονείρου καταστέλλει μακροπρόθεσμα μια ενδεχόμενη (εφήμερη πάντα) ενεργοποίηση που αυτό προκάλεσε, γιατί η δράση της δεν εγγράφεται σε διαφορετικό αξιακό ορίζοντα: μια επιμέρους αλλαγή μπορεί να καθίσταται ορατή, ωστόσο η αλλαγή, η κίνηση ως παραδειγματική πράξη, ως εναρκτήριο γεγονός υποκύπτει και τελικά ενσωματώνεται στα παραδόσιμα. Είναι η μη-αμφισβήτηση της τυπολειτουργίας, της στερεοτυπικής επανάληψης αυτή που δεσμεύει και έχει ήδη αποφασίσει να αποδεχθεί τους εκσυγχρονισμούς για να διαβρώσει τον εκσυγχρονισμό. Υπάρχει ένας κόμπος από την αρχή.
Δημήτριος Βασιλείου, Ἀναστάσιος Γόρδιος, λάδι σε καμβά (1971). Ο μαχητικός ιεροκήρυκας Αναστάσιος Γόρδιος (1654-1729), στο δημοφιλές ώς το τέλος του 19ου αιώνα το κείμενό του Περί Μωάμεθ και κατά Λατίνων, διαβάζει την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη ως οπαδός ενός ορθόδοξου καλού ομαδισμού έναντι του δικέφαλου κακού που αναπαριστούν οι φιγούρες του Μωάμεθ και του Πάπα, οι οποίες ενσαρκώνουν τον «Αντίχριστο». Ο δεύτερος μάλιστα εκπροσωπεί σοβαρότερη απειλή για τους υπόδουλους ορθοδόξους από τον πρώτο, γιατί αιχμαλωτίζει τις ψυχές, ενώ ο πρώτος μόνο τα σώματα.
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο