Σύνδεση συνδρομητών

Ημερολόγιο Γεφύρας

 

«Η μόνη απαρέγκλιτη και αναντικατάστατη προϋπόθεση για την πολιτική σταθερότητα είναι ο σεβασμός στη λαϊκή ετυμηγορία που διατυπώθηκε τρεις φορές τη χρονιά που φεύγει», διαβάζω ότι είπε ο πρωθυπουργός εχθές, μεταξύ άλλων ίδιου σχεδίου έξοχων αποστροφών («Αν το 2015 ήταν το έτος της σταθεροποίησης της χώρας στην Ευρωζώνη, το έτος του οριστικού τέλους του Grexit, το 2016 θα πρέπει να είναι η χρονιά για την αφετηρία για την έξοδο από την Κρίση»), και ξαφνικά ντρέπομαι πολύ για λογαριασμό των ψηφοφόρων του που εμπαίζει συστηματικά και ανερυθρίαστα αυτός ο τραγικός άνθρωπος. Γιατί η τρις διατυπωθείσα λαϊκή ετυμηγορία άλλη ήταν, πέρα για πέρα: δεν ήταν αυτή. Όμως τούς τα πετάει αυτά τα νεογλωσσικά στα μούτρα, αυτή την οργουελική αντιστροφή της πραγματικότητας, σαν ρούχα που γυρίστηκαν τα μέσω έξω, κι εκείνοι τα δέχονται, τα καταπίνουν, και δεν μιλούν. Ορισμένως, κάποιοι κοκκινίζουν. Ορισμένως, κάποιοι θα… Ή μάλλον κάτσε. Κάτσε λίγο. [§] Κάτσε μια στιγμή. [§] Μήπως δεν πάει έτσι το πράγμα; Μήπως κανείς από τα δύο-τόσα εκατομμύρια δεν τον ψήφισε για να κάνει ό,τι έλεγε ή ό,τι υπονοούσε; (Θυμίζω ότι έλεγε πως θα σκίσει τα Μνημόνια και θα ανεβάσει τους μισθούς και τις συντάξεις στα προ Κρίσης επίπεδα, επειδή yolo, και ότι υπονοούσε πως θα πάρει την Ελλαδίτσα, αυτό το άθυρμα της οικουμένης, και θα το αποσύρει από το ευρώ, την Ένωση, την Ευρώπη και τη Δύση, για να εγκαθιδρύσει δικτατορία τσολιαδοσταλινομαοϊκού τύπου, όπου όλη μέρα θα πίναμε ρετσίνα και θα ακούγαμε Λοΐζο, βάζοντας τους πλούσιους, που θα τους βαράγαμε τα πισινά με βίτσες, να μας μαγειρεύουν φασολάκια λαδερά). Κάτσε λίγο λοιπόν. Ξανά: Μήπως κανείς δεν τον ψήφισε για να κάνει ό,τι έλεγε ή ό,τι υπονοούσε; Είναι δυνατόν; Είναι δυνατόν να επένδυσε ο Τσίπρας (απ’ όλους τους πολιτικούς…) στην ομολογουμένως δεδομένη ανάγκη της κοινωνίας να φτωχύνει, αρκεί να μη φιλελευθεροποιηθεί; Σοβαρά τώρα; Μπορεί να υπάρξει τέτοια μαζική ανορθολογική ψήφος; Ούτε καν εκείνα τα χρυσαυγιτάκια που δουλεύουν στο υπόγειο της Κουμουνδούρου και χειρίζονται τα σόσιαλ μίντια του κόμματος δεν ήθελαν, δηλαδή, την ανατροπή και την αλβανοποίηση; Ναι, ακούγεται λογικό ειδικά αυτό το τελευταίο. Μήπως (άρα) κανείς εντέλει δεν ντρέπεται σήμερα από δαύτους, και κανείς τους δεν κοκκινίζει; Επειδή όντως ήξεραν πως ερχόταν η πολυπόθητη πτωχεία, στην οποία επένδυσαν την ψυχή τους; Ειλικρινά, δεν ξέρω. Αλλά μπορεί. Φαίνεται πιο πιθανό από καθετί άλλο. Άρα και αυτή η ψήφος (η τριπλή ψήφος) ήταν ορθολογική: κανείς δεν επιλέγει για το καλό του μόνο το καλό, προς Θεού. Το κακό είναι μία εξίσου πιθανή επιλογή. Και, σε μια τελική, μιλάμε για Έλληνες τώρα: το Ευρωβαρόμετρο τους έχει σε ειδική κατηγορία, από τότε που ξεκίνησε να υπάρχει. Όχι: κανείς από δαύτους δεν κοκκινίζει. Ακόμη και οι ναζί συριζαίοι που μας έγραφαν απειλές ότι θα μας πατήσουν με μηχανάκι τον σκύλο, και που τώρα λένε ότι είναι Ανταρσύα και Πειρατές και Σκακιστές και Τσοντόβιοι και Μπαρακούντα και οτιδήποτε άλλο, αυτά τα σκατά, ακόμη κι αυτοί εξακολουθούν να είναι καυλωμένοι με τον Αλέξη. Αύριο θα είναι με τον Μιχαλολιάκο. Αύριο θα καυλώνουν φανερά με τον Μιχαλολιάκο. Αλλά αύριο θα είναι μια άλλη μέρα.

 

02 Δεκεμβρίου 2015

Στον Άρη είχαμε έναν συνοπαδό, μεγάλη μορφή. Είχε βγάλει πολλά χρόνια φυλακή, ήταν αλήτης, πρεζάκι, δούλευε (όταν δούλευε) νύχτα και κάποια στιγμή, όταν πια πέρασαν τα χρόνια και δεν τον έπαιρνε να δουλέψει, σκέφτηκε να βγάζει τα έξοδά του από τις βούτες. Βούτες είναι αυτό που βουτάς πάνω σε ένα αμάξι την ώρα που κινείται, πέφτεις στην άσφαλτο, βογγάς, τρομάζει ο οδηγός και του λες, βογγολογώντας πάντα, πως μπορεί να ξεμπερδέψει με την όλη δυσάρεστη κατάσταση αν του δώσεις καναδυό κατοστάρικα. Το ’κανε πολλές φορές ο εν λόγω φίλος, και τα κουτσοκατάφερνε. Έκανε βούτες στην Παπαναστασίου. Μια μέρα όμως δεν τα είχε υπολογίσει καλά, και έπεσε λίγο όρτσα πάνω σε μια κούρσα, που τον παρέσυρε ίσαμε πενήντα μέτρα. Έμεινε τέζα ο κολλητός, ήρθε το ασθενοφόρο, τον πήγε στο νοσοκομείο, μπήκε χειρουργείο, τον κλαίγαμε εμείς, αλλά —ω του θαύματος— μετά από έξι μήνες ανάνηψη, εκ των οποίων οι μισοί στην Εντατική, ξαναφάνηκε στην Παπαναστασίου. Αλλά, αυτή τη φορά, όχι μόνος. Του είχαν φορέσει οι γιατροί μια περίεργη κατασκευή στο κεφάλι, σαν αλουμινένιο σκελετό για σκηνή: ένα κολάρο έπιανε σε λαιμό και, από πίσω, στις ωμοπλάτες, και στο μέτωπό του είχε περαστεί (με τέσσερις μεγάλες βίδες) ένας μεταλλικός δίσκος, από όπου ξεκινούσαν τέσσερις ράβδοι προς τα επάνω, που συνέκλιναν σε έναν μικρότερο δακτύλιο, τουλάχιστον μισό μέτρο πάνω από το κούτελό του. Αυτό το πράγμα τού στήριζε το κεφάλι, τον λαιμό, τη σπονδυλική στήλη και τα λοιπά. Εξαιρέσει τής βιδωμένης στο κρανίο του μεταλλικής στεφάνης, το υπόλοιπο μπορούσε να βγει τα βράδια αν ήθελες, και αν είχες τα κατάλληλα εργαλεία, αλλά ο φίλος βαριόταν να το βγάλει και πλέον κοιμόταν λίγο μόνο, στην καρέκλα. Τον φωνάζαμε έκτοτε Ρόμποκοπ. Μια μέρα λοιπόν είχε ένα ευρωπαϊκό ματς εκτός ο πάοκ, και έπρεπε να χάσει. Πήγαμε να το δούμε στον σύνδεσμο, όπου κάποια παιδιά έκλεβαν σήμα από τη Νόβα και πρόβαλλαν το ματσάκι σε μια πάνινη οθόνη με προτζέκτορα. Αλλά το σήμα ήταν χάλια, και δεν βλέπαμε καλά. Και τα χιόνια είναι γρουσουζιά. Ο Ρόμποκοπ ήταν παρών, φυσικά, αν και δεν είχε ιδέα για το ματς — δεν είχε ιδέα για τίποτε. Τριγυρνούσε μέσα στον σύνδεσμο, πήγαινε από παρέα σε παρέα, έλεγε τα δικά του, και ζητούσε από καμιά μπίρα, έτσι και είχες την καλή διάθεση να τον κεράσεις άλλη μία. Κάποια στιγμή, κι ενώ η συμπαθής ομάδα τού πάοκ αμυνόταν κι εμείς περιμέναμε να φωνάξουμε γκολ τρώγοντας τα νύχια μας, ο Ρόμποκοπ πήγε λίγο παρέκει και, ω του θαύματος, η εικόνα καθάρισε. Πάει λίγο πιο κει, πάλι χιόνια. Το πιάνει στον αέρα ένας συνδεσμίτης, σηκώνεται, αρπάζει τον Ρόμποκοπ και τον ξαναβάζει εκεί όπου ήταν πριν: η εικόνα καθάρισε! «Μην τυχόν και το κουνήσεις από δω μέχρι να σφυρίξει το κοράκι», του είπε τότε το παλικάρι, φωνάξαμε κι εμείς όταν ο Ρόμποκοπ πήγε να διαμαρτυρηθεί («Μα τι είμαι εγώ, ρε παιδιά;»), και τον αναγκάσαμε να κάτσει εκεί, να κάνει την κεραία. Τελικά ο πάοκ έβγαλε αναπάντεχο διπλό, φύγαμε απογοητευμένοι, ο Ρόμποκοπ έμεινε με τη σιδεριά κάνα χρόνο ακόμη, και τώρα δεν ξέρω πού είναι. Αλλά εμείς παίζουμε για δεύτερη χρονιά στη γάμμα εθνική. [§] Κάπως έτσι κάνει και η αντιπολίτευση με τον Τσίπρα: «Μην τυχόν και το κουνήσεις από δω», του λέει, «Μην τυχόν και το κουνήσεις από δω».

30 Νοεμβρίου 2015

Αργήσαμε πολύ να αφήσουμε τον Αρσέν μόνο του στο σπίτι έστω και για λίγα λεπτά, γιατί δεν θέλαμε. Έφτασε να είναι εφτά ή οχτώ μηνών για να το πρωτοκάνουμε. Τώρα τον αφήνουμε, αλλά και πάλι σπάνια. Τα σκυλιά στενοχωριούνται μόνα τους στο σπίτι, ειδικά αν ο ένας από τους δύο —στην περίπτωση ζευγαριών, τέλος πάντων— εργάζεται στο σπίτι, όπως εγώ. Δεν μπορεί να λείπει στα ξαφνικά. Φεύγουμε μαζί από το σπίτι, και μένει μόνος («μόνος»: χωρίς εμάς· αλλά είναι βέβαια μαζί του η Φαντομά), μόνο όταν έχουμε εκπομπή στο ραδιόφωνο, μια φορά την εβδομάδα, Κυριακή βράδυ, για δυόμισι ώρες συνολικά. Δεν βγαίνουμε σε άλλες περιπτώσεις, ποτέ· μας αρέσει το σπίτι. Το ξέρει πια ότι θα φύγουμε, το καταλαβαίνει από τις ετοιμασίες μας, και δεν παρακαλάει να μας ακολουθήσει όπως έκανε στην αρχή. Το δέχεται, αν και με κατεβασμένο το κεφάλι. Δεν κοιμάται ούτε στιγμή όσο κάνουμε να επιστρέψουμε: παίζει λίγο με την αδερφή του, ίσως περισσότερο άγρια από ότι συνήθως αν κρίνουμε από κάποια ίχνη που ανακαλύπτουμε επιστρέφοντας, και κυρίως ξεροσταλιάζει στην πόρτα, καθιστός στα πίσω του πόδια. Ελπίζω πως ξέρει ότι θα γυρίσουμε κάποια στιγμή (από ώρα σε ώρα), αλλά δεν είμαι σίγουρος. Πάντως, τελικώς γυρνάμε. Και φυσικά —έτσι κάνουν τα σκυλιά— ξετρελαίνεται εκείνες τις στιγμές, δεν ξέρει τι να κάνει από την απροσδόκητη ευτυχία, φοβάσαι μη μείνει στον τόπο από τη χαρά και από την απροσδόκητη ευτυχία. Και τότε τον παίρνω για μια «χαριστική» μεταμεσονύκτια βόλτα, που είναι πολύ μυστική και πολύ δική μας: μυστική και κρυφή και ιδιωτική. Και πηγαίνουμε γρήγορα-γρήγορα (εκείνος με οδηγεί), τρέχοντας ή περπατώντας πολύ γρήγορα (ή με τον τρόπο του λύκου: τρέχοντας εκατό μέτρα, περπατώντας άλλα εκατό· τρέχοντας εκατό μέτρα, περπατώντας άλλα εκατό) προς την Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, εκεί στα σκαλάκια, και καθόμαστε αγκαλιά και κοιτάμε απέναντι, κι εκείνος είναι λαχανιασμένος, και είμαι λιγάκι λαχανιασμένος κι εγώ. Και, αφού ξελαχανιάσει, και ξελαχανιάσω κι εγώ, ο Αρσέν μού μιλάει. Στο αυτί, ψιθυριστά. Και, ό,τι κι αν μου λέει, έχει δίκιο. Και ζητά, έπειτα, να του πω τη γνώμη μου, και του τη λέω. Κι έπειτα χαμηλώνουμε τη φωνή, και λέμε και λίγα πράγματα ακόμα, λίγα λόγια ακόμα: μυστικά, δικά μας. Κι έπειτα σωπαίνουμε, δείχνοντας —αν μας έβλεπε ένας τρίτος— ότι τα σκεφτόμαστε. Όντως αυτό κάνουμε. Κι έπειτα κουνάμε το κεφάλι καταφατικά, χωρίς να μιλάμε πια, σηκωνόμαστε, και παίρνουμε τον δρόμο του γυρισμού. Δεν κάνει «σκαλάκια» στο ΚΘΒΕ, δεν παίζει, δεν κυνηγάει φύλλα ούτε κοιτάει τα άλλα σκυλιά (αδέσποτα μόνο, τέτοιαν ώρα). Είναι σοβαρός. Επιστρέφουμε σπίτι από τον ίδιο δρόμο, παίρνουμε το ασανσέρ, ανεβαίνουμε επάνω, του καθαρίζω τα πόδια, ερχόμαστε εδώ στο γραφείο, κι εγώ κάθομαι στον υπολογιστή για να γράψω το Ημερολόγιο, ενώ εκείνος ξαπλώνει στα πόδια μου και αποκοιμιέται αμέσως. (Όσο λείπουμε με την Κ. δεν κοιμάται ποτέ, και η φυλή του χρειάζεται πολύ ύπνο, είναι πτώμα). Κοιμάται, με το κεφάλι του στο πόδι μου, και λίγο ροχαλίζει. Έχει αποκοιμηθεί ολότελα σίγουρος ότι έχω καταλάβει, και ότι δεν θα τον προδώσω. Κι εγώ συνήθως γράφω για πράγματα ανόητα, αλλά σήμερα, που μου είπε ένα πολύ μεγάλο μυστικό, αποφάσισα να γράψω γι’ αυτόν. [§] Καληνύχτα, Αρσέν.

30 Νοεμβρίου 2015

Θυμάστε σίγουρα εκείνο το ανέκδοτο με τον Κούντερα, που μια ωραία αυγουστιάτικη βραδιά του ’68 κοιμόταν στο σπίτι μιας παντρεμένης φίλης του —ο άντρας της έλειπε ταξίδι για δουλειές— με το κλειδί γυρισμένο τρεις φορές στην κλειδαριά για κάθε ενδεχόμενο, όταν κάποιος άρχισε να χτυπά την πόρτα, και τα χρειάστηκε για τα καλά, και έκανε ότι δεν άκουγε, αλλά τα χτυπήματα συνεχίστηκαν, συνεχίζονταν, κι εκείνος σκεπάστηκε τώρα ώς τ’ αυτιά φοβούμενος για τα χειρότερα, ενώ και η κοπέλα δεν ήξερε τι να κάνει και έτρεξε αλλόφρων («Ο άντρας μου!») να κρυφτεί στο μπάνιο, και δώσ’ του να χτυπά η πόρτα, με μανία τώρα, με τις γροθιές, μπαμ-μπαμ, και μια φωνή φώναζε έξαλλη, «Ανοίξτε — ανοίξτε, που να πάρει!» ώσπου δεν γινόταν να κάνει διαφορετικά, και έπιασε να ντύνεται, τουλάχιστον μην τον πιάσουν γυμνό, αυτό θα ήταν ο έσχατος εξευτελισμός, ας τη γλίτωνε με ένα καλό χέρι ξύλο τουλάχιστον και θα ’βλεπε τι θα ’κανε μετά, έπρεπε να σταθεί γενναίος, οπότε πήγε με σερνάμενα βήματα προς την πόρτα, που εξακολουθούσαν να τη χτυπούν με δύναμη από έξω, ξεκλείδωσε τρέμοντας ολόκληρος και, με τα πολλά, την άνοιξε μια σπιθαμή, για να δει πως δεν ήταν ο απατημένος σύζυγος που χτυπούσε αλλά ένας φίλος του, ένας σύντροφος, που του είπε λαχανιασμένος, «Μα γιατί δεν ανοίγεις τόση ώρα; Πρέπει να φύγεις, πρέπει να κρυφτούμε, μπήκαν οι Ρώσοι στην Πράγα με τα τανκς!», και, ανακουφισμένος εκείνος, ο Μίλαν Κούντερα, ξεφύσησε αναστενάζοντας και χαμογέλασε. [§] Κάπως έτσι κι εγώ άκουσα τα της συσκέψεως: γιατί, στο μεταξύ, κάηκε ο θερμοσίφωνας και μείναμε χωρίς ζεστό νερό.

28 Νοεμβρίου 2015

Ξεφυλλίζαμε ένα θέμα στην αμερικάνικη Vogue, το σπίτι στο Λονδίνο κάποιας σχεδιάστριας. Ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ. Ήταν ένα απίθανο σπίτι, μαγικό. Είχε μέχρι και μια τραπεζαρία-βιβλιοθήκη: ωραία ιδέα —ασφαλώς— να τρως περιστοιχισμένος από ένα σωρό μαγικούς τόμους. (Κατά κάποιον τρόπο, το κάνω κι εγώ όποτε τρώω μόνος, φέρνοντας το τάπερ μαζί με τα καινούρια βιβλία που ήρθαν σπίτι στο γραφείο). Είχε όμως και άλλα πολλά: κήπους, σπιτάκια μέσα στους κήπους, δωμάτιο-γκαρνταρόμπα, τζάκια, σκάλες που σε πήγαιναν σε άλλους ορόφους, ένα λουσάτο σκυλί, χίλια δυο. Τέτοια σπίτια υπάρχουν πολλά, αυτό είναι ένα μόνο, και όχι από τα πιο ακριβά ή φινετσάτα. Σιγά. Αλλά… Αλλά έπειτα… έπειτα λες, «Κοίτα να δεις, γαμώτο, δεύτερη χρονιά που δεν έχω για πετρέλαιο». Και ζηλεύεις. Φθονείς. Λίγο το μάτι σου, θες δεν θες, παίρνει να στενεύει, να λοξεύει. Και κλείνεις το περιοδικό, κουνώντας το κεφάλι για να σου φύγουν οι ωραίες εικόνες, οι παραμυθένιες. Αλλά βέβαια δεν σου φεύγουν. [§] Λοιπόν άκου: ούτε Αλλάχ, ούτε Μαλλάχ: όλη η ισλαμική τρομοκρατία εδράζεται στο κράμα φθόνου και αβυσσαλέας αδυναμίας να τη μανιπουλάρουν εκείνων των τύπων. Το ίδιο ακριβώς που παθαίνει και ένα παιδί, εδώ, που τρελαίνεται και σπάει το αμάξι σου, ή καίει ένα μαγαζί. Δεν είναι που δεν μπορεί να έχει κάποια πράγματα: πολλοί, μπορούν — πάρα πολλοί μπορούν να έχουν τα πάντα. (Και από τα δικά μας τα πιτσιρίκια, τα αναρχοφασιστάκια, που τα περισσότερα είναι μεγαλωμένα στα πούπουλα, αλλά και από τους τρελούς χασάπηδες, που οι αρχηγοί τους δεν ξέρουν τι έχουν, είναι Κροίσοι). Το πρόβλημα είναι που η Δύση γουστάρει να τα επιδεικνύει, είτε είναι παραμυθένια σπίτια καμωμένα από πάνω ώς κάτω με γούστο, είτε κινηματογραφικά έργα, είτε μπλοκ κινηματογράφων, είτε υπερυπολογιστές καρπού. Το κάνει με καμάρι: γιατί είναι πολιτιστική κατάκτηση αυτό, και είναι σπουδαία. Και τη βλέπει όλος ο κόσμος. Την Ανατολή… δεν τη βλέπει. Ή, κι αν τη δει, στέκεται συχνά με το στόμα να χάσκει μπροστά στη στομφώδη επίδειξη πλούτου και λέει, Ήμαρτον. [§] Ο Δυτικός πολιτισμός είναι υλικός, και αυτός είναι ο πιο πνευματικός πολιτισμός που μπορεί να υπάρξει.

27 Νοεμβρίου 2015

Στην αυριανή σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για λόγους που πάνω-κάτω όλοι γνωρίζουμε, θα δρομολογηθούν εξελίξεις στο Ασφαλιστικό, του εξής τύπου: Έχουμε τόσους συνταξιούχους, αυξάνονται με τον τάδε ρυθμό, μας κοστίζουν τόσα λεφτά, εμείς θέλουμε να διαθέσουμε λιγότερα από τόσα, άρα τι κάνουμε; Άρα μειώνουμε τον ρυθμό που θα αφήνουν τη δουλειά τους οι δυνάμει νέοι συνταξιούχοι (πλην των χαριστικών συντάξεων, εννοείται) και κόβουμε ένα άλφα ποσοστό των συντάξεων. Σωστό; Σωστό. Δηλώσεις αμοιβαίας αντιπάθειας προς τις κάμερες, γρήγορη αλλαγή θέματος («Συζητήσαμε επίσης και το Προσφυγικό») κι έξω απ’ την πόρτα. Αυτή είναι μία λύση που την επιμερίζονται όλα τα κόμματα, και που συμφέρει τους πάντες. Εκτός από τους συνταξιούχους, θα πεις. Ναι. Αλλά δεν πειράζει: γιατί αυτοί ξέρουν ότι θα χάσουν επιπλέον χρήματα — ήδη έχουν χάσει κι άλλα, και περιμένουν και το δεύτερο κύμα. Και δεν συμφέρει και τους παραγωγικά απασχολούμενους φυσικά, ιδιώτες, ελεύθερους επαγγελματίες, όλους αυτούς που πληρώνουν με τους φόρους και τις εισφορές τους τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και των συνταξιούχων: τους παραγωγικά απασχολούμενους που έχουν μειωθεί δραματικά, τόσο αυτοί όσο και οι απολαβές τους, ήτοι η φοροδοτική τους ικανότητα: κάποτε ένα κοπάδι αγελάδες τάιζε ένα χωριό, τώρα απέμεινε μία, κι αυτή κάτισχνη, και πρέπει να εξακολουθεί να το ταΐζει. Ωραία. Αυτό είναι ένα σκηνικό που το έχουμε συνηθίσει. Μπορεί να τελειώσει κάποτε (σύντομα· θα τελειώσει πολύ σύντομα), αλλά για την ώρα δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι άλλο. Δεν μπορούμε, φέρ’ ειπείν, να διανοηθούμε να θίξουμε καν το ζήτημα των υπέρογκων κρατικών δαπανών και της άμεσης μείωσής τους. Το κράτος είναι Ιερό. Το κράτος στηρίζει τον Τσίπρα με όλες του τις δυνάμεις. Και θα στηρίξει, αύριο-μεθαύριο, μια δεξιά λαϊκιστική κυβέρνηση, που θα άρχει επί τού τίποτε. Εκτός κι αν… [§] ΥΓ. Πρόβλεψη: θα πιέσουμε για οικονομική ενίσχυση σε σχέση με τους πρόσφυγες που έρχονται εδώ· θα την πάρουμε· και θα δοθεί όλη στις συντάξεις, σαν επιδότηση επιδοτήσεων.

26 Νοεμβρίου 2015

Μια καθημαγμένη χώρα που οι πολίτες της τείνουν ευκολότατα να πειστούν, και δη εξακολουθητικά, από τα πιο αδιανοήτως γελοία ψέματα εφόσον φαινομενικά τούς συμφέρει να τα ακούν, επειδή είναι βαθιά, αρρωστημένα, απελπιστικά αμόρφωτοι —σε αντίθεση με τις παραδοσιακές ηγεσίες τους, που πάντα ήσαν εξέχοντα μέλη της παγκόσμιας ελίτ, εξ ου και η δημοκρατία μας υπήρξε η κορυφαία σε όλα τα Βαλκάνια, με δεκάδες ανόθευτες εκλογικές διαδικασίες στο ενεργητικό της, σε πλήρη αντίθεση με όλους τούς γείτονές μας: από τις εκλογές του 1843 έως σήμερα έχουμε ψηφίσει για την ανάδειξη εθνικής Βουλής περισσότερες φορές από οποιονδήποτε άλλο λαό της Ευρώπης—, σε μια χώρα που ακόμη δεν έχει συνειδητοποιήσει σε τι δεινή βρίσκεται και τι πρόκειται να της συμβεί εντός ολίγου (οι περισσότεροι αγνοούν, επί παραδείγματι, ότι έχουμε capital controls —και ότι αυτά ήρθαν για να μείνουν—, ήτοι μια οικονομία με χειροπέδες, ή ότι ο τράπεζες έχασαν μέσα σε λίγους μήνες το 95% της αξίας τους: το 95%!), σε μια τέτοια χώρα τέλος πάντων μπορεί οποιοσδήποτε πλέον να λέει ό,τι θέλει, να υπόσχεται εκ νέου τον ουρανό με τ’ άστρα, να χασκογελά με τα χάλια μας, και όλοι μαζί να χαζεύουμε τις αθλητικές όπως το κάναμε και το ’80 και το ’90, να τα λέμε στα ουζερί όπως τα λέγαμε και το ’90 και το ’00, να γελάμε και να βρίζουμε για τον καιρό, επειδή ας πούμε έβρεξε δυνατά ή επειδή εξακολουθεί να κάνει ζέστη Νοέμβρη μήνα, σαν ήρωες ενός παλιού, μαυρόασπρου, κιτρινισμένου κόμιξ που βρέθηκε στα σκουπίδια και που τώρα το διαβάζει ένας κλοσάρ στο παγκάκι. Είμαστε σαν τις ιστορίες του Άντυ και της Φλώρας, είμαστε ο Άντυ και η Φλώρα: ζούμε τις ασήμαντες παλιές ιστορίες μας, τρωγόμαστε και ξαναγαπιόμαστε, εγκλωβισμένοι σε χάρτινα τσαλακωμένα κελιά, ενώ γύρω μας τα πάντα τρέχουν, τα πάντα αλλάζουν, βιάζονται, γεννιούνται, πεθαίνουν και ξαναγεννιούνται αλλαγμένα κάθε μέρα. Μια τέτοια μέρα —άγνωστο ποια: αλλά δεν θα ’ναι πολύ μακρινή, το αντίθετο— θα ξυπνήσουμε, θα βγούμε από τη σπηλιά μας, θα κάνουμε δυο σαστισμένα βήματα και δεν θα αναγνωρίζουμε τίποτε από τον κόσμο. Και δεν θα μας θυμάται, κι εμάς, κανείς.

25 Νοεμβρίου 2015

Χθες ήταν η δεύτερη φορά αυτό το οκτάμηνο που δεν τα κατάφερα να γράψω το Ημερολόγιο Γεφύρας στην ώρα του, δηλαδή περί τα μεσάνυχτα: πριν τις 12, είχα γείρει στον καναπέ (βλέπαμε μια ταινία) και ήταν απλώς αδύνατον να ξανανοίξω τα μάτια μου· απλώς κάποια στιγμή αφέθηκα να με οδηγήσει η Κ. στο κρεβάτι. Οι ημέρες γίνονται όλο και πιο γεμάτες και πιο απαιτητικές, κι αυτός είναι ο μόνος τρόπος που έχουμε για να ζούμε. Στο μεταξύ, τα μικρά γεγονότα της μεγάλης Ιστορίας μπορούν να κάνουν όσο λίγο ή πολύ θόρυβο θέλουν. Αρκεί να μη μας ξυπνούν. [§] Είχε πλάκα πιο πριν, καθώς είχα δεχτεί καταιγισμό απειλών από χρυσαυγίτες στο inboxμου, που με απειλούσαν (μα, δεν βαρέθηκαν τόσα χρόνια; words, words, words…) επειδή δήλωσα ότι είμαι με την Τουρκία. Προφανώς και είμαι, ο φασίστας Πούτιν πρέπει να μάθει να παίζει με τον πολιτισμένο κόσμο, και στην περίπτωσή μας να μη βγάζει γλώσσα στο ΝΑΤΟ, μια συμμαχία στην οποία τυχαίνει να είναι μέλος η φίλη Τουρκία — και, για κάποιο καιρό ακόμα, και η Ελλαδίτσα. Παιδάκια: όταν έχεις μπει στο υπόγειο του παλιού Super-3, του Κεντρικού, του μεγαλύτερου συνδέσμου τού ΑΡΕΩΣ, χωρίς να τρέμουν τα πόδια σου, κι ενώ όλη του η ηγεσία σε μισεί, τι να μου πείτε κι εσείς; :-D [§] Δεν έχει θέμα σήμερα (και πότε είχε, θα πεις), πάω για δουλειά: πρέπει να προσποιηθούμε ότι μπορούμε να προλάβουμε οτιδήποτε. Και να το πιστέψουμε. 

25 Νοεμβρίου 2015

Είναι κάτι περίεργο που μου συμβαίνει εδώ και κάμποσους μήνες τις νύχτες, όταν περπατώ στον δρόμο: νιώθω μια ζεστή, στερεή παρουσία να αναπνέει βαριά δίπλα μου και να με ακολουθεί, στερεή αλλά και πάλι κάπως ρευστή, με άνετο έλεγχο των κινήσεών της, που ποτέ δεν χάνει την περπατησιά μου, και που με κάνει να πιστεύω πως ξέρει από πριν αν θα στρίψω στη γωνία ή αν θα συνεχίσω ίσια. Όποτε γυρίσω απότομα να τη δω, παίρνει μιαν άυλη μορφή: γίνεται μια γκριζάδα ανάμεσα στις άλλες, και κοιτάζει αλλού, αδιάφορη, σταματώντας και να αναπνέει για λίγο. Είναι κάτι πιο λίγο από καπνός και πιο πολύ από μια ιδέα του μυαλού. Κι έπειτα πάλι, όταν ξαναστρέφω το κεφάλι και το σκύψω αναστενάζοντας, και συνεχίσω το περπάτημα, μαζεύει κι εκείνη πάλι τους ώμους και συνεχίζει να με ακολουθεί, κολλημένη πίσω από τον αριστερό μου ώμο, ζεστή και σαν στερεή, ωσότου κάτι συμβαίνει κάποια στιγμή, κάτι άσχετο από τη σχέση μας αυτή, ένας οποιοσδήποτε περισπασμός, και χάνεται λίγο μετά, δευτερόλεπτα αφότου βγει από το μυαλό μου. Θα πεις, είμαι τρελός. Και μπορεί να ’χεις δίκιο. Πόσο μάλλον που τώρα πια δεν τη νιώθω μονάχα τις νύχτες, αλλά και όταν ίσα-ίσα που αρχίζει να πέφτει το σούρουπο, εκεί κοντά κατά τις πέντε ή ώρα που βραδιάζει, κι ας είναι νωρίς, κι ας μην έχει πέσει ακόμη το σκοτάδι, γιατί εδώ και καιρό μάς κλείνει το μάτι ο χειμώνας, από την άνοιξη, πες, και πάει και μισοκλείνει τα φώτα νωρίς. Κι ακόμα, ακόμα χειρότερα: είναι τώρα κάτι μέρες που τη νιώθω —αυτή τη στερεή σκιά που λαχανιάζει στον ώμο μου— και μέσα στο ίδιο μου το σπίτι, να γλιστράει πίσω από τις κουρτίνες, να κρύβεται στην ντουσιέρα, να παραμονεύει δίπλα από τα ράφια με τα βιβλία. Συχνά νομίζω πως δεν θέλει καν να κρύβεται πια, και ίσα-ίσα που, έτσι να κάνω, θα μπορέσω να τη δω, ή να την πιάσω στα πράσα, να κάθεται στο γραφείο μου, να ανακατεύει τις σημειώσεις μου, να ψαχουλεύει μέσα στην ντουλάπα με τα πουκάμισα, να σκαλίζει το πατάρι με τις βαλίτσες. Ίσως (αν και δεν ξέρω να πω με σιγουριά) αυτή η ζεστή, στερεή σκιά να γράφει και τα σημειώματα που βρίσκω πια εδώ κι εκεί, πάνω στο τραπέζι του σαλονιού ή σάμπως περασμένα κάτω από την εξώπορτα, ή μέσα στις τσέπες των παντελονιών μου, γραμμένα όλα τους με το ίδιο μελάνι και από το ίδιο χέρι. Όλα λένε μια λέξη μόνο: «ΦΥΓΕΤΕ», κι αν κάτι ξέρω να πω με σιγουριά είναι πως δεν συνιστούν απειλή, όχι: είναι προτροπή. Η σκιά με συμβουλεύει, μας πονάει. [§] Αλλά κι αυτό το ΦΥΓΕΤΕ μια κουβέντα είναι, σχεδόν γλυκιά. Μακάρι να ’ταν στ’ αλήθεια απειλή. [§] Θα φύγουμε όταν γίνει.

23 Νοεμβρίου 2015

Αν ορίζαμε τον, ας τον πούμε, μαχόμενο φιλελευθερισμό (λέω: αν) σαν τον διαρκή αγώνα υπέρ του δικαιώματος να είναι ελεύθερος κάποιος τρίτος, ο Άλλος, και όχι εμείς, σαν μία ογκώδη ηθική υποχρέωση να προασπίζουμε τα ανθρώπινα δικαιώματα των άλλων, των εκάστοτε μειονοτικών και των αδυνάτων, θα βλέπαμε πως δεν γίνεται να περιορίσουμε αυτόν τον τρίτο και αυτές τις ομάδες ανθρώπων με κανέναν τρόπο, εφόσον οι πράξεις του ή οι πράξεις τους δεν επηρεάζουν άλλους, μη συναινούντες — για παράδειγμα, κανείς μπορεί να έχει το δικαίωμα της απόλυτης αυτοδιάθεσης του σώματός του (της σύνολης ύπαρξής του), οπότε, φέρ’ ειπείν, δεν μπορεί να κατηγορηθεί, θα λέγαμε, αν εκπορνεύεται, αν κάνει χρήση ναρκωτικών ή αν φοράει ό,τι ρούχα θέλει, σε όποιον ιδιωτικό ή δημόσιο χώρο θέλει, μια μπούργκα ας πούμε ή ένα λοφίο στο κεφάλι. Κάποια Δυτικά κράτη απαγορεύουν το κάλυμμα της κεφαλής στις γυναίκες για μία σειρά από λόγους, πολύ σοφούς όλους τους, όπως επίσης και την οπλοφορία: δεν μπορείς να κυκλοφορείς με τελετουργικό χατζάρι ή στιλέτο στη ζώνη, όσο και να σε καίει αυτό. Όμως… Όμως πραγματικά δεν έχω άποψη επ’ αυτού. Και θα ’ναι κρίμα να συνεχίσω με επιχειρήματα (υπέρ του δικαιώματος του άλλου να φορά ό,τι θέλει, υποθέτω — ή, αίφνης, να οπλοφορεί) όταν ολόκληρες σχολές σκέψης έχουν καταλήξει πως, όχι, δεν γίνεται να φοράς τσαντόρ σε ένα σχολείο των Παρισίων, και αλλού — ξέχνα το. Οπότε κλίνω την κεφαλή, και… Και αλλάζω θέμα. Ας πούμε, είχε γενέθλια ο σκύλος μας χθες, και του πήραμε ένα «γλυκό» σαν μικρή τούρτα, και του ανάψαμε κερί, και βγήκαμε φωτογραφίες, και μετά το ’φαγε. Αυτά. [§] ΥΓ. Ναι: εκχωρώ μετά λόγου γνώσεως μέρος των δικών μου ατομικών ελευθεριών, των Δυτικών δηλαδή, για να παταχθεί η τρομοκρατία. Και δεν το κάνω τώρα, με τους ισλαμοναζήδες, το κάνω μια ζωή, με καθετί. Η δικιά μου ιδεολογία (βάσει της οποίας, απροπό δεν ψηφίζω ποτέ) θα αμολούσε ένα τέρας στους δρόμους έτσι και εφαρμοζόταν: την έχω για να ακονίζω επάνω της τη συνείδησή μου, όχι για να την ασκώ — με τον ίδιο τρόπο που κανείς μπορεί να είναι δάσκαλος μιας εξαιρετικά σκληρής και αποτελεσματικής πολεμικής τέχνης χωρίς ποτέ σε όλη του τη ζωή να έχει χτυπήσει άνθρωπο. Ας προστατευτούμε, και ας προστατεύσουμε την Ελευθερία της ζωής.

23 Νοεμβρίου 2015

Στις Εθνικές Εκλογές του Ιανουαρίου, πολλοί καλοί φίλοι, και γενικώς καλοί άνθρωποι, και πολλοί, πάρα πολλοί, συνέστηναν στους ψηφοφόρους να κάνουν κάτι μην τυχόν και βγει ο Τσίπρας και έχουμε δράματα. Οι ίδιοι σιχαίνονταν τους σαμαροβενιζέλους, και δεν θα τους ψήφιζαν που να τους κοπεί το χέρι. Κυρίως, δε, δεν θα ψήφιζαν με τίποτα Σαμαρά, Νέα Δημοκρατία, δηλαδή τον βασικό αντίπαλο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτόν που κατά τούς ίδιους θα ανέκοπτε την επέλαση των επικίνδυνων τρελών τού Τσίπρα, επειδή που να τους κοπεί το χέρι αυτοί Δεξιά δεν ψηφίζουν. Θα ψήφιζαν πολίτευμα, θα κάθονταν σπίτι τους, θα πήγαιναν εκδρομή, θα το ριχναν κάπου χαβαλέ, θα προτιμούσαν μικρά κόμματα, θα, θα, θα. Δεν ψήφισαν την επάρατο λοιπόν, και μπράβο τους, βγήκε πανηγυρικώ τω τρόπω και άνευ αντιπάλου ο Τσίπρας, μπήκε από την πίσω πόρτα στη Βουλή και ο σημερινός ΗΕΘΑ που την επομένη του εμπιστεύτηκαν (όχι αυτοί που τον ψήφισαν, όχι αυτοί που ψήφισαν τον Τσίπρα: αλλά οι άλλοι) τα τανκς, και δώσ’ του διαπραγμάτευση, δώσ’ του πανηγύρια με αρνιά και κοντοσούβλια και Αμαλίες να χορεύουν καλαματιανούς το Πάσχα, δώσ’ του non passaran στους εβραιομασόνους ανθέλληνες δανειστές τοκογλύφους, δώσ’ του χαρά και οίηση, δώσ’ του περήφανα νιάτα και τιμημένα γηρατειά, δώσ’ του αξιοπρέπεια και κοιλιακούς Βαρουφάκη, δώσ’ του και το υπερέξυπνο διαπραγματευτικό ατού και υπερτέλειο μέτρο του δημοψηφίσματος, δώσ’ του δεκαεφτά ώρες σερί δουλειά για τον Αλέξη, δώσ’ του μετά τα capitalcontrolsκαι οι τιμημένες και περήφανες ουρές στα ΑΤΜ, δώσ’ του το φευγιό δεκάδων χιλιάδων επιχειρήσεων σε Βουλγαρία, Κύπρο, Αλβανία, δώσ’ του χορό οι Αγορές, , και ξαναδώσ’ του χορό οι Αγορές στον ζουρνά, στο νταούλι και στο κλαρίνο που τους παίζαμε, δώσ’ του η μετανάστευση αξίων ων ουκ έστιν αριθμός, δώσ’ του πρώτες κατοικίες και κούρεμα μισθών και συντάξεων οριζόντιο και ωραίο (ζήτω η ισότητα), φάε τώρα και την ΕΘΝΙΚΗ ΠΡΟΔΟΣΙΑ του ξεπουλήματος του τραπεζικού συστήματος έναντι εφτακοσίων… εκατομμυρίων ευρώ (!!!), όσο κάνει η Μπαρτσελόνα πάνω-κάτω, κι όλα καλά: όλα με το χαμόγελο. Δεν πάθαμε και τίποτα, δόξα τω Θεώ. Τουλάχιστον όμως οι ως άνω φίλοι δεν βούτηξαν το χέρι τους στα σκατά της Δεξιάς. Το βουτήξαμε μόνο εμείς, που την πολεμάμε από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας με λύσσα. [§] Δεν θα πω άλλα. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τις σημερινές εκλογές. Μας αφορούν όλους εξίσου. Πάτε να ψηφίσετε κανέναν σοβαρό άνθρωπο, γιατί θα σας βγει κάνας Τζιτζικώστας που ’ναι κλώνος τού Τσίπρα διά τού δύο, και δεν θα «φταίνε» οι ψηφοφόροι του, ούτε αυτός: εσείς θα φταίτε.

21 Νοεμβρίου 2015

Όπως σε ένα ναύαγιο εν αιθρία τα λάθη πλοήγησης τα χρεώνεται ο κυβερνήτης —αλλά πνίγονται οι επιβάτες—, έτσι και τα «λάθη» του Τσίπρα και του τρομώδους θιάσου του θα καταλογιστούν σε δαύτους — αλλά (θα) έχουμε πνιγεί εμείς. Μέσα σε μόλις ένα εξάμηνο θρασύτατων θηριωδιών και λιτότητας, η χώρα έχει μπει μέσα μέσα όσο σπατάλησε μέσα σε μία ολόκληρη δεκαετία ξέφρενης σπατάλης (και όταν λεμε η χώρα εννοούμε και οι πολίτες, όχι τάχα μου εκατό πολιτικοί και διακόσιοι επιχειρηματίες: άπαντες), υποχωρώντας σε όλους τους οικονομικούς δείκτες, στους ίδιους ακριβώς δείκτες που πρώτη φορά από το ξέσπασμα της Κρίσης είχαν ανακάμψει πριν από ένα περίπου χρόνο από τώρα που μιλάμε, επί των «τρισκαταράτων Σαμαροβενιζέλων», δίνοντας δουλειές στους νέους, ανοίγοντας δρόμους για τις επιχειρήσεις και κομίζοντας επενδύσεις, δηλαδή επιπλέον δουλειές, επιπλέον πλούτο και, επιτέλους, αξιοπρέπεια. Αυτά όλα πετάχτηκαν. Για ένα καπρίτσιο κάποιων μανικών. Και όχι μόνο πετάχτηκαν: κατρακύλησαν στον γκρεμό, μαζί με το κάρο και, κυρίως, μαζί με τη γαλαρία.  Όμως δεν πήγαν μόνο οι πενταετείς θυσίες έντεκα εκατομμυρίων ανθρώπων στον βρόντο: πήγαν στον βρόντο οι πενταετείς τους θυσίες επί δέκα. Η Ελλάδα δεν θα επανακάμψει. Οι άνθρωποι που έφυγαν δεν θα ξαναγυρίσουν. Αυτοί που φεύγουν (άτομα και εταιρείες) δεν θα το ξανασκεφτούν. Οι δε πιθανότητες να γλιτώσουμε το Grexitείναι στατιστικά ασήμαντες. Και όλα αυτά δεν είναι πράγματα που διορθώνονται με χειραψίες και με ψελλίσματα γυμνασιόπαιδα που έχει κάτω από τη βάση σε όλα τα μαθήματα, πλην των Θρησκευτικών και χαμογελάει κι από πάνω — του βλάκα τού σχολείου, δηλαδή. Αυτά διορθώνονται με την αποβολή του. [§] ΥΓ. Σε περίπτωση που κληθεί μία νέα οικουμενική κυβέρνηση να εφαρμόσει το επαχθές Μνημόνιο της Αριστεράς (και να γλιτώσει τη χώρα και από πολιτειακά προβλήματα, τα οποία όλοι ξεχνάμε — όπως ξεχάσαμε όλοι ότι έχουμε capital controls, και ότι θα τα έχουμε για όλο το υπόλοιπο της δεκαετίας), η Αριστερά (η Αριστερά του εν λόγω γυμνασιόπαιδα, that is) κατ’ ανάγκην θα συμμετέχει, λένε. Αυτό όμως δεν θα την απαλλάξει: γιατί το κακό ήταν μέγα, θα μεγαλώσει τρομερά πολύ σύντομα, και είναι από την πρώτη στιγμή προσωπικό.

20 Νοεμβρίου 2015
Σελίδα 11 από 30