ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ
Oι μεγάλοι
κουβαλούν πάντα μέσα τους
το παιδί που υπήρξαν
στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο
το κορίτσι που δεν πρόφτασαν να φιλήσουν
έναν αγιάτρευτο καημό λαχανίδας.
Το πρώτο χνούδι στο πανωχείλι τους
τους Βαρβάρους του Καβάφη
και μια παλιά φυματίωση.
Τις μέρες τους
καταχωρισμένες σε δελτία τροφίμων.
Ένα καρφί στον τοίχο
μπορούσε να σημαδέψει μια εποχή
– τα καλοκαίρια ξυριζόντουσαν
με τον καθρέφτη κρεμασμένο στο παράθυρο.
Όνειρα συνοικιακά
σα μια μοτοσυκλέτα με καρότσα
για πολυμελείς οικογένειες.
Εμείς
κουβαλάμε, απλούστατα, μέσα μας
τους μεγάλους.
Τζένη Μαστοράκη, Διόδια, Κέδρος, 1972
Η ΧΑΡΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΤΗΤΑΣ
Τα βράδια κάνω επικίνδυνες δουλειές.
Δένω μεγάλους σπάγκους
από παράθυρο σε παράθυρο
και κρεμάω παράνομες εφημερίδες.
Τί τα θες, η ποίηση πια δε φτουράει.
Μας τα ’παν κι άλλοι, σου λένε.
Κι έπειτα, έχει κάμποσες να τραγουδήσουν
τη χαρά της μητρότητας.
Η κόρη μου γεννήθηκε
σαν όλα τα παιδιά.
Καταπώς φαίνεται,
θα κάνει και γερά ποδάρια,
να τρέχει γρήγορα στις διαδηλώσεις.
Τζένη Μαστοράκη, Το σόι, Κέδρος, 1978
ΟΙ ΒΟΥΤΗΧΤΕΣ
Τα «πάρεξ να σε ιδώ, καλέ μου», τα κρυφομιλήματα, μέσ’ από
δύσκολους καιρούς σωσμένα λόγια των εξορκισμών, τις σιγανές
πατημασιές, τα ποιήματα, απόπειρες αγνοουμένων προ πολλού,
να τ’ ανασύρεις όλα απ’ τα βαθιά, από μεγάλα σκότη, ανέπαφα, απ’
τις σιωπές ερειπωμένων μητροπόλεων, την άλωση, τη θεομηνία, τη
ρομφαία: όπως τροπαιοφόρος βουτηχτής βαραίνει στ’ άπατα, ή
ευπατρίδες πελεκάν την ώρια κόρη, κι ο πιο καλύτερος τής παίρνει
το κεφάλι.Για να γυρνάς, και να ’ρχεσαι, και να μιλάς, λόγια σπουδαίων
ειδυλλίων που ήταν μια φορά, ίχνη λαμπρών καρατομήσεων, τα «σε
φιλώ», αχ πόσο σε φιλώ, το δήγμα επίχρυσο, επιτέλους, απ’ το χρόνο.
Τζένη Μαστοράκη, Ιστορίες για τα βαθιά, Κέδρος, 1983
ΔΕ ΛΕΙΠΕΙ ΤΩΡΑ, ΠΑΡΕΞ ΝΑ ΧΑΛΑΣΕΙ
Εδώ, στον τόπο της σφαγής ξανά, στα ίχνη των πυκνών
ερώτων πάλι, κι ας λαχταρούσαν να χαθούν, ταξιδευτές,
σε πόλεις και τερπνές υπαίθρους.
Οι καταβάσεις ψέμα, οι διαδρομές, πώς λιγοστέψαν
οι διαδρομές, ο αέρας τόσο σπάνιος, η ακινησία,
δρόμος κανείς, στα όρη στα βουνά, ούτε φυγή,
μονάχα θεία πνιγμονή—
κολυμπητές στης άμμου τα βαθιά, όπως τυφλό,
σε αρτηρία τυφλή
ουρλιάζει το αίμα
Τζένη Μαστοράκη, Μ’ ένα στεφάνι φως, Κέδρος, 1989